Εγνατία με Αγαπηνού γωνία. Μνήμες.
Μια εικόνα χιλιάδες αναμνήσεις, το απόθεμα της μνήμης μιας πόλης που σώνεται
Λέξεις: Άννα Χατζημανώλη
Αποτυπωμένο μέσα μου από τότε. Στην άλλη γωνία, Εγνατία και Καμβουνίων το σπίτι, καινούργια πολυκατοικία, επί δημοτικού σχολείου, μετά από το επί νηπιαγωγείου ρημάδι που έμπαζε νερά η ξύλινη στέγη κι που οι δικοί μου έβαζαν μια τσίγκινη σκάφη να τα μαζεύουν και που τα ξύλινα κάγκελα έκαναν κούνια μπέλα και που το έλεγαν τούρκικο, επί Αγίας Σοφίας και Φιλίππου (επί της Φιλίππου που τότε δεν ήταν ανοιχτή σ’ εκείνο το σημείο).
Όλη η γειτονιά, όλη η περιοχή ένα γιαπί, γκρεμίσματα, χτισίματα, μαστόρια, εργαλεία, φαγάνες, μπετονιέρες, θεατρικά σκηνικά σε διαρκή κίνηση, εντυπωσιακό για τα μάτια ενός παιδιού.
Σ’ αυτό το σημείο, στρίβοντας τη γωνία, τρέχοντας σκυφτή στο κυνηγητό, κουτούλησα στο μέτωπο σε μια κάσα με φρούτα που κάποιος κουβαλούσε και μου έβαλαν ράμματα, σ’ αυτό το σημείο συχνά πυκνά στεκόμουν και παρακολουθούσα κατάπληκτη ένα πατέρα που κουβαλούσε σκυφτός στην πλάτη το παιδί του – προφανώς είχε πρόβλημα γιατί τα μακριά του ποδάρια αιωρούνταν ανεξέλεγκτα πέρα δώθε και το πρόσωπο ήταν μια περίεργη γκριμάτσα κι απ’ το στόμα του έτρεχαν σάλια.
Κάποια στιγμή στο Παντοπωλείον που φαίνεται δεξιά ή σε άλλο μαγαζί αριστερότερα, εκτός φωτογραφίας, εμφανίστηκε νέος επαναστατικός τρόπος πλυσίματος πλην άσπρου (ακριβού) και πράσινου (φτηνού) σαπουνιού. Τα απορρυπαντικά, ή το ΟΜΟ ή το ROL σε σακουλάκια, με πλαστικά δολώματα παιχνιδάκια εντός, τα οποία ανταλλάζαμε.
Σ’ αυτό το σημείο παρακολουθούσαμε τις λαμπαδηδρομίες και τον καρνάβαλο κι εκείνα τα φορτηγά που ψέκαζαν νερό στη σκόνη του δρόμου. Σ’ αυτό το σημείο (αλλά και στο απέναντι πεζοδρόμιο) όλοι στέκονταν σιωπηλοί, έβγαζαν το καπέλο τους κι έκαναν το σταυρό τους μέχρι να περάσει η πομπή της κηδείας για να στρίψει προς τη Βαγγελίστρα.
Εδώ και πολλά χρόνια, πλην επωνύμων, οι νεκροί αόρατοι στο δημόσιο μάτι. Πίσω από τα κτίρια της φωτογραφίας, πράσινη, ψηλότερη από το μπόι μου ζούγκλα, σ’ όλο το μήκος των έμπροσθεν εικονιζόμενων κι ένα βουνό πανύψηλες κίτρινες μαργαρίτες όταν ήταν η εποχή τους, κι ένα σπιτάκι ενός καλού κυριούλη που προσπαθούσε ξεμοναχιάσει και να βάλει χέρι στα παιδάκια όποτε έπαιζαν εκεί κρυφτό. Ωστόσο κάποιες άλλες φορές προλάβαινα, πριν με πάρει χαμπάρι, να κόψω μαργαρίτες να βάλουμε στα βάζα Να μάθει αυτός. Την καθωσπρέπει άγνωστη λέξη «ανθοδοχείο» τη μάθαμε στο σχολείο. Ήταν τότε που νόμισα ότι θ’ ανέβω στην ταράτσα και θα πιάσω τα σύννεφα, κι όταν ανακάλυψα ότι αυτό δεν ήταν εφικτό, συνειδητοποίησα ότι αυτό (ποιο αυτό;, καν δεν ήξερα, ούτε και τώρα ξέρω) είναι πολύ μεγάλο κι ότι εγώ ήμουν απλώς ένα μερμηγκάκι. Μ’ αυτή τη συνειδητοποίηση την οποία κουβαλώ από τότε, συνέχισα τα παιχνίδια στα – τότε μαγικά και γεμάτα εκπλήξεις – άφθονα γύρω χαλάσματα.
Πολύ αργότερα έμαθα ότι η περιοχή πατάει στον επί Τετραρχίας και επί Γαλέριου Ιππόδρομο, αρχές 4ου μ.Χ. αι., κι ότι εκεί το 390, με εντολή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Μέγα σφαγιάστηκαν 7000 (σύμφωνα με άλλους 12000) Θεσσαλονικείς σε αντίποινα για το φόνο Γότθων μισθοφόρων. Από το 450 μήκους και 95 μέτρων πλάτους κτίσμα, μόνο ένα όνομα-κέλυφος και μερικά σπαράγματα απέμειναν, ουσιαστικά το εξής ένα ορατό, πίσω από τη Νέα Παναγία.
Ωραίο το απόφθεγμα μια φωτογραφία χίλιες λέξεις, αλλά ποιες απ’ όλες και πώς; Άλλωστε με λέξεις επικοινωνούμε με σχετικά μεγαλύτερη ασφάλεια και ίσως λίγο περισσότερο ολοκληρωμένα. Εγνατία με Αγαπηνού γωνία, αρχές της δεκαετίας του ’60
*Η Άννα Χατζημανώλη είναι συγγραφέας