Η αμαρτωλή ιστορία της πόλης
του Γιώργου Τσιτιρίδη Υπάρχουν πολλές περιοχές στην Ελλάδα που φημίζονται για τους οίκους ανοχής και τα αμαρτωλά στέκι τους. Μια όμως από αυτές αν και σχετικά άγνωστη στους περισσότερους ήταν για πολλά χρόνια η μεγαλύτερη πορνοσύναξη της Ευρώπης, όπως χαρακτηριστικά την ονόμαζε ο Ηλίας Πετρόπουλος και είναι αυτή που πιθανότατα εδραίωσε την φήμη της Θεσσαλονίκης […]
του Γιώργου Τσιτιρίδη
Υπάρχουν πολλές περιοχές στην Ελλάδα που φημίζονται για τους οίκους ανοχής και τα αμαρτωλά στέκι τους. Μια όμως από αυτές αν και σχετικά άγνωστη στους περισσότερους ήταν για πολλά χρόνια η μεγαλύτερη πορνοσύναξη της Ευρώπης, όπως χαρακτηριστικά την ονόμαζε ο Ηλίας Πετρόπουλος και είναι αυτή που πιθανότατα εδραίωσε την φήμη της Θεσσαλονίκης ως την πιο ερωτική πόλη της Ελλάδος. Ας πάμε να γνωρίσουμε την περιβόητη Μπάρα, το σημερινό Βαρδάρι.
Σκίτσο του Ηλία Πετρόπουλου
Στην σημερινή πλατεία Βαρδαρίου, στο σημείο μηδέν από όπου ξεκινάει η μέτρηση των χιλιομετρικών αποστάσεων και μπαίνουμε προς την πόλη κάποτε δέσποζε η Χρυσή πύλη, η είσοδος της Θεσσαλονίκης από τα Δυτικά, η πύλη ελέγχου που προστάτευε τους κατοίκους από επιδρομές, επιδημίες, ανεπιθύμητους επισκέπτες και περιόριζε τα κακοποιά στοιχεία, τα αμαρτωλά στέκια και οτιδήποτε δεν της ταίριαζε να περάσει εντός. Η εκτός των τειχών περιοχή ήταν γεμάτη από αλευρόμυλους, αγροικίες, φτωχογειτονιές, χάνια στα οποία ξαπόσταιναν οι ταξιδιώτες με τα εμπορεύματα που φέρνανε, χαμαιτυπεία, τεκέδες, καφέ αμάν και καφέ σαντάν στα οποία μπορούσες να ακούσεις καταπληκτικούς αμανέδες να καπνίσεις ναργιλέ και να θαυμάσεις δεξιοτεχνικούς χορούς της κοιλιάς. Ο Γιώργος Ιωάννου στο πεζογράφημα του «Η πλατεία του Αγίου Βαρδαρίου» μας δίνει μια εικόνα της περιοχής:
«Προτού γκρεμίσουν τα τείχη, η πλατεία Βαρδαρίου δεν ήταν σχηματισμένη. Τα τείχη, κατεβαίνοντας προς το λιμάνι, έκοβαν το χώρο στη μέση σχεδόν. Η επικοινωνία με την έξω από τα τείχη πόλη γινόταν από μια μεγάλη διπλή πορτάρα που από τα χρόνια τα βυζαντινά ονομαζόταν «Χρυσή Πύλη» και που ήταν κάτι το ανάλογο με την επίσημη Πύλη της τότε πρωτεύουσας».
Η χρυσή πύλη κατεδαφίστηκε το 1874 από τον Μιδατ πασά για να μην εμποδίζεται η κυκλοφορία της Εγνατίας του είχε διαπλατυνθεί το 1868. Ευτυχώς διασώθηκε το βόρειο τείχος και ο Πύργος του Τοπ Χανέ στα σημερινά δικαστήρια.
Σε μικρή απόσταση από την Πύλη, ανάμεσα στον σταθμό των τρένων και το λιμάνι έστησαν οι πόρνες την δική τους πολιτεία και άνοιξαν τα δικά τους σπίτια για να εξυπηρετούν τον διερχόμενο κόσμο και ειδικά τους πελάτες που διανυκτέρευαν στα χάνια και αναζητούσαν τα πρώτα βράδια τους λίγη διασκέδαση.
Η συνοικία Μπάρα όπως ήταν γνωστή, ήταν στο τετράγωνο που ορίζεται από τις οδούς Μοναστηρίου, Λαγκαδά, Αφροδίτης Βάκχου, Οδυσσέως, Ταντάλου Προμηθέως, που οι Τούρκοι ονόμαζαν dudulak (δρόμος της ηδονής).
Η ονομασία Μπάρα, σύμφωνα με τον Γιώργο Ιωάννου, ετυμολογικά αναφέρεται στα νερά από τον βούρκο που σχηματιζόταν σε διάφορα σημεία της περιοχής. Κατά τον Ηλία Πετρόπουλο, Μπάρα ονομάζανε ένα κοίλωμα με λιμνάζοντα ύδατα, το οποίο κάποτε σκεπάστηκε, επιχωματώθηκε και επάνω εκεί άρχισαν να χτίζονται σπίτια μικρά, ευτελούς κατασκευής. Στην περιοχή παρέμειναν αρκετές εστίες με στεκούμενα νερά, ρυάκια και μικρές γέφυρες για να περνάει ο κόσμος από την μια πλευρά στην άλλη, όπως φαίνεται από φωτογραφίες εκείνης της εποχής. Η λέξη μπάρα λοιπόν από λέξη περιγραφική άρχισε να έχει σημασία τοπωνύμιου και έχασε με τον καιρό την κυριολεκτική της σημασία. Τα σπίτια που χρησίμευαν ως οίκοι ανοχής, ήταν συνήθως μονώροφα με μια κουζίνα και ένα δωμάτιο που ήταν και ο χώρος εργασίας και το υπνοδωμάτιο. Σπάνια υπήρχε ένα δεύτερο δωμάτιο δίπλα στο άλλο η σε ένα δεύτερο πάτωμα. Οι περισσότερες κοπέλες έμεναν εκεί, στον ίδιο χώρο όπου και εργάζονταν. Η είσοδος ήταν μια στενή πρόσοψη καλυμμένη από μια πόρτα της οποίας το πάνω κομμάτι ήταν παράθυρο. Αυτό βοηθούσε τις πόρνες τα κρύα βράδια του χειμώνα με την πολλή υγρασία και τον αέρα να στέκονται πίσω από αυτό (κάτι σαν βιτρίνα) και να καλούν τους πελάτες τους μέσα. Το καλοκαίρι στέκονταν στο κατώφλι του σπιτιού και περίμεναν συνήθως όρθιες ή σε χαμηλά καθίσματα. Αφού είχαν συμφωνήσει τι θα κάνουν και ποια θα είναι η τιμή έμπαιναν μέσα με τον πελάτη, τραβούσαν την κουρτίνα του παραθύρου η κλείνανε την πόρτα και αυτό σήμαινε ότι η πόρνη αυτού του σπιτιού είναι απασχολημένη. Στο δωματιάκι εκτός από το κρεβάτι σπάνια θα υπήρχε μια καρέκλα ή ένα μικρό τραπεζάκι και το μαγκάλι το οποίο κρατούσε ζεστό το χώρο. Στην περιοχή, εκτός από τους οίκους υπήρχαν και σπίτια με οικογένειες οι οποίες τοποθετούσαν μια επιγραφή στην πόρτα που έλεγε «Προσοχή οικογένεια» και κανείς δεν πλησίαζε εκεί και δεν ενοχλούσε.
Οι πόρνες της Μπάρας σε αντίθεση με άλλα πορνεία της πόλης ήταν μοναχικές, δούλευε μία σε κάθε σπίτι. Εκεί συναντούσες κορίτσια κάθε ηλικίας και καταγωγής, όπως από Ιταλία, Σουηδία, Γαλλία και Σερβία. Πολύ καλή φήμη είχαν οι Βολιώτισσες, οι Σμυρνιές και οι Εβραίες. Πολλά κορίτσια που ήρθαν πρόσφυγες με την οικογένεια ή και μόνες κατέληξαν από ανάγκη στους δρόμους της Μπάρας. Θεωρούνταν, σε σχέση με άλλες περιοχές, γυναίκες «χαμηλής ποιότητας», με πελάτες επαρχιώτες και κυρίως στρατιώτες και ταξιδευτές που δεν έδιναν σημασία στην ομορφιά και στις λεπτομέρειες της εμφάνισης. Σ’ αυτά τα σπίτια μετά την συνουσία δεν πλένονταν ούτε η πόρνη ούτε ο πελάτης και τα στρώμα δεν το ξέστρωναν ποτέ κατά την διάρκεια της ημέρας. Σχεδόν καθημερινά στην Μπάρα έβλεπες διαπληκτισμούς κοριτσιών με τους αγαπητικούς και τους νταβατζίδες, διάφορα αλισβερίσια περίεργων και σκοτεινών ανθρώπων που δρούσαν σε όλη την περιοχή σαν συμμορίες.
Από τις θρυλικές μορφές της Μπάρας ήταν ο Άλκης Πετσάς, ο επονομαζόμενος και «Βασιλιάς της Μπάρας». Το στέκι του ήταν ένα χασισοποτείο στην οδό Αφροδίτης απέναντι από το μπορντέλο της Μαντάμ Ερασμίας. Το 1932 έφθασαν στην Μπάρα δύο νταήδες από την Αθήνα, Σμυρνιοί στην καταγωγή. Ήταν δύο αδέρφια οι Αυγουλάδες. Σύντομα ο υπόκοσμος της πόλης χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα: στους «Κωνσταντινοπολίτες» του Άλκη Πετσά και στους «Σμυρνιούς» των Αυγουλάδων. Ένα βράδυ το πρωτοπαλίκαρο του Άλκη Πέτσα, ο Κέρκυρας, πυροβόλησε και τραυμάτισε τον μεγάλο αδελφό Αυγουλά. Αυτός ορκίστηκε εκδίκηση. Οι Αυγουλάδες παρακολουθούσαν τις κινήσεις του Άλκη για να βρουν ευκαιρία να τον χτυπήσουν. Οι Αυγουλάδες, προφασιζόμενοι ότι ήθελαν να του μιλήσουν, τον πυροβόλησαν πολλές φορές με δύο πιστόλια και μετά άρχισαν να τον μαχαιρώνουν. Ζούσε ακόμη όταν τον πήγαν στο νοσοκομείο. Είχε φάει επτά σφαίρες και 11 μαχαιριές. Στην κηδεία του, που έγινε την επόμενη μέρα, παραβρέθηκαν όλοι οι νταήδες της Σαλονίκης και οι πόρνες της περιοχής που συνόδευαν το φέρετρο ενώ όλα τα «σπίτια» και όλες οι χαρτοπαικτικές λέσχες της Μπάρας παρέμειναν την ίδια μέρα κλειστά ως ένδειξη πένθους. O Κέρκυρας αν και καταδικασμένος για φόνο δεν έκανε φυλακή μιας και ήταν ταγματασφαλίτης, το μάτι και το αυτή της αστυνομίας. Διατηρούσε με το γιό του Γιώργο μαγαζί από το οποίο και πέρασαν όλοι οι γνωστοί ρεμπέτες Μπάτης, Τσιτσάνης, Βαμβακάρης, Παπαϊωάννου. Ένα πρωινό βρέθηκαν δολοφονημένοι έξω από το μαγαζί τους για ξεκαθάρισμα υπόπτων συναλλαγών.
Μεγάλες δόξες η Μπάρα γνώρισε από το 1912 ως το 1918, στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο, όταν η Στρατιά της Ανατολής, που αριθμούσε 300.000 άνδρες, αποβιβάστηκε στην Θεσσαλονίκη. Σε καμιά άλλη ευρωπαϊκή πόλη δεν είχαν συγκεντρωθεί έως τότε τόσες πολλές και διαφορετικές φυλές μαζί με τους Εβραίους, Έλληνες, Τούρκους που είχε ήδη η πόλη. Η Θεσσαλονίκη έζησε μεγάλες στιγμές την περίοδο εκείνη. Η συνοικία της Μπάρας είχε πάνω από 2000 με 3000 πόρνες, έτοιμες να εξυπηρετήσουν τον στρατό για τον οποίο ήταν το αγαπημένο στέκι, κάτι σαν την Τρούμπα στον Πειραιά. Όταν τελείωσε ο πόλεμος έμειναν λιγότερες από 1000 μέχρι την δεύτερη εποχή ακμής της περιοχής, στα 1940 -1949. Τότε γέμισαν ξανά τα σπίτια με φαντάρους, αγρότες, ταγματασφαλίτες και μαυραγορίτες και κάθε λογής κόσμο που περνούσε από την πόλη. Στη δεκαετία του 60, το πρόσωπο της περιοχής αλλάζει για να εξελιχθεί στον Βαρδάρη, με μοντέρνες πολυκατοικίες, ξενοδοχεία, λαϊκά σινεμά, βιοτεχνίες, αγορά ρούχων, υπεραστικά λεωφορεία του ΚΤΕΛ, καμπαρέ και μπαρ, παραμένοντας σημείο αναφοράςστην πόλη. Υμνήθηκε σε πολλά ποιήματα και μυθιστορήματα από τον Ιωάννου, τον Χριστιανόπουλο, τον Κοροβίνη, τον Γρηγοριάδη και πολλούς άλλους συγγραφείς μελετητές και λογοτέχνες. Η ολοκληρωτική παρακμή της περιοχής ξεκινά με την καινούργια χιλιετία.
Στις μέρες μας στα στενά του Βαρδάρη τα «κόκκινα φωτάκια» σπανίζουν, οι άδειες δεν ανανεώνονται και τα σπίτια μετακομίζουν έξω από την πόλη όπως και τα ΚΤΕΛ. Ο Βαρδάρης δείχνει να επιθυμεί να ενταχθεί στο κέντρο της πόλης και να ξεκολλήσει τη ρετσινιά της κακόφημης περιοχής. Η ανθρωπογεωγραφία των επισκεπτών αλλάζει και σιγά σιγά μόνο ελάχιστοι πιστοί θιασώτες της περιοχής επιστρέφουν εκεί, εκτός κι αν είναι κάτοικοι. Αυτοί είναι και οι τελευταίοι Βαρδαρίσιοι, όπως τους λένε, είναι οι τελευταίες χαρακτηριστικές φάτσες του Βαρδάρη. Σήμερα οι λαμαρίνες του μετρό έχουν γίνει το σήμα κατατεθέν της περιοχής και βάζουν στο ψυγείο οποιοδήποτε σχέδιο αναβάθμισης της Πλατείας.
Πηγές Χρήστος Ζαφείρης «Έρως σκέπει την πόλη» εκδόσεις Εξάντας Ηλίας Πετρόπουλος «Το μπουρδέλο» Εκδόσεις Νεφέλη Αρχείο του ιστορικού Κωνσταντίνου Νίγδελη