Έφυγε από τη ζωή ο θρυλικός Γιώργος Τσακαλίδης
Μια σπουδαία μουσική μορφή της Θεσσαλονίκης
Ένα από τα πιο θρυλικά πρόσωπα της μουσικής κουλτούρας της Θεσσαλονίκης δεν είναι πια μαζί μας. Ο Γιώργος Τσακαλίδης δημιουργός του Παραρλάμα, της Ανω Κατω Records του Bebop, της Υδρογείου.
O άνθρωπος που υπήρξε η κινητήριος δύναμη των Τρυπών και των Ξύλινων Σπαθιών. Ίδρυσε την Ano Kato Records το 1984 που κυκλοφόρησε μερικές από τις σημαντικότερες παραγωγές της ελληνικής ροκ σκηνής. Εκεί ηχογράφησαν δίσκους οι Τρύπες, Νάνοι, Blues Gang, Κώστας Βόμβολος, Σάκης Παπαδημήτριου, Κώστας Μαγγίνας, Μπάντα της Φλώρινας, Δάρνακες, Ηλίας Ζάικος, Blues Wire Μωρά στη Φωτιά, Ξύλινα Σπαθιά και τόσοι άλλοι.
Ο ίδιος υπέγραψε και τραγούδια. Με τους ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΕΣ ΕΡΑΣΤΕΣ , 13 τραγούδια σε μουσική και στίχους του Γιώργου Τσακαλίδη & 2 σε στίχους του ποιητή Νίκου Καββαδία, τα οποία δημοσίευσε σε νεανική ηλικία, στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας το 1928,με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας.
Το 1986 δημιουργεί με το Νίκο Στεφανίδη το θρυλικό κλαμπ Παραρλάμα πίσω από το Ράδιο Σίτυ, το δισκοπωλείο Bebop και ο μετασχηματισμός στην περιοχή των Σφαγείων ενός πολυχώρου, της Υδρογείου.
Τα τελευταία χρόνια ζούσε στο Μακρυχώρι της Ημαθίας όπου και θα γίνει η κηδεία του το Σάββατο το πρωί στις 10.
Ο Γιώργος Χαρωνίτης έγραφε με αφορμή το βιβλίο του:
Αναδημοσιεύουμε από το περιοδικό της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας του 1997:
Την παρακάτω συνέντευξη είχε πάρει ο Χρήστος Βραχνός
Διδάσκοντας Ανεξαρτησία
Bebop-Υδρόγειος: η πολιτισμική διαδρομή μιας «άλλης» Θεσσαλονίκης
Το ν’ ανοίξεις δισκοπωλείο ειδικευμένο στα μπλουζ και τη τζαζ, ακόμη και σήμερα ενδεχομένως, μοιάζει να είναι μια αρκετά επισφαλής ιδέα. Φανταστείτε λοιπόν πόσο πιο επισφαλής ήταν το 1978, όταν, όχι μόνο το απαραίτητο αγοραστικό κοινό που θα υποστήριζε μια τέτοια επιλογή δεν υπήρχε, μα ούτε και προοπτική για να αναστραφεί η κατάσταση αυτή στο εγγύς μέλλον διαφαινόταν. Βλέπετε, κατ’ αρχάς το πανκ -έστω και ως απόηχος του ορυμαγδού του στην Αγγλία-, και στη συνέχει η πλημμυρίδα του νιου-γουέιβ, θα ανέτρεπαν πλήρως τα αισθητικά δεδομένα της μουσικής και στη χώρα μας.
Κι όμως! Το Bebop, εκεί στο υπερυψωμένο ισόγειο της πρώην Πρίγκηπος Νικολάου 13 -νυν Αλεξάνδρου Σβώλου, αυτές τις συγκεκριμένες μουσικές για να περισώσει άνοιξε. Μικρό, καθόλου πολυτελές μα ιδιαιτέρως φιλικό, πολύ περισσότερο με στέκι έμοιαζε παρά μ’ ένα τυπικό δισκοπωλείο. Χαρακτηριστικό είναι το μότο, που υπήρχε τυπωμένο στις πρώτες σακούλες: «Bebop music: blues, jazz, rock … χαβαλές».
Στα χρόνια που ακολούθησαν, μολονότι το Bebop φάνταζε να κλείνει από στιγμή σε στιγμή, να που όχι μόνο δεν έκλεισε, αλλά κατέστη και αφετηρία νέων δημιουργικών εγχειρημάτων, μέσω των οποίων, άγνωστες και περιθωριοποιημένες ως τότε δυνάμεις εναλλακτικής μουσικής έκφρασης της πόλης αυτής, θάβρισκαν τον απαραίτητο «αέρα» για να ανέβουν στην επιφάνεια.
Η Αno-Κato Records θ’ ανοίξει το 1984. Δώδεκα χρόνια αργότερα, με τον ίδιο αθόρυβο και συστηματικό πάντα τρόπο, εκτός από το να είναι η πλέον πετυχημένη ανεξάρτητη ελληνική εταιρεία, θα είναι και η μοναδική με τόσο έντονο και πολυδιάστατο πολιτισμικό χαρακτήρα.
Το Παραρλάμα θ’ ανοίξει το 1986 και, για τέσσερα χρόνια, θα είναι το πρώτο και μοναδικό μέχρι στιγμής πραγματικό φυτώριο νέων μουσικών.
Τέλος, κι αν όλα πάνε καλά, την ώρα που θα διαβάζετε τούτες τις γραμμές, ίσως και νάχει ολοκληρωθεί το τελευταίο εγχείρημα, ένας νέος πολυθεαματικός χώρος, που, πολύ περισσότερο από το να προστεθεί απλώς στους ήδη υπάρχοντες, φιλοδοξεί να καταστεί κάτι δημιουργικότερο: μια υποδειγματική κοινωνία, όπου ο πολιτισμός της ψυχαγωγίας και της διασκέδασης θα συνυπάρχει μ’ αυτόν της καθημερινής εργασίας.
Πίσω απ’ όλα αυτά βεβαίως, κάποιος άνθρωπος βρίσκεται… κι αυτόν ξεκίνησα να συναντήσω ένα βραδάκι του Οκτώβρη.
Τ’ όνομα του: Γιώργος Τσακαλίδης.
Αλήθεια, τι ήταν εκείνο που σ’ έσπρωξε στην τρελή ιδέα -εν έτει μάλιστα 1978- ν’ ασχοληθείς αποκλειστικά σχεδόν με τα μπλουζ και τη τζαζ;
Γ.Τ. Τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από την αγάπη μου για τις μουσικές αυτές. Πάντως, δεν ήταν και τόσο τρελή ιδέα…, εκτός δηλαδή από το ότι, γενικώς, δεν διστάζω όταν κάτι μ’ αρέσει… και πολύ περισσότερο βεβαίως όταν αγαπάω κάτι, δεν ήταν δα και καμιά μεγάλη επιχείρηση το Bebop… είναι πολύ μικρός χώρος…, δεν είχε, όπως καταλαβαίνεις, ιδιαίτερα έξοδα, κι αν τελικά δεν πήγαινε καλά, αυτό που θάχανα θάταν το μεροκάματο όλο-κι-όλο… και η καλή παρέα, βεβαίως! Στέκι ήταν περισσότερο το Bebop, παρά κερδοσκοπική επιχείρηση. Που λέει ο λόγος …, παρεπιπτόντως έβγαζα κάνα φράγκο…!
Παρά το γεγονός όμως αυτό, να που έξι μόλις χρόνια μετά το άνοιγμά του, το Bebop έβγαλε και το πρώτο του «κλαδάκι». Στην Αno-Kato τι σ’ έσπρωξε;
Γ.Τ. Οι πολλοί και ενδιαφέροντες νέοι μουσικοί που, το σύνολο σχεδόν του δισκογραφικού κατεστημένου της εποχής, άφηνε «άστεγους».
Φαντάζομαι πως, αρκετές πρέπει νάταν οι δυσκολίες σ’ αυτήν σου την προσπάθεια…
Γ.Τ. Κατά κάποιο τρόπο, ναι. Το 1984 ήταν… Το κοινό των μπλουζ δεν ήταν ακόμη αρκετά μεγάλο… Να σκεφτείς πως, ακόμη και οι Blues Gang (-Wire)- και εδώ που τα λέμε, αυτοί ήταν οι υπαίτιοι, ώστε αυτή τη στιγμή να υπάρχουν τουλάχιστον 10 γκρουπ που παίζουν μπλουζ – δεν έτυχαν και ιδιαίτερης υποδοχής…
Να υποθέσω, λοιπόν, πως κάτι τέτοιοι λόγοι ήταν που σε ώθησαν να ανοίξεις το Παραρλάμα;
Γ.Τ. Ναι, βεβαίως! Βλέπεις, κάπως έπρεπε να δράσω, να κάνω γνωστή τη μουσική της Ano-Kato σ’ ένα ευρύτερο κοινό και… μιας και δεν υπήρχε ούτε για δείγμα χώρος εκείνη την εποχή, είπα να τον δημιουργήσω. Πάντως, για νάμαστε ακριβοδίκαιοι, πρέπει να σου πω πως δεν άνοιξα μόνος μου το Παραρλάμα, αλλά μαζί με τον Νίκο τον Στεφανίδη.
Κι οι λόγοι που έκλεισε;
Γ.Τ. Κυρίως γιατί είχαμε προβλήματα με τους περίοικους… κάποια προβλήματα, δηλαδή, με την ηχομόνωση που δεν μπορούσαμε να ξεπεράσουμε. Αυτά κιόλας ήταν που μετέτρεψαν από κάποια στιγμή και μετά σε αμιγώς μπλουζ και τζαζ κλαμπ το Παραρλάμα. Δεν χρειάζονται, όπως ξέρεις, ιδιαίτερα μεγάλες εντάσεις για τις μουσικές αυτές… συν το ότι ο χώρος ήταν πολύ μικρός πια, για τον ολοένα και περισσότερο κόσμο που ερχόταν.
Πέρα από το πόσο συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με τις επιλογές σου στην Ano-Kato, αυτό που δεν μπορεί κανείς να σου αμφισβητήσει, όπως πρόσφατα επισήμανε και ο Κώστας Γιαννουλόπουλος στα «ΝΕΑ», είναι ότι «διδάσκεις ανεξαρτησία». Θέλω να πω πως, ούτε από μόδες καταλαβαίνεις, ούτε από ενδεχόμενες εμπορικές αποτυχίες. Πόσο σου στοίχισε όμως η επιμονή σου αυτή στο διαφορετικό; Και δεν εννοώ, βεβαίως, μόνο το οικονομικό κόστος…
Γ.Τ. Να σου πω. Όταν άνοιγα το Bebop, δεν ήταν και λίγοι αυτοί που μου έλεγαν: «τέτοια εποχή μπλουζ; πού ζούμε!». Κι ακόμη υπάρχουν μερικοί που, αν όχι το ίδιο, πάντως κάτι αποθαρρυντικό έχουν να σου πουν. Δεν στέκομαι όμως ποτέ σε κάτι τέτοια. Αυτό που μετράει για μένα, πολύ περισσότερο κι από το αν πάρω πίσω τα λεφτά μου, είναι να καταγράψω οτιδήποτε μπορεί ν’ ανοίξει νέους δρόμους στη μουσική έκφραση… ακόμη κι αν, για να γίνει αντιληπτή η αξία του, χρειαστεί να περάσουν χρόνια! Και τέτοιες προσπάθειες μπορεί να βρει κανείς ουκ ολίγες στον κατάλογο της Ano-Kato, κυρίως όμως της ρει.
Αλήθεια, πόση απήχηση έχει η «δύσκολη» αυτή ετικέτα;
Γ.Τ. Παρ’ όλη αυτή τη «δυσκολία» που λες, αρκετά μεγάλη… ιδίως στο εξωτερικό! Κι από την Αμερική μου ζητούν δίσκους, κι απ’ την Ευρώπη… γενικώς, δεν έχω παράπονο.
Κι αυτό που μήνες τώρα ετοιμάζεις πυρετωδώς και αθορύβως… τι ακριβώς θα είναι;
Γ.Τ. Σε καμιά περίπτωση, πάντως, ένας επιπλέον απλώς πολυχώρος… και μάλιστα αποκλειστικά της νύχτας όπως οι άλλοι. Ναι μεν, κάθε βράδυ θα υπάρχει κάτι για ν’ ακούσει και να δει κανείς, μα δεν θάναι μόνο αυτό. Ζωή, εκτός από τη νύχτα, θα προσπαθήσω να υπάρχει και σ’ όλη σχεδόν την υπόλοιπη μέρα. Σ’ αυτό θα βοηθήσουν, απ’ τη μια ένα περίπτερο, ένα αναψυκτήριο και ένα καφέ -ένα καφέ με πραγματική καταπληκτική θέα στο λιμάνι κι από κει σ’ όλη σχεδόν την έκταση της πόλης-, κι απ’ την άλλη, κάποια επαγγέλματα… συγγενικά κατά κάποιο τρόπο με τη δική μου δουλειά, που θα προσπαθήσω να βρουν στέγη εκεί. Πέρα από τα γραφεία και την αποθήκη της Ano-Kato, που είναι και το μόνο σίγουρο μέχρι στιγμής, θα προσπαθήσω για να εγκατασταθούν εκεί, ένα στούντιο φωτογραφίας και παραγωγής βίντεο, ένα κατάστημα επισκευής και πώλησης μουσικών οργάνων, ένα δισκοπωλείο/βιβλιοπωλείο, ένα εργαστήριο γραφικών τεχνών…, ενδεχομένως μια μικρή γκαλερί -προσιτής οικονομικά όμως τέχνης, ή και κάποιοι από τους χειροτέχνες κοσμηματοπώλες ακόμη, που περιπλανιούνται στους δρόμους της πόλης… δεν ξέρω, θα δούμε.
Από την άποψη της μουσικής και γενικώς των εκδηλώσεων, τι ακριβώς πρέπει να περιμένει κανείς;
Γ.Τ. Τα πάντα! Ροκ, τζαζ…, μπλουζ βεβαίως, αυτοσχεδιαζόμενη, έθνικ, παραδοσιακές μουσικές…, ακραία πειραματικές, οτιδήποτε! Αρκεί βεβαίως όπως καταλαβαίνεις, κάτι ενδιαφέρον νάχουν να πουν. Εκτός λοιπόν από τα γκρουπ της Ano-Kato και γενικώς της Θεσσαλονίκης, που, σ’ αυτή την πρώτη φάση, αυτά είναι που θα σηκώσουν όλο το βάρος, δεν θα πω όχι σε συγκροτήματα από την υπόλοιπη Ελλάδα, ούτε απ’ τα Βαλκάνια, που πρέπει να σου πω πως μ’ ενδιαφέρουν πολύ, μα ούτε κι από την πιο απίθανη γωνιά του πλανήτη… και Εσκιμώους θα φέρω, αν η μουσική τους έχει ενδιαφέρον!
Αυτό κι αν είναι ρίσκο!
Γ.Τ. Κοίταξε, κάποια στιγμή, όλοι εμείς που θέλουμε να λέμε πως αγαπάμε την μουσική ή που θέλουμε να λογιζόμαστε ως παράγοντες πολιτισμού, θα πρέπει ν’ αποφασίσουμε να ρισκάρουμε κιόλας.
Και πού θα στεγάζονται όλ’ αυτά:
Γ.Τ. Σ’ ένα πραγματικά υπέροχο κτίριο του 1907, που το έχτισαν οι Αδελφοί Νούσια. Μέχρι και λίγο καιρό πριν ακόμη, οπότε και το πήρα από τον Γιώργο Χαραλαμπίδη, ήταν βυρσοδεψείο. Βρίσκεται κάπου στην προέκταση της 26ης Οκτωβρίου, στα Σφαγεία.
Πιο μακριά δεν μπορούσες να πας;
Γ.Τ. Ναι, είναι όντως μακριά… μα, ακόμη κι αν δεν έχεις αυτοκίνητο, μη νομίζεις πως είναι και ιδιαίτερα δύσκολο να φτάσεις… το λεωφορείο 31 του Ο.Α.Σ.Θ. κάνει τέρμα ακριβώς μπροστά του.
Τ’ όνομά του;
Γ.Τ. Υδρόγειος…
Ο Γιώργος Τσακαλίδης “Μέσα Στην Πόλη Των Άλλων” from Into the city of others on Vimeo.