Θεσσαλονίκη

Χρονιάρες μέρες στη Θεσσαλονίκη: «Θείο βρέφος» made in Taiwan

Διήγημα από την υπό έκδοση σειρά «Χρονιάρες μέρες στη Θεσσαλονίκη»

χρονιάρες-μέρες-στη-θεσσαλονίκη-θεί-1097885

27 Νοεμβρίου

Γεννήθηκες στα μέσα του περασμένου Μάρτη. Παραμένεις έκτοτε νεογέννητο.

Μαζί σου και άλλες τριάντα χιλιάδες κούκλες σε τρεις διαφορετικές διαστάσεις. Η δική σου διάσταση είναι το μεσαίο μέγεθος, όσο περίπου ένα νεογέννητο βάρους τριών κιλών, πανομοιότυπο με άλλες δώδεκα χιλιάδες.

Είσαστε το εμπορικότερο μέγεθος. Τόπος παραγωγής ο κολοσσός «Κουγιούτου» της Ταϊβάν. Οι μηχανές του γεννοβολούν σε εικοσιτετράωρη βάση βρέφη – παιχνίδια, όλα ροδόχρωμα, γυμνά, άφυλα, ανυποψίαστα.

Προτού συμπληρωθεί ο μήνας είσαστε όλοι ή όλες – εξαρτάται από το τι ρούχα θα σας ντύσουν – έτοιμοι. Με ροζ υγιέστατα μάγουλα, ξανθά μαλλιά χτενισμένα μπούκλες και ανοιχτά γαλάζια μάτια. Μια κοψιά. Προορισμός σας ο εμπορικός οίκος «Βασιλειάδης – Παιδικό Παιχνίδι ΑΕ» στη Θεσσαλονίκη.

Σας αμπαλάρισαν σε κιβώτια αρχές Απριλίου. Στο κοντέινερ πήρατε θέση – χέρια σταυρωμένα στο στήθος, πόδια χιαστί στην πλάτη – στα μέσα του ίδιου μήνα και ξαφνικά, λίγο προτού επιβιβαστείτε στο καράβι, έσκασε η βόμβα. Η «Βασιλειάδης – Παιδικό Παιχνίδι ΑΕ» αδυνατεί για την ώρα να παραλάβει. Άγνωστοι οι λόγοι, άλλωστε ποιος ενημερώνει κούκλες!

Με τα πολλά μπαρκάρατε αρχές του Οκτώβρη, εποχή καλούτσικη για αμπάρι πλοίου, δεν έχει φρικτή ζέστη. Όλο το ταξίδι μαζί με την απεργία στο λιμάνι κράτησε μέχρι σήμερα, 27 Νοεμβρίου. Ανοίχτηκε το κιβώτιό σου και επί τέλους τεντώθηκαν τα μέλη σου, ήρθαν στη θέση τους και ανάπνευσες καθαρόν αέρα, έστω και υγρό. Το ξέρω πως δεν σε πειράζει, είσαστε συνηθισμένοι από τέτοιους καιρούς οι Ταϊβανέζοι, άνθρωποι και κούκλες.

23 Δεκεμβρίου

Δεν ξέρω για ποιο συγκεκριμένο λόγο – νομίζω τυχαία – σε προτίμησαν ανάμεσα στα δώδεκα χιλιάδες ξανθά αδελφάκια σου και από την πρώτη του μηνός φασκιώθηκες ανάλογα και παριστάνεις το «θείο βρέφος» στην κεντρική πλατεία της πόλης, μέσα στη μεγάλη φάτνη που έστησε ο δήμος για τα Χριστούγεννα. Μεγαλεία!

Ο Ιωσήφ και η Μαρία, κούκλες βιτρίνας κι αυτοί, σκύβουν από πάνω σου στοργικά. Σε συμπονούν, άραγε, σαν αληθινό παιδί τους; Δυο πιτσιλωτές αγελάδες μυρηκάζουν την άσφαλτο της πλατείας, μερικά αμνοερίφια χαζεύουν αδιάφορα το πλήθος που συρρέει. Οι Τρεις Μάγοι σωριάζουν τα δώρα τους στα πόδια σου. Άδεια κουτιά σε περιτύλιγμα πολυτελείας με φιόγκους. Το ηλεκτρικό αστέρι στην κορυφή της φάτνης, έργο κινέζικων χειρών και αυτό, δεν διαψεύδει την παράδοση.

Μικρά πόνυ με αληθινά βρέφη στην πλάτη τους βολτάρουν βαριεστημένα.

Ενθουσιασμένοι γονείς στέλνουν τα μικρά τους να φωτογραφηθούν κοντά σου με όλη την Αγία Οικογένεια. Η μπάντα του δήμου παιανίζει νότες εορταστικές. Επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία. Όλα τόσο όμορφα, ειρηνικά, τακτοποιημένα. Γκλιν, γκλαν!…

* * *

Είναι πρωί, περασμένες τέσσερις, προπαραμονή των Χριστουγέννων. Στην πλατεία δεν κυκλοφορεί πλέον ψυχή. Επιτέλους βρήκατε την ησυχία σας!

Ένας τύπος ξεχασμένος στο παρακάτω παγκάκι, σαν παραπεταμένο άχρηστο αντικείμενο, κατεβάζει αραιά και που γουλιές από ένα μπουκάλι ρετσίνα, χωρίς να ενοχλεί. Ο ξεχασμένος δεν φοράει κάλτσες. Κάπου κάπου χαμογελάει με κείνη την ανέγνοιαστη καλοσύνη των ανθρώπων που δεν έχουν να κρύψουν τίποτα. Έχει καπαρώσει από τώρα θέση κοντά στη φάτνη περιμένοντας ν’ ανοίξουν οι ουρανοί.

Ο ξαφνικός θόρυβος από χαλασμένες εξατμίσεις δεν του ταράζει την υπομονή του. Ο θόρυβος πλησιάζει. Δύο μηχανές εντούρο σκαρφαλώνουν θυμωμένες στο πεζοδρόμιο. Μουγγρίζουν όλο και πιο εκκωφαντικά. Παρκάρουν μπροστά σας με τις στροφές τους στο ρελαντί. Από τη μία μ’ ένα σαλτανάτι κατεβαίνει ο Σάκης. Που φοράει κράνος και δεν μπορείς να διακρίνεις πρόσωπο. Αλλά είναι ο Σάκης, πιστεύω να συμφωνείς μαζί μου. Περπατάει άτσαλα και επιθετικά, τσαλαπατάει τα άχυρα της φάτνης, τα σκορπίζει, αναποδογυρίζει με άχτι τον Βαλτάσαρ δίπλα στην καμήλα του, σαβουρντίζει και δύο αθώα προβατάκια. Τον κοιτάζεις σαστισμένα. Δεν σας συμπεριφέρνονται έτσι οι γονείς με τα παιδάκια τους. «Μπαμπά, μπαμπά, ο Χριστούλης!…» Απλώνει το χέρι του ο Ηρώδης και σ’ αρπάζει μέσα από το σανό και τις φασκιές σου. «Γαμώ την κοινωνία σας, γαμώ!…», μουρμουρίζει την ώρα που επιστρέφει βιαστικά στην εντούρο και σαλτάρει πάνω της.

Ο ξεχασμένος σας παρακολουθεί από το παγκάκι του θολωμένα.

Σταυροκοπιέται με το αριστερό. Αναγκαστικά. Στο δεξί κρατάει σφιχτά το μπουκάλι του. Μπορεί να φοβάται μην του το αρπάξουνε κι αυτό.

Χάνεστε προς τα δυτικά, αφήνοντας πίσω σας τη φάτνη σε γενική αναστάτωση. Η εντούρο τρέχει, λυσσασμένος τροπαιοφόρος νικητής. Κάνει απότομες στροφές, σούζες, μαρσαρίσματα. Ο Σάκης το γλεντάει. Εσένα τρέμει η ψυχούλα σου αλλά οι κούκλες στόμα έχετε, μιλιά δεν έχετε.

Λέτε να ζητήσουν λύτρα; Στο κάτω κάτω δεν είσαι όποιος κι όποιος, είσαι το «θείο βρέφος».

27 Δεκεμβρίου

Ξεπάγιασες τέσσερις μέρες χωρίς τα σπάργανα, πεταμένος σ’ έναν κάδο απορριμμάτων, συντροφιά με πέντε άδεια τενεκέδια μπύρας, μια νάυλον σακούλα με αποφάγια που σκυλοβρομάνε και γλιτσερές φλούδες από μπανάνες.

Μαύρα Χριστούγεννα!

Είναι βράδυ, έχει μισή ώρα που έκλεισε η αγορά. Η κίνηση αραίωσε για τα καλά, ελάχιστοι κυκλοφορούν. Αισθάνεσαι ένα ζεστό χέρι να σε τραβάει από το αριστερό σου πόδι. Σε βγάζει έξω κι αρχίζει να σε περιεργάζεται. Ο δρόμος είναι σκοτεινός, είσαι και ανάποδα γυρισμένο, δεν μπορείς να διακρίνεις πρόσωπο. Πρόκειται πάντως για γυναίκα, είσαι σίγουρος, βλέπεις, έστω και ανάποδα, πως φοράει φουστάνι. Ψάχνει καλά τον κάδο αλλά φαίνεται πως είσαι το μοναδικό της αξιόλογο εύρημα.

31 Δεκεμβρίου

Ξανά καλά σπαργανωμένος. Τόσο πολύ που με δυσκολία αναπνέεις. Η γυναίκα που σε κρατάει στην αγκαλιά της – να την λένε άραγε και αυτήν Μαρία; – κάθεται χάμω, γωνία «Τερκενλή» Αριστοτέλους, και εκλιπαρεί το πλήθος που κατηφορίζει προς την πλατεία για να υποδεχτεί το νέο χρόνο. Απλώνει χέρι.

«Λυπηθείτε το παιδάκι μου!…»

Κάποιοι της αφήνουν ένα παρακατιανό νόμισμα χωρίς να σου ρίξουν ματιά.

Και να θέλουν δηλαδή είναι αδύνατον έτσι που σε φάσκιωσαν. Οι πιο πολλοί αδιάφοροι, βιαστικοί να πιάσουν καλή θέση στη πλατεία για το γιορταστικό πρόγραμμα του δήμου. Δίπλα στη μεγάλη φάτνη – περασμένα μεγαλεία σου! – έχει ήδη στηθεί η εξέδρα με τους δέκα χιλιάδες προβολείς, που θα φωτίσουν τον ουρανό στην αλλαγή του χρόνου.

Τα μαζέψατε τελευταίοι. Χαράματα. Πολλές οι ώρες αλλά χαλάλι, η είσπραξη πήγε καλά. Τέτοιες χρονιάρες μέρες η ζητιανιά αφήνει πάντα γεμάτο το κομπόδεμα. Περάσατε και μπροστά από τη φάτνη σου. Η γυναίκα στάθηκε για λίγο να τη χαζέψει με την ησυχία της. Όλα στη θέση τους, παρά τις τσαπατσουλιές του πλήθους και τα σκουπίδια της γιορτής, μ’ ένα καινούργιο «θείο βρέφος» στα πόδια του Ιωσήφ και της Μαρίας, πανομοιότυπο με σένα και τ’ άλλα δώδεκα χιλιάδες γυμνά και ανυποψίαστα αδελφάκια σου.

Κι εσύ; Εσύ από αγκαλιά σε αγκαλιά, από κάδο σε κάδο, σε κάποιο κλίβανο ανακύκλωσης, ίσως σε κάποια χωματερή, θα παραμείνεις βρέφος, χωρίς το «θείο» προορισμό σου, στα αζήτητα.

Διήγημα από την υπό έκδοση σειρά «Χρονιάρες μέρες στη Θεσσαλονίκη».

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα