Εικόνες: Επτά μουσεία της Θεσσαλονίκης όπως δεν τα έχετε ξαναδεί
Με αφορμή την Διεθνή Ημέρα Μουσείων κάνουμε μια αναδρομή σε μια αγαπημένη στήλη της parallaxi
Εικόνες: Μάριος Δαδούδης
Η Θεσσαλονίκη τιμά τη Διεθνής Ημέρα Μουσείων με σειρά δράσεων και τη δυνατότητα δωρεάν επισκέψεων σε μουσειακούς χώρους της πόλης.
Η πόλη διαθέτει έναν κατάλογο από μουσεία που αξίζει να επισκεφτείτε. Σπάνια εκθέματα, ιστορίες που συνδέουν το παρόν με το παρελθόν.
Με αφορμή τη Διεθνής Ημέρα Μουσείων Θεσσαλονίκης, ανατρέχουμε στο αρχείο της parallaxi και σας παρουσιάζουμε κάποια από τα πιο γνωστά μουσεία της πόλης, όπως δεν τα έχετε ξαναδεί.
Η κάμερα του Μάριου Δαδούδη μέσα από τη στήλη «Κτίρια Εντός» έχει μπει, μεταξύ άλλων, στα άδυτα μουσείων της Θεσσαλονίκης.
Ολυμπιακό Μουσείο Θεσσαλονίκης
Ιδρύθηκε το 2001, αρχικά ως “Μουσείο Αθλητισμού”. Το 2008, μετονομάστηκε – με πρόταση της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής – σε Ολυμπιακό Μουσείο, από τον τ. Πρόεδρο της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής (ΔΟΕ) Dr. Jacques Rogge (+) αποτελώντας έκτοτε τον μοναδικό μουσειακό εκπρόσωπο της χώρας στην παγκόσμια Ολυμπιακή οικογένεια.
Σήμερα, το Ολυμπιακό Μουσείο, αποτελεί ένα από τα πιο “ζωντανά” και δραστήρια ελληνικά μουσεία, έχοντας αναλάβει – ήδη από την ίδρυσή του – πλούσια εκθεσιακή, εκπαιδευτική, αθλητική, πολιτιστική και κοινωνική δράση, με “φάρο” την μοναδική πολιτισμική και Ολυμπιακή κληρονομιά της χώρας και με οδηγό την “pedagogie sportive”, τον παιδαγωγικό δηλαδή ρόλο του αθλητισμού.
Το κτίριο του Μουσείου – συνολικής επιφάνειας 4.500 τ.μ. – βρίσκεται στο κομβικό σημείο διασταύρωσης σημαντικών οδικών, πολιτιστικών και αθλητικών αξόνων.
Η κατασκευή του ολοκληρώθηκε το 2004, οπότε και εγκαινιάστηκε ταυτόχρονα με την πρώτη ειδικής θεματικής του έκθεση (5 Αυγούστου 2004). Ο σχεδιασμός του νέου κτιρίου χαρακτηρίζεται για τη μοντερνίστικη άποψη, την καθαρή αρχιτεκτονική γραφή της απέριττης μορφής και των λιτών όγκων. Στους εκθεσιακούς χώρους, η μουσειακή εμπειρία βιώνεται μέσα από γραμμικής ροής πορεία στον χώρο που ακολουθεί την πολυεπίπεδη πληροφορία και την ιστορική αφήγηση, μέσω διαδοχής κινήσεων και ερεθισμάτων, η οποία απευθύνεται σε διαφορετικές κατηγορίες χρηστών/επισκεπτών.
Ο σχεδιασμός των μόνιμων και περιοδικών εκθεσιακών χώρων ακολουθεί νέες τάσεις και προβληματισμούς της σύγχρονης μουσειολογίας και μουσειογραφίας, με σύνταξη μουσειολογικού προγράμματος όπου ενσωματώνονται σύγχρονα τεχνολογικά, οπτικοακουστικά, μουσειογραφικά και μουσειολογικά εκφραστικά μέσα.
Οι επισκέπτες αναπτύσσουν βιωματική σχέση με τον χώρο, ενώ συμμετέχουν ενεργά, με τη βοήθεια ποικίλων εποπτικών και διαδραστικών εφαρμογών, που προκαλούν την αυτενέργεια του χρήστη, εισάγοντας με αυτό τον τρόπο την έννοια της συμμετοχικής παρατήρησης και δράσης που συμβάλλει στην αποκαθήλωση του μουσειακού θεσμού από το βάθρο της στατικότητας.
Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην ένταξη νέων τεχνολογιών και σύγχρονων μεθόδων προσέγγισης του κοινού και ιδιαίτερα των νεότερων ηλικιακά ομάδων, ακολουθώντας την ιδιαίτερη γλώσσα και τους κώδικες επικοινωνίας και προσέγγισης, μετάδοσης γνώσης και ανάπτυξης πολιτισμού, με χρήση ψηφιακών εργαλείων και πολυμεσικών εφαρμογών.
Οι κύριοι εκθεσιακοί χώροι, όπου φιλοξενούνται η μόνιμη έκθεση “Ολυμπιακοί Αγώνες”, ο χώρος Περιοδικών Εκθέσεων και ο χώρος Διαδραστικών Εκθεμάτων, ενσωματώνουν ειδικά διαμορφωμένες εγκαταστάσεις εκπόνησης εκπαιδευτικών δρώμενων, μουσειοπαιδαγωγικών προγραμμάτων και εργαστηρίων.
Έπαυλη Μοδιάνο – Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας – Θράκης
Η «Έπαυλη Μοδιάνο», νυν Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας –Θράκης, αναπόσπαστο κομμάτι της περίφημης συνοικίας των Εξοχών, χτίζεται στις αρχές του 20ου αι. για λογαριασμό του Γιακό Μοδιάνο, γνωστού τραπεζίτη, γόνου μιας από τις πιο δυνατές οικογένειες της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης.
Συνιστά το πρώτο σημαντικό έργο του αρχιτέκτονα και μηχανικού Ελί Μοδιάνο, γιου του ιδιοκτήτη, που άφησε το στίγμα του σε σημαντικά κτίρια της πόλης (όπως το Τελωνείο και η Αγορά Μοδιάνο). Με έντονες τις επιρροές από τις σπουδές του Ελί στο Παρίσι, η έπαυλη αποτελεί δείγμα μεγαλοαστικής κατοικίας σε εκλεκτικιστικό ύφος, με πολλές art nouveau λεπτομέρειες – κυρίως στα κιγκλιδώματα και τα μεταλλικά θυρόφυλλα της κεντρικής εισόδου.
Ακολουθώντας στις όψεις την τυπική διαίρεση βάση – κορμός – στέψη, το κτίριο αποτελείται από τέσσερα επίπεδα, συνολικής έκτασης 1200 τμ.
Ένας μεγάλος οκταγωνικός χώρος, περιμετρικά του οποίου αναπτύσσονται ακτινωτά και ασύμμετρα τα δωμάτια, γνώρισμα της εκλεκτικιστικής τάσης, χαρακτηρίζει κάθε επίπεδο.
Στη νοτιοδυτική γωνία του κτιρίου ένας διώροφος εξώστης («loggia»), με κίονες και τόξα στην περίμετρο, προσδίδει καμπυλότητα και αξιοποιώντας πλήρως τη θέση του κτιρίου, προσφέρει θέα στη θάλασσα και την κορυφογραμμή του Ολύμπου.
Ένα μεγάλο πολύχρωμο υαλογράφημα με θέμα τον Παράδεισο, μοναδικό σωζόμενο δείγμα βιτρό ιδιωτικής κατοικίας της Θεσσαλονίκης, εξυπηρετεί τις ανάγκες φωτισμού του κεντρικού κλιμακοστασίου της έπαυλης.
Ο κήπος έφτανε ως τη θάλασσα και αναφέρεται ως ο ωραιότερος ανθώνας της πόλης.
Σήμερα ο κήπος του Μουσείου έκτασης 2500 τμ., ο μισός σχεδόν της αρχικής ιδιοκτησίας της έπαυλης Μοδιάνο, παραμένει ένας από τούς λίγους μεγάλους αύλειους χώρους της περιαστικής Θεσσαλονίκης των αρχών του 20ου αιώνα.
Η οικογένεια Μοδιάνο κατοίκησε το οίκημα πολύ μικρό χρονικό διάστημα, περίπου μέχρι το 1913. Η χρήση του κτιρίου άλλαξε πολλές φορές από τότε. Αμέσως μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, αγοράστηκε από τη Δημοτική Αρχή και παραχωρήθηκε ως ανάκτορο στη βασιλική οικογένεια.
Κατόπιν χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία του εκάστοτε Γενικού Διοικητή της Μακεδονίας, για τον λόγο αυτό είναι γνωστό και ως «Παλαιό Κυβερνείο». Χρησιμοποιήθηκε ξανά ως ανάκτορο για τον Γεώργιο Β΄. Κατά τη διάρκεια της κατοχής το κτίριο επιτάχθηκε.
Αργότερα, στέγασε τη Στρατιωτική Ιατρική Σχολή (1947) καθώς και την Ιερατική Σχολή (1960). Κατά τη δικτατορία παραχωρείται ως κατοικία του Υπουργού Βορείου Ελλάδος (1968).
Κατά αυτόν τον τρόπο το κτίριο του ΛΕΜΜ-Θ διασώζει όχι μόνο μια ζωντανή εικόνα της περίφημης συνοικίας των Εξοχών, αλλά και ένα κομμάτι της νεότερης ιστορίας της πόλης, της οποίας δε σταμάτησε ποτέ να είναι κομμάτι της.
Από το 1970 στεγάζει το Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας. Οι πολλαπλές χρήσεις του κτιρίου επέφεραν αλλαγές και προσαρμογές, ενώ ο διάκοσμος υπέστη σημαντική φθορά.
Γι’ αυτόν το λόγο έγιναν δύο αποκαταστάσεις, μία μεταξύ 1970-1972 και μία μεταξύ 1995-2000.
Από το 1980 το κτίριο του ΛΕΜΜ-Θ είναι κηρυγμένο ως διατηρητέο μαζί με τον αύλειο χώρο του.
Το 2003, εγκαινιάζεται η μόνιμη έκθεση του Μουσείου «Στους Μύλους της Μακεδονίας και της Θράκης: Νερόμυλοι, Νεροπρίονα, Νεροτριβές και Μαντάνια στην Παραδοσιακή Κοινωνία» και το 2005 εγκαινιάζεται η δεύτερη μόνιμη έκθεση, «Παραδοσιακές Ενδυμασίες της Μακεδονίας και της Θράκης (1860 – 1960)».
Το έργο του Μουσείου κοινοποιείται, πέραν των μόνιμων εκθέσεων, με περιοδικές εκθέσεις, εκπαιδευτικά προγράμματα, εκδόσεις και εκδηλώσεις.
Πολεμικό Μουσείο Θεσσαλονίκης
Το κτίριο στο οποίο στεγάζεται σήμερα το Πολεμικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης, σχεδιάστηκε από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι και χτίστηκε το 1900 για να καλύψει τις ανάγκες του Οθωμανικού Στρατού.
Το 1912, όταν η Θεσσαλονίκη απελευθερώθηκε από τον Ελληνικό Στρατό, το κτίριο περιήλθε στην κυριότητα του τελευταίου, ο οποίος εγκατέστησε σε αυτό δικές του στρατιωτικές μονάδες και υπηρεσίες.
Η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία αποφάσισε να στεγάσει σε αυτό, το Πολεμικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης, ως παράρτημα του Πολεμικού Μουσείου Αθηνών.
Οι εργασίες ανακατασκευής του ξεκίνησαν το 1993 και ολοκληρώθηκαν το 2000.Το συνολικό του εμβαδόν είναι 3.761 τ.μ., σε τέσσερα επίπεδα.
Εγκαινιάστηκε στις 27 Οκτωβρίου του ίδιου έτους από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κ. Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο.
Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης
Η ιστορία του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης (ΑΜΘ) παρακολουθεί τη διαδρομή της νεότερης ιστορίας της πόλης. H ανέγερσή του ξεκίνησε το 1960 σε κεντρικό σημείο της Θεσσαλονίκης, στην πλατεία Χ.Α.Ν.Θ., σε άμεση γειτνίαση με τον χώρο της Διεθνούς Έκθεσης και ολοκληρώθηκε το 1962, οπότε και ξεκίνησε η λειτουργία του ως το μητροπολιτικό μουσείο της Μακεδονίας που φυλάσσει, συντηρεί, μελετά, εκθέτει και προβάλει συστηματικά αρχαιότητες από όλο τον μακεδονικό χώρο.
Ο σχεδιασμός του κτιρίου έγινε από τον επιφανή Έλληνα αρχιτέκτονα Πάτροκλο Καραντινό, σημαντικό εκπρόσωπο του μοντερνισμού στην Ελλάδα. Ο χαρακτήρας του κτιρίου, η διάταξη των όγκων, οι αναλογίες και οι κτιριολογικές απαιτήσεις του, αποτυπώνονται στη σχεδιαστική προσέγγιση του Καραντινού, που διαχωρίζει σαφώς τους υπηρεσιακούς από τους εκθεσιακούς χώρους.
Η κάτοψή του χαρακτηρίζεται ορθογωνική με δύο αίθρια, ενώ στο κτίριο υπάρχει έντονο το στοιχείο της οριζοντιότητας. Είναι λιτό, απλό και λειτουργικό, εμπνευσμένο από την αρχιτεκτονική οργάνωση της αρχαιοελληνικής κατοικίας στην οποία οι χώροι οργανώνονταν γύρω από ένα εσωτερικό αίθριο.
Έτσι, όλες οι αίθουσές του σχεδιάστηκαν ώστε να ανοίγονται στο κεντρικό εσωτερικό αίθριο και το άπλετο φυσικό φως να εισέρχεται από τα υαλοστάσια στις εκτιθέμενες αρχαιότητες, ενώ εξωτερικά η είσοδος του φυσικού φωτός επιτυγχανόταν μέσω τοιχοποιιών με υαλότουβλα και φεγγίτες.
Στις όψεις του μουσείου εκτός από την ευρεία χρήση της τοιχοποιίας από υαλότουβλα, εισάγεται το στοιχείο της εμφανούς λιθοδομής στη βάση του κτιρίου.
Η πρώτη μουσειακή έκθεση, με βάση τις μουσειολογικές αντιλήψεις της εποχής, αναπτυσσόταν ακολουθώντας τη χρονολογική εξέλιξη.
Το 1980 έγινε επέκταση των κτιριακών εγκαταστάσεων με προσθήκη ενός διώροφου κτιρίου στη νοτιοανατολική ζώνη του περιβάλλοντα χώρου του μουσείου, σχεδιασμένο από τον αρχιτέκτονα Αλέξανδρο Βογιατζή. Το νέο κτίσμα εντάσσεται στο σύνολο μιμούμενο το υπάρχον κτίριο μουσείου του Καραντινού.
Τοποθετείται σε μικρή απόσταση από το προγενέστερο κτίσμα. Η σύνδεσή του με το μουσείο γίνεται με ένα νέο διάδρομο, ενώ διατηρεί και ανεξάρτητη είσοδο.
Το 2002 το κτίριο του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης με τον περιβάλλοντα χώρο του χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο και έργο τέχνης, διότι αποτελεί σημαντικό δείγμα της αρχιτεκτονικής των δημόσιων κτιρίων της πόλης κατά την περίοδο του β’ μισού του 20ου αιώνα.
Οι σύγχρονες μουσειολογικές επιταγές, σε συνδυασμό με την ανάγκη ανακαίνισης του μουσείου, οδήγησαν στην απόφαση ενός ριζικού εκσυγχρονισμού και επέκτασής του κατά τα έτη 2001-2006.
Την αρχιτεκτονική μελέτη του εκσυγχρονισμού ανέλαβε η ομάδα των αρχιτεκτόνων Ν. Φιντικάκη και Γ. Αλμπάνη, η οποία ανασχεδίασε τους εσωτερικούς χώρους, ενώ το κέλυφος του κτιρίου παρέμεινε ανέπαφο.
Η πιο χαρακτηριστική αλλαγή του εκσυγχρονισμού ήταν η υποβάθμιση του επιπέδου του κεντρικού αιθρίου και η δημιουργία ενός νέου εσωτερικού χώρου – στεγασμένου από γυάλινο χωροδικτύωμα – μέσα σε αυτό.
Εκτός από την κτιριακή επέκταση σχεδιάστηκε και πραγματοποιήθηκε η επανέκθεση των συλλογών του Μουσείου με τρόπο που να καλύπτει τις ανάγκες του σύγχρονου επισκέπτη.
Το ανακαινισμένο πλέον Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης λειτουργεί από το 2006 με μια τολμηρή επανέκθεση των συλλογών του, που εστιάζει στον άνθρωπο, τόσο ως δημιουργό των τεχνουργημάτων, όσο και ως σύγχρονο θεατή-επισκέπτη.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης είναι ένας χώρος πολιτισμού και μάθησης, ανοιχτός σε όλους.
50.000 περίπου αρχαιότητες περιλαμβάνονται στις συλλογές του: αντικείμενα διαφόρων ειδών, υλικών και χρήσεων, που χρονολογούνται από την απώτατη προϊστορία έως το τέλος της αρχαιότητας και προέρχονται από ανασκαφές σε νεκροταφεία, οικισμούς και ιερά στην πόλη και την ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης καθώς και από θέσεις της Κεντρικής Μακεδονίας.
Οι νέες θεματικές εκθέσεις του, που περιλαμβάνουν περισσότερα από 3000 αντικείμενα, παρουσιάζουν τεκμήρια του υλικού πολιτισμού πολιτισμού με μια προσέγγιση ανθρωποκεντρική και με έμφαση στην κοινωνική σημασία των αντικειμένων και όχι μόνο στην αισθητική τους αξία.
Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού
Ως κτίριο το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού θεωρείται ένα από τα καλύτερα έργα δημόσιας αρχιτεκτονικής που δημιουργήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα. Απέσπασε «εκτός διαγωνισμού», μετά το θάνατο του Κρόκου, ειδική διάκριση από διεθνή επιτροπή στο διαγωνισμό «Βραβεία 2000» του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής, ως «υποδειγματικό στο είδος του και άξιο παράδειγμα μεγάλου δημοσίου κτιρίου, στην κατηγορία Έργα του Δημοσίου», ενώ το 2001 κηρύχθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού (ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ/3142/55420/19-10-2001, ΦΕΚ 1458/Β΄/22-10-2001) ιστορικό διατηρητέο μνημείο και έργο τέχνης.
Κύρια χαρακτηριστικά του Μουσείου είναι το μεγάλο αίθριο με την περιμετρική στοά μετά την εξωτερική είσοδο που ανοίγεται στην τοιχοποιία, η οποία υψώνεται προς βορρά για να το απομονώσει από την ένταση της Λεωφόρου Στρατού. Πρόθεση του αρχιτέκτονα ήταν «ο χώρος αυτός να λειτουργήσει αποκαλυπτικά, προκαλώντας τη μνήμη».
Όπως εκμυστηρεύεται ο Κρόκος: «Ήθελα έναν χώρο που η κίνηση μέσα σ’ αυτόν να δίνει ένα αίσθημα ελευθερίας, ανακινώντας τις αισθήσεις, και όπου το έκθεμα θα ήταν η έκπληξη μέσα στην κίνηση».[….] «Η μορφή του κτιρίου χωρίς προφανείς αναφορές σε μια άλλη εποχή, με κύρια υλικά το μπετόν και το τούβλο – είναι μια εικόνα που έχω απ’ τις πολυκατοικίες πριν σοβαντιστούν, όταν δείχνουν τη μικρή τους αλήθεια.» Πράγματι στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, μετά την ολοκλήρωση και των μόνιμων εκθέσεων το 2004, ο επισκέπτης έχει την «έντονη αίσθηση ότι ταξιδεύει στο παρελθόν», το Μουσείο «ξαφνιάζει, ακόμη και συγκινεί κάποιες φορές», όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει η Aleid Rensen, μέλος της κριτικής επιτροπής του Ευρωπαϊκού Φόρουμ Μουσείων (E.M.F.).
Το Μουσείο είναι κτισμένο σε οικόπεδο 15.439 τ.μ. Το κτίριο καλύπτει επιφάνεια 5.371,27 τ.μ. Η συνολική επιφάνεια των χώρων του είναι 11.500 τ.μ. Από αυτά, 2.726,52 τ.μ. καταλαμβάνει η μόνιμη έκθεση (χωρίς τους διαδρόμους) και τα υπόλοιπα οι αποθήκες, τα εργαστήρια, τα γραφεία διοίκησης και άλλοι βοηθητικοί χώροι. Το Μουσείο διαθέτει ανεξάρτητη πτέρυγα περιοδικών εκθέσεων 4211,44 τ.μ., αίθουσα εκπαιδευτικών προγραμμάτων, αμφιθέατρο 62 θέσεων και καφέ-εστιατόριο, ενώ στο κτίριο Διοίκησης διαθέτει αμφιθέατρο 167 θέσεων.
Το Μουσείο, πρωτοπόρο τόσο στην αντιμετώπιση των εκθεμάτων όσο και στις δράσεις του και στην υψηλής ποιότητας παροχή υπηρεσιών, σε απόλυτη ισορροπία μεταξύ τους, βραβεύτηκε το 2005, ως το «Ευρωπαϊκό Μουσείο της χρονιάς» («Βραβείο Μουσείου» του Συμβουλίου της Ευρώπης), τιμή, η οποία αποδόθηκε σε ελληνικό μουσείο για πρώτη φορά. Το ανωτέρω βραβείο, μια από τις σημαντικότερες ευρωπαϊκές διακρίσεις στον τομέα της πολιτιστικής κληρονομιάς, απονέμεται ετησίως από το 1977 σε μουσείο που πρόσφατα ολοκλήρωσε τη μόνιμη έκθεσή του ή την επανέκθεση των συλλογών του με κριτήριο τη σημαντική συμβολή του στην κατανόηση της κοινής ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς, μεταξύ των προτεινόμενων από την κριτική επιτροπή του Ευρωπαϊκού Φόρουμ Μουσείων.
Η απόφαση της βράβευσης του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού ελήφθη ομόφωνα από την Επιτροπή Πολιτισμού, Επιστημών και Εκπαίδευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης στο Παρίσι στις 2 Δεκεμβρίου 2004, την οποία ανακοίνωσε με επιστολή του προς το Μουσείο, στις 15 Δεκεμβρίου ο πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ολομέλειας του Συμβουλίου της Ευρώπης Peter Schieder.
Η κριτική επιτροπή βάσισε την απόφασή της στην «υπεροχή του Μουσείου» και την «ισορροπία μεταξύ συντήρησης, διατήρησης και παρουσίασης» των εκθεμάτων, σημειώνοντας ιδιαίτερα την απουσία προθηκών και την ανάδειξη των εργασιών συντήρησης.Το Μουσείο παρουσιάστηκε ως «φιλικό προς τον επισκέπτη», ενώ τονίστηκε ο παιδαγωγικός του χαρακτήρας. Η επίσημη τελετή της βράβευσης συνέπεσε με το έτος εορτασμού των 50 χρόνων της Ευρωπαϊκής Πολιτιστικής Συνθήκης και πραγματοποιήθηκε στις 26 Απριλίου 2005 στο Στρασβούργο, στο Palais Rohan. Το έπαθλο του βραβείου, «η γυναίκα με τα ωραία στήθη» του Χοάν Μιρό, παρέμεινε και εκτέθηκε στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού για έναν χρόνο. Σήμερα στην ίδια θέση υπάρχει φωτογραφική απεικόνισή του στην είσοδο της πτέρυγας της μόνιμης έκθεσης.
Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού βραβεύτηκε με το πρώτο (χρυσό) βραβείο, στο Διεθνές Φεστιβάλ Οπτικοακουστικών Μέσων για τα Μουσεία και την Πολιτιστική Κληρονομιά της AVICOM (F@IMP 2.0 2016), της Διεθνούς Επιτροπής Οπτικοακουστικών Μέσων και Νέων Τεχνολογιών, Εικόνας και Ήχου του ICOM, στην κατηγορία ταινία μεγάλης διάρκειας για την ταινία παραγωγής του με τίτλο «Η Επιστροφή». Στον διαγωνισμό συμμετείχαν 33 μουσεία και ιδρύματα πολιτιστικής κληρονομιάς από όλο τον κόσμο. Η τελετή βράβευσης πραγματοποιήθηκε στις 22 Νοεμβρίου στο Εθνικό Μουσείο της Ουγγαρίας στη Βουδαπέστη.
Το έτος 2014 αποτελεί ορόσημο, καθώς συμπληρώνονται είκοσι χρόνια από τότε που άνοιξε για πρώτη φορά τις πύλες του στο κοινό, με την πρώτη του περιοδική έκθεση, «Βυζαντινοί Θησαυροί της Θεσσαλονίκης. Το ταξίδι της επιστροφής», στις 11 Σεπτεμβρίου του 1994. Με αυτόν τον τρόπο εγκαινιάστηκε επίσημα από τον ίδιο τον πρωθυπουργό της χώρας το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού.
Η έκθεση αυτή με τον εμπνευσμένο τίτλο σηματοδοτούσε ακριβώς την επιστροφή των βυζαντινών αρχαιοτήτων στις 14 Ιουνίου 1994, οι οποίες επαναπατρίστηκαν μετά από περίπου ογδόντα χρόνια παραμονής τους στην Αθήνα, στο Βυζαντινό και Χριστιανικό, όπου είχαν μεταφερθεί το 1916, και οριοθετεί το τέλος μιας μακρόχρονης προσπάθειας για την ίδρυση Βυζαντινού Μουσείου στη Μακεδονία και πιο συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη, η οποία συνδέεται με γεγονότα και πρόσωπα της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας του νεοελληνικού κράτους.
Μουσείο Ύδρευσης ΕΥΑΘ
Σε ένα ιστορικό για την ύδρευση της πόλης κτιριακό συγκρότημα στην περιοχή των Σφαγείων, στο παλιό Κεντρικό Αντλιοστάσιο του άλλοτε Οργανισμού Υδρεύσεως Θεσσαλονίκης (σήμερα Ε.Υ.Α.Θ. Α.Ε.), στεγάζεται το Μουσείο Ύδρευσης. Το συγκρότημα κατασκευάστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα (1890-94) σε απόσταση περίπου 1.500 μέτρων από τα δυτικά τείχη του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης. Τη διαχείριση και εκμετάλλευση του έργου της υδροδότησης της Θεσσαλονίκης είχε αναλάβει τότε η Οθωμανική Εταιρεία Υδάτων (Compagnie Ottomane des Eaux de Salonique), την οποία είχαν ιδρύσει Βέλγοι κεφαλαιούχοι το 1888 με έδρα την Κωνσταντινούπολη. Το έργο κατασκεύασαν Βέλγοι τεχνικοί.
Η εγκατάσταση νέου, σύγχρονου δικτύου ύδρευσης αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότατα έργα υποδομής που υλοποιήθηκαν στη Θεσσαλονίκη στα τέλη του 19ου αιώνα (σιδηρόδρομοι, αεριόφως, λιμάνι, τροχιόδρομοι, ηλεκτροδότηση). Η κατασκευή του Κεντρικού Αντλιοστασίου ανήκει στα έργα της πρώτης φάσης, που περιέλαβε τα σημεία υδροληψίας από αρτεσιανά φρέατα στην πεδιάδα της Σίνδου -κοντά στο σημερινό Καλοχώρι-, καθώς επίσης εγκαταστάσεις άντλησης, μεταφοράς και δικτύου ύδρευσης. Το νερό έφτανε με φυσική ροή στο Κεντρικό Αντλιοστάσιο, από όπου με τη βοήθεια μεγάλων αντλιών διοχετευόταν αρχικά σε δύο και στη συνέχεια σε τρεις μεγάλες δεξαμενές (Βλατάδων, Κασσάνδρου, Ευαγγελίστριας). Σε αυτές προστέθηκε το 1924 και η δεξαμενή της Καλλιθέας.
Το συγκρότημα του Κεντρικού Αντλιοστασίου περιλάμβανε τρία κτίρια: την κεντρική αίθουσα μηχανημάτων, το λεβητοστάσιο και, σε συνέχεια με το λεβητοστάσιο, μια στεγασμένη αποθήκη κάρβουνου. Η κατοικία του διευθυντή, στα ανατολικά του συγκροτήματος, ολοκλήρωσε την κατασκευή.
Μέχρι το 1929 το αντλιοστάσιο λειτούργησε με δύο ατμοκίνητες αντλίες. Ωστόσο, η διαρκώς αυξανόμενη κατανάλωση νερού οδήγησε στην ενίσχυση της αντλητικής ικανότητάς του με την προσθήκη πετρελαιοκίνητων μηχανών «Korting» το 1914 και το 1924. Η τοποθέτηση το 1929 ενός μεγάλου πετρελαιοκινητήρα «ΜΑΝ», συνδεδεμένου συγχρόνως με δύο αντλίες, σήμανε και το τέλος της ατμοκίνησης.
Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο αντλιοστάσιο λειτουργούσαν πλέον ηλεκτροκίνητες αντλίες. Η τροφοδοσία τους με ηλεκτρικό ρεύμα γινόταν από τρία ηλεκτροπαραγωγά ζεύγη, ένα αμερικανικής κατασκευής («Buckeye -Westinghouse») και δύο αγγλικής («Mirrlees» – «Brush»), που παραχωρήθηκαν και εγκαταστάθηκαν στα πλαίσια της βοήθειας ανασυγκρότησης της Ελλάδας. Ο νεότερος αυτός μηχανολογικός εξοπλισμός, που διατηρείται έως σήμερα, εξασφάλισε μέχρι τη δεκαετία του 1960 την κίνηση των πέντε αντλητικών συγκροτημάτων, που στη συνέχεια τροφοδοτήθηκαν από το δίκτυο της ΔΕΗ και λειτούργησαν αδιάκοπα έως και το 1978.
Το Κεντρικό Αντλιοστάσιο λειτούργησε απρόσκοπτα έως το 1978. Το 1984 το Διοικητικό Συμβούλιο του τότε Οργανισμού Υδρεύσεως Θεσσαλονίκης αποφάσισε τη μετατροπή του σε μουσείο. Το 1987, μετά από πρόταση της 4ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού, χαρακτηρίστηκε διατηρητέο μνημείο. Το έργο «Αποκατάσταση του Κεντρικού Αντλιοστασίου και μετατροπή του σε Μουσείο Υδρεύσεως» εντάχθηκε το 1995 στο Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας (Β’ Κ.Π.Σ.) και στο Πρόγραμμα Έργων του ΟΠΠΕ-Θ ’97 με ευθύνη του Υπουργείου Πολιτισμού, υλοποιήθηκε δε από την 4η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων.
Το 2000 ολοκληρώθηκε η αποκατάσταση των τριών κτιρίων του ιστορικού συνόλου μαζί με το μηχανολογικό τους εξοπλισμό και διαμορφώθηκε ο περιβάλλων χώρος συνολικής έκτασης 3.000 τ.μ. Η αλλαγή χρήσης του διατηρητέου συγκροτήματος αποσκοπούσε στη δημιουργία ενός μουσείου – ζωντανού χώρου πολιτισμού, που θα συνδυάζει το αποκατεστημένο αντλιοστάσιο με τον ιστορικό του μηχανολογικό εξοπλισμό σε λειτουργία και, παράλληλα, θα αποτελεί κέντρο τεκμηρίωσης, έρευνας και ανάδειξης ενός σημαντικού έργου υποδομής για την πόλη.
Την ίδια ώρα, το μουσείο, μέσα από οργανωμένες επισκέψεις σχολικών ομάδων, συνεισφέρει στη βιωματική επαφή των μαθητών με την ιστορία της υδροδότησης της Θεσσαλονίκης. Κατ’ επέκταση συμβάλλει στην ευαισθητοποίηση των νέων πάνω σε θέματα εξοικονόμησης νερού και προστασίας του περιβάλλοντος, σε μια περίοδο κατά την οποία τα θέματα της λειψυδρίας και της ερημοποίησης έχουν δυστυχώς μπει στην ατζέντα της επικαιρότητας.
NOESIS
Ο Αρχιτεκτονικός Σχεδιασμός του ΝΟΗΣΙΣ
Αρχιτεκτονική Σύλληψη: Πάνος Τζώνος, Ξανθίππη Χόιπελ, Ελένη Σπάνια Αρχιτεκτονική Συμβουλή: Denise Laming Έτος ίδρυσης: 2001 Έτος ανοίγματος για το κοινό: 2004
Πριν δύο χιλιάδες τριακόσια χρόνια, ο Αρχιμήδης διατύπωσε τη θέση για ένα από τα πιο σημαντικά εργαλεία του ανθρώπου: τη σφήνα. Ένα εργαλείο με πολλαπλές χρήσεις, που αποτέλεσε τον πρόδρομο του μοχλού. Ένα εργαλείο που πολλαπλασιάζει τη δύναμη του ανθρώπου και βελτιώνει, με χιλιάδες εφαρμογές, τη ζωή του.
Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός του ΝΟΗΣΙΣ επικεντρώθηκε στην ανάδειξη αυτού του πρώτου βασικού εργαλείου, της σφήνας/μοχλού. Η προσεκτική παρατήρηση της πλάγιας όψης των κτιριακών εγκαταστάσεων αποκαλύπτει πως πρόκειται για την ανάπτυξη, σε μεγάλη κλίμακα, μιας σφήνας, η οποία τείνει να ανασηκώσει μια σφαίρα, τη Γη.
Ο λόγος που οδήγησε στην επιλογή αυτού του αρχιτεκτονικού σχεδίου, πέρα από τις αντικειμενικές ανάγκες του κτιρίου (ένταξη στο φυσικό περιβάλλον, εργονομία κλπ), ήταν η διάθεση να έχουν οι κτιριακές εγκαταστάσεις μια αναφορά: να αναγνωρίζει τη σημαντική συμβολή της Αρχαίας Ελληνικής Επιστήμης και Τεχνολογίας, μέσω ενός από τους πιο σημαντικούς εκφραστές της, του λαμπρού αρχαίου μηχανικού Αρχιμήδη, που διατύπωσε το περίφημο «Δως μοι πα στω και ταν γαν κινάσω» («Δώστε μου πού να σταθώ και θα κινήσω τη Γη»), όταν ανακάλυψε τις απεριόριστες δυνατότητες του μοχλού.
Παράλληλα, ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός αποκαλύπτει το συμβολικό ρόλο που καλείται να παίξει το ΝΟΗΣΙΣ. Να λειτουργήσει, δηλαδή, συνδυάζοντας τη δύναμη της σφήνας, ως ένας μοχλός. Ένας μοχλός, που θα διευκολύνει τον άνθρωπο στο δύσκολο έργο της επιστημονικής αναζήτησης και θα τον βοηθήσει να σηκώσει το βάρος της ευθύνης για τη συνέχεια και την εξέλιξη αυτής της αναζήτησης.
*όλες οι φωτογραφίες έγιναν με τις άδειες των διευθύνσεων των κτιρίων