Ο Μπαξές που περάσαμε τα καλοκαίρια μας

Είναι πολλές οι περιοχές της Σαλονίκης που αποτελούσαν τους προσφυγικούς συνοικισμούς της, με αφηγήσεις που γράφουν χιλιάδες σελίδες στην ιστορία της. Μία εξ αυτών οι Νέοι Επιβάτες, εκεί που όλοι μας βουτήξαμε έστω και μία φορά στα γαλανά νερά της περιοχής, εκεί που οι μεγαλύτεροι νοικιάσανε σπίτια για λίγες εβδομάδες, εκεί που οι μικρότεροι πήγαμε […]

Parallaxi
ο-μπαξές-που-περάσαμε-τα-καλοκαίρια-μα-0
Parallaxi

Είναι πολλές οι περιοχές της Σαλονίκης που αποτελούσαν τους προσφυγικούς συνοικισμούς της, με αφηγήσεις που γράφουν χιλιάδες σελίδες στην ιστορία της. Μία εξ αυτών οι Νέοι Επιβάτες, εκεί που όλοι μας βουτήξαμε έστω και μία φορά στα γαλανά νερά της περιοχής, εκεί που οι μεγαλύτεροι νοικιάσανε σπίτια για λίγες εβδομάδες, εκεί που οι μικρότεροι πήγαμε για μπάνιο πρώτη φορά χωρίς τους γονείς μας. Ιστορία

Μέχρι και την Απελευθέρωση της Μακεδονίας το 1912 η περιοχή που καταλαμβάνει σήμερα ο Δήμος Θερμαϊκού ήταν φέουδο ενός Τούρκου πασά και ονομαζόταν Μπαχτσέ Τσιφλίκ (bahçe çiflik, στα τουρκικά).

Μετά την Μικρασιατική Καταστορφή, 159 οικογένειες και πιο συγκεκριμένα 631 άτομα όλοι προερχόμενοι από τους Επιβάτες, την παράλια πόλη βόρεια της Προποντίδας, κατέφυγαν εκεί και έδωσαν και το όνομα Νέοι Επιβάτες στο συνοικισμό τους. Ο οικισμός των Επιβατιανών προσφύγων δημιουργήθηκε στην περιοχή που βρισκόταν το θερινό σπίτι του πασά, στην ίδια τοποθεσία είναι κτισμένος σήμερα ο ναός της Οσίας Παρασκευής της Επιβατινής.

Οι πρόσφυγες κατασκεύασαν έναν ξύλινο λιμένα στην πειοχή στον οποίο και υπήρξε τακτική συγκοινωνία με καραβάκια από την πόλη προς τους Νέους Επιβάτες. Έτσι, από το 1928 και μετά ο Μπαξές αποτέλεσε πόλο έλξης παραθέρισης των Θεσσαλονικέων, στο διάστημα του μεσοπολέμου ξεκινούσαν καθημερινά 5 δρομολόγια καραβιών.

Πηγή έμπνευσης καλλιτεχνών

1941, ο Βασίλης Τσιτσάνης γράφει για την περιοχή το χασαποσέρβικο Μπαξέ Τσιφλίκι. Το τραγούδι αναφέρει στο σύνολο του επτά περιοχές της Θεσσαλονίκης, τις πιο διάσημες και πολυσύχναστες, από τους κοσμοπολίτες της εποχής.

Εκείνη την εποχή για την περιοχή γράφτηκαν και αλλά πολλά ρεμπέτικα λόγω των αναμνήσεων που είχαν. Καθώς αποτέλεσε τόπο παραθέρισης για τα καλοκαίρια πολλών Θεσσαλονικιών, οι οποίοι νοίκιαζαν διαμερίσματα, τα πρωινά πηγαίνανε για μπάνιο στην θάλασσα και τα βράδια διασκέδαζαν στις παραθαλάσσιες ταβέρνες.

Ο Λεωνίδας Ζηλιάδης στο βιβλίο “Θεσσαλονίκη όσα θυμάμαι” αναφέρει: “Στις αρχές Ιουλίου ετοιμάσαμε τα δέματα μας για τον παραθερισμό στο “Μπαξέ Τσιφλίκι”. Γιατί, δεν ήταν τότε, “άντε πήραμε μία βαλίτσα και πάμε να παραθερίσουμε”. Ξεσηκώναμε όλο το σπιτικό. Βάλαμε λοιπόν, πάνω σ’ ένα μακρύ κάρο τα τέγκια με τα στρώματα μας, τις βαλίτσες με τα ρουχικά μας, το φανάρι μέσα σε καλάθια τη γκαζιέρα, τις γκαζόλαμπες, την τρόμπα του φλιτ, τα μαχαιροπίρουνα, τους τσεντζέρεδες και τα πιατικά μας, τα μπουκάλια για το λάδι και το πετρέλαιο, πήραμε και το κλουβί με την καρδερίνα, βάλαμε και τις ψάθες στα κεφάλια μας και ξεκινήσαμε. Στάμνες και δυο γκαζοτενεκέδες για το νερό θα βρίσκαμε εκεί. Το κάρο θα φτανέ αργά το απόγευμα και θα το συνόδευα εγώ. Είχα μαζί μου ψωμοτύρι, ντομάτες, πιπεριές και χαλβά για μένα τον καροτσιέρη. Η οικογένεια θα ‘παιρνε το μοτοράκι ψηλά στο χωριό κι όλοι θα ανταμώναμε στου κυρ-Σαράντη το σπίτι, ψηλά στο χωριό, δύο με τρία χιλιόμετρα απ’ τη θάλασσα γιατί στην παραλία δεν υπήρχαν τότε σπίτια. Υπήρχαν μόνο καφενεία και μαγειρεία, που μπροστά τους, πάνω στην αμμουδιά είχανε ευρύχωρα κιόσκια σκεπασμένα με καλαμωτές.

Τα πρωινά, τα κιόσκια γεμίζανε με παραθεριστές που κατεβαίνανε από το χωριό με τα μπανιερά τους και τα σακούλια τους, πιάνανε ένα τραπεζάκι με τις ανάλογες καρέκλες, παραγγέλνανε και κάποιο ποτό για εγγύηση, πηγαίνανε ένας-ένας στις ξύλινες καμπίνες να ξεντυθούν και να βάλουν το μαγιό τους, όσοι δεν είχαν μαγιό νοικιάζαν ένα…με την ώρα και πέφτανε στη θάλασσα μπροστά στο κιόσκι. Μετά το μπάνιο παίρνανε όλοι το αναψυκτικό τους κι αν είχαν κάποια σπάταλη διάθεση, καθότανε και για φαγητό, συνήθως ψάρι, που σ’αυτές τις ακτές ήταν άφθονο και νόστιμο. Βέβαια, φαγητό παίρνανε κυρίως οι διερχόμενοι και σπάνια οι μόνιμοι παραθεριστές, γιατί είχαν όλοι τους πάνω στο χωριό οργανωμένο νοικυριό.

Εμείς φορτωνόμασταν μετά το μπάνιο τα σακούλια μας φορούσαμε τις ψάθες κι οι μάνες μας τις ομπρέλες τους. Ύστερα, σιγά-σιγά, υπομονητικά φτάναμε ενθουσιασμένοι και πεινασμένοι πάνω στο χωριό, να μαγειρέψουμε, να φάμε. Τα βράδια, σ’ αυτά τα κιόσκια, που όλα τους είχαν στη μέση κι από μια τσιμεντένια στρογγυλή πίστα, γινότανε χορός, όπου χορεύονταν ταγκό, βαλσάκια και βαλς “εξιτασιόν”, παρακαλώ υπό τους ήχους μιας ορχήστρας με πιάνο, ακορντεόν, βιολί, τρομπόνι κλαρίνο και ντραμς.

Φαίνεται περίεργο, αλλά όλα τα κιόσκια και στα τρία χωριά αυτής της ακτής είχαν κι από μία τέτοια ορχήστρα, που έπαιζε τα βράδια με τραγουδιστές κυρίως τους πιανίστες. Κι επειδή δεν υπήρχαν τότε μικρόφωνα και μεγάφωνα, για να ακουστεί ο πιανίστας που έπαιζε με την πλάτη προς το κοινό, τραγουδούσε προς τα πίσω πάνω απ’ τον ώμο του. Άλλοι τραγουδιστές τραγουδούσαν μέσα από ένα ειδικό πολυτελές χωνί με χερούλι που το κρατάγανε με χάρη και το κουνούσαν με παλμό, αρμονικά με τον ρυθμό του τραγουδιού, όπως σήμερα κάνουν τέτοια τσαλίμια με τα μικρόφωνα και τα καλώδια τους.

Παρέες παρέες παραθεριστών, μικροί και μεγάλοι κατεβαίναμε μια και δυο φορές την εβδομάδα τα βραδάκια στην παραλία και κάνοντας περίπατο κατά μήκος του δρόμου, απολαμβάναμε μουσική και την κοσμική κίνηση απ’ όλα τα κιόσκια. Καταλήγαμε, τέλος σε κάποιο από αυτά και καθόμασταν για δυο-τρεις ώρες, να χορέψει η νεολαία κι οι μεγαλύτεροι τους χορούς της εποχής, με όλους τους κανονισμούς και τους νόμους της γαλατικής συμπεριφοράς και της απαιτούμενης αβρότητος.

Η ζωή στην εξοχή για τα παιδιά ήταν απολαυστική όπως αφηγείται ο κ. Ζησιάδης: Μας άφηναν οι μάνες μας να κατεβαίνουμε στην παραλία μόνοι μας πολύ νωρίς, σχεδόν με το χάραμα. Πέφταμε στη θάλασσα για κολύμπι κι είχαμε στο νου μας μόλις βγει κάποια τράτα να πάμε κοντά της και να πάρουμε σειρά για φρέσκο ψάρι, να το καπαρώσουμε για το σπίτι. ώσπου να ‘ρθει η μάνα μας να το πληρώσει.

Το απομεσήμερο το περνούσαμε παίζοντας με μανία στ’αλώνια. Ένα παιχνίδι που δεν τ’αλλάζαμε με τίποτα. Έξω απ’ το χωριό γύρω-τριγύρω ήταν στοιβασμένα σε θημωνιές τα δεμάτια με τα γεννήματα. Στάρι, κριθάρι, βρώμη. Ο κάθε νοικοκύρης είχε τις δικές του θημωνιές δίπλα στ’ αλώνι του. Ήταν εκεί και περίμεναν από τον θερισμό του Ιουνίου να ωριμάσουν και να ξεραθούν καλά τα καλάμια τους, για να μπορέσουν να κοπούν στ’αλώνι. Τ’ αλώνια ήταν το ένα κοντά στο άλλο, σχεδόν όσα νοικοκυριά τόσα αλώνια.

Αργά πριν βραδιάσει, με τη δύση, το αλώνι ήταν έτοιμο. Βγαίναν τα δοκάνια και τα ζώα, μαζεύονταν με τσουγκράνες το γέννημα λόφοι-λόφοι και πότε πιάναμε όλοι μαζί με ξύλινα φκυάρια, να λιχνίσουμε το άχυρο στο ψιλό αεράκι, για να ξεχωρίσει ο βαρύς σπόρος που μαζευότανε κι έμπαινε μέσα σε τσιρίγα μεγάλια σακιά, φορτώνοτανε στα κάρα κι όλοι μαζί επιστρέφαμε στο σπίτι του κυρ’ Σαράντη ν’αποθηκεύσουμε το γέννημα της ημέρας.

Φεύγανε οι μέρες η μία μετά την άλλη κι ήταν σα να ήρθαμε χθες. Σε λίγο θα έμπαινε κι ο Αύγουστος θα μέλωναν τα σύκα και θα πήγαιναν στην εκκλησία τα καλάθια με τα σταφύλια των παραγωγών ανήμερα της Παναγιάς, να τα ευλογήσει ο παπάς να ‘ναι καλοπούλητα.

Οι μανάδες μας μαζί με τις χωριάτισσες ανασκουμπώνονταν από τώρα και έφτιαχναν τα χειμωνιάτικα ζυμαρικά μας. Τα κουσκούσια, τους γιουφκάδες, τα μακαρόνια και τους τραχανάδες. Τα βράδια έβγαιναν οι γειτόνισσες, ντόπιες και Σαλονικιές για τις βραδινές συνεδριάσεις. Η αυλή που τις μάζευε όλες και μαζί μ΄αυτές κι εμάς τα παιδιά ήταν εκείνη κάθε φορά που είχαμε αναμμένο φούρνο να ψήσει ψωμιά και πίτες.

Μοσκοβολούσε η γειτονιά. Μαζευόνταν, λοιπόν άντρες και γυναίκες με τα σκαμνάκια τους και με φόντο τις φλόγες του φούρνου που λαμποκοπούσουν στήνανε το ψιλοτράγουδο και το κουτσομπολιό. Άλλες φορές οικογενειακώς από νωρίς μπαίναμε στην παρέα, που από το πρωί μπούρλιαζε τα καπνόφυλλα στις βελόνες, να περαστούν στο σπάγκο. Μαυρίζανε τα χέρια μας απ’την κόλλα των καπνόφυλλων, ήταν όμως μία δουλειά πολύ ευχάριστη γιατί το τραγούδι, τα αστεία, τα πειράγματα και το κουτσομπολιό δεν τα ‘βρισκές πουθενά. Σωστό θέατρο!

Μικροί και μεγάλοι καθισμένοι γύρω-γύρω στην αυλή τα βράδια κουρντίζαμε με τη μανιβέλα το γραμμόφωνο, του βάζαμε βελόνα και το συνοδεύαμε με το ομαδικό μας τραγούδι. Κι όταν άναβε το κέφι, αγκαλιαζόντανε τα ζευγάρια, ντόπιοι και παραθεριστές και χόρευαν τανγκό με αυτοσχέδιες φιγούρες, ανάμεσα από κοτέτσια, καρέκλες, σκαμνάκια και γλάστρες. Τότε να δεις! Υπό τους ήχους του μουγκανητού της αγελάδας που ενοχλήθηκε και με τη συνοδεία τα παραζαλισμένα κακαρίσματα απ’ τις κότες που ξύπνησαν, γινότανε η αυλίτσα, λουσμένη στο φεγγαρόφωτο, σκέτη Αργεντινή!

Τραγούδι, χορός, φεγγαράδα, ρομάντζο. Το “κόρτε” και τα μικροειδύλλια δίνανε και παίρνανε για να ‘χουμε την επαύριο θέμα για κουσκούσι και πονηρά πειράγματα. Και τα γνεψίματα με αγκωνιές που πέφτανε δεξιά κι αριστερά και τα ψου-ψου με τα κρυφογελάκια κάνανε να φαντάζει η σύναξη κοσμικό σαλόνι.

Οι βεγγέρες του καλοκαιριού στις αυλές, κρατούσαν ώρες. Κοντά στα μεσάνυχτα συνήθως χορταίναμε γραμμόφωνο και χορό. Καθόμασταν τότε ένα γύρω κι αρχίζαμε την ψιλοκουβέντα. Ανταλλάσαμε απόψεις και σχόλια για τα τελευταία γεγονότα και για τα προβλήματα της καθημερινής ζωής. Ανταλλάσαμε απόψεις και σχόλια για τα τελευταία γεγονότα και για τα προβλήματα της καθημερινής ζωής.

Σήμερα, οι παραλίες γυμνές με τα φαγάδικα τραβηγμένα πίσω, πάνω απ’ τον παραλιακό ασφαλτόδρομο, χάσκουν τα βράδια σκοτεινές, σαν απεριποίητες, αδιαμόρφωτες χωματένιες αλάνες, με μόνιμους κάτοικους  και τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα των πελατών.

Άθλια εικόνα αυτής της υπέροχης ακτής, που κάποτε έσφυζε από ζωή, γεμάτη φώτα, κόσμο μουσική και ρομαντικά ειδύλλια. Δεν μας έφτασε που βρώμισε η θάλασσα καταφέραμε να υποβιβάσουμε και το τοπίο. Τι να πει κανείς. Σ’αυτή τη χώρα είμαστε ανίκανοι να διατηρήσουμε κάτι και να το βελτιώσουμε. Προτιμάμε να το καταργούμε, να το γκρεμίζουμε κι από πάνω να το βρομίζουμε.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα