Γειτονιές στην άκρη της πόλης

Γειτονιές που εκτείνονται πέρα από τους μεσοπολεμικούς συνοικισμούς που σχεδιάστηκαν για την εγκατάσταση των προσφύγων.

Parallaxi
γειτονιές-στην-άκρη-της-πόλης-511901
Parallaxi
geitonoes.jpg

Λέξεις: Χάρις Χριστουδούλου

Γειτονιές που εκτείνονται πέρα από τους μεσοπολεμικούς συνοικισμούς που σχεδιάστηκαν για την εγκατάσταση των προσφύγων, πέρα από την Καλαμαριά και την Τούμπα, την Πολίχνη, τη Σταυρούπολη, τον Εύοσμο (Κουκλουτζά), τη Μενεμένη και το Ελευθέριο: Ποιος τις ξέρει;

Αποτελούν άγνωστους περιφερειακούς μικρόκοσμους που σπάνια βρέθηκαν στο προσκήνιο της επικαιρότητας, αφού η επίσημη ιστορία της Θεσσαλονίκης γράφεται με τη ματιά στραμμένη στις κεντρικές, συνεκτικές και ευρέως αναγνωρίσιμες περιοχές της.

Η ιστορία των γειτονιών στις εσχατιές της πόλης διασώζεται θραυσματικά σε παραγνωρισμένα αρχεία, σε υποσημειώσεις τεχνικών μελετών, σε παλιά φύλλα εφημερίδων, μέσα στις προσωπικές αφηγήσεις ζωής και τη συλλογική μνήμη των κατοίκων τους.

Η ιστορία

Αμέσως μετά τον πόλεμο, οι περιοχές αυτές αποτελούσαν μέρος της υπαίθρου της πόλης, το κατώφλι της παραγωγικής της ενδοχώρας. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας ‘60 που η Θεσσαλονίκη με τους περιφερειακούς της οικισμούς συνενώθηκαν σε αστικό συγκρότημα διπλασιάζοντας τον πληθυσμό της, η περιφέρεια της μετασχηματίστηκε με εκρηκτικό ρυθμό. Οι χώροι πρωτογενούς παραγωγής (αγροί, αμπέλια, βοσκότοποι, αλώνια) μετατράπηκαν βιαστικά σε οικοπεδικό χώρο υποδοχής των ασθενέστερων οικονομικά στρωμάτων του κύματος της εσωτερικής μετανάστευσης.

Ο μετασχηματισμός συνέβη με καταπατήσεις δημοσίων εκτάσεων (Μετέωρα, Κηφισιά, Νησάκι), ιδιότυπες αγοραπωλησίες (Ηλιούπολη, Εύοσμος, Δενδροπόταμος) και συνεταιριστικές ρυμοτομήσεις (Μαλακοπή, Κωνσταντινουπολίτικα), με υπερβολικές κατατμήσεις ή επιτήδειες χαράξεις ολόκληρων γειτονιών ανάλογα με την ιδιαίτερη τοπική κοινωνική και ιδιοκτησιακή συνθήκη κάθε μεριάς.

Κατά μήκος των κύριων και δευτερευόντων δρόμων, στις υπώρειες των δυτικών αλλά και των ανατολικών λόφων, στα ήπια πλατώματα των αγροκτημάτων της άκρης της πόλης, στοιχειώδη καταλύματα, αυτογενείς οικισμοί και αυθαίρετα κατέκλυσαν σταδιακά τους ενδιάμεσους τόπους και αστικοποίησαν το τοπίο μεταξύ των περισσότερο συνεκτικών περιοχών της πόλης και των προηγούμενων προσφυγικών συνοικισμών, κυρίως βορειοδυτικά.

Μόνο οι στρατοπεδικές εγκαταστάσεις και τα ιστορικά νεκροταφεία όντας ακόμη σε λειτουργία διατήρησαν τον αραιοδομημένο χαρακτήρα τους και κυκλώθηκαν από το ιδιόρρυθμο αστικό συνεχές της εποχής. Την ίδια στιγμή και επειδή δεν υπήρξε συντονισμένος πολεοδομικός σχεδιασμός, εξίσου αυθόρμητα με τις κατοικήσεις εμφανίστηκαν νέες επιβλητικές παραγωγικές μονάδες και μονάδες απασχόλησης διάσπαρτα, ανατολικά και δυτικά, καταμεσής στις γειτονιές, καπνομάγαζα, αποθήκες, βιοτεχνίες και εργοστάσια, παραδίπλα σε μικρά ακόμη καλλιεργούμενα κτήματα.

Η φαινομενικά αντιφατική ανάμειξη χρήσεων, κλίμακας και τρόπου δόμησης μαρτυρούσε μία πρωτογενή συσχέτιση της παραγωγής με την κατοίκηση του απαραίτητου εργατικού δυναμικού. Ο δημόσιος χώρος, έξω από τα σχεδιασμένα κέντρα των προσφυγικών συνοικισμών απλώθηκε αποκλειστικά ως ιστός δρόμων και υπολειμματικών πεδίων που αναπαρήγαγε την προϋφιστάμενη γεωμετρία των ιδιοκτησιών του σχεδίου διανομής των κτημάτων ή στις περιπτώσεις των καταπατήσεων ακολούθησε μία οργανική μορφή χωρίς κανενός είδους οργάνωση κανονικής γεωμετρίας. Πρόβλεψη για ανάπτυξη των απαραίτητων τεχνικών και κοινωνικών υποδομών και δικτύων δεν υπήρχε.

Μέχρι και το τέλος της δεκαετίας ’70 οι περισσότερες από τις γειτονιές αυτές αναπτύσσονταν έξω από τα σχέδια της επίσημης πολεοδομίας, παρόλο που συγκροτούσαν συνεχή οικιστικό ιστό. Η δημόσια ζωή είχε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που έχουν ανεπιστρεπτί χαθεί σήμερα. Κάθε πεδίο εκτός των σπιτιών αποτελούσε τόπο αυθόρμητης εκδήλωσής της. Ο δημόσιος χώρος συγκροτούνταν μέρα με τη μέρα, μέσα από την κοινωνικότητα, τις συλλογικές δραστηριότητες, τις τυραννίες και τις διεκδικήσεις των κατοίκων. Ήταν ο κοινός τόπος «κοινών ανθρώπων» που μοιράζονταν τον ίδιο τρόπο επιβίωσης και εγκατάστασης στην πόλη.

Τα προβλήματα κατοίκησης χρόνιζαν με πλημμύρες από τους καταπατημένους χείμαρρους, τις αλλού ανεπαρκείς και αλλού ανύπαρκτες τεχνικές και κοινωνικές υποδομές που έκαναν την καθημερινότητα άθλο, τον αδιάρθρωτο αστικό ιστό, τις συνθήκες βαριάς κυκλοφοριακής φόρτισης και περιβαλλοντικών οχλήσεων που δημιουργούνταν από την κατά τόπους ασύμβατη γειτνίαση του χονδρεμπορίου, της διαμετακόμισης και των εργοστασίων με την κατοικία.

Όμως, ακόμη και στις περιοχές με τα συνεταιριστικά ρυμοτομικά σχέδια και τις νόμιμες επεκτάσεις, οι γειτονιές είχαν χαρακτηριστικά ενός ενεργού εργοταξίου που άφηνε αλάνες και χώρους ημιτελείς που λειτουργούσαν ως αδιαμόρφωτοι δημόσιοι χώροι για κάθε συλλογική δραστηριότητα και παιδική χαρά. Τα ρέματα με ανοικτή κοίτη διέσχιζαν και χαρακτήριζαν γειτονιές. Περίπτερα και αυτοσχέδια παντοπωλεία – μπακάλικα ή μαγαζιά ψιλικών είχαν ξεφυτρώσει σχεδόν σε όλες τις περιφερειακές γειτονιές και οι πλανόδιοι πωλητές κάθε είδους είχαν γίνει αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινότητας στο δημόσιο χώρο.

Οι κάτοικοι ήταν υποχρεωμένοι ακόμη να εξυπηρετούνται για τις αγορές τους κυρίως στα απομακρυσμένα κέντρα των αρχικών συνοικισμών και στα ακόμη πιο απομακρυσμένα υπερτοπικής σημασίας κέντρα που είχαν ξεχωρίσει στους Αμπελόκηπους δυτικά και στην Καλαμαριά ανατολικά, ενώ η εξάρτηση από το ιστορικό εμπορικό κέντρο δεν μπορούσε να εγκαταλειφθεί για τη διεκπεραίωση διοικητικών και άλλων υποθέσεων (υγεία, συναλλαγές κλπ).

Οι μετακινήσεις με τα δημόσια λεωφορεία γίνονταν με μέσο ένα δίκτυο το οποίο συνέχιζε να είναι οργανωμένο ακτινικά με αφετηρίες στις συμβολικά και λειτουργικά κεντρικές περιοχές της πόλης στους άξονες Αριστοτέλους και Βενιζέλου.

Η ενσωμάτωση στο σχέδιο πόλης

Τη δεκαετία ’80 η «Επιχείρηση Πολεοδομικής Ανασυγκρότησης» ενσωμάτωσε τυπικά τις περιοχές αυτές στο σχέδιο πόλης, επέβαλε μία προοπτική αύξησης της αξίας γης και ταυτόχρονα έλεγξε την αυθαίρετη δόμηση στις περιοχές των επεκτάσεων Συκεών, Σταυρούπολης, Πυλαίας, Καλαμαριάς και Ευόσμου.

Οι μόνες περιοχές που συνέχισαν να αναπτύσσονται με αυθαίρετα αφορούσαν σε καταπατήσεις στα Μετέωρα Πολίχνης, προς την πίσω πλευρά του λόφου σε δημοτικές κυρίως εκτάσεις, στις όχθες των ρεμάτων Ανακτορίου -Κρυονερίου στην Τριανδρία, όπως και στην Εφεδρούπολη, στο επιτήδεια οικοπεδοποιημένο μέρος του λόφου του πεδίου βολής του στρατοπέδου Καρατάσου στην Ευκαρπία.

Επίσης, οι κοινότητες τσιγγάνων μπορούσαν ακόμη να εγκαθίστανται επί μακρόν αλλά προσωρινά, ανενόχλητες στις ενδιάμεσες αδιαμόρφωτες εκτάσεις. Τα σοβαρά προβλήματα περιβαλλοντικής και οικιστικής διαχείρισης στις περιφερειακές περιοχές συνέχισαν να παρουσιάζουν οξυμένη εικόνα. Αν και η δυτική περιοχή ήταν σαφώς περισσότερο επιβαρυμένη λόγω της μεγαλύτερης πυκνότητας εγκατάστασης βιομηχανιών, εστίες περιβαλλοντικής όξυνσης εντοπίζονταν σε όλη την περιφέρεια, ανατολικά και δυτικά: ανεξέλεγκτη διάθεση των απορριμμάτων και μπάζων σε ρέματα και ελεύθερες εκτάσεις, παράγκες.

Τα ρέματα αποτελούσαν επιμήκεις εστίες υποβάθμισης που φανέρωναν την ανεπάρκεια του περιβαλλοντικού ελέγχου των διάσπαρτων βιομηχανιών. Οι συνθήκες αυτές καλλιέργησαν μία νοοτροπία εχθρική στο φυσικό περιβάλλον μέσα στον αστικό χώρο η οποία με τη σειρά της επέτρεψε να υποβαθμιστεί οριστικά η παρουσία των φυσικών στοιχείων στις περιφερειακές περιοχές υπό πολεοδόμηση.

Χαρακτηριστικές ήταν οι σχεδιαστικές επιλογές στις πολεοδομικές μελέτες της εποχής που υπογειώνανε χείμαρρους κάτω από δρόμους χάριν «εξυγίανσης» αντί να τους αναδείξουν σε μείζονες χώρους αναψυχής, όπως ο εγκιβωτισμός του Δενδροποτάμου και η μετατροπή του σε λεωφόρο, και η εξαφάνιση των ρεμάτων και η αντικατάσταση τους από πενιχρούς κοινόχρηστους χώρους χωρίς χαρακτήρα στις πολεοδομικές μελέτες επέκτασης του Ελ. Κορδελιού, του Δενδροποτάμου, του Ευόσμου και της Πυλαίας.

Σήμερα, οι οικιστικές συνθήκες έχουν βελτιωθεί σημαντικά στις περισσότερες περιφερειακές γειτονιές εντός σχεδίου, ωστόσο δεν έχουν εξαλειφθεί οι διαμορφωμένες γεωγραφικά χωρικές και κοινωνικές ανισότητες, ούτε τα σοβαρά προβλήματα περιβαλλοντικής διαχείρισης και υποβάθμισης. Οι περιοχές που είχαν συγκροτηθεί με αυθαίρετη δόμηση ή/και καταπατήσεις ως αυτογενείς οικισμοί διακρίνονταν τόσο χωρικά όσο και κοινωνικά.

Τα συγκροτησιακά τους χαρακτηριστικά – προβληματικές γειτνιάσεις χρήσεων ακατάλληλων ή οχλουσών στην κατοικία, δύσβατες θέσεις, οργανική ανάπτυξη του ιστού με χαμηλής ποιότητας οικοδομικό απόθεμα, συρρίκνωση εκτάσεων πρόσφορων για κοινόχρηστες και κοινωφελείς εγκαταστάσεις, κατακερματισμός από διερχόμενα δίκτυα κίνησης και υποδομών, κοινωνική ομοιογένεια … δεν ήταν δυνατό να ανατραπούν με τη μαζική ανοικοδόμηση, την υπέρμετρη εκμετάλλευση του αστικού εδάφους, τις επιλεκτικές σημειακές παρεμβάσεις φυσικού σχεδιασμού και συμβατικής ανάπτυξης υποδομών.

