Τα γοητευτικά είδωλα της οδού Μωρεάς
Μια διαδρομή όχι μεγαλύτερη των πεντακοσίων μέτρων μπορεί να αποδειχθεί μια συναρπαστική καταβύθιση στο παρελθόν ενός τόπου.
Όποιος διασχίσει βιαστικά την ανηφορική – ή κατηφορική, εξαρτάται από που έρχεσαι και προς τα που πηγαίνεις- οδό Μωρεάς, το πιθανότερο είναι ότι το μόνο πράγμα που θα χαραχτεί στη μνήμη του θα είναι η χαρακτηριστική “κούρμπα” κάπου στο μέσο της διαδρομής. Σαν μια ατίθαση υπόγεια καμπούρα να προσπαθεί με βία να αποτινάξει από επάνω της την στραβοχυμένη άσφαλτο. Τα πράγματα όμως είναι αρκετά διαφορετικά. Πίσω από την βιτρίνα ενός ακόμα συνηθισμένου δρόμου της Άνω πόλης, ο οποίος έχει κι αυτός απολέσει προ πολλού την χαρακτηριστική αρχιτεκτονική ταυτότητα της περιοχής, κρύβέται ένας συναρπαστικός κόσμος.
Καταρχήν η ονομασία: Μωρεάς από το Ζαν Μωρεάς, ψευδώνυμο του Ιώαννη Παπαδιαμαντόπουλου, ρομαντικού ποιητή που έζησε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Αστός, από εύπορη οικογένεια, ξενιτεύτηκε νέος στο Παρίσι όπου άλλαξε το όνομα του, υπηρέτησε το κίνημα του Συμβολισμού, έζησε αντισυμβατικά και πέθανε από ασθένεια του ήπατος. Η Μωρεάς ή Μωρέας όπως έχει καθιερωθεί πλέον να αποκαλείται, διασταυρώνεται στην αρχή της ακόμη με την περιλάλητη οδό Μουσσών, τον δρόμο για τον οποίο ο Αντώνης Σουρούνης έχει γράψει ένα ολόκληρο βιβλίο- το απολαυστικό Μονοπάτι στη θάλασσα- και δεν μπορούμε παρά να δώσουμε συγχαρητήρια στον εγκέφαλο εκείνο που φρόντισε να συναντιούνται στον αιώνα τον άπαντα οι δύο δρόμοι στις ονομασίες των οποίων κυριαρχούν η έμπνευση και η δημιουργία. Προσπερνώντας δεξιά και αριστερά τα πρώτα αδιάφορα κτίρια, κατάλοιπα των καταστροφικών για την περιοχή δεκαετιών 70 ́ και 80’ πέφτεις πάνω σε μία υπέροχη, πάραδοξα υπερυψωμένη- τουλάχιστον δύο μέτρα από το επίπεδο του δρόμου- μονοκατοικία με έναν από τους πιο φροντισμένους κήπους της περιοχής. Λίγα μέτρα παρακάτω, ένα χαρακτηριστικό́ δείγμα παλιάς διώροφης οικίας η οποία κατοικείτο για πάνω από μισό αιώνα και εγκαταλείφθηκε μόλις πριν από λίγους μήνες. Αντιστεκόμενη με πείσμα στην φθορά, με την περιποιημένη της πρόσοψη, τις ξύλινες πόρτες και παράθυρα σε έντονο πετρόλ χρώμα, σε συνδυασμό με την εξωτερική πλινθόκτιστη τοιχοποιία, καλυμμένη απ’ άκρη σ΄ άκρη από πυκνές φυλωσσιές, την εσωτερική αυλή, και τον φανοστάτη ακριβώς μπροστά, μας μεταφέρει σε μια εποχή σχεδόν ρομαντική για ολόκληρη την παλιά πόλη.
Οι εκπλήξεις για τον παρατηρητικό πεζοπόρο συνεχίζονται ασταμάτητα. Στα μισά περίπου της διαδρομής, το βλέμμα αναπαύεται σε μια αρμονική συμπόρευση χρωμάτικών λεπτομερειών. Πρόσφατα ανακαινισμένο σπίτι- μινιατούρα, χαμηλό και απλωμένο σε οριζόντια διάταξη κάθετο όμως προς τον δρόμο, με πληθώρα περιποιημένων γλαστρών περιμετρικά, κάγκελα σωστά κομψοτεχνήματα, και με τα δύο σκαλάκια της εισόδου να ξεπροβάλουν με θράσος οριακά δίπλα από τις ρόδες των διερχόμενων αυτοκινήτων. Κάτα κάποιο τρόπο, αυτό ακριβώς το σπιτάκι αναπαράγει το χαμένο πια αίσθημα της παλιάς γειτονιάς διαχέοντας γύρω του μια αίσθηση ηρεμίας και τάξης. Από την ίδια πλευρά και περίπου είκοσι δρασκελιές αργότερα, στην γωνία με Αιόλου, μια ιστορική αναφορά του παρελθόντος της περιοχής έρχεται να προστεθεί στα οπτικά ερεθίσματα. Τα ερείπια μιας οθωμανικής κρήνης, ένδοξο όσο και εξωφρενικά παραμελημένο απομεινάρι του οθωμανικού πολιτισμού, που κυριάρχησε για αιώνες και άφησε πολλαπλώς το αποτύπωμα του σε όλη την πόλη.
Τα τελευταία μέτρα της κατωφέρειας είναι και τα πιο ομαλά. Άλλα όχι και τα πιο αδιάφορα. Λίγο πριν την έξοδο στην σκοτεινή και επίπεδη οδό Αθηνάς, υπάρχει και το πιο καλά φυλαγμένο μυστικό της περιοχής. Σφηνωμένο ανάμεσα σε δύο σύγχρονες τριώροφες πολυκατοικίες, το ερειπωμένο και κρυμμένο πίσω από θεριεμένα φυτά και αγριόχορτα οίκημα, εκ πρώτης όψεως, δεν μοιάζει να έχει κάτι το ιδιαίτερο. Ακόμα και η κύρια είσοδος, προσανατολισμένη όχι πάνω στο μέτωπο του δρόμου αλλά πλάγια, στο πλακόστρωτο του πεζοδρομίου, επιτείνει την αίσθηση κρυψίνοιας και μυστηρίου. Όποιος όμως επιμείνει και πλησιάσει με την απαραίτητη προσοχή, τότε θα αποζημιωθεί με την εικόνα. Εκεί που κάποτε έστεκε η αυλή, η οποία τώρα πια έχει απαλλοτριωθεί, ξεπροβάλλει μαυρισμένη και μισοκατεστραμμένη μια συστοιχία χαμηλών κιόνων σε ρόλο κουπαστής και η οποία μπορούμε να υποθέσουμε οτι στα χρόνια της άλλοτε ευημερίας του σπιτικού σίγουρα θα άστραφτε ξασπρισμένη και ακηλίδωτη, προκαλώντας τα βλέμματα περαστικών και περιοίκων. Ακόμα μεγαλύτερη αίσθηση προκαλεί η αντίθεση που δημιουργείται με την μπορντό ξύλινη πόρτα ακριβώς από πίσω η οποία διατηρείται σε θαυμαστή κατάσταση.
Μια διαδρομή όχι μεγαλύτερη των πεντακοσίων μέτρων μπορεί να αποδειχθεί μια συναρπαστική καταβύθιση στο παρελθόν ενός τόπου, να μετατρέψει έναν απλό περίπατο σε μια συγκινητική χειραψία με σπαράγματα άλλων εποχών, μπορεί εν τέλει να αποτελέσει ένα αισθητικό (από)χαιρετισμό σε έννοιες και εικόνες που οι αρχαιολόγοι του μέλλοντος θα αναζητούν και θα αποθεώνουν.