Αυτή η πόλη είναι σπίτι μου, απ’ άκρη σ’ άκρη

«Αν έχω ένα όνειρο, είναι να γίνει η πόλη το Βερολίνο των Βαλκανίων, να εκπέμπει ενέργεια, τρέλα και διάθεση που να βγαίνει από τις ψυχές των νέων» Γράφει ο Νίκος Μαραντζίδης 

Parallaxi
αυτή-η-πόλη-είναι-σπίτι-μου-απ-άκρη-σ-968066
Parallaxi

Λέξεις: Νίκος Μαραντζίδης

Γεννήθηκα στη Σαλονίκη, τρίτη γενιά Σαλονικιών. Εκατό δύο χρόνια απ’ την πλευρά του πατέρα μου, ενενήντα εννέα απ’ τη μάνα. Και τον μέσο όρο να πάρεις, τον έκλεισα τον αιώνα. Τρίτη γενιά, σιγά τ’ αυγά! Ο φίλος μου ο Λέων Ναρ, θα γελούσε. «Πεντακόσια χρόνια είναι η οικογένεια μου σε αυτήν την πόλη» τον φαντάζομαι να μου λέει με ύφος μπλαζέ. Κι όμως τρεις γενιές πάρε-δώσε με τη Σαλονίκη, εμένα μου φτάνουν για να βγάλω από πάνω μου την άβολη και μεταβατική ταυτότητα του πρόσφυγα με την οποία μεγάλωσα και για χρόνια συστηνόμουν. Δεν γεννήθηκα απλώς στη Σαλονίκη, είμαι Σαλονικιός πια. 

Ο πατέρας γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Τούμπα, το πατρικό του που εγώ πρόλαβα ήταν εκεί στην Ευαγόρα, απέναντι από τη θύρα 1 του γηπέδου της Τούμπας, για όσους νιώθουν από Τούμπα και ΠΑΟΚ. Η μάνα μου έμενε στην Άνω Πόλη, πάνω απ’ το Κουλέ Καφέ, κάτω από την Πορτάρα κάπου. Την έστειλαν οι δικοί της από την Δορκάδα, παιδούλα σχεδόν, να γίνει μοδίστρα.  Η μάνα της, η γιαγιά μου η Ζωή, μεγάλωσε στο Παπάφειο ορφανοτροφείο, ορφανή από πατέρα. Η δικιά της μάνα, δούλευε καθαρίστρια στο ίδρυμα. «Ήμουνα παπαφάκι», έλεγε η γιαγιά Ζωή, καμαρώνοντας μέσα στην πίκρα της. 

Έμαθα την κοινωνική γεωγραφία της πόλης από τις ενορίες που ψήφιζαν οι γονείς μου˙ Αγ. Βαρβάρα και Αγ. Αικατερίνη,  σηματοδότες μιας προσφυγικής λαϊκής καταγωγής. Κάπως έτσι εξοικειώθηκα από νωρίς με την Αριστερά και δεν με τρομάζει, ούτε θαμπώνομαι κιόλας.

Εγώ πάλι παιδί του κέντρου, απόδειξη κοινωνικής κινητικότητας, πως τα προσφυγάκια πρόκοψαν. Το πρώτο σπίτι στο Διοικητήριο από πίσω, στην Κασσάνδρου με σόμπα πετρελαίου, κι από κει στη Δελμούζου στο Πειραματικό, και τελικά σε σπίτι με κεντρική θέρμανση, μεγάλο γεγονός για την οικογένεια, στην Πρασακάκη, στην Αγία Σοφία, που η μάνα μου επέμενε να με διορθώνει ώστε να την τονίζω στο γιώτα, «γιατί Νίκο μου Αγιά Σοφιά, λέμε την δικιά μας στην Πόλη». 

Στην Πρασακάκη πέρασα μέρος από τα εφηβικά και νεανικά μου χρόνια, αν και για χρόνια είχα το αίσθημα του φιλοξενούμενου. Ήταν το σπίτι των γονιών μου, όχι το δικό μου. Έφυγα για σπουδές, «μαύρη πέτρα θα ρίξω» είπα. Εκεί τους αποχαιρέτησα, και τους δυο. Το σπίτι βουβάθηκε, ερημώθηκε.  Δεν το άντεχα, ξαναγύρισα! Τον πρώτο καιρό είχα ένα σφίξιμο στο ασανσέρ, ότι θα βγει η μάνα να γκρινιάζει «τι ώρα είναι αυτή που γυρίζεις πάλι βρε Νίκο;». 

Στα νιάτα μου η πόλη μ’ έπνιγε. Επαρχιωτίλα από τις λίγες, η Σαλονίκη των αρχών του ’80. Πρωτεύουσα των προσφύγων την έλεγε ο Γιώργος Ιωάννου, αλλά στα 70s είχε ήδη προλάβει να γίνει η πρωτεύουσα της ελληνικής επαρχίας. Κι ήταν τόσα τα σημάδια στην αισθητική της πόλης, που έμειναν καρφωμένα μέσα στο μυαλό. Τα έργα καράτε στο Αλκαζάρ, ο  Βέγγος στην Αίγλη, ή το γυναικείο παπούτσι του Καρύδα που γύριζε στην πρόσοψη του μαγαζιού στην Εγνατία. Α ναι κι εκείνη η εφημερίδα  με τον τόσο επαρχιώτικο τίτλο «Ελληνικός Βορράς». 

Ο επαρχιωτισμός δεν ήταν μόνο στυλ, ήταν και η ντουλάπα που έκρυβε τους σκελετούς. Τραγουδώντας φωναχτά το «Μακεδονία Ξακουστή» η πόλη έκανε ότι περνούσε από το χέρι της για να εξαφανίσει τον κοσμοπολιτισμό του παρελθόντος της. Στον αγώνα της λήθης  συνέβαλαν κι οι πρόσφυγες που θέλαν να κάνουν την πόλη δικιά τους που λέει ο λόγος, για να ξορκίσουν την τραγωδία της προσφυγιάς, να πουν αυτός είναι ο δικός μας τόπος, τέλος. Βοήθησε κι η ντόπια εθνικοφροσύνη, που κακά τα ψέματα, το πολύ μέχρι τον Λαχανά φτάνουν οι ορίζοντές της, ακόμη και σήμερα. 

Εικόνες: Άλκης Κουπίδης

Κάπως έτσι, ότι ήταν των «άλλων» η πόλη το ’θαψε, το ’κρυψε, το ’φτυσε. Και πρόβαλε μόνο τον Λευκό Πύργο, ως σύμβολό της, αυτόν που από τις αρχές του 20ου αιώνα απόμεινε να στέκει μονάχος και παράταιρος στην παραλία, ύστερα από την κατεδάφιση του θαλάσσιου και του ανατολικού τείχους και του περιβόλου του. Περίεργο σύμβολο για πόλη, όπως και να το δεις˙  ποια πόλη θέλει να έχει σύμβολο μια φυλακή, έναν αιματοβαμμένο τόπο.

Για μένα πάντως στην εφηβεία μου,  η πόλη ήταν όντως μια  μεγάλη φυλακή, μια θηλιά που μ’ έπνιγε. Ακόμη και τα στέκια της με μπούχτιζαν: πλατεία Ναβαρίνου, Ντορέ, Προξένου Κορομηλά, α ναι κι ο Τζότζος και το Μακεδονικό στην Άνω Πόλη. Κι έτσι έφυγα για αλλού. Δεν ήξερα αν θα γύριζα.

Εντωμεταξύ η πόλη άλλαζε πίσω μου. Αργά αλλά άλλαζε. Συνέβαλε πρωτίστως το πανεπιστήμιο, οι φοιτητές. Οι φοιτητές δεν έδωσαν μόνο ενοίκια, σουβλατζίδικα και μπαράκια. Έδωσαν έναν αέρα ελευθερίας και δημιουργίας που η πόλη δεν θα αποκτούσε ποτέ χωρίς αυτούς.  

Χάρη στο πανεπιστήμιο, η Σαλονίκη διαμόρφωσε πολλές, συχνά υπόγειες και παράλληλες  ταυτότητες  και ταυτόχρονα τη γοητεία της νεανικής πόλης, μιας φοιτητούπολης έκφραση νεανικής ενέργειας σε όλα τα επίπεδα. Σκεπτόμενος αυτά, δεν μπορώ να μην επισημάνω πως δεν υπάρχει πιο άθλιο θέαμα, από το λεωφορείο των ΜΑΤ που στέκεται κάθε πρωί-βράδυ στην Αγ. Δημητρίου στο ύψος του βιολογικού. Κάθε φορά που περνάω βρίζω. Δεν χρειάζεται να πω τι λέω, τα λέει ο Λεξ για μένα. 

Δεν είναι μόνο οι φοιτητές που αλλάξαν αυτήν την πόλη, είναι κι οι τουρίστες. Παλιά δεν είχε τέτοια ποικιλία από τουρίστες. Μόνο Γιουγκοσλάβοι˙ δηλαδή Σέρβοι και Μακεδόνες από τη Βόρεια Μακεδονία βασικά. Θυμάμαι τα καλοκαίρια στην Πλάκα Λιτοχώρου που παραθερίζαμε να παίζουμε μπάλα: Γιουγκοσλάβοι-Έλληνες, τόσοι πολλοί ήτανε, που έμαθα να λέω και κακιές λέξεις στα σέρβικα όταν στράβωνα: «πίτσκο μάμα»! Οι Γιουγκοσλάβοι του Τίτο ήταν ταμάμ με το πνεύμα της πόλης. Λες κι ήτανε φτιαγμένοι για αυτήν τη Σαλονίκη, για τα ρολογάδικα της Κολόμβου και τα φθηνά μαγαζιά εσωρούχων στο Καπάνι. 

Κι ύστερα στα 90s χάθηκαν. Η πόλη τους αναζητούσε, οι μαγαζάτορες της Εγνατίας είχαν έναν πόνο στο στήθος, όσο να πεις η ζημιά δεν ήταν μικρή. Δεν μας έφτανε ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία είχαμε και τους μακεδονομάχους και το εμπάργκο στα Σκόπια. Για καιρό, δεν πάτησε ξένος άνθρωπος στην πόλη. 

Κι έτσι, η πόλη εκεί που προσπαθούσε να κάνει βήματα μπροστά έμεινε στάσιμη. Κι εκεί που η Αθήνα σιγά σιγά μεταμορφωνόταν σε πρωτεύουσα που να θυμίζει κάτι από Ευρώπη κι όχι Μέση Ανατολή,  η Σαλονίκη δικαίωνε τον τίτλο της πρωτεύουσας των Βαλκανίων, όταν στα Βαλκάνια, χειρότερα δεν γινόταν. Η πόλη βούλιαζε στα συλλαλητήρια, στο παπαδαριό και σε δημάρχους και νομάρχες «της καρδιάς της» που λες και το έκανε επίτηδες, σαν να ήθελε να δείξει σε όλη τη χώρα, πόσο γραφική ήταν. Ξαφνικά, το σήμα κατατεθέν μας έγινε το «χαλαρά»! Είμασταν οι αγαθοί πρωτόγονοι του ελληνικού κράτους. 

Πέρασαν καμιά εικοσαριά χρόνια, η χώρα  βούλιαξε  στα χρέη και στα μνημόνια, κι η Αθήνα με τα ολυμπιακά της έργα να έχουν γίνει ρημαδιό και σκουπιδότοποι, παρέπαιε, χάλι μαύρο. Γιατί βλέπεις Αθήνα και δημόσιο χρήμα πάνε τόσο πολύ μαζί, που σου ’ρχεται ναυτία, και νιώθεις σχεδόν κορόιδο που οι δύο  που την πληρώσανε για το «μαζί τα φάγαμε» ήταν ο Άκης και ο φτερωτός γιατρός κι εκεί στο νότο τη βγάλαν ζάχαρη ενώ κάμποσοι ήταν για μπουντρούμι, και σήμερα οι ίδιοι πουλάνε ύφος. Εδώ που τα λέμε, τι περίμενες δηλαδή, αυτοί το φτιάξανε το ελληνικό κράτος, εμείς τους βρήκαμε, ντόπιοι και πρόσφυγες Σαλονικείς είμασταν για το αθηναϊκό  κράτος κάτι σαν τους Ινδούς στη Βρετανική Αυτοκρατορία. Απονήρευτοι και καλοσυνάτοι,  στην καλύτερη περίπτωση, αλλά μέχρι εκεί. Τέλος πάντων άλλη ιστορία αυτή. 

Κάπως έτσι ήρθε μες την κρίση ο κυρ Γιάννης, με τις τρέλες του και τις τρελές του ιδέες. Του καρφώθηκε η ιδέα, να γεμίσει η πόλη Τούρκους και Ισραηλινούς. Κι η πλάκα είναι πως το πέτυχε κι η πόλη γέμισε από τουρίστες που μιλούσαν γνώριμους στους Σαλονικιούς ήχους: τουρκικά, εβραϊκά, ρωσικά, βουλγαρικά, αγγλικά, και τόσα άλλα. Η πόλη, ένιωθες, πως σαν να ήθελε να νεκραναστήσει εκείνο το παρελθόν της, όταν στους δρόμους και στα καφέ της μπορούσες να ακούσεις να ομιλείται αναρίθμητος αριθμός γλωσσών.  

Και ξαφνικά, εκεί που κατέρρεε το σύμπαν, κι ο κόσμος γέμισε δικαίως από αγανακτισμένους, θαρρείς πως κάτι κουνιόταν στην πόλη. Και κάπως έτσι, η Σαλονίκη μπήκε στους τουριστικούς προορισμούς, στις πόλεις που είναι «καλτ», αλλά και «μαστ» να επισκεφτείς. Η φραπεδούπολη, έγινε κάτι παραπάνω απ’ αυτό. Κι είπαμε να θυμηθούμε τότε πως η ιστορία αυτής της πόλης δεν άρχισε το 1912 ή το 1922. Κι είπαμε να συμβιβαστούμε με την ιδέα πως αυτή η πόλη δεν ήταν πάντα ελληνική. Και βοήθησε σε αυτό ένας κόσμος ώριμος και λογικός, και ανακαλύψαμε αιώνες ιστορίας, αιώνες παρουσίας πολλών πολιτισμών, πολλών ταυτοτήτων, πολλών θρησκειών, πολλών καημών. 

Εντωμεταξύ, ο κυρ Γιάννης έφυγε, ήρθαν άλλοι, ήρθε κι ο κόβιντ κι η Σαλονίκη «κάθισε» πάλι. Τουλάχιστον έτσι το βλέπω εγώ. Γιατί η ιδέα δεν είναι να είμαστε μόνο «τραπεζάκια έξω», τόσο έξω μάλιστα που δεν έχεις χώρο να περπατήσεις στα πεζοδρόμια˙ ούτε η μόνη δουλειά που πρέπει να κάνουν οι απόφοιτοι των πανεπιστημίων μας να πρέπει σώνει και καλά να είναι σερβιτόροι. Κάπου αλλού πρέπει να βρίσκεται η κεντρική ιδέα για το μέλλον αυτής της πόλης. 

Κι η ιδέα βρίσκεται στους νέους της και στα πανεπιστήμια της. Η Θεσσαλονίκη έχει την ευτυχία να είναι ταυτόχρονα μεγαλούπολη και φοιτητούπολη, δηλαδή είναι μια πόλη που και τις υποδομές και τις συνθήκες ζωής μιας μεγάλης πόλης έχει και τη νεανικότητα, τη ζωντάνια και την ενέργεια των πόλεων που καθορίζονται από το μεγάλο όγκο φοιτητικού πληθυσμού διαθέτει. Στα τρία της πανεπιστήμια αναπνέουν περισσότερα από 100 χιλιάδες μυαλά. Σε μια Ελλάδα που γερνάει, αυτό είναι ευλογία. 

Κι ευλογία σημαίνει να εμπεδώσουμε πως σε αυτήν την πόλη πρέπει να κάνουμε τους νέους πρωταγωνιστές, να γυρίζει η πόλη γύρω από αυτούς -κι όχι αυτοί γύρω από παππούδες. Όχι μόνο στη διασκέδαση, τα μπαράκια, τα εστιατόρια, αλλά σε όλα: στις σπουδές, στην εργασία, στην τέχνη, στην έκφραση. Αν έχω ένα όνειρο, είναι να γίνει η πόλη το Βερολίνο των Βαλκανίων, να εκπέμπει ενέργεια, τρέλα και διάθεση που να βγαίνει από τις ψυχές των νέων, όχι από  εξηντάρηδες και εβδομηντάρηδες συντηρητικούς και φοβικούς στο νέο και τις αλλαγές του. 

Να γίνει η Θεσσαλονίκη, η πρωτεύουσα των νέων κομπιουτεράδων, των εναλλακτικών καλλιτεχνών, του ραπ, του εναλλακτικού τρόπου ζωής και των καταλήψεων ακόμη. Εδώ να γίνεται το μεγαλύτερο Pride Festival στη νοτιοανατολική Ευρώπη.   Η πόλη πρέπει να γίνει από Σαλούγκα, που τη λέει ο ράπερ Λεξ, Θεσσαλονίκη, όχι μια κακή κόπια της Αθήνας. Πρέπει να μαζέψει τους πιο έξυπνους, τους πιο φευγάτους, αυτούς που σκέφτονται «έξω από το κουτί», που φέρνουν φρέσκιες ιδέες, ανακατωσούρα και πρόοδο, κι ας μην αρέσουν αυτά σε όσους ταυτίζονται με τον στραβωμένο παππού, τον «να φύγετε, να πάτε αλλού» εκείνης της διαφήμισης. 

Υστερόγραφο: ο τίτλος του άρθρου αυτού είναι δανεισμένος από το ρεφρέν του «Φράχτη» του Λεξ: «Μου είπαν να βγω και να τα πω οι παλιοί στο παγκάκι, αυτή η πόλη είναι σπίτι μου απ’ άκρη σ’ άκρη, «γαμιούνται οι μπάτσοι» φωνάζω και πηδάω απ’ το φράχτη, αυτή η πόλη είναι σπίτι μου απ’ άκρη σ’ άκρη». Σε ότι αφορά σε αυτό το φλύαρο και εξομολογητικό άρθρο, «ο παλιός στο παγκάκι» είναι ο Γιώργος Τούλας που με προέτρεψε «να βγω και να τα πω». Τον ευχαριστώ από καρδιάς.

* Ο Νίκος Μαραντζίδης είναι πολιτικός επιστήμονας, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα