Χρονιάρες μέρες στη Θεσσαλονίκη: Παρκούρ στα σύννεφα

Διήγημα από την υπό έκδοση σειρά «Χρονιάρες μέρες στη Θεσσαλονίκη»

χρονιάρες-μέρες-στη-θεσσαλονίκη-παρκ-1104608

Παραμονή Πρωτοχρονιάς, μεσημέρι. Μια παγωμένη, παρ’ όλα αυτά ενθαρρυντική, λιακάδα κατεβάζει όλον τον κόσμο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.

Η αγορά επιτέλους ξαναζεί την εδώ και καιρό ξεχασμένη γιορτινή της ένταση. Πρόχειρες ψησταριές στα πεζοδρόμια για σουβλάκια στο πόδι, χύμα κρασί σε πλαστικά ποτηράκια, μουσικές στον αέρα, κάλαντα από παιδιά και μπάντες.

Γελαστά τα πρόσωπα των νεαρών της φοιτητικής ομάδας κρουστών που καλαντίζουν στον πεζόδρομο της Αγίας Σοφίας την «Άγια Νύχτα» με στίχους από το «Σήκω, χόρεψε, κουκλί μου…» Ο κόσμος διασκεδάζει με τις εναλλακτικές και ευφάνταστες διασκευές τους.

Γωνία Ερμού και Καρόλου Ντηλ. Ίσως λίγο πιο κάτω, πάντως πριν από το ανάκτορο της Αγίας Θεοδώρας, πάνω στο πεζοδρόμιο έχει βολέψει το στέκι της η γυναίκα. Τη γνωρίζω τη φάτσα. Ταλαιπωρημένη και κακάσχημη σαν τη γριά στα παραμύθια «που μαζεύει τα παιδιά!». Την έχω ανταμώσει πολλές φορές περιφερόμενη με τις σακούλες της και στα δυο χέρια, με τα μαλλιά της να ξεφεύγουν τούφες τούφες κάτω από το κακοφορεμένο τσεμπέρι. Ένας μεγάλος όγκος σώματος που πασχίζει να στηριχτεί πάνω σε αβέβαιο πάτημα.

Αυτό είναι το χαρακτηριστικό της. Περνάει ανάμεσα ή πάνω από πράγματα και ανθρώπους, χωρίς να παραμερίζει, χωρίς να την παραμερίζουν, άυλη σχεδόν ή ανύπαρκτη.

Φούστα μακριά, μάλλον δυο φούστες. Η μια πάνω στην άλλη. Ζακέτα ή κοντό πανωφόρι, ποτέ μου δεν στάθηκα να προσέξω. Κι από κάτω φανταχτερά κουρέλια. Παπούτσια χοντρά, κάτι σαν άρβυλα, χωρίς κορδόνια. Βλέμμα στο τίποτα και στο πουθενά.

Δεν είναι επαίτισσα, μάλλον με άστεγη ρακοσυλλέκτρια μοιάζει. Παραμονή Πρωτοχρονιάς και η γυναίκα έστησε πρόχειρα το τσαρδί της στο πεζοδρόμιο.

Ένα κασόνι με τις σακούλες της από δίπλα, πλάι σε δύο κάδους απορριμμάτων, στη ρίζα δένδρου καλλωπιστικού της πόλης μας. Μιας ακακίας.

Ένα τετραγωνικό μέτρο γης της ανήκει για προσωρινή κατοικία. Λιγότερη και από τα δύο μέτρα της μόνιμης και παντοτινής! Για πόσο άραγε; Για απόψε μόνο; Για λίγες μέρες; Μετά θα μαζέψει πάλι τα μπαγκάζια της για να στήσει την κινητή της περιουσία σε άλλη γειτονιά, δίπλα σε άλλους κάδους σκουπιδιών, σε κοινή θέα και απέχθεια. Ίσως και πάλι κάτω από μιαν ακακία.

Το μάτι μου, αδιάφορα στην αρχή, με έκπληξη αμέσως μετά, την πιάνει να σηκώνεται. Ακουμπά τον αγκώνα στον κορμό του δένδρου και στηρίζει πάνω του το κεφάλι της. Ανοίγει διάπλατα τα πόδια και όρθια εκεί, πάνω από τη λακκούβα της δεντροφύτευσης, ανακουφίζει το έρμο σώμα της καταβρέχοντας κορμό και ρίζα. Σαν τα αδέσποτα… που σηκώνουν το πισινό τους πόδι και πιτσιλίζουν δένδρα, θάμνους και ρόδες αυτοκινήτων οριοθετώντας έτσι το χώρο της επιρροής τους έναντι των άλλων αδέσποτων.

Κανείς δεν προσέχει τη γυναίκα, αδιάφοροι όλοι, προσπερνούν την αναίδεια τυραννισμένου σώματος. Αδιάφορη οπωσδήποτε κι εκείνη, χωρίς καμιά συμπόνια για τη δική τους άχρηστη παρουσία, κάθεται πάλι στη θέση της και ξαναβυθίζεται στον ανέκφραστο σιωπηλό της κόσμο. Αν και πειραγμένη ζυγαριά η μνήμη της, πιθανόν να επιμένει να θυμάται. Έτσι για να βασανίζεται. Το σήμερα ένα τίποτα και το αύριο ανύπαρκτο. Δώστου, λοιπόν, το χτες.

Την ίδια ώρα στις στοές της Μοδιάνο και τα γύρω της στενά, στη Βλάλη, στην Κατούνη, στη Βαλαωρίτου, σ’ όλα τα σοκάκια της αγοράς η χαλαρή διάθεση για κέφι απογειώνεται σε διονυσιακό παραλήρημα. Οι Θεσσαλονικείς επιμένουνε να χαίρονται με τον μοναδικό, δικό τους τρόπο για το σήμερα, για το τώρα, για το που είναι ζωντανοί. Τα νταούλια, οι ζουρνάδες, τα χάλκινα των πλανόδιων μουσικών μεταθέτουν την ετοιμόρροπη αντοχή όλων των «κανονικών» της πόλης στον υπερβατικό χώρο του δημοφιλούς και εμβληματικού για τα χούγια μας άσματος:

Να μπορούσα στα σύννεφα να ‘χα γω βενζινάδικο…

Διήγημα από την υπό έκδοση σειρά «Χρονιάρες μέρες στη Θεσσαλονίκη».

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα