Ο Δρόμος έχει την δική του Ιστορία: Τσιμισκή
Ή ιστορία και το σήμερα ενός από τους πιο κεντρικούς δρόμους της πόλης.
Μια πόλη, μεγάλοι δρόμοι και οι ιστορίες που κρύβουν εντός τους. Καταστήματα, κτίρια, γεγονότα μικρά και μεγάλα που σημάδεψαν τον ρου της ιστορίας. Οι ποιητές και συγγραφείς που τους μνημόνευσαν στα έργα τους, οι άνθρωποι που περπάτησαν και περπατούν πάνω τους, η καθημερινότητα μιας πόλης που συνεχίζει μέσα στα χρόνια, γράφοντας την δική της ιστορία.
Ο Ιωάννης Τσιμισκής, αυτοκράτορας του Βυζαντίου, που ανέβηκε στον θρόνο έπειτα από τον Ν. Φωκά, έδωσε το όνομά του στον δρόμο της αγοράς και της κατανάλωσης, εκεί που οι Θεσσαλονικείς κάνουν τα ψώνια τους, στην οδό Τσιμισκή. Ο Νικηφόρος Φωκάς, προκάτοχος του Τσιμισκή στον θρόνο, τιμάται επίσης, αλλά με έναν μικρότερο δρόμο, μια κάθετο που διαπερνά την Τσιμισκή. Ο Ιωάννης Τσιμισκής πολέμησε ενάντια στους Ρώσους και τους Άραβες. Θεωρείται από τους ικανότερους στρατηγούς, έμεινε στο θρόνο για 7 χρόνια, μέχρι το 976, όπου και πέθανε από τύφο, έπειτα από την σταυροφορία του στους Αγίους Τόπους.
Αρχικά λεωφόρος διπλής κυκλοφορίας, που αργότερα μονοδρομήθηκε με κατεύθυνση τα δυτικά, ξεκινάει από την περιοχή των Λαδάδικων, όπου ο δρόμος συνεχίζει με το όνομα Πολυτεχνείου και φτάνει μέχρι την Χ.Α.Ν.Θ., όπου ο δρόμος συνεχίζει με την ονομασία Λεωφόρος Στρατού. Διαθέτει τέσσερις λωρίδες κυκλοφορίας, εκ των οποία η μία αποκλειστικά για τα λεωφορεία. Πριν από τους βαλκανικούς πολέμους, ο μεγάλος αυτός δρόμος είναι γνωστός ως Δεύτερη Παράλληλος. Το 1913 και αφού η πόλη έχει απελευθερωθεί, ονομάζεται οδός Ιωάννη Τσιμισκή, αν και για ένα διάστημα έφερε την ονομασία οδός Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τα κτίρια εντός της καταστράφηκαν στην μεγάλη πυρκαγιά του 1917 και ξαναχτίστηκαν από την αρχή. Από το 1930, αρχίζει και παίρνει την μορφή εμπορικού δρόμου και τα μαγαζιά ανοίγουν το ένα μετά το άλλο. Εμπορικά καταστήματα, καφέ, εστιατόρια. Μέχρι το 1950, η Τσιμισκή έφτανε μέχρι την Διαγώνιο όπου μονοκατοικίες και μια μεγάλη αλάνα κάλυπταν τον υπόλοιπο χώρο μέχρι την Εθνικής Αμύνης. Με την κατεδάφισή τους το 1955, πήρε την σημερινή της μορφή. Ήταν μέχρι πρότινος ο ακριβότερος εμπορικός δρόμος της πόλης, αλλά με την κρίση πολλά μαγαζιά έκλεισαν, άλλα άλλαξαν μορφή και η Τσιμισκή έγινε αρκετά προσιτή για όλα τα οικονομικά στρώματα.
Εκτός από τα καταστήματα ρούχων, βιβλιοπωλεία, ζαχαροπλαστεία, στην Τσιμισκή συναντάμε το μοναδικό εμπορικό κέντρο που βρίσκεται εντός του κέντρου της πόλης. Πρόκειται για το παλιό κτίριο της Αυστροελληνικής Εταιρείας Επεξεργασίας Καπνού, το οποίο µετά το κλείσιμό της, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, εγκαταλείφθηκε για περίπου 20 χρόνια. Στα µέσα του 1990, άρχισε να ανακατασκευάζεται για να φιλοξενήσει το Εμπορικό Κέντρο Πλατεία, το οποίο εγκαινιάστηκε το 1998 ως το πρώτο mall της πόλης. Στη διαδικασία αποκατάστασής του, διατηρήθηκαν οι δύο κύριες όψεις προς τις οδούς Τσιμισκή και Βασ. Ηρακλείου, που αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα της art-deco. Tα κτίρια της Αυστροελληνικής Εταιρείας Καπνού χτίστηκαν το 1928 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Α. Νικολόπουλου. Εντός του εμπορικού φιλοξενούνται σήμερα τα γραφεία της Αμερικάνικης πρεσβείας, με αποτέλεσμα πολλές πορείες να καταλήγουν εκεί, και να σημειώνονται και επεισόδια με μολότοφ και συμπλοκές επί της Τσιμισκή με Αριστοτέλους.
Διαβάστε επίσης: Ένα μυστικό στα υπόγεια της στοάς Χιρς
Λίγο πιο κάτω από το Πλατεία, η Στοά Χιρς φιλοξενεί και αυτή στους τρεις ορόφους της καταστήματα. Το κτίριο στέγαζε τα γραφεία της Ισραηλιτικής Κοινότητας της Θεσσαλονίκης, ενώ στο ισόγειο λειτουργούσαν εμπορικά καταστήματα. Το 1969, μετά από μικρές ανακατασκευές του ισογείου, άρχισε η λειτουργία της στοάς που ένωνε την οδό Τσιμισκή με την οδό Μητροπόλεως. Στην πορεία παρήκμασε, έκλεισε για να ανοίξει ξανά ανακατασκευασμένη. Διατηρήθηκε η όψη του κτιρίου στην οδό Τσιμισκή, προστέθηκαν κυλιόμενες σκάλες, στον πρώτο όροφο άνοιξε καφέ και εστιατόριο, ενώ κατά τα ανασκαφικά έργα βρέθηκαν αρχαία ευρήματα, όπως πηγάδια, δίκτυα αγωγών και μια κατασκευή από μεγάλους σχιστόλιθους, που διατρέχει όλο το βορειοανατολικό τμήμα του υπογείου. Αποφασίστηκε η διατήρηση του τείχους στο υπόγειο του κτιρίου και η ανάδειξή του μέσα σε στεγανοποιημένο χώρο με γυάλινη οροφή. Απέναντι από την στοά συναντάμε το εντυπωσιακό κτίριο του Εμπορικού Επιμελητηρίου. Κτίριο του ύστατου νεοκλασικισμού, που χτίστηκε το 1929 και διασώζει ως σήμερα τα βασικά μορφολογικά χαρακτηριστικά του και τον εσωτερικό του διάκοσμο. Στην ίδια πλευρά του δρόμου στεγάζονταν το ιστορικό βιβλιοπωλείο της οικογένειας Μόλχο, και το επιβλητικό κτίριο της Τράπεζας της Ελλάδος.
Διαβάστε επίσης: 6 βιβλιοπωλεία που δεν υπάρχουν πια στη Θεσσαλονίκη
Το ιστορικό εβραϊκό βιβλιοπωλείο Μόλχο ήταν το παλαιότερο βιβλιοπωλείο της πόλης. Στεγάστηκε στο ισόγειο του Μεγάρου Κόφφα, δεξιά της εισόδου του κτιρίου. Ήταν το μοναδικό βιβλιοπωλείο εκείνη την εποχή που διέθετε ξένα βιβλία και περιοδικά. Το βιβλιοπωλείο ξεκίνησε την πορεία του το 1888, επιβίωσε από την πυρκαγιά του ’17, τον ναζιστικό διωγμό των Εβραίων της πόλης, τον σεισμό του ’78, αλλά δεν γλίτωσε από την οικονομική κρίση και έκλεισε το Μάιο του 2008. Στην θέση του σήμερα τουριστικό γραφείο.
Το κτίριο της Τράπεζας της Ελλάδος κατασκευάστηκε την περίοδο 1928-1933, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Αριστομένη Βάλβη, για να στεγάσει την Εθνική Τράπεζα. Η αρχική μελέτη άλλαξε λίγο πριν από την έναρξη των εργασιών, γιατί αποφασίστηκε να στεγαστεί στο κτίριο και η Τράπεζα της Ελλάδος, που μόλις είχε ιδρυθεί. Για την κατασκευή του κτιρίου χρησιμοποιήθηκαν πρωτοποριακές για την εποχή εκείνη μέθοδοι και υλικά. Η Εθνική Τράπεζα χρησιμοποιεί το τμήμα του κτιρίου προς την οδό Μητροπόλεως και η Τράπεζα της Ελλάδος το τμήμα προς την Τσιμισκή. Τέλος, τα πολύ γνωστά σε όλους Λαδάδικα, χώρος διασκέδασης ποτού, χορού και φαγητού είναι ένα από τα πιο πολυσύχναστα σημεία της πόλης για διασκέδαση και ξεκινούν αμέσως μετά το τεράστιο κτίριο της Εθνικής. Η ονομασία «Λαδάδικα» προέρχεται από τα μαγαζιά που υπήρχαν στην περιοχή και πουλούσαν προϊόντα λαδιού. Η όλη περιοχή χρησιμοποιούνταν σαν κεντρική αγορά και παζάρι. Φιλοξενούσε πολλά μαγαζιά και εμπόρους με πληθώρα προϊόντων. Σταδιακά και ως την δεκαετία του 1980, στην περιοχή δεν υπήρχε πλέον τίποτα άλλο παρά αποθήκες και ξενοδοχεία ημιδιαμονής. Τα βράδια λειτουργούσε ως υπαίθριος χώρος αγοραίου έρωτα μέχρι το 1985, που τα κτίρια αναστήθηκαν από την τέφρα τους, η περιοχή ανακηρύχθηκε διατηρητέα αναπαλαιώθηκαν τα περισσότερα κτίρια και άρχισαν να λειτουργούν ως ταβέρνες, μπαρ και ρεστοράν. Ντόπιοι και τουρίστες λάτρεψαν τα Λαδάδικα για τα οποία τραγούδησε το 1994 ο Δημήτρης Μητροπάνος, μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του. Ένα τραγούδι του Θεσσαλονικιού στιχουργού Φίλιππου Γράψα, πολλά από τα τραγούδια του οποίου έχουν ως σημείο αναφοράς την πόλη.
Επί της οδού Τσιμισκή υπάρχει και ναός. Μπορεί να μην είναι μεγάλος και επιβλητικός, όπως έχουμε συνηθίσει τις εκκλησίες, αλλά είναι σε ένα κεντρικό χαρακτηριστικό σημείο του δρόμου. Το παρεκκλήσιο της Παναγίας Ελεούσης, σύμφωνα με μαρτυρίες, υπήρχε ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα και ανακατασκευάστηκε το 1978, ύστερα από απόφαση της Μονής Αγίας Θεοδώρας. Στο παρεκκλήσι αυτό εκλέγονταν οι επίσκοποι από την Τοπική επαρχιακή σύνοδο, για όσο ίσχυε στην Θεσσαλονίκη ο θεσμός αυτός. Εντός του φυλάσσεται η εικόνα της Παναγίας της Ελεούσης, στην οποία συναντάμε μια επιγραφή που δεν υπάρχει σε άλλη εικόνα και λέει «Ἡ Ἄχραντος καί Μεσίτρια τῶν Χριστιανῶν, τό πῦρ κρατοῦσα, θαῦμα τό πῶς οὐ φλέγεται». Στο υπόγειο του ναού διασώζεται μέχρι σήμερα βυζαντινή κινστέρνα με κίονες και σταυροθόλια, μέσα στην οποία υπάρχει πηγή αγιάσματος. Μια ιστορία λέει πως λίγες μέρες πριν από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η πηγή κόχλαζε και το νερό είχε κοκκινίσει, γεγονός πού οι τότε προσκυνητές θεώρησαν σημάδι.
Στο τέλος της οδού Τσιμισκή στέκει επιβλητικό το κτίριο της ΧΑΝΘ, που καταλαμβάνει ένα οικοδομικό τετράγωνο. Η ΧΑΝΘ στεγάζεται σε ένα από τα πιο ιστορικά κτίρια της Θεσσαλονίκης. Βασίζεται στη μελέτη και τα σχέδια του αρχιτέκτονα Μαρίνου Δελλαδέτσιμα, και το συνολικό εμβαδόν των χώρων του είναι περίπου 7.500 τμ. Ο θεμέλιος λίθος τοποθετήθηκε το 1924 και η διαδικασία ανέγερσης ολοκληρώθηκε δέκα χρόνια αργότερα, το 1934. Εντάσσεται αρχιτεκτονικά στη νεοκλασική περίοδο της δεκαετίας του 1920. Στο κτίριο, συναντιούνται οι μορφολογικές επιρροές του Γάλλου αρχιτέκτονα Ερνέστου Εμπράρ, η νεοαποικιακή αρχιτεκτονική, καθώς και το βυζαντινό στοιχείο. Το μέγαρο εντάσσεται ομαλά στο νέο αστικό αρχιτεκτονικό ιδίωμα που απέκτησε η Θεσσαλονίκη κατά την ανασυγκρότησή της, μετά την πυρκαγιά του 1917.
Εσωτερικά, το κτίριο περιλαμβάνει πολλούς χώρους, που κατά καιρούς φιλοξένησαν πολλαπλές λειτουργίες άλλων φορέων. Από το 1952 μέχρι το 2000, ο 3ος όροφος στέγαζε τη Δημοτική Βιβλιοθήκη και το Αναγνωστήριο του Δήμου Θεσσαλονίκης. Για πολλά χρόνια, στο κτίριο λειτούργησαν το 1ο Νυχτερινό Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης και η Στέγη Σπουδαστή για άπορους φοιτητές από την επαρχία. Στην πλευρά του κτιρίου προς την οδό Τσιμισκή λειτουργεί το ιστορικό Θέατρο ΑΥΛΑΙΑ, που έχει φιλοξενήσει εξαιρετικές θεατρικές παραστάσεις, που έγιναν γνωστές σε όλη την Ελλάδα. Στο εσωτερικό υπάρχει ναΐσκος αφιερωμένος στον Άγιο Στέφανο, το ιστορικό κλειστό γήπεδο μπάσκετ, το πρώτο κλειστό γήπεδο μπάσκετ στην Ελλάδα, αφιερωμένο στη μνήμη του Τάκη Ταλιαδώρου, διεθνή Έλληνα καλαθοσφαιριστή, αλλά και η μοναδική κλειστή θερμαινόμενη πισίνα του κέντρου της πόλης.
Διαβάστε επίσης: Το πιο παλιό κλειστό γήπεδο της πόλης
Στην Τσιμισκή διαπερνούν μεγάλοι δρόμοι όπως Δραγούμη, Βενιζέλου, Αριστοτέλους, Αγίας Σοφίας, Παύλου Μελά, Εθνικής Αμύνης που καταλήγουν όλοι στην παραλία.
Τα βράδια, όταν όλα τα καταστήματα κλείνουν και ο κόσμος αραιώνει, η Τσιμισκή ησυχάζει και οι βιτρίνες της, η μια μετά την άλλη, σιωπηλές περιμένουν την επόμενη ημέρα, πλήθος κόσμου να περνάει κατά δεκάδες από μπροστά τους.