Αρχιτεκτονικά διαμάντια βορείως της Εγνατίας

της Κύας Τζήμου Το κομμάτι της πόλης άνωθεν της Εγνατίας, από τον Βαρδάρη μέχρι την Ιασονίδου και μέχρι την Αγίου Δημητρίου στα βόρεια, μετρά ελάχιστα κτίρια που χρονολογούνται από πριν το 1917, τη χρονιά της μεγάλης Πυρκαγιάς. Στην περιοχή ξεκίνησε η ανοικοδόμηση στα 1924, μετά την επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία απομάκρυνσης των ερειπίων. Τα σημαντικότερα […]

Κύα Τζήμου
αρχιτεκτονικά-διαμάντια-βορείως-της-38856
Κύα Τζήμου
_.jpg

της Κύας Τζήμου

Το κομμάτι της πόλης άνωθεν της Εγνατίας, από τον Βαρδάρη μέχρι την Ιασονίδου και μέχρι την Αγίου Δημητρίου στα βόρεια, μετρά ελάχιστα κτίρια που χρονολογούνται από πριν το 1917, τη χρονιά της μεγάλης Πυρκαγιάς. Στην περιοχή ξεκίνησε η ανοικοδόμηση στα 1924, μετά την επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία απομάκρυνσης των ερειπίων. Τα σημαντικότερα από τα κτίρια που έμειναν είναι το ζωντανό κομμάτι την ιστορία της.

Οι Μαγεμένες

Το μνημείο μας θυμιζει μια γκραβούρα ενός περιηγητή της πόλης και είνια από αυτά που καταστράφηκαν πολύ πριν την πυρκαγιά. Οι δικές μας Καρυάτιδες απομακρύνθηκαν βίαια από τη θέση τους για να κοσμήσουν ξένα μουσεία. Στην Αρχαία αγορά υπήρχε μια διπλή συστοιχία κιόνων. Στον επάνω όροφο της συστοιχίας οι κίονες ήταν τέσσερις και τετράγωνοι και ο καθένας είχε σκαλισμένα δυο ειδώλια, σύνολο οκτώ. Η Στοά των ειδώλων όπως αποκαλούνταν επίσης, βρισκόταν πίσω από το Μπέη Χαμάμ. Τα αγάλματα αυτά ήταν της Μαινάδας, του Διονύσου, της Αριάδνης, της Λήδας και του Γανυμήδη, του Διόσκουρου, της Αύρας και της Νίκης. Οι Έλληνες τις έλεγαν Είδωλα, οι Εβραίοι τις αποκάλεσαν Οι μαγεμένες (las incantadas στα ισπανοεβραϊκά) και οι Τούρκοι Σουρέτι Μιλιέτ. Οι Μαγεμένες μεταφέρθηκαν στο μουσείο του Λούβρου το 1864 από τον Γάλλο παλαιογράφο Εμμανουέλ Μιλέρ, που τα αγόρασε από την τουρκική κυβέρνηση λες και ήταν ιδιωτική περιουσία. Η προσπάθεια του δήμου να επιστραφούν στην πόλη,τουλάχιστον τα εκμαγεία τους, δεν ευοδώθηκε. Με το ίδιο συγκρότημα ίσως σχετίζεται και η κρήνη που βρίσκεται σε χαμηλό βάθος ακριβώς μπροστά απ΄το Μπέη Χαμάμ στην άκρη της Εγνατίας.

Το Διοικητήριο

Το Διοικητήριο της πόλης είναι χτισμένο στην ίδια περιοχή όπου βρισκόταν το παλιότερο οθωμανικό κονάκι, το οποίο είχε χτιστεί πάνω στα ερείπια των βυζαντινών ανακτόρων, αρχαιολογικές μαρτυρίες των οποίων αποκαλύφτηκαν στην περιοχή. Το επιβλητικό κτίριο χτίστηκε το 1891 από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι, σε εκλεκτικιστικό ρυθμό, τον οποίο εφάρμοζε σε όλα τα δημόσια κτίρια που έχτισε στην πόλη (παλιά Φιλοσοφική σχολή, στρατηγείο Γ’ Σώματος Στρατού κ.ά). Αρχικά, το κτίριο ήταν τριώροφο και αποτελούσε έδρα του Τούρκου περιφερειάρχη (βαλή) της Θεσσαλονίκης και δημόσιων υπηρεσιών του οθωμανικού κράτους. Ο τέταρτος όροφος του κτιρίου με το νεοκλασικό αέτωμα προστέθηκε το 1955. Το 1907 το Διοικητήριο φιλοξένησε την τουρκική Νομική Σχολή, ενώ σ’ αυτό κατέλυσε ο σουλτάνος Μεχμέτ Ρεσάτ το 1911, όταν επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη. Μετά την απελευθέρωση, στέγασε τις υπηρεσίες της Γενικής Διοίκησης και σήμερα είναι έδρα του υπουργείου Μακεδονίας-Θράκης. Στο κτίριο αυτό υπογράφηκε από τον Τούρκο αρχιστράτηγο του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1912, Χασάν Ταξίν πασά, η παράδοση της Θεσσαλονίκης στον ελληνικό στρατό, στις 26 Οκτωβρίου 1912. Στη διάρκεια της φοβερής πυρκαγιάς του 1917, το Διοικητήριο παρέμεινε ανέπαφο από τη φωτιά, ον και ο περιβάλλων χώρος του μνημείου καταστράφηκε. Πριν την πυρκαγιά δίπλα σ’ αυτό ήταν κτισμένο το Σαατλί Τζαμί, υπήρχαν διαμερίσματα χαρεμιού, λουτρό, διοικητικά κτίρια, φυλακές, τηλεγραφείο και η περιοχή αποτελούσε ένα ιδιότυπο διοικητικό κέντρο της εποχής. Η περιοχή επίσης σημαδεύτηκε από ένα γεγονός που το μόνο που έμεινε να το θυμίζει είνια ένας μικρός δρόμος δίπλα στο κτίριο, η οδός Προξένων. Στις 6 Μαϊου του 1876, ο Πρόξενος της Γερμανίας Ερρίκος Άββοτ μαζί με τον Γάλλο Πρόξενο Ζύλ Μουλέν βρήκαν φριχτό θάνατο στα χέρια ενός μανιασμένου μουσουλμανικού όχλου στο Σαατλί Τζαμί, σε ένα συμβάν που θα αποτυπωθεί στην ιστορία ως «Η Σφαγή των Προξένων». Η αρχή έγινε όταν μια ορφανή χριστιανή από την επαρχία αλλαξοπίστησε για να έρθει να εργαστεί στη Θεσσαλονίκη. Η μητέρα της, αντίθετη στην απόφαση, θα την ακολουθήσει και φθάνοντας στο σιδηροδρομικό σταθμό με τη βοήθεια άλλων χριστιανών θα κρύψουν την κοπέλα, γεγονός που θα προκαλέσει εντάσεις καθώς θα θεωρηθεί προσβολή στα μουσουλμανικά ήθη. Σύντομα η κατάσταση θα κλιμακωθεί και ο φόβος ξεσπάσματος γενικευμένων συγκρούσεων στην πόλη, θα οδηγήσει τους προξένους να συναντήσουν τον Πασά της Θεσσαλονίκης για τον κατευνασμό της έντασης, με τα γνωστά αποτελέσματα.

Πλατεία Διοικητηρίου

Θυμάμαι ακόμα την Πλατεία Διοικητηρίου όπως ήταν με τη μορφή που είχε από την δεκαετία του 30. Η διαμόρφωση της Πλατείας έγινε επί Δημαρχίας Βαμβακά (1931) που αποφάσισε να κατεδαφίσει τα παραπήγματα που υπήρχαν εκεί για να φτιάξει μια από τις ομορφότερες πλατείες της πόλης. Από το “καλλιμάρμαρο” πάρκο της Πλατείας που ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 1939, πέρασαν όλοι οι πιτσιρικάδες της περιοχής παίζοντας μπάλα και άλλα παιχνίδια για ώρες ατέλειωτες. Ήταν το 1990 που ο δήμος Θεσσαλονίκης αποφάσισε την κατασκευή ενός υπόγειου σταθμού αυτοκινήτων. Οι ανασκαφές ξεκίνησαν και (φυσικά) αρχαία ανακαλύφθηκαν και τα πάντα πάγωσαν. Και πολύ καλά έκαναν φυσικά και πάγωσαν μέχρι την εκπόνηση νέας μελέτης που θα περιλάμβανε την γενικότερη ανάπλαση της πλατείας αναδεικνύοντας τα σημαντικά ευρήματα. Η ιδέα του πάρκινγκ δεν είχε ακόμα εγκαταλειφθεί και υπήρχε προοπτική να συνυπάρξει με την ανάπλαση με κάποιον τρόπο. Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως σπουδαία ευρήματα στην Πλατεία Διοικητηρίου. Πρόκειται για το αρχαίο διοικητικό κέντρο της πόλης με δημόσια κτίρια, πλατείες και δρόμους. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν τα ερείπια μεγάλου ρωμαϊκού οικοδομήματος (1 ος αι. π.Χ.) με περιστύλιο και τοιχογραφίες, θεμελιωμένου πάνω σε παλαιότερα ελληνιστικά κτίρια (τέλη 4 ου αι. π.Χ., με αξιόλογα κινητά ευρήματα). Αυτό ήταν αρκετό για να καθυστερεί εδώ και 25 χρόνια η ανάπλαση που ζητούν οι κάτοικοι της περιοχής, αλλά και ολόκληρη η πόλη, για την ανάδειξη πλέον των σημαντικών αρχαιολογικών ευρημάτων.

Πειραματικό σχολείο

Το Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ιδρύθηκε το 1929 για την θεωρητική και πρακτική παιδαγωγική μόρφωση των φοιτητών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, γι΄αυτό και ήταν από τότε (μέχρι σήμερα) υπό την εποπτεία του Α.Π.Θ. Το κτίριο του σχολείου σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Δημήτρη Πικιώνη. Έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο έργο τέχνης και είναι από τα λίγα κτίρια εκείνης της εποχής που συνδύασε τη σύγχρονη με την παραδοσιακή μακεδονίτικη αρχιτεκτονική, τη στιγμή που στην πόλη μετά την πυρκαγιά του 1917 επικράτησε ο εκλεκτικισμός. Πρωτολειτούργησε το 1934. Έμεινε σταθερά προσανατολισμένο στον προοδευτικό δημοτικισμό που υποστήριζε ο ιδρυτής του και πρώτος επόπτης καθηγητής του, Αλέξανδρος Δελμούζος. Το 1956 βραβεύτηκε από την Unesco ως ένα από τα καλύτερα σχολεία του δυτικού κόσμου.

Αλκαζάρ 

Εικόνα: Ελένη Βράκα Το Χαμζά Μπέη Τζαμί, που βρίσκεται μπροστά από το Παλιό Δημαρχείο και απέναντι από το έτερον ισλαμικό μνημείο, το Μπεζεστένι, χτίστηκε στα 1467 (επί του σουλτάνου Μουράτ Β’) από την κόρη του στρατιωτικού διοικητή Χαμζά Μπέη, Χαφσά Χατούν, με σκοπό την χρήση του ως Μετζίτ, δηλαδή μικρό συνοικιακό τέμενος χωρίς μιναρέ. Αυτή τη στιγμή θεωρείται το μεγαλύτερο σωζόμενο τζαμί που βρίσκεται σε ελληνικό έδαφος και εκτείνεται σε συνολική έκταση 1150 τ.μ. ενώ αποτελεί τον παλαιότερο σωζόμενο ισλαμικό χώρο λατρείας που χτίστηκε στη Θεσσαλονίκη. Επί τέσσερις αιώνες συγκέντρωνε πλήθος πιστών κάτω από τον μεγαλόπρεπο θόλο του στο πολυσύχναστο σταυροδρόμι δύο βυζαντινών δρόμων που ένωναν το λιμάνι με τη βορινή πύλη της περιτειχισμένης Θεσσαλονίκης. Το κτίριο έπαψε να λειτουργεί ως τζαμί στα 1923, οπότε και ολοκληρώθηκε η ανταλλαγή πληθυσμών. Κηρύχθηκε διατηρητέο τον Μάιο του 1926 στο πλαίσιο των ανταλλαγών περιουσιών της μουφτείας Θεσσαλονίκης. Το Χαμζά Μπέη Τζαμί είναι γνωστό στους περισσότερους Θεσσαλονικείς ως “Αλκαζάρ”, από τον ομώνυμο λαϊκό κινηματογράφο που στεγάστηκε για χρόνια στην περίστυλη αυλή του τεμένους από το 1928 έως την δεκαετία του 90. Το κτίριο μπορεί να διασώθηκε από μικρούς και μεγάλους σεισμούς, να γλίτωσε από πυρκαγιές με μεγαλύτερη εκείνην του 1917, αλλά έγινε αγνώριστο εσωτερικά και εξωτερικά στα νεώτερα χρόνια από τις ανεξέλεγκτες σύγχρονες επεμβάσεις. Σε εξέλιξη βρίσκεται η αποκατάστασή του με σκοπό να λειτουργήσει ως μουσείο.

Περισσότερα εδώ

Μπέη Χαμάμ ή Λουτρά παράδεισος

Τα «Λουτρά Παράδεισος» ή «Μπέη Χαμάμ» κτίστηκαν το 1444 από τον σουλτάνο Μουράτ Β’ και είναι το πρώτο δημόσιο κτίριο που έκτισαν στην πόλη οι Οθωμανοί γκρεμίζοντας επτά παρακείμενες στο χώρο εκκλησίες. Βρίσκεται ακριβώς δίπλα από τον βυζαντινό Μεγαλοφόρο, την αγορά των βυζαντινών χρόνων και πατάει επάνω στην Via Reggia (ρωμαϊκή Εγνατία). Λειτουργούσε και για τους άνδρες αλλά και τις γυναίκες και διατηρεί μέχρι σήμερα όλα του τα στοιχεία. Το συγκρότημα των λουτρών λειτουργούσε ως χαμάμ μέχρι το 1970 και έκτοτε χρησιμοποιείται ως εκθεσιακός χώρος.

Παλιό Δημαρχείο – Καραβάν σαράι

Εικόνα: Ελένη Βράκα Δεσπόζει στη γωνία των οδών Βενιζέλου και Βαμβακά. Στην ίδια θέση βρισκόταν το Καραβάν-σαράι από όπου πήρε την ονομασία της και όλη η γύρω περιοχή. Μετά την καταστροφή του κτίσματος, διασώθηκαν ορισμένα τμήματά του και η έκταση παρέμεινε ανεκμετάλλευτη για περίπου 50 χρόνια. Τον Ιούνη του 1924 το οικόπεδο περιήλθε από το Δημόσιο σε ιδιώτες (ύστερα από δημοπρασία που έγινε από την κτηματική ομάδα του Σχεδίου Πόλης) που ξεκίνησαν την ανέγερση του κτιρίου με σκοπό τη χρήση του ως ξενοδοχείο. Το κτίριο έγινε αντικείμενο δικαστικής διαμάχης ανάμεσα στους εργολάβους με αποτέλεσμα να σταματήσουν οι εργασίες και το κτίριο να ορθώνεται ημιτελές σε ένα από τα κεντρικότερα σημεία της πόλης για περισσότερα από 20 χρόνια, ενώ χρησίμευσε ως προσφυγικό κατάλυμα κατά το 1946-1949 οπότε πολλές οικογένειες ήρθαν στην πόλη από τα χωριά της Μακεδονίας. Τελικά το κτίριο αποπερατώθηκε και το 1958 ενοικιάστηκε στο δήμο Θεσσαλονίκης για να εγκατασταθεί εκεί το δημαρχείο της πόλης όπου και παρέμεινε για 51 χρόνια. Σήμερα παραμένει κενό ενώ έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο.

Περισσότερα εδώ

Παναγία Χαλκέων

Εικόνα: Ελένη Βράκα

Ονομάστηκε έτσι επειδή επί Τουρκοκρατίας λειτουργούσαν πλησίον της τα χαλκωματάδικα. Η γειτονιά λεγόταν τα “Καζαντζάδικα”. Κτίστηκε το 1028, όπως μας πληροφορεί η κτητορική επιγραφή στο μαρμάρινο υπέρθυρο της δυτικής εισόδου. Το 1430 μετατράπηκε σε τζαμί με την επωνυμία ”Καζαντζιλάρ τζαμί” (τζαμί των χαλκωματάδων). Μετά τους σεισμούς του 1978 πραγματοποιήθηκαν εργασίες στερέωσης του μνημείου και συντήρησης των τοιχογραφιών του.Η αποκλειστική χρήση πλίνθων ως οικοδομικό υλικό με τη λεγόμενη ”τεχνική της κρυμμένης πλίνθου” έδωσε στο κτίσμα και τη λαϊκή ονομασία ”Κόκκινη Εκκλησιά”. Έχει χαρακτηριστεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς από την UNESCO.

Αχειροποίητος

H χρονολογία ανέγερσης του ναού τοποθετείται γύρω στα μέσα του 5ου αι. Ο χριστιανικός ναός κτίσθηκε πάνω στα ερείπια ενός ρωμαϊκού λουτρού. Η έκταση που καταλαμβάνουν τα ερείπια του λουτρώνα δείχνουν ότι επρόκειτο για ένα από τα σημαντικότερα δημόσια κτίρια της Θεσσαλονίκης. H βασιλική της Αχειροποιήτου κατέλαβε μόνο ένα τμήμα του προγενέστερου κτίσματος, ενώ το ανατολικό και βόρειο τμήμα του λουτρώνα παρέμεινε σε χρήση και μετά την ανέγερσή της. Αναφέρεται στις γραπτές πηγές ως ο ναός της Παναγίας Θεοτόκου και μάλιστα ως ο μεγάλος ναός της Θεοτόκου. Η επωνυμία Αχειροποίητος αναφέρεται για πρώτη φορά σε έγγραφο του 1320 και πρέπει να σχετίζεται με τη λατρευτική εικόνα της Παναγίας Δεομένης που υπήρχε στο ναό. Η Αχειροποίητος είναι ο πρώτος χριστιανικός ναός που μετατράπηκε σε τζαμί αμέσως μετά την άλωση της πόλης στα 1430 από τον σουλτάνο Μουράτ, και παρέμεινε το επίσημο τέμενος των κατακτητών καθόλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, γνωστό με το όνομα ‘Εσκι Τζαμί (Παλαιό Τζαμί), ενώ στη διάρκεια της ανοικοδόμησης υπήρξε η πρόταση να μετατραπεί σε μουσείο. Έχει χαρακτηριστεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς από την UNESCO.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα