Χαρτογραφώντας τη γειτονιά της Δυτικής εισόδου
Προβλήματα, Προτάσεις και Προσεγγίσεις για την Διαχείριση του Αστικού Μέλλοντος μέσα από μια έρευνα για τη γειτονιά
Προβλήματα, Προτάσεις και Προσεγγίσεις για την Διαχείριση του Αστικού Μέλλοντος
του Γιώργου Χατζηνάκου – Υποψήφιου Διδάκτορα Μητροπολιτικού Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ
Τον περασμένο Δεκέμβριο μου ανατέθηκε από τον Δήμο Θεσσαλονίκης να σχεδιάσω και να πραγματοποιήσω μια κοινωνική χαρτογράφηση για το LABattoir. Παρόλα αυτά, όταν ρώτησα την περιοχή ενδιαφέροντος, μου ζητήθηκε να χαρτογραφήσω την 2η Δημοτική Κοινότητα, μία περιοχή η οποία καλύπτει 330 εκτάρια, συμπεριλαμβάνει 8 Γειτονιές και έχει 35.000 πληθυσμό (ΕΛΣΤΑΤ 2011). Αντικειμενικά, αποτελεί μία αρκετά μεγάλη περιοχή για να χαρτογραφήσω σε μόλις 15 μέρες. Παρόλα αυτά, το γεγονός αυτό αποτέλεσε μία πολύ καλή ευκαιρία να αξιολογήσω την ξεπερασμένη λογική, σύμφωνα με την οποία η Πόλη αντιμετωπίζεται ως ενιαίο σύνολο, ως ολότητα. Επομένως, η έρευνα μου αποτέλεσε την αφετηρία για να εκτιμήσω κριτικά τον τρόπο με τον οποίο ο Δήμος θα έπρεπε να λειτουργεί όσον αφορά την κατανόηση της Πόλης ως οικοσύστημα και κατ’ επέκταση των Γειτονιών ως ζωντανό εργαστήριο. Ο σκοπός μου επομένως είναι να αναδείξω τις δυνατότητες της χαρτογράφησης για την υποστήριξη της ‘από-τα-κάτω’ συμμετοχής των πολιτών στην λήψη αποφάσεων. Εξάλλου το ίδιο το LABattoir παρουσιάζεται ως η πρώτη προσπάθεια του Δήμου να εισάγει συμμετοχικές δραστηριότητες των πολιτών μέσω της ‘τέχνης για την κοινωνική αλλαγή’.
Έτσι λοιπόν, η έρευνα επιχείρησε να θέσει τα θεμέλια για μία ολοκληρωμένη χαρτογράφηση της ‘Γειτονιάς’, η οποία στην προκειμένη περίπτωση χρησιμοποιείται ως θεωρητικό και πρακτικό πλαίσιο για τη συλλογή και την ερμηνεία ποιοτικών και ποσοτικών πληροφοριών μέσα σε μια δεδομένη γεωγραφική περιοχή, η οποία με τη σειρά της αναδεικνύει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Με αυτό τον τρόπο, αναδεικνύονται τα κοινωνικά και χωρικά προβλήματα και ιεραρχούνται οι ανάγκες των κατοίκων. Έτσι, η χαρτογράφηση των Γειτονιών της πόλης αναδεικνύεται ως ένα πολύ ισχυρό εργαλείο που φέρνει τους κατοίκους στη διαδικασία της έρευνας, ενώ αντίστροφα, η συμμετοχή του κοινού αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για τον σχεδιασμό βιώσιμων Γειτονιών.
Το μεθοδολογικό πλαίσιο προσπαθεί να διαχειριστεί την τοπική γνώση και να ενδυναμώσει την πιθανή συμμετοχή της ‘Γειτονιάς’ στις δραστηριότητες λήψης αποφάσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, συλλέχθηκαν μαρτυρίες από κατοίκους της Δυτικής εισόδου, η οποία αποτελεί ταυτόχρονα το όριο της πόλης, αλλά και την περιοχή προς την οποία επεκτείνεται ραγδαία το κέντρο της. Κατά την διάρκεια των συνεντεύξεων ζητήθηκε από τους κατοίκους να σχεδιάσουν πάνω σε έναν χάρτη τα όρια της Γειτονιάς τους. Υπέθεσα ότι έτσι θα μπορούσα να παρουσιάσω μία πιο σχετική χωρική εικόνα σχετικά με το πώς οροθετείται η Γειτονιά από τους ίδιους τους κατοίκους. Η χρησιμότητα της έρευνας εναπόκειται στο γεγονός ότι η προσέγγιση που υιοθετήθηκε αποτελεί ουσιαστικά ένα πιλοτικό μοντέλο δράσης και χρήσιμο εργαλείο για τον περαιτέρω σχεδιασμό του LABattoir. Ουσιαστικά η έρευνα μου περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο το LABattoir θα έπρεπε να λειτουργεί αξιοποιώντας την ‘από-τα-κάτω’ δημιουργική δυναμική της επιλεγμένης περιοχής παρέμβασης. Σε αυτή την κατεύθυνση, υπογραμμίζει την ποικιλομορφία και τον δυναμικό χαρακτήρα των Γειτονιών, δίνει έμφαση σε συνεργασίες μεταξύ πολιτιστικών και κοινοτικών οργανώσεων, και προτείνει μέσα για την δημιουργία καναλιών συμμετοχής σε μία Πόλη που κατά την γνώμη μου δεν λαμβάνει υπόψη της την διαφορετικότητα των Γειτονιών της, ενώ την αντιμετωπίζει ως ολότητα.
Αποτελέσματα
Το σκηνικό της 2ης Δημοτικής Κοινότητας θα μπορούσαμε να πούμε ότι χαρακτηρίζεται από υποβάθμιση. Σε σχέση με τον χώρο παρατηρούμε μεγάλες αδόμητες εκτάσεις με αυθαίρετη δόμηση, ανεξέλεγκτη ανάμιξη κατοικίας και έλλειψη κοινωνικού εξοπλισμού και τεχνικών υποδομών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ποσοτική και ποιοτική ανεπάρκεια ελεύθερων χώρων, την έλλειψη οργανωμένων δημόσιων χώρων και χώρων πρασίνου. Τα μόνα κενά που διακρίνονται είναι τα ίχνη του παρελθόντος: στρατόπεδα, ιστορικά νεκροταφεία, εγκαταλειμμένα και αδρανή βιομηχανικά κελύφη. Τα τελευταία δημιουργούνε περιβαλλοντολογικά προβλήματα, διαμορφώνουν την ποιότητα ζωής και ενισχύουν την αισθητική υποβάθμιση και εγκατάλειψη. Τα χαρακτηριστικά αυτά συνιστούν γνωρίσματα μιας διάχυτης υποβάθμισης του αστικού περιβάλλοντος και δείκτες της ανισότητας ως προς την κεντρική αλλά και την ανατολική περιοχή της πόλης. Όπως πολύ εύστοχα η Δρ. Αλέκα Γερόλυμπου αναφέρει «η Δυτική είσοδος είναι η πίσω αυλή της Θεσσαλονίκης». Τα ευρήματα δείχνουν ότι η περιοχή της Δυτικής εισόδου της πόλης, η οποία το τελευταίο καιρό δείχνει να έρχεται στο προσκήνιο τόσο στην δημόσια πολιτική όσο και μέσα από διάφορες πρωτοβουλίες, είναι μια περιοχή με ανάμεικτη φυσιογνωμία και πολυπολιτισμική ταυτότητα. Το κοινωνικό τοπίο συμπληρώνεται από περιθωριακές αποκλεισμένες ομάδες και υπό-κουλτούρες. Όπως με ενημέρωσε η Δρ. Χριστοδούλου «υπάρχει ουσιαστικά ένας πλούσιος αστικός πολιτισμός που σε μεγάλο βαθμό μας μένει άγνωστος».
Οι κάτοικοι της 2ης Δημοτικής Κοινότητας γνωρίζουν την ιστορία της περιοχής τους και έτσι μπορούμε να υποθέσουμε ότι έχουν αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς με αυτήν. Παρόλα αυτά, κανείς τους δεν διάλεξε να μείνει στην περιοχή επειδή τον τράβηξε κάτι ή το μέρος του πρόσφερε κάτι ειδικότερο πλην των αναμνήσεων του. Ο βασικός λόγος κατοίκησης τους είναι το ότι μεγάλωσαν εκεί και είναι οι σημερινοί ιδιοκτήτες. Παράλληλα δεν αισθάνονται ασφαλείς αναφέροντας την ύπαρξη μιας διπλής πραγματικότητας: μέρας και νύχτας. Αντίθετα, έχουν αναπτύξει σχέσεις με τους μετανάστες και γνωρίζουν σε γενικές γραμμές τις εθνοτικές ομάδες που διαμένουν στην περιοχή τους. Μάλιστα τονίζουν ότι η φυγή τους αποτελεί πρόβλημα γιατί η περιοχή αδειάζει από κόσμο. Επίσης, τα προβλήματα τους ποικίλλουν ανάλογα με την περιοχή ενώ υπάρχει μία αίσθηση εγκατάλειψης από τον Δήμο, τονίζοντας ότι ο προσανατολισμός της πόλης είναι στραμμένος μόνο προς το κέντρο. Πολλοί εξέφρασαν την δυσαρέσκεια τους για την επιλογή της θέσης του LABattoir, καθώς θεωρούν ότι ένα τέτοιο εγχείρημα θα έπρεπε να βρίσκεται σε πιο κεντρική περιοχή. Επίσης εντοπίστηκε μία τάση, που εμφανίζεται και σε άλλες περιπτώσεις, μη εμπιστοσύνης απέναντι στις αρχές, αλλά και μία ανάγκη να ξαναζωντανέψει η αίσθηση της ατομικής ευθύνης και συλλογικής συμμετοχής απέναντι στα κοινά. Σε αυτό το πλαίσιο, το LABattoir κατά την γνώμη μου πρέπει να δημιουργήσει τις ανάλογες κυψέλες πολιτικής συμμετοχής και έκφρασης, εστιάζοντας σε μικρό-κλίμακες ενδιαφέροντος.
Γιατί αυτό;
Αν και ο Δήμος θεωρεί την 2η Δημοτική Κοινότητα ως μία οριοθετημένη περιοχή για την μετουσίωση των πολιτικών του, το αποτέλεσμα των χαρτών των κατοίκων δείχνει μία εντελώς διαφορετική εικόνα.
Τα αποτελέσματα των χαρτών των κατοίκων
Οι περισσότεροι κάτοικοι δήλωσαν δεσμό με περιοχές χαρακτηριστικά μικρότερες από αυτές που θεωρούνται από το Δήμο ως Γειτονιές. Κατανοούμε λοιπόν ότι οι πολίτες αντιλαμβάνονται μικρό-περιβάλλοντα ανάλογα με τον τόπο κατοικία τους και εργασίας τους. Ανάλογες εμπειρίες διαμορφώνουν νοητικά τα όρια της περιοχής που θεωρούν δικιά τους, ενώ φυσικά εμπόδια όπως οι γραμμές του τρένου, αποτελούν όρια στον χάρτη τους. Έτσι λοιπόν, κατανοούμε ότι τα προβλήματα και οι ανάγκες των κατοίκων λογικά θα διαφέρουν και αναδεικνύονται μόνο εάν συγκεντρωθούμε στις υπομέρους περιοχές.
Συμπεράσματα
Οι Γειτονιές μας παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των πόλεων. Πριν χρόνια ήταν το βασικό μέρος που διεξάγονταν η κοινωνική συναναστροφή. Ακόμα και σήμερα ορίζουν την δομή της πόλης και αποτελούν σημαντικό εργαλείο για το αστικό policy-making. Γνωρίζοντας λοιπόν και επαναπροσδιορίζοντας την θέση μίας γειτονιάς μπορεί να καταστεί στρατηγική πολιτική. Από την άλλη, οι πόλεις είναι ιδιαίτερα σύνθετες οντότητες και σίγουρα δεν είναι δυνατή η χαρτογράφηση όλων των σχέσεων και ανταλλαγών που λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό τους. Μεγάλο μέρος της γνώσης και της κατανόησης του τρόπου με το αστικό περιβάλλον επηρεάζει την ανθρώπινη δραστηριότητα (και αντίστροφα) ενός ατόμου μπορούν να επεκταθούν μόνο από μια μικρότερη κλίμακα ή έμμεση παρατήρηση. Για παράδειγμα, ποιος αλληλοεπιδρά με ποιόν; Πόσο συχνά ανταλλαγές πραγματοποιούνται; Πού παίρνουν θέση;
Παρόλα αυτά, πιστεύω ότι αυτού του είδους η χαρτογράφηση στην Θεσσαλονίκη ανοίγει ένα νέο εύρος από ευκαιρίες σχετικά με την κατανόηση πολλών αστικών φαινομένων που βρίσκονται στην καρδιά της πολυπλοκότητας του αστικού περιβάλλοντος. Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας αποτελούν απόδειξη ότι η πόλη μας διαθέτει πάρα πολλές δυνατότητες σε ότι αφορά την έκφραση της δημιουργικότητας. Σε αυτή την κατεύθυνση, το LABattoir μπορεί να προσφέρει εναλλακτικές μέσα στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης, λειτουργώντας ως σημείο αναφοράς για το χτίσιμο αστικών κοινοτήτων, καθώς η πόλη δεν έχει δημιουργήσει ανάλογες δομές. Δεν αναφέρομαι στο πλαίσιο του ανταγωνισμού των πόλεων αλλά για την μεταφορά καινοτόμων, δημιουργικών, καλών πρακτικών από άλλες πόλεις με την συμμετοχή του δημιουργικού κεφαλαίου που δραστηριοποιείται στην πόλη μας σήμερα. Στόχος μας θα πρέπει να είναι να συγκεντρώσουμε στο LABattoir όλο το δημιουργικό κεφάλαιο της περιοχής αποφεύγοντας διακρίσεις οι οποίες θα οδηγήσουν σε περαιτέρω αποκλεισμό και εκτοπισμό των ήδη αδύναμων κοινωνικών ομάδων που υπάρχουν, ζουν και εργάζονται στην περιοχή, θυμίζοντας τα λόγια της Jane Jacobs ότι «οι πόλεις έχουν την δυνατότητα να προσφέρουν κάτι σε όλους, μόνο εάν και όταν έχουν φτιαχτεί από όλους».
Καθώς ο νέος χαρακτήρας της περιοχής μένει μετέωρος, είναι σαφές ότι η θέση της περιοχής στην διαφοροποιημένη γεωγραφία της πόλης αλλάζει. Το «δυτικό σύνορο» των περιθωριακών χρήσεων, των μεταβατικών κοινοτήτων και της ελλιπούς χρηματοδότησης φαίνεται να μετακινείται με γρήγορους ρυθμούς και μέσα από διαδικασίες που μοιάζουν αποσπασματικές, ασύνδετες και μάλλον αυθόρμητες. Η εικόνα της εγκατάλειψης, η εκκαθάριση των «περιθωριακών» κοινοτήτων (τσιγγάνοι, μετανάστες, οίκοι ανοχής κλπ), οι επενδύσεις στο χώρο από το διεθνές κεφάλαιο, ο προγραμματισμός και η συνακόλουθη κεφαλαιοποίηση των ‘μεγάλων έργων’ συνθέτουν ένα πολυεπίπεδο σενάριο αστικού μετασχηματισμού που επεκτείνει το κέντρο και την επικράτεια της μεσαίας τάξης δυτικότερα (βλ Παπαγεωργίου et al. 2010). Βασική παραδοχή για την εκπόνηση του συγκεκριμένου σχεδίου είναι ότι η αναγνώριση της πολυμορφίας της περιοχής πρέπει να αποτελέσει τη βάση των επιλογών αναγέννησης σε συνδυασμό βεβαίως με τα βασικά, από την άποψη της αστικής ανάπτυξης, πλεονεκτήματά της (όπως η κομβική θέση και η κεντρικότητα της) με σεβασμό πάντα στη διατήρηση όλης αυτής της πολυπλοκότητας, καθώς υπάρχει κίνδυνος να διαγραφεί και να οικοδομηθεί εκ νέου αφαιρώντας το στοιχείο που κάνει την περιοχή γοητευτική. Δηλαδή, είτε από κοινωνική πλευρά είτε από δημιουργική/αναπτυξιακή πλευρά η πολυπλοκότητα της φυσιογνωμίας αυτής της περιοχής κάπως πρέπει να αναγνωριστεί και να διατηρηθεί, όχι τόσο με την έννοια της εξέλιξης, όσο με την διατήρηση της συνθετότητας που αυτή έχει. Αν αξιοποιηθεί δεν πρέπει να γίνει μία τυπική περιοχή που θα υποστεί τις συνέπειες του αστικού εξευγενισμού και εξάλειψης ενός σημαντικού πολιτιστικού αποθέματος που υπάρχει στην περιοχή. Για αυτό τον λόγο οι επόμενες έρευνες, πρέπει να εντοπίσουν και να αποκρυσταλλώσουν στοιχεία που ενισχύουν την ιστορική ταυτότητα η οποία ουσιαστικά έχει αποδώσει στην περιοχή μία κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ταυτότητα. Πρέπει να αναγνωρίσουμε και να αναδείξουμε το ιστορικό απόθεμα και κατά δεύτερον να εντοπίσουμε περισσότερους μικρόκοσμους και πολιτιστικούς παίχτες που συνδέουν δυνητικά την πόλη ή την γειτονιά ενδιαφέροντος μέσω πολιτιστικής χαρτογράφησης, η οποία θα έχει ως σκοπό να εντοπίσει, να αναδείξει και να καλλιεργήσει συνέργειες στα μικρό-περιβάλλοντα, προτάσσοντας συνδυασμένες δράσεις στον αστικό ιστό. Σε αυτή την κατεύθυνση το LABattoir θα έπρεπε να προωθήσει δραστηριότητες στο δημόσιο χώρο με κοινωνική και πολιτιστική κατεύθυνση, ενισχύοντας της δυνατότητες για κοινωνική ανάμειξη, δημιουργώντας έτσι ένα πιο ζωντανό αστικό περιβάλλον. Αυτές μπορούν να οργανώνονται από διάφορους πολιτιστικούς παίχτες και να συντονίζονται από το LABattoir.
Συμπερασματικά, τo LABattoir φαντάζει ως μία εξαιρετική ευκαιρία και ένα παντοδύναμο όχημα για τη δημιουργία και μετάδοση βαθιά ριζωμένων, αλλά και αφηρημένων εννοιών που εκφράζουν και αντανακλούν την μοναδικότητα της Θεσσαλονίκης, επιτρέποντας έτσι όχι μόνο στους διάφορους φορείς, αλλά και στους ντόπιους να συμμετάσχουν πιο ενεργά στη δημιουργία της ‘μοναδικής’ ιστορίας της πόλης και της καινούργιας αστικής ταυτότητας: αυτή που δημιουργείται από κοινού από τους ανθρώπους αυτής της πόλης. Τέλος το LABattoir θα μπορούσε να αποτελέσει μία πολιτιστική υποδομή η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως στρατηγική προώθησης του τοπου η οποία να σχετίζεται με μία δυναμική πολιτιστική από-τα-κάτω επιχειρηματική υποστήριξη παρά μία από-τα-πάνω. Αυτό είναι πολύ σημαντικό αν λάβουμε υπόψη μας ότι συνήθως κυριαρχούν οι τελευταίες, ενώ το place-making πρέπει να γνωρίζει και να σέβεται τις ‘από-τα-κάτω’ πρωτοβουλίες των πολιτών.
Εν κατακλείδι, πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι παρόμοιες ενέργειες σε άλλες πόλεις κατάφεραν να αυξήσουν την συμμετοχή σε επίπεδο Γειτονιάς, αλλάζοντας το χωρικό και κοινωνικό περιβάλλον. Αναλογικά, μία άλλη πρόσφατη έρευνα μας επιστρέφει στην πραγματικότητα, αναφέροντας ότι υπάρχει σταθερά μια χαρακτηριστική απόκλιση μεταξύ προβαλλόμενων στόχων/προτεραιοτήτων και των υλοποιούμενων δημόσιων παρεμβάσεων που «φανερώνει μία δυναμική συμφερόντων που συγκροτούνται γύρω από ορισμένες κατηγορίες παρέμβασης και επηρεάζουν προς όφελός τους την κατανομή των δημόσιων χρηματοδοτήσεων» (Θωίδου & Φουτάκης 2006, σελ. 40), καθιστώντας την διακυβέρνηση της πόλης και της ευρύτερης μητροπολιτικής περιοχής της Θεσσαλονίκης ιδιαίτερα προβληματική (Χριστοδούλου 2015). Έτσι λοιπόν, το στοίχημα που τίθεται είναι πως θα ξεπεράσουμε ‘παραδοσιακούς’ ορισμούς της συμμετοχής των πολιτών, αποφεύγοντας ‘πυροτεχνήματα’ εντυπωσιασμού και προχωρώντας σε πράξεις ουσίας και εφαρμογής. Πως άραγε μία τέτοια παρέμβαση ‘από-τα-πάνω’ θα μπορούσε να προσφέρει μία νέα διάσταση βιωσιμότητας σε καιρούς κρίσης, έχοντας στο μυαλό μας ότι η Θεσσαλονίκη θεωρείται άλλωστε και ‘resilient city’ .
Υ.Γ.: Περισσότερα στοιχεία για την έρευνα (αποτελέσματα, μεθοδολογία κλπ.) θα μπορέσετε να τα δείτε στο επίσημο site του LABattoir όταν και εάν οι εντεταλμένοι του Δήμου αποφασίσουν να τα ανεβάσουν.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Θωίδου, Ε., Φουτάκης, Δ., 2006. Μητροπολιτική Θεσσαλονίκη και Αστικός Ανταγωνισμός: Προγραμματισμός, Μεταμόρφωση και Εφαρμογή ενός ‘Οράματος’ για την Πόλη. Γεωγραφίες, 12, σελ. 25-46.
Παπαγεωργίου, Ε., Τόγια, Α., Φανιίδου, Ε., 2010. Μελέτη Αποκατάστασης του Βιομηχανικού Συγκροτήματος ΦΙΞ στην Θεσσαλονίκη. Στο Το τέλος των γιγάντων: Βιομηχανική κληρονομιά και μετασχηματισμοί των πόλεων. Βόλος. σελ. 406-416.
Χριστοδούλου, Χ., 2015. Τοπία Αστικής Διάχυσης: Αστικοποίηση και αστικός σχεδιασμός. Η περιφέρεια της Θεσσαλονίκης., Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
Δες την μικρή ταινία που γύρισε η parallaxi σε αυτή τη γειτονιά εδώ