(Δεν) θέλω να γνωρίσω την πόλη του σινεμά (στο επίσημο site του Δήμου Θεσσαλονίκης)!
«2.300 χρόνια στο 24 καρέ». Ή, αν προτιμάτε, πώς να δολοφονήσεις την κινηματογραφική ιστορία της Θεσσαλονίκης σε λιγότερες από 400 λέξεις, στο επίσημο site του Δήμου Θεσσαλονίκης.
της Λίνας Μυλωνάκη, Δημοσιογράφου, ιστορικού κινηματογράφου -Δρ. Κινηματογραφικών Σπουδών ΑΠΘ
«2.300 χρόνια στο 24 καρέ». Ή, αν προτιμάτε, πώς να δολοφονήσεις την κινηματογραφική ιστορία της Θεσσαλονίκης σε λιγότερες από 400 λέξεις. Και μάλιστα, με την υπογραφή δημόσιου οργανισμού. Ο λόγος για την ανανεωμένη, επίσημη ιστοσελίδα του Δήμου Θεσσαλονίκης, που παρουσιάστηκε σε πρόσφατη συνέντευξη Τύπου «με μια νέα φιλοσοφία και αισθητική», όπως διευκρίνισε ο ίδιος ο δήμαρχος, και με θεματική διάρθρωση σε τρεις άξονες: 1) Θέλω από το δήμο, 2) Θέλω να γνωρίσω την πόλη και 3) Θέλω να μάθω τι συμβαίνει στην πόλη.
Όσοι αποφασίσουν ότι θέλουν να γνωρίσουν την πόλη και την εμπειρία τους θα βρουν μπροστά τους την «πόλη του σινεμά». Ο ενθουσιασμός του σινεφίλ επισκέπτη ότι –επιτέλους- αναδεικνύεται δημόσια και η κινηματογραφική ταυτότητα της Θεσσαλονίκης καταποντίζεται σε δευτερόλεπτα. Με ή χωρίς «πλοίο» (sic), το «μόνο πράγμα που αξίζει στη Σαλονίκη», σύμφωνα με τον ανώνυμο συντάκτη του κειμένου, που ξεκινά το σύντομο οδοιπορικό μ’ αυτή τη διατύπωση, στέλνοντας εξαρχής στα βράχια το «καράβι» από τους γνωστούς στίχους του Καββαδία.
Ας αντιπαρέλθουμε –ποιητική αδεία- την αυθαίρετη παράφραση του γνωστού στίχου του Καββαδία και ας κάνουμε «το μεγάλο βήμα στη θάλασσα» για να πληροφορηθούμε εν τάχει δυο-τρία πρόχειρα στοιχεία σχετικά με τις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου που γυρίστηκαν στη Θεσσαλονίκη. Μετά το κεφάλαιο «Αγγελόπουλος», σιγή ασυρμάτου στην πόλη του σινεμά! Όπως μας πληροφορεί το το κείμενο, η Θεσσαλονίκη είναι ένας ιστορικός τόπος για το σινεμά, με «23 αιώνες κλειδωμένους στο στήθος της αστικής παράδοσης μιας πόλης» που προσφέρει πλούσιο υλικό σε εικόνες, το οποίο όμως «έχει αγνοηθεί από τους Σκηνοθέτες» (με το «Σ» κεφαλαίο, προφανώς για να δοθεί έμφαση στη συλλογικότητα της άγνοιας).
Το συμπέρασμα, σε δυο τρεις αδρές γραμμές, ισοπεδώνει ακόμη και τον πιο καλοπροαίρετο αναγνώστη. Παραθέτουμε verbatim, με την υποψία ότι διαβάζουμε απόσπασμα από άλλο κείμενο που δεν κατονομάζεται: «Σε ταινίες καταγράφηκαν οι ομοιότητες των λαϊκών εξεγέρσεων της συντηρητικής Θεσσαλονίκης που παίζει το ρόλο της θηλιάς γύρω από το λαιμό της νεολαίας, ενώ σε άλλες ταινίες επιλέχθηκε να μην “ταραχθούν τα νερά” δίνοντας στην πόλη το ρόλο μιας απλής “οικοδέσποινας” για συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα». Ποιος κατέγραψε, τι κατέγραψε, πώς κατέγραψε, πού ταράχθηκαν τα νερά, ποιον έπνιξε η θηλιά μέχρι να αναλάβει η πόλη το ρόλο της ως απλή οικοδέσποινα, μάλλον δεν θα το μάθουμε ποτέ! Οι πληροφορίες είναι σωρός, ατάκτως ερριμμένες.
Εκείνο που θα αρκεστούμε να γνωρίσουμε είναι μια σύντομη υπόμνηση σε δύο «ειδικές περιπτώσεις», το «Ζ» του Κώστα Γαβρά και το «Καραβάν σαράι» του Τάσου Ψαρρά. Ταινίες, βέβαια, που, όπως μας πληροφορεί ο συντάκτης –παραδόξως σωστά για πρώτη φορά, «έγιναν από «προσέγγιση, εκτός του φυσικού περιβάλλοντος της πόλης». Για την ιστορία, αξίζει να αναφερθεί ότι το «Ζ» γυρίστηκε, λόγω της δικτατορίας, στο Αλγέρι, μια πόλη που για τον Κώστα Γαβρά εξέπεμπε μια ατμόσφαιρα παρόμοια με τη Θεσσαλονίκη, και το «Καραβάν Σαράι» του Τάσου Ψαρρά σε κατασκευασμένο σκηνικό, που αναπαριστούσε το θρυλικό πανδοχείο της Θεσσαλονίκης όπου εκτυλίσσεται η μυθοπλασία.
Και κάπου εδώ τελειώνει, μάλλον απότομα και άδοξα, η ιστορία της «πόλης του σινεμά». Στο σύντομο βίο της, στην ελληνική τουλάχιστον έκδοση της επίσημης ιστοσελίδας του Δήμου Θεσσαλονίκης για την «πόλη του σινεμά», η κινηματογραφική Θεσσαλονίκη μοιάζει ανύπαρκτη. Ούτε λόγος για Φεστιβάλ Κινηματογράφου και Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, ούτε μία αναφορά στο Μουσείο Κινηματογράφου ή στο -μοναδικό στην Ελλάδα- κινηματογραφικό πανεπιστημιακό τμήμα στο ΑΠΘ. Χωρίς την Κινηματογραφική Λέσχη της «Τέχνης», τον Παύλο Ζάννα και τον Τάκη Κανελλόπουλο (αμφότερους Θεσσαλονικείς), χωρίς τα δεκάδες πολυτελή κινηματοθέατρα και τα θερινά σινεμά που άκμασαν σ’ αυτή την πόλη, ήδη από την περίοδο του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου. Χωρίς το «Κουρσάλ», τον πρώτο πλωτό κινηματογράφο, μια ιδέα πρωτόγνωρη για την εποχή της. Χωρίς την παλιά Θεσσαλονίκη που ξεδιπλώνεται ατμοσφαιρικά στη νεορεαλιστική καταγραφή του Greg Tallas στο «Ξυπόλυτο Τάγμα». Χωρίς τα φαντασμαγορικά για την εποχή τους μιούζικαλ της Φίνος Φιλμ και του Γιάννη Δαλιανίδη που αποτύπωσαν την πόλη στην ανοικοδόμησή της. Χωρίς τον ΦΟΚΘ και χωρίς μεταμεσονύκτιες προβολές, χωρίς κινηματογραφικές λέσχες και Β΄εξώστη, χωρίς μικρά και μεγάλα φεστιβάλ για το σινεμά. Χωρίς τα Κινηματογραφικά Τετράδια, την Οθόνη, την Τσόντα και, αργότερα την Παράλλαξη, τον Εξώστη, το Fix Carre, που άλλαξαν τη φυσιογνωμία του ελληνικού Τύπου, εισάγοντας την κουλτούρα του free press. Χωρίς τους δεκάδες κινηματογραφικούς κριτικούς που, με έδρα τη Θεσσαλονίκη, ανέπτυξαν και διέδωσαν ευρύτερα έναν κριτικό λόγο για το σινεμά. Χωρίς τις σύγχρονες ταινίες, ελληνικές και ξένες, μυθοπλασίες και ντοκιμαντέρ, μικρού και μεγάλου μήκους, που εμπνεύστηκαν από την πόλη και γυρίστηκαν σ’ αυτή, εμπλουτίζοντας την κινηματογραφική ιστορία της. Το ρολόι του κειμένου κολλά στο «Λιβάδι που δακρύζει» (2004) –και έχουμε 2017.
«Ο κινηματογράφος είναι δέσμιος της εποχής του, κι αυτό τον κάνει ντοκουμέντο της», γράφει ο ιστορικός Marc Ferro στο βιβλίο του «Κινηματογράφος και ιστορία». Στην «πόλη του σινεμά», όπως τουλάχιστον μοιάζει να την αντιλαμβάνεται ο Δήμος Θεσσαλονίκης, η κινηματογραφική ιστορία της πόλης γίνεται δέσμια της προχειρότητας και της σπουδής μιας, ακατανόητης για τον υποψιασμένο επισκέπτη, προσπάθειας να σκιαγραφηθεί το προφίλ της Σινέ-Θεσσαλονίκης με συνοπτικές διαδικασίες και όρους lifestyle, χωρίς την απαραίτητη τεκμηρίωση. Το αποτέλεσμα είναι ένα κείμενο που βρίθει ανακριβειών και παραλείψεων, στις οποίες προστίθεται μια κάκιστη μετάφραση (Google Translate?) για να αποτελειώσει και τον πιο καλοπροαίρετο ξένο τουρίστα. Η οποία, παραδόξως, είναι πιο εκτεταμένη σε πληροφορίες και κλείνει το κεφάλαιο «σινεμά» με μια λίστα ταινιών για τη Θεσσαλονίκη, την πλειονότητα από τις οποίες είναι απίθανο να δει (ή να μπορέσει να δει, λόγω γλώσσας) ο ξένος επισκέπτης. Χωρίς την παραμικρή υποψία από φωτογραφία ή καρέ ταινίας, σε ένα κείμενο που –υποτίθεται- αναφέρεται στην κατεξοχήν τέχνη των εικόνων, το σινεμά. Ε, αυτή την «πόλη του σινεμά» δεν θέλουμε να την ξέρουμε!
Υ.Γ. Τα αντανακλαστικά του ανώνυμου συντάκτη της «πόλης του σινεμά» στα social media είναι, πάντως, σε εγρήγορση. Το «πλοίο» ως δια μαγείας έγινε «καράβι» λίγες ώρες μετά από κριτικά σχόλια στο facebook, ενώ η λίστα των ταινιών στην αγγλική εκδοχή της σελίδας δεν εμφανίζεται σήμερα.