Detrot 2019: ”Ποιότητα” η λέξη κλειδί για την καλλιέργεια ελιάς
Η ελιά στο επίκεντρο της ημερίδας στην Detrop 2019.
Είναι μία από τις σημαντικότερες καλλιέργειες στην Ελλάδα, αποτελεί σημαντική πηγή εισοδήματος για τους αγρότες και σύμβολο ανά τους αιώνες και, πλέον, καλείται να δώσει “απαντήσεις” στις απαιτήσεις που απορρέουν από τα νέα παγκόσμια δεδομένα, αλλά και από την επιρροή που δέχεται από πολλαπλούς παράγοντες (κλιματική αλλαγή, ασθένειες).
Η ελαιοκαλλιέργεια δίνει το δικό της ‘αγώνα’ απέναντι σε προκλήσεις που δημιουργούνται τόσο από την επέκταση της καλλιέργειας της ελιάς στο νότιο ημισφαίριο, αλλά και σε χώρες του βόρειου ημισφαιρίου που δεν γνώριζαν τίποτα γι’ αυτήν πριν μερικές δεκαετίες, όσο και σε σχέση με την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων που παράγονται απ΄αυτήν.
Άμεσα συνυφασμένη με το ελλαδικό τοπίο, η καλλιέργεια ελαιόδεντρων και η επιβίωσή της μέσα στις χιλιετίες είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της αγροτικής παραγωγής σύμφωνα με όσα προκύπτουν από τις τοποθετήσεις των ομιλητών, στη διάρκεια της επιστημονικής ημερίδας με τίτλο «Η ελιά η αειθαλής και αιωνόβια-Συμβολή στην ανάδειξη των προϊόντων της» που διοργάνωσαν, σήμερα, το Εργαστήριο Χημείας & Τεχνολογίας Τροφίμων του Τμήματος Χημείας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης σε συνεργασία με το Περιφερειακό Τμήμα Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας της Ένωσης Ελλήνων Χημικών και τον Σύνδεσμο Χημικών Βορείου Ελλάδος, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων της 28ης Διεθνούς Εκθέσεως Τροφίμων, Ποτών, Μηχανημάτων, Εξοπλισμού και Συσκευασίας «Detrop 2019».
Σύμφωνα με στοιχεία που έχουν ανακοινωθεί, πρόσφατα, η Ελλάδα είναι τρίτη ελαιοπαραγωγός χώρα στον κόσμο, μετά την Ισπανία και την Ιταλία με ετήσια παραγωγή η οποία κυμαίνεται από 280.000-300.000 τόνους ελαιόλαδο.
Με κριτήριο την ποιότητα, όμως, η Ελλάδα κατατάσσεται πρώτη στον κόσμο καθώς πάνω από το 75% της ελληνικής παραγωγής ελαιολάδου είναι εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο σε αντίθεση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπου το ποσοστό αυτό κυμαίνεται γύρω στο 40%. Η μέση ετήσια παραγωγή επιτραπέζιας ελιάς είναι 215.000 τόνοι. Η Ελλάδα είναι η δεύτερη εξαγωγική χώρα στον κόσμο στον κλάδο της επιτραπέζιας ελιάς και τέταρτη σε όγκο παραγωγής.
«Η ελιά είναι μία από τις σημαντικότερες καλλιέργειες στην Ελλάδα» επισήμανε, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η καθηγήτρια Χημείας Τροφίμων στο Εργαστήριο Χημείας και Τεχνολογίας Τροφίμων του Τμήματος Χημείας του ΑΠΘ, Μαρία Τσιμίδου και, παράλληλα, αναφέρθηκε στις προκλήσεις που υπάρχουν, λέγοντας ότι «επεκτείνεται η καλλιέργεια και σε χώρες εκτός Μεσογείου, ‘φεύγει’ προς την Αμερική, την Κίνα, το Ιράν, αλλά έχει πάει και στο νότιο ημισφαίριο».
Ερωτηθείσα σχετικά τόνισε ότι έμφαση πρέπει να δοθεί στην εκπαίδευση, την ποιότητα, την τεχνολογική ωριμότητα καθώς και σε όλη την “αλυσίδα” από την παραγωγή μέχρι τη συσκευασία του τελικού προϊόντος. «Να καταλάβουμε ότι αυτή η παραγωγή πρέπει να είναι ποιοτική μέχρι την τελευταία σταγόνα» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Το Εργαστήριο Χημείας και Τεχνολογίας Τροφίμων του Τμήματος Χημείας του ΑΠΘ έχει να επιδείξει συνεισφορά δεκαετιών στην έρευνα για την ανάδειξη των προϊόντων της ελιάς.
Στη συγκεκριμένη ημερίδα, μέλη ΔΕΠ, μεταπτυχιακοί φοιτητές, υποψήφιοι διδάκτορες και μεταδιδάκτορες του Εργαστηρίου παρουσίασαν – μεταξύ άλλων – επιστημονικά και στατιστικά στοιχεία για τα χαρακτηριστικά της ελαιοκαλλιέργειας και της παραγωγής ελαιολάδου συγκριτικά με εκείνα των κυρίαρχων λιπαρών υλών σε παγκόσμια κλίμακα, καθώς και τρέχοντα θέματα που αφορούν στην εμπορία του ελαιολάδου, δηλαδή τον έλεγχο της γνησιότητας, της ποιότητας και την ανάδειξη των ευεργετικών συστατικών του, όπως ορισμένες φαινολικές ενώσεις που περιέχονται μόνο σε αυτό, με στόχο την έγκυρη ενημέρωση παραγωγικών φορέων και καταναλωτών.
Πηγή: ΑΠΕ