Έλα να σου συστήσω τον Νικόλα
Μια γνωριμία, με ανθρώπους της πόλης, αφηγήσεις, ιστορίες που περιμένουν να ακουστούν
Ο Νικόλας Κουτσοδόντης ξεχώρισε από την πρώτη στιγμή που έκανε την εμφάνιση του στο ποιητικό γίγνεσθαι. Γεννημένος στην Αθήνα με καταγωγή από την Άνδρο επέλεξε να ζει στην Θεσσαλονίκη.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε η τρίτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Ίσως φύγεις στο εξωτερικό» από τις εκδόσεις Θράκα.
«Μεγάλωσα στην Νεάπολη Εξαρχείων, έχω καταγωγή από την Άνδρο και έζησα ήρεμα παιδικά χρόνια. Είμαι μοναχοπαίδι, ένιωθα πάντα λίγο μοναχικά, μου ήταν δύσκολο να δομήσω κοινωνικές σχέσεις. Ήμουν ανέκαθεν το περίεργο παιδί με αποτέλεσμα να υπάρχει και το bullying. Όχι για την σεξουαλικότητα μου γιατί δεν φαινόταν. Κάτι που ξάφνιασε και τους γονείς μου. Δεν το είχαν υποψιαστεί, ήταν έκπληξη γ αυτόυς. Η αγωνία μεταξύ άλλων ήταν τι θα πει η κοινωνία της Άνδρου για την οικογένεια μας.
Τα 90ς ήταν πιο άγρια χρόνια. Υπήρχαν συγκρούσεις, τα παιδιά χωρίζονταν σε ομάδες και ήμουν πάντα σε αυτήν με τους περίεργους, τους outsiders. Οι γονείς σήμερα ανήκουν στην γενιά των millennials με αποτέλεσμα να είναι διαφορετική η διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους, ο τρόπος που τους μαθαίνουν να συμπεριφέρονται έχει μέριμνα και ενσυναίσθηση.
Όχι ότι έχουμε φτάσει στο ιδανικό, πάντα θα υπάρχουν κατάλληλοι και ακατάλληλοι γονείς, αλλά στις ημέρες μας υπάρχει παραπάνω προσπάθεια και ευαισθησία. Έχουμε μεγαλύτερη οικειότητα με την έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σήμερα. Είναι τέτοιες οι κοινωνικές σχέσεις και οι εξελίξεις που ο κόσμος αλλάζει προς το καλό αλλά πάντα θα συνυπάρχει το κακό και η βία».
Στην Άνδρο ήταν ελεύθερος, ξένοιαστος ενώ στην μεγάλη πόλη υπήρχαν πάντα περιορισμοί.
«Οι γονείς μου ήταν φοβικοί γιατί είμαι μοναχοπαίδι και γιατί δεν με είχαν ποτέ εμπιστοσύνη, ακόμα και σήμερα συμβαίνει αυτό. Είχαν το φόβο ότι θα παρασυρθώ, κάτι που δεν έγινε, παρ όλα αυτά καμία μου επιλογή δεν την ενέκριναν με ευκολία. Δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν το λόγο που θέλω να εκδώσω μια ποιητική συλλογή και γιατί έχω επιλέξει να ζώ από την ποίηση. Την σεξουαλικότητα μου φυσικά δεν μπορούσαν επίσης να την αποδεχτούν αλλά και ούτε την πολιτική μου θέση. Θεωρούσαν ότι καταστρέφω τη ζωή μου. Αλλά έτσι είναι οι γονείς. Έχουν ένα μόνιμο φόβο. Πίστευαν ότι ένας πιο συμβατικός τρόπος ζωής θα με έκανε περισσότερο χαρούμενο και ευτυχισμένο. Οι δικοί μου δεν είχαν επαφή με το βιβλίο, δεν είχαμε βιβλία στο σπίτι. Μου άρεσαν σαν αντικείμενα γιατί μικρός ήθελα να γίνω αρχαιολόγος.
Κάπου εκεί στην εφηβεία δεν ξέρω πως ακριβώς ξεκίνησε , ίσως επειδή άκουγα Ροκ και οι τραγουδιστές όπως ο Μόρισον και ο Σιδηρόπουλος αναφέρονταν στους αγαπημένους τους συγγραφείς, ξεκίνησα να διαβάζω. Αλλά και πάλι ήταν δύσκολο για ένα παιδί της εργατικής τάξης να καταλάβει πως το διάβασμα και το γράψιμο με όλα τα ρίσκα και όλες τις δυσκολίες είναι ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσει στην ζωή του. Η ποίηση ήταν αυτή που έδωσε χώρο στο εκρηκτικό συναίσθημα που είχα μέσα μου να εκφραστεί χωρίς να υπάρχει δομή και κανόνες.