Ο δημόσιος χώρο ως κοινός τόπος των κατοίκων έχει περιοριστεί με την ισχυροποίηση των περιφράξεων και τη δόμησης εντός ξεκαθαρισμένων ιδιοκτησιακών ορίων. Η σημερινή δραματική και υπολειμματική εικόνα του δημόσιου χώρου σε αυτές τις γειτονιές, όπως και η οριστική απώλεια του φυσικού τοπίου, δεν είναι παρά αντανάκλαση των πολιτικών και κοινωνικών μας πρακτικών στον πολεοδομικό σχεδιασμό.

Από το τέλος της δεκαετίας ’80 νέες μείζονες δημόσιες υποδομές μεταφορών υπερτοπικής σημασίας χώρισαν προηγουμένως συνεχείς γειτονιές και κύκλωσαν σταδιακά το πολεοδομικό συγκρότημα με δυο τρεις μονοκονδυλιές επάνω στο φυσικό ανάγλυφο. Η ολοκλήρωση της ανατολικής περιφερειακής και η διάνοιξη της Νέας Διαγωνίου μαζί με την κατασκευή της Εθνικής Οδού Θεσσαλονίκης-Μουδανιών στο τέλος της δεκαετίας ‘80 δημιούργησαν νέες συνθήκες πρόσβασης και εξυπηρέτησης στην νοτιοανατολική περιοχή της πόλης.

Η κυκλοφορία της περιφερειακής οδού από τις αρχές της δεκαετίας ’90 σε ολόκληρη την περίμετρο του πολεοδομικού συγκροτήματος, αλλά και η βελτίωση των χαρακτηριστικών της δυτικής και βόρειας εισόδου της πόλης στα μέσα της δεκαετίας 2000 κατέστησαν την περιφέρεια όλο και περισσότερο προσβάσιμη, «γύρισαν την πόλη μέσα έξω» ως προς τη ζήτηση γης και τις επιλογές τόπων κατοικίας, και συνεχίζουν να αλλάζουν σταδιακά τη δομή της. Εκτός από τους νέους πόλους εμπορίου και αναψυχής, νέες γειτονιές προέκυψαν απρόβλεπτα.

Στις εσχατιές της πόλης

Στα μέσα της δεκαετίας ‘90 υπήρξαν ομάδες ομογενών Ποντίων που επέλεξαν να αγοράσουν γη για να «ριζώσουν» σε περιφερειακές θέσεις, πάλι κυρίως στο βορειοδυτικό τομέα τους αστικού συγκροτήματος, που προηγουμένως ήταν σποραδικά κατοικημένες από ντόπιους. Τα δίκτυα των κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην επιλογή του τόπου της κατοικίας, αλλά και στην ίδια τη συγκρότηση της κατοίκησης.

Χαρακτηριστικές είναι οι αυτογενείς γειτονιές της Ευξεινούπολης και της Φιλοθέης οι οποίες αναπτύχθηκαν σε ζώνη μεταποίησης, στο ΒΙΠΑ Ευκαρπίας – Ωραιοκάστρου. Σε αυτές λειτούργησε με οργανωμένο τρόπο ο ‘γνωστός’ από τη δεκαετία ‘60 κύκλος συμφερόντων κατάτμησης, οικοπεδοποίησης και οικοδόμησης περιαστικής γης.

Κατασκευάστηκαν ολόκληρα αυθαίρετα συγκροτήματα, οι κατοικίες και οι υποδομές της νέας γειτονιάς με αλληλοϋποστήριξη συγγενών και φίλων, και βέβαια έχοντας όλη την πολιτική ανοχή με το μέρος τους λόγω της ιδιαίτερης ταυτότητάς τους.

Με τη δικαιολογία του προσωρινού χαρακτήρα των εγκαταστάσεων συνδέθηκαν με τα δίκτυα κοινής ωφέλειας και στην πράξη εξασφάλισαν την οριστική εγκατάστασή τους. Αντίθετα, την ίδια περίπου χρονική περίοδο οι κάτοικοι του πολυπληθούς τσιγγάνικου καταυλισμού του Ευόσμου υπέστησαν πολλαπλές αναγκαστικές μετακινήσεις για να εγκατασταθούν τελικά το 2000 σε διαμορφωμένη από τη Νομαρχία έκταση υποδοχής σε τμήμα του στρατοπέδου Γκόνου στα Διαβατά, ο γνωστός σήμερα οικισμός-«γκέτο» Αγία Σοφία, του οποίου το μέλλον είναι αβέβαιο.

Και στις δύο περιπτώσεις γειτονιών πέρα από την περιφερειακή οδό, ο δημόσιος χώρος αν και καλύπτει διαφορετικά μεγέθη έκτασης, υφαίνεται κυρίως πάνω στις εξελισσόμενες άυλες κοινοτικές σχέσεις των κατοίκων, συγκροτείται καθημερινά σε στοιχειωδώς οριοθετημένους χώρους χωρίς σημαντικές διαμορφώσεις, αποκομμένους από τον ευρύτερο αστικό χώρο.

Σήμερα, υφίστανται ακόμη περιφερειακές κατοικήσεις που δεν εντάχθηκαν ποτέ στο σχέδιο πόλης για μια σειρά από διαφορετικούς λόγους. Σε αυτές, αρκετοί παλιοί ιδιοκτήτες γης που έχασαν την προοπτική μιας ένταξης σε αστική ζωή, αλλά περισσότεροι ενοικιαστές, μετανάστες και φτωχοί έναντι ελάχιστου τιμήματος επιβιώνουν περιχαρακωμένοι σε περιοχές προβληματικές για κατοικία: δίπλα στις εγκαταστάσεις πετρελαιοειδών στη δυτική είσοδο στις λιμενικές εγκαταστάσεις στην Αγία Βαρβάρα, μεταξύ συνεργείων και εγκαταστάσεων διαμετακόμισης και χονδρικών πωλήσεων βαρέων οχημάτων επάνω στην Εθνική Οδό, δίπλα στις σιδηροδρομικές γραμμές στη Διαλογή, στους Λαχανόκηπους, αλλά και ανατολικά σε οικιστικά κατάλληλες περιοχές, στους διάσπαρτους πυρήνες του περιαστικού χώρου της Πυλαίας μεταξύ των πολυτελών εγκαταστάσεων κατανάλωσης και διασκέδασης.

Η γνωστή διαδικασία απαξίωσης και στη συνέχεια κατοίκησης του κτιριακού αποθέματος από μη προνομιούχες ή περιθωριοποιημένες ομάδες που παρατηρείται σε κεντρικές περιοχές, εμφανίζονται με ανάλογα στοιχεία κοινωνικού αποκλεισμού και στην περιφέρεια. Σε κτίσματα αλλού αθροιστικά ανακαινισμένα και αλλού μισοερειπωμένα, ακόμη και σε τροχόσπιτα, συγκεντρώνονταν ηλικιωμένοι και ηλικιωμένες, άτομα αδύναμα να αναπτύξουν κινητικότητα στην πόλη, μονήρεις αλλά και οικογένειες μεταναστών, εμφανώς φτωχοί και άεργοι, οικογένειες εκτοπισμένων τσιγγάνων, κοινότητες νέων παριών οι οποίοι αξιοποιούν τις μεταβατικές συνθήκες του χώρου εν αναμονή αξιοποίησης.

Γειτονιές στην άκρη της πόλης, από τα ανατολικά προς τα δυτικά: Κηφισιά, Κυψέλη, Ρίγανη, Κωνσταντινουπολίτικα, Μαλακοπή, Κρυονέρι, Νησάκι, Εφεδρούπολη, Ανθόκηποι, Τούμπα Πολίχνης, Άνω και Κάτω Ηλιούπολη, Νικόπολη, Ευξεινούπολη, Φιλοθέη, Διαλογή, Δενδροπόταμος, Αγία Σοφία, Αγία Βαρβάρα…, άλλες αφανείς και άλλες προβεβλημένες σήμερα, «σκόρπιες χάντρες», πολύτιμοι τόποι γι’ αυτούς που τις κατοικούν, τις πρόσφατες δεκαετίες πασχίζουν να βρουν το νήμα που θα τις συνδέσει με το γίγνεσθαι της πόλης.

*Η Χάρις Χριστοδούλου είναι Αρχιτέκτων Πολεοδόμος και Λέκτορας ΑΠΘ

Η parallaxi γνωρίζει τη Θεσσαλονίκη καλύτερα. Αν θέλεις να ενημερώνεσαι για όλα τα θέματα που αφορούν την πόλη απλά κάνε like εδώ.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα