Ένα χρονικό για τα "Πράσινα Φανάρια"
Επιστροφή στις μνήμες της παιδικής ηλικίας με αφορμή την καταγωγή του τοπωνυμίου στην Πυλαία
Λέξεις: Ηρακλής Καζάκης
Μια εκδοχή που βρήκα πρόσφατα στο Διαδίκτυο και αναφέρεται στην περιοχή των Πράσινων Φαναριών, συσχετίζει την ονομασία όλης της περιοχής αυτής, με αφορμή λέει το σηματοδότη οδικής κυκλοφορίας που τοποθετήθηκε στην διασταύρωση που είναι λίγο πριν από το αεροδρόμιο.
Εγώ όπως και κάποιοι παλαιότεροι γνωρίζω ότι η εκδοχή αυτή για το από που μπορεί να προέκυψε η ονοματολογία αυτή σαν τοπωνύμιο, είναι προφανώς εντελώς αυθαίρετη και βασικά λαθεμένη.
Από το 1960 περίπου πρώτο λειτούργησε πασίγνωστο ψητοπωλείο “ταβέρνα” με ονομασία “τα Πράσινα Φανάρια” και όλη του η εξωτερική αυλή, που ήταν και το σήμα κατατεθέν του μαγαζιού ήταν γεμάτη με πράσινα φαναράκια που έφταναν μέχρι το πεζοδρόμιο του κεντρικού δρόμου.
Η ταβέρνα αυτή έμεινε για πολλά χρόνια διάσημη όπως και αυτή του “Κρικέλα”.
Η ταβέρνα ήταν λίγα μέτρα πριν από τη σημερινή διασταύρωση πηγαίνοντας από το Φοίνικα προς το αεροδρόμιο και λίγο πριν από τη διασταύρωση της Γεωργικής Σχολής, στην αριστερή πλευρά του κεντρικού δρόμου, παράλληλα στην τότε εποχή η ευρύτερη περιοχή ήταν βασικά μόνο χωράφια με ένα μικρό βενζινάδικο στην απέναντι πλευρά.
Στην ταβέρνα τα “Πράσινα Φανάρια’” συχνοί θαμώνες ήταν και πολλές διασημότητες της εποχής π.χ. ο Αριστοτέλης Ωνάσης κ.α.
Το εν λόγω μαγαζί το είχε δημιουργήσει ο θείος μου, από την πλευρά της μάνας μου, ο Φάνης Γκελής στην άκρη του μεγάλου αμπελιού του παππού Βασίλη Γκελή.
Όσο για το όνομα του μαγαζιού, υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας των διαφωνιών με τον παππού, καθ’ ότι ο Φάνης θαμαστής της περιβόητης τότε ταινίας “Κόκκινα Φανάρια” βάφτισε το μαγαζί “Πράσινα Φανάρια”.
Μιλάμε λοιπόν για μια εποχή που κάθε άνοιξη με το κάρο του παππού μετακόμιζα για να παραμείνω μέχρι το φθινόπωρο στο ‘’τσαρδάκι’’ που είχε στο αμπέλι, κατασκευασμένο από *κηρπίτσια (*πληθειά – αυτοσχέδια χωματένια τούβλα) με ξύλα -καλάμια και πισσόχαρτο.
Κάνοντας την διαδρομή από την Πυλαία περνώντας πάνω από το πέτρινο ‘”γιοφύρι’” κάπου στο σημερινό τέρμα του λεωφορείου του 11 και συνεχίζοντας τη διαδρομή μέσα από συνεχόμενους καρόδρομους – χωματόδρομους, φτάνοντας και περνώντας πλευρικά από το τώρα εγκαταλειμμένο ξωκλήσι του Αι Γιώργη, για να φτάσουμε μέχρι την Γεωργική Σχολή.
Υπόψιν ότι, η σημερινή οδός Πρασακάκη, τότε ήταν ένας ατέλειωτος υπέροχος χωματόδρομος και με το χώμα που άφηναν τα κάρα που πέρναγαν, να είναι μια λεπτότατη πούδρα, στα τμήματα που δεν είχε κοτρόνες, χαιρόμασταν να την περπατάμε ξυπόλητοι.
Οι πιτσιρικάδες σπάνια φορούσαμε παπούτσια το καλοκαίρι, καθώς τότε η βασική μας ενδυμασία ήταν ένα μαύρο κοντό παντελονάκι κάτι σαν σώβρακο, που συνήθως ήταν κατασκευή από καραβόπανο και ένα λάστιχο περασμένο στη μέση και η μάνα μου το ύφαινε στον αργαλειό.
Όσο για τα πόδια, φοράγαμε κάτι σανδάλια ιδιοκατασκευής από δυο πλανόδιους παπουτσήδες, φτιαγμένα από χονδρό δέρμα και σόλες κομμένες από τα λάστιχα “αυτοκινήτου”.
Το φως στο τσαρδάκι εννοείται πως ήταν με τις λάμπες πετρελαίου, της λεγόμενες γκαζόλαμπες. Έτσι κι αλλιώς ούτε στην Πυλαία υπήρχε τότε ιδιαίτερα διαδεδομένο ακόμη το ηλεκτρικό, καθώς και το τρεχούμενο νερό το προμηθευόμασταν από τις διάφορες διάσπαρτες στις γειτονιές κοινοτικές βρύσες και το κουβαλούσαμε με κουβάδες η κιούπια. Το μαγείρεμα φυσικά γινόταν με κάτι χάλκινες γκαζιέρες όπου τρομπάριζες και αέρα μαζί.
Όσο για το νερό στο τσαρδάκι, το βγάζαμε με την “τουλούμπα” (χειροκίνητη αντλία που έβγαζε το νερό από την γεώτρηση), αφού πρώτα έκλεινες με την παλάμη το στόμιο της και έριχνες λίγο νερό για να αντλήσεις στη συνέχεια και το νερό που διέφευγε, μέσα από ένα μικρό χωματένιο αυλάκι όπου κατέληγε στον απίστευτης ποικιλίας λαχανόκηπο, τις γιαγιάς μου της Στέλλας.
Αυτοσχέδιος συναγερμός
Ο παππούς είχε κατασκευάσει και ένα σύστημα συναγερμού, με τα μικρά τενεκεδένια κουτάκια από το απέναντι βενζινάδικο “κουτάκια από λάδι μηχανής” στο μέγεθος των σημερινών αναψυκτικών, που τα κρέμαγε σε τσαμπιά και ήταν ανεβασμένα σε στύλους, συνδεδεμένα με σύρμα και κατέληγαν σε ένα κεντρικό σημείο και κάθε πρωί, τα κουδουνίζαμε προκαλώντας τεράστια ντενεκεδοφασαρία για να αποτρέπουμε τα πουλιά που χάλαγαν τις ρόγες από τα σταφύλια.
Από την απέναντι πλευρά στη μεριά της θάλασσας, ήταν η λεγόμενη “κάρα πλαζ” όπου κάποιες φορές κατεβαίναμε για κολύμπι ή για να βγάλει μύδια ο παππούς, αλλά κυρίως, ήταν οι ψαράδες φίλοι του και βασικά συμπαίκτες στο τάβλι και τα ουζάκια, έχοντας τα περίεργα ονόματα – παρατσούκλια Αγρίμης και Ντόγκας. Εννοείται ότι την εποχή εκείνη είχε πολλά ψάρια η περιοχή, ενώ τα δελφίνια έβγαιναν κατά κοπάδια μέχρι και την ακτή.
Όπως ειπώθηκε και πιο πάνω οι μετακινήσεις αυτές γινόταν βασικά με τα “κάρα”. Θυμάμαι που οι γονείς μου, μια που ήμουν όλα τα καλοκαίρια με τους παππούδες, κάποιο απόγευμα κομβόι με τα διάφορα “κάρα”, πέρασαν και με μαζέψαν για να πάμε στο πανηγύρι της Αγίας Αναστασίας μάλλον και με μια ενδιάμεση στάση που περιλάμβανε διανυκτέρευση στα Βασιλικά, με την απαραίτητη στρωματσάδα στην ύπαιθρο και μαζεμένο πολύ κόσμο από την Πυλαία.
Ακόμη μια μεγάλη γιορτή, ήταν η εποχή του τρύγου των αμπελιών, με το πάτημα των σταφυλιών στην αυλή του σπιτιού του παππού Βασίλη, με τις πολλές θείες και τη συμμετοχή όλης της γειτονιάς καθώς και στη συνέχεια οι διάφορες διαβουλεύσεις για την ποσότητα από το ρετσίνι στα βαρέλια, καθώς και της συνταγής για το ούζο και το τσίπουρο με τον Μπεχτσί (αγροφύλακα) τον Τράικο και άλλους.
Από κάποια αφήγηση της μάνας μου, καθ’ ότι η ποιο μεγάλη από τις αδερφές μαζί με θείο Φάνη, την εποχή της Γερμανικής κατοχής λέει μέσα στα τελάρα με τα σταφύλια κρύβονταν και μετακινούνταν και διάφορα πολεμοφόδια για τους αντάρτες που έδρευαν στα γύρω ορεινά της Πυλαίας.
Ακόμη θυμάμαι καθαρά ένα από τα τότε παιδικά ενδιαφέροντά μας, που ήταν η συχνή μας επίσκεψη στους τότε σκουπιