Εδώδιμα- Αποικιακά- Αριστοτέλους και Βλάλη γωνία: Ένα κείμενο αναμνήσεων
Η Ελένη Γκάτση γράφει για τις αναμνήσεις της από το καπάνι.
Λέξεις: Ελένη Γκάτση
Ωχ, ο Πάνος περνά από απέναντι. Με είδε άραγε; Σκύβω στο συρτάρι του ταμείου, τακτοποιώ τα κέρματα. Λοξοκοιτώ, χαμογελά και σηκώνει το χέρι. – Γειά σου, Πάνο, ανταποδίδω με μισό χαμόγελο.
Ο Πάνος είναι γείτονας, μένει στη νέα πολυκατοικία, μπροστά απ’ τα χαμηλά σπιτάκια του στενού μας. Πρωτοετής της Ιατρικής στο Αριστοτέλειο. Όλο και συναντιόμαστε πάνω – κάτω στην Αγίου Δημητρίου. Σάββατο σήμερα και ως το απόγευμα κόσμος πολύς κατεβαίνει απ’ τις πάνω συνοικίες της πόλης για ψώνια. Άνθρωποι εργατικοί, κατ’ ευθείαν απ’ τη δουλειά, νοικοκυραίοι με το δίχτυ στο χέρι, ηλικιωμένες γυναίκες, στα μαύρα συνήθως, και μεσόκοπες με παλιοκαιρίσια αλλά φροντισμένα ρούχα, όλες με πάνινες τσάντες, μπαίνουν κύματα – κύματα στο μαγαζί. Κι αρκετές αστές απ’ τους πιο κάτω δρόμους, με σκουλαρίκια μπουλ και δαχτυλίδια στα χέρια. Στη δευτέρα Γυμνασίου πια εγώ, πηγαίνω και κάθομαι στο ταμείο κι ο μπαμπάς σηκώνεται να βοηθήσει στο σερβίρισμα.
Το μαγαζί του πατέρα μου ήταν στην πλατεία Αριστοτέλους, γωνία με Βλάλη, στην είσοδο της ομώνυμης μεγάλης, σκεπαστής αγοράς της πόλης. Οι περισσότεροι την έλεγαν Καπάνι, στα τούρκικα αλευραγορά. Τεράστια, φτάνει μέχρι τη Βενιζέλου, με παράλληλους λιθόστρωτους δρόμους και κάθε είδους μαγαζιά. Κρεοπωλεία, ψαράδικα, είδη ζαχαροπλαστικής και μπαχάρια, μανάβικα, με πραμάτεια απ’ τις γύρω περιοχές, φρέσκα και φθηνά.
Ο πατέρας μου είχε εδώδιμα – αποικιακά, παντοπωλείο δηλαδή, ένα μεγάλο μπακάλικο με τα βασικά είδη διατροφής, εκτός από φρούτα και λαχανικά. Λίγα ήταν αυτά τα μαγαζιά, συγκεντρωμένα κυρίως στην είσοδο της αγοράς. Κατά σύμπτωση, οι μαγαζάτορες ήταν αδέλφια. Αφοί Γκάτση στη γωνία, Αφοί Γεράκη δίπλα, Αφοί Λάγια στο απέναντι πεζοδρόμιο.
Το μαγαζί ήταν πάντα ανοικτό μπροστά. Κατά μήκος της πρόσοψης έβλεπες το μεγάλο ψυγείο με φέτα και κεφάλια κασέρι. Μια φαρδιά κολόνα το χώριζε απ’ το μικρό ταμείο κι ο ελεύθερος χώρος στη συνέχεια ήταν η είσοδος στο κατάστημα. Στο εσωτερικό κυριαρχούσαν τέσσερα μεγάλα, στενόμακρα, μεταλλικά, ανοξείδωτα βαρέλια με δυο ποιότητες ελαιόλαδου, το τρίτο με σπορέλαιο και το τελευταίο με πυρηνέλαιο. Ερχόταν οι πελάτες με το μπουκάλι τους, γυάλινο πάντα, μικρό ή μεγαλύτερο, τα παιδιά άνοιγαν τη βρυσούλα στο κάτω μέρος του βαρελιού, γέμιζαν τα ανάλογα δοχεία, επίσης ανοξείδωτα με χερούλι (κατοσταράκι, της μισής οκάς, της οκάς, αργότερα του κιλού) και με το χωνί έριχναν το υγρό στο μπουκάλι. Έβγαζαν το μπλοκάκι τους, έκαναν σβέλτα τον πολλαπλασιασμό (τόσο επί τόσο, ίσον τόσο) κι έδιναν τον λογαριασμό στον πελάτη. Στο ταμείο ο πατέρας μου, παρότι τα παιδιά ήταν σαΐνια, πάντα τον επαλήθευε, εγώ όχι.
Δίπλα στα λάδια, απ’ τ’ αριστερά, ένα άνοιγμα σ’ έβαζε στην αποθήκη. Απ’ τα δεξιά, σειρές ράφια στον τοίχο με γάλα εβαπορέ, κονσέρβες ψαρικών, κυρίως σαρδέλες, θυμάμαι, κρέας βοδινό και ντολμαδάκια γιαλαντζί, «Ζαναέ» η μάρκα. Στη συνέχεια τα ζυμαρικά, δηλαδή, φιδές και μακαρόνια «Μίσκο» και «Ντεβέτα», τα μόνα σε συσκευασίες. Ο νότιος τοίχος ήταν γεμάτος σαπούνια πλάκες. Τετράγωνες λευκές για την πλύση, και πράσινες μικρότερες για καθημερινή χρήση, τα έστηναν τα παιδιά το ένα πάνω στ’ άλλο, σαν πύργους. Η χαρακτηριστική μυρωδιά του μαγαζιού ήταν αυτή των σαπουνιών, ανακατεμένη με του λαδιού.
Όλος ο υπόλοιπος χώρος είχε διπλή σειρά από τσουβάλια. Σκούρα χοντρά για τα όσπρια, άσπρα βαμβακερά για τα ρύζια, το αλεύρι και τη ζάχαρη. Δείγματα από όλα έβγαζαν και έξω, στο πεζοδρόμιο, μπροστά απ’ το ψυγείο. Όλα χύμα ήταν τότε, με τη σέσουλα τα έβαζαν τα παιδιά σε χάρτινες σακούλες και τα ζύγιζαν στις ζυγαριές, αρχικά σιδερένιες με ζύγια, στη συνέχεια ηλεκτρικές.
Από τα παιδιά, ένας ήταν ο Γρηγόρης, από το Λιτόχωρο, ο πιο μεγάλος και παλιός υπάλληλος του πατέρα μου · γύρισε στο χωριό του, όταν παντρεύτηκε, και άνοιξε ένα μικρό μπακάλικο εκεί. Οι υπόλοιποι τρείς έφυγαν, μόνο όταν συνταξιοδοτήθηκε ο πατέρας μου κι έκλεισε το μαγαζί. Ο Χαράλαμπος, λίγο μικρότερος, απέκτησε τρία παιδιά και στα κατοπινά χρόνια ρύθμισα όλες τις υποθέσεις της οικογένειάς του. Σήμερα είναι παππούς μεγάλων εγγονιών. Πάντα θυμάται να μου ευχηθεί σε γιορτές κι επετείους, να μου πει τα νέα τους. Τον Περικλή τον πάντρεψα εγώ με την καλή του, γύρω στα είκοσι και οι δύο, στα δεκάξι εγώ. Ογδοντάρης πια, υπερευαίσθητος, θα με πάρει για ευχές και θ’ αναλυθεί σε δάκρυα κι όλο κάτι θα μου διηγηθεί για τον κύριο Φώτη. Η μασκότ του μαγαζιού ήταν ο Μιχαλάκης. Ο πατέρας του δεν τα έβγαζε πέρα μαζί του, δεν ήθελε να πάει στο γυμνάσιο, ούτε να τον βοηθάει στο συνοικιακό μπακάλικό του. Τον έφερε στον κύριο Φώτη «για να μάθει τη δουλειά».
-Κρατάτε εσείς τη σακούλα, κυρία Μαρία, κι εγώ θα βάλω τα πράματα. -Να είσαι καλά, Μιχαλάκη. Αεικίνητος, ξύπνιος, πλακατζής, η χαρά της ζωής ο Μιχαλάκης. -Μαμά, ο Μιχάλης ήρθε, έφερε τα ψώνια. -Καλώς τον, έπαιρνε το δίχτυ απ’ το χέρι του η μαμά, μόλις έβγαλα πίτα, έλα να την δοκιμάσεις, να πάρεις και για τους υπόλοιπους. -Μαμά, να παίξουμε λίγο με το Μιχάλη; -Να παίξετε, αλλά όχι για πολύ, να μην κρυώσει η πίτα. Κλείνοντας τα δέκα πέντε, ο μπαμπάς τού έκανε πρόσληψη κι έμεινε μέχρι το τέλος. Σήμερα έχει στη Βασ. Όλγας ένα από τα καλύτερα μαγαζιά του είδους. Ό τι ντελικατέσεν ζητήσεις, εκεί θα το βρεις. Μου κάνει μεγάλες χαρές, όταν πηγαίνω για αρμένικο παστουρμά.
Μικρότερες, τα ζεστά απογεύματα κατεβαίναμε με την μαμά και την Τούλα να παίξουμε στο παρκάκι της Αριστοτέλους πάνω από την Εγνατία, να φάμε το βραδινό μας εκεί και μετά να πάρουμε το μπαμπά από το μαγαζί, να γυρίσουμε όλοι μαζί στο σπίτι. Το καλύτερο μας τότε ήταν η αποθήκη στο πίσω μέρος του μαγαζιού, ακριβώς πίσω από τα βαρέλια με τα λάδια. Τεράστιος χώρος, γεμάτος σακιά που έφταναν μέχρι ψηλά. Μέχρι τα παιδιά να μαζέψουν τα πράγματα απ’ έξω, ο μπαμπάς να κάνει ταμείο, εμείς σκαρφαλώναμε στα σακιά και παίζαμε ορειβασία. Χαμός. Στο βάθος μια στριφογυριστή σκαλίτσα, σιδερένια, έβγαζε στο πατάρι, όπου ο πατέρας μου κρατούσε τα λογιστικά του, με τον κομψό, λεπτό γραφικό του χαρακτήρα. Το χειρότερό μας ήταν να μας τσακώσει ο θείος μας εκεί. Ο μικρότερος αδελφός και προστατευόμενος πάντα του πατέρα μου, τύπος αγέλαστος και βλοσυρός, μας έβαζε φοβερές φωνές. Πάλι πάνω στον Πάνο έπεσα. -Το μαγαζί του πατέρα σου είναι, ε; Δηλαδή, είσαι πολύφερνη νύφη; συνέχισε γελαστά. Φούντωσαν τα μάγουλά μου. – Είσαι ανόητος, έτσι μετράς εσύ τους ανθρώπους; Τάχυνα το βήμα. -Βιάζομαι, του είπα. -Καλά, μη θυμώνεις, πλάκα κάνω. Ούτε που τού απάντησα.
Σάββατο πάλι, ζέστανε ο καιρός… κατεβαίνω την πλατεία Δικαστηρίων, αλάνα ακόμη, περνώ το παρκάκι, φτάνω στην Εγνατία και περνώ στην πλατεία με τα υπέροχα κτίρια, με τις καμάρες από κάτω. Στην πρώτη γωνία δεξιά το μαγαζί του πατέρα μου, στην απέναντι γωνία, στον τρίτο όροφο του κτιρίου τα γραφεία της ΕΔΑ. Τα κοιτάζω πάντα. Κι όταν κάθομαι στο ταμείο, τα βλέπω.
-Καλησπέρα σας, ανταποδίδω το χαιρετισμό των πελατών που μπαίνουν. -Βλέπω η κόρη βοηθά, κύριε Φώτη. Μπράβο, κορίτσι μου. – Να είστε καλά, κυρία Πόπη. Τι να σας βάλω; – Γειά σου, ομορφοκόριτσο. -Καλησπέρα, γιατρέ. – Στο λέω, Φώτη μου, εγώ την κόρη σου θα την παντρέψω με το γιό μου, τον Όμηρο, σπουδάζει τώρα στην Γερμανία. – Τι λες, βρε Νίκο, δεν γίνονται αυτά. Στις μέρες μας τα παιδιά αποφασίζουν. -Βρε, άκου με που σου λέω. Βάλε μου κι από κείνη τη φέτα απ’ τον Βάβδο, πολύ της άρεσε της Άννας.
Χρόνια φίλος και πελάτης ο γιατρός, κι άλλοι, κι άλλοι. Σάββατο σήμερα, τέλος καλοκαιριού κι εγώ στο ταμείο του μαγαζιού. Λίγο πριν κλείσουμε θυμάμαι, και μπαίνει τρεχάτος ο κύριος Νέστωρ. Κουνάει το φύλλο της Μακεδονίας της Κυριακής στα χέρια. -Κέρασμα, Φώτη, κέρασμα. Μόλις την πήρα απ’ το τυπογραφείο. Η κόρη σου πέρασε και στα δύο. Συγχαρητήρια, δεσποινίς μου.
Ενθουσιασμός, φιλιά, αγκαλιές. Τον έβλεπα τον κύριο Νέστορα, πελάτης και φίλος κι αυτός του πατέρα μου. Δεν ήξερα ότι ήταν δημοσιογράφος, δούλευε στην εφημερίδα Μακεδονία. Θυμήθηκε να ψάξει για τ’ όνομά μου, είχα περάσει Φιλολογία και Νομική.
-Και τώρα τι θα διαλέξεις; -Δεν ξέρω ακόμη, απάντησα ζαλισμένη ακόμη. -Μη βιαστείς, έχεις περιθώριο.
*Η Ελένη Γκάτση είναι συνταξιούχος συμβολαιογράφος.