Δεν ήξερα καθόλου τι ήθελα να κάνω στην ζωή μου. Πίστευα ότι μου ταίριαζε κάτι θεωρητικό. Σπούδασα Κοινωνιολογία στην Πάντειο. Δεν μπορώ να πω ότι το μετάνιωσα άσχετα αν δεν το εξάσκησα ποτέ. Δεν ήταν καθόλου απελευθερωτική η φοιτητική ζωή διότι έμεινα Αθήνα με τους γονείς μου. Δεν άλλαξε κάτι εκτός από το γεγονός πως ανέπτυξα μια πολιτική δράση για μερικά χρόνια μέσα από την Κομμουνιστική Νεολαία. Ανήκω στην γενιά του άρθρου 16 και ήταν πολύ βασικό να κινητοποιηθούμε και καταφέραμε να αποσυρθεί τελικά ή τότε ρύθμιση της κυβέρνησης υπερ των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Δεν έχω πια οργανωμένη πολιτική ζωή, αλλά από εκείνα τα χρόνια έχω κρατήσει την ταξική μου συνείδηση. Την συνειδητοποίηση πως εγώ και τα μεγάλα αφεντικά δεν έχουμε τίποτα κοινό, δεν έχουμε το ίδιο συμφέρον. Πως υπάρχει η φανερή βία που όλοι αναγνωρίζομε αλλά η βία στον εργασιακό χώρο είναι άλλου επιπέδου.
Τα μισά ένσημα είναι βία, ο εκβιασμός γιατί έχεις ανάγκη τα λεφτά για την επιβίωση είναι βία, ο βασικός μισθός που δεν φτάνει καν τα επτακόσια ευρώ, οι κακές συνθήκες εργασίας και μια πόλη που αλλάζει βίαια και τρομακτικά. Μερικά χρόνια πριν την πολιτική κρίση, βίωσα τους Ολυμπιακούς αγώνες, τα απόνερα του ΠΑΣΟΚ, μια πόλη στην αρχή του εξευγενισμού ολόκληρων περιοχών, στην αρχή της ασύδοτης τουριστικοποίησης. Η Αθήνα που θυμάμαι, το κέντρο, τα Εξάρχεια έχουν χάσει τον χαρακτήρα τους. Δεν αισθάνομαι ασφάλεια με τόσους τουρίστες, τόση αστυνομοκρατία, έχει γίνει μια πόλη ανυπόφορη».
Ο στρατός τον έκανε να συνειδητοποιήσει πως θα πρέπει να αρχίσει μια θεραπευτική σχέση και η ψυχολόγος τον βοήθησε να πιστέψει στον εαυτό του και να καταλάβει πως το πεπρωμένο του είναι να γράφει ποίηση.
«Δεν είχα καθόλου αυτοπεποίθηση, δεν κυνήγησα κάποια θέση. Περιπλανήθηκα μεταξύ διάφορων επαγγελμάτων και ανεργίας. Όταν κατάλαβα πως μπορώ να γράψω και αυτό θέλω να κάνω στην ζωή μου τότε μόνο πίστεψα πραγματικά στις δυνατότητες μου. Με βοήθησε πολύ το σινεμά. Η γραφή μου έχει εικόνες, είναι κινηματογραφική. Η ποίηση είναι η τέχνη που χρειάζεσαι τα λιγότερα λεφτά για να τη δημιουργήσεις. Δεν θα μπορούσα να γίνω κινηματογραφιστής, δεν έχω τα χρήματα που απαιτούνται, και δεν τα πάω καλά με την τεχνολογία. Ενώ ένα κομμάτι χαρτί και ένα μολύβι είναι πολύ πιο εύκολος τρόπος να δημιουργήσεις».
Ξεχώριζε ποιήματα παρά ποιητές. Ο Ρίτσος, ο Ντέιβιντ Κούπερ όταν γράφει για την ανάσα ενός αγοριού που μυρίζει χάμπουργκερ, η Μαίρη Ρενώ με την κλασική γκέι πεζογραφία της, όπως κι ο Κλάους Μάν και ο Τζέιμς Μπόλντουιν, ο Χριστιανόπουλος και ο τρόπος που ζει ερωτικά στο φυσικό τοπίο της Θεσσαλονίκης, η ματιά του Ιωάννου, του Ασλάνογλου.
«Έστειλα κάποια ποιήματα μου στο ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος – σπουδαστήριο Νεοελληνικής ποίησης και παρακολούθησα εργαστήρια ποίησης για δύο χρόνια. Γνώρισα εκεί και άλλα πλάσματα σαν εμένα που έγραφαν, την νέα γενιά ποιητών, και το 2017 κυκλοφόρησε το πρώτο μου βιβλίο με τίτλο «Χαλκομανία», το οποίο θα βγει σύντομα και πάλι από τις εκδόσεις Θράκα σε αναθεωρημένη έκδοση. Στο πρώτο αυτό βιβλίο οφείλω πολλά. Γνώρισα σημαντικούς ποιητές, μεταφραστές, εκδότες μπήκα με λίγα λόγια στο συνάφι, μου άνοιξε το δρόμο και ήταν υποψήφιο για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή στα λογοτεχνικά βραβεία Αναγνώστη το 2018. Είχε μια ενότητα κοινωνικής πολιτικής και μια ενότητα ερωτική, όχι τόσο ξεκάθαρη γιατί δεν είχα βρει απόλυτα τα πατήματα μου τότε. Στην τωρινή του επεξεργασία έχω αλλάξει κάποια πράγματα.
Μετά από τέσσερα χρόνια το 2021 βγαίνει η δεύτερη ποιητική μου συλλογή, το «Μόνο κανέναν μη μου φέρεις σπίτι» από τις εκδόσεις Θράκα, έναν εκδοτικό οίκο με έδρα την Λάρισα. Η πολιτική του εκδοτικού είναι η αποκέντρωση της τέχνης και της ποίησης, να μην είναι όλα εξαρτώμενα από την πρωτεύουσα. Το πιστεύω πολύ αυτό, όσο ζω στην Θεσσαλονίκη ανακαλύπτω πως υπάρχουν άνθρωποι που δημιουργούν, που έχουν δυνατότητες, δυστυχώς όμως στην Ελλάδα όλα τα απορροφά η Αθήνα. Το 2013 δημιουργείται ο εκδοτικός οίκος, το περιοδικό Θράκα και το Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης. Ο τίτλος του δεύτερου βιβλίου είναι από το ποίημα «Νησιωτική ηθική» και δεν είναι η δική μου ιστορία αλλά ενός φίλου. Η ατάκα βέβαια έχει ειπωθεί και σε εμένα και σε πολλούς από εμάς «Κάνε ότι θέλεις… μόνο κανέναν μη μου φέρεις σπίτι». Στο βιβλίο αυτό φέρνω ανθρώπους στο σπίτι, συνοδοιπόρους μου από το παρελθόν, που έρχονται να πούνε την ιστορία τους.
Στόχος μου είναι να περιγράψω την εμπειρία ενός αποσυνάγωγου, ενός μη αποδεκτού ανθρώπου που δεν μπορεί να συμβαδίσει και είναι παράταιρος. Ένα βιβλίο παρηγοριάς που συγκεντρώνει ανθρώπους που δεν ταιριάζουν πουθενά. Η εμπειρία ως φαντάρος, η εμπειρία ως γιός, η αποκάλυψη της σεξουαλικότητας. Το 2021 συγκεντρωνόμαστε μια παρέα ανθρώπων και με την στήριξη του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ και τις εκδόσεις Θράκα δημιουργούμε την πρώτη «Ανθολογία Ελληνικής Queer ποίησης». Στην Queer ποίηση εκφράζεται πολύ πένθος και όχι χαρά, κουβαλάμε το συλλογικό τραύμα. Είναι δύσκολο να ξεπεραστεί όταν ο κοινωνικός σου περίγυρος δεν μπορεί να χαρεί με την χαρά σου, με τη ζωή και τις επιλογές σου γιατί θεωρεί πως είσαι ανώμαλος, πιστεύουν ότι δεν θα καταφέρεις να είσαι ευτυχισμένος, δεν θα κάνεις οικογένεια και παιδιά με την έννοια που το έχουν αυτοί στο κεφάλι τους, με την ευτυχία όπως πιστεύει η πλειοψηφία ότι πρέπει να είναι. Όταν γράφεις Queer ποίηση μπορεί να δεχτείς μια κριτική επίθεση πως γράφεις συνέχεια για την ερωτική σου ταυτότητα.
Δεν μπορούν να καταλάβουν ότι αυτό είναι η δική σου πολιτική στάση, η ζωή σου και οι ίδιοι ως ετεροφυλόφιλοι μπορεί να κάνουν το ίδιο, να γράφουν για την γυναίκα και τα παιδιά τους, πόσο ευτυχισμένοι και ερωτευμένοι είναι. Όταν εγώ γράφω για τον άντρα μου, τον τρόπο που με αγκαλιάζει, το βαφτίζουν βίτσιο. Η δική τους οικογένεια και ο έρωτας είναι μια ποίηση οικουμενική, μια ποίηση υψηλή, ενώ αυτό που γράφω εγώ είναι κάτι που δεν πρέπει να αφορά κανέναν».
Την Θεσσαλονίκη την γνώρισε ως επισκέπτης, λόγο της διετούς σχέσης του με έναν φοιτητή που σπούδαζε Θεσσαλονίκη. Όταν αυτός έφυγε στο εξωτερικό και χωρίσανε, η ανάγκη μιας μεγάλης αλλαγής τον οδήγησε στην απόφαση να μετακομίσει στην Θεσσαλονίκη για να ολοκληρώσει το τρίτο του βιβλίο, το οποίο έχει να κάνει με την αρχή και το τέλος μιας σχέσης. Έχει μόλις κυκλοφορήσει με τίτλο «Ίσως φύγεις στο εξωτερικό».
«Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη που επέλεξα. Έχει πολλά περισσότερα να σου διδάξει από ότι η Αθήνα. Είναι μια πόλη που κουβαλάει πολύ πόνο. Είναι η πόλη του Παγκρατίδη, των Εβραίων που χάθηκαν, των εργατών και των απεργών, του Λαμπράκη, του Πόλκ, του Χριστιανόπουλου, του Ασλάνογλου, του Ιωάννου.
Ένας από τους στόχους μου είναι να συμβάλλω όσο μπορώ στην φιλαναγνωσία. Στην προώθηση της ποίησης και της λογοτεχνίας στην νέα γενιά. Υπάρχει χώρος για να εκφράσεις την αλήθεια σου. Μπορείς να είσαι ο εαυτός σου. Υπάρχουν οι άνθρωποι σήμερα που μπορούν να καταλάβουν αυτό που γράφεις χωρίς να το κρίνουν με παρωχημένους κανόνες. Την αλήθεια μας εμείς θα την πούμε και θα την πούμε πολύ ανοιχτά. Δεν είμαστε μόδα αλλά ένα κομμάτι της κοινωνίας που διεκδικεί να λέει φανερά την αλήθεια του.
Μέσα από το τελευταίο μου βιβλίο το «Ίσως φύγεις στο εξωτερικό» κατάφερα να εκφράσω τον πόνο που ένιωσα από την απώλεια ενός ανθρώπου που αγάπησα. Είναι ένας τρόπος να πω στους αναγνώστες μου να φροντίζουν τους γύρω τους, να δείχνουν κατανόηση, να αγκαλιάζουν. Τους καλώ να θυμηθούν τις δικές τους στιγμές απώλειας γιατί είναι ένα βιβλίο γραμμένο για την τρυφερότητα ως πολιτική, για την φροντίδα που χρειαζόμαστε ώστε να πάρουμε δυνάμεις να αντιμετωπίσουμε έναν βίαιο κόσμο τον οποίο πρέπει να αλλάξουμε, να τον κάνουμε ανθρωπινότερο. Είναι σαν να καλώ να με αγκαλιάσουν και να αγκαλιάσουν τον εαυτό τους. Να εκτιμήσουν αυτό που έχουν στην ζωή τους και να διεκδικούν ένα καλύτερο αύριο».
Το «Ίσως φύγεις στο εξωτερικό» παρουσιάστηκε στα πλαίσια του Queer Φέστιβαλ Come as you are στη Λάρισα στις 23 Μαίου και πρόκειται να παρουσιαστεί στην Θεσσαλονίκη στο Ήλεκτρον καφέ (πλ. Αγίου Γεωργίου 13, Ροτόντα) στις 7 Ιουνίου και ώρα 19:00 από τους Χλόη Κουτσουμπέλη (ποιήτρια) και Δήμο Χλωπτσιούδη (κριτικό και ποιητή), ενώ θα παρουσιαστεί και στην Αθήνα στις 16 Ιουνίου στο καφέ Διπλό (Θεμιστοκλέους 70, Εξάρχεια) στις 19:00, όπου θα μιλήσουν γι’ αυτό οι: Κατερίνα Ηλιοπούλου, ποιήτρια και επιμελήτρια του βιβλίου, η Ελένη Τσαντίλη, κριτικός, η Βαρβάρα Ρούσσου, μέλος Ε.ΔΙ.Π. τμήματος θεωρίας και ιστορίας τέχνης της ΑΣΚΤ και κριτικός και ο Χάρης Οταμπάσης, Διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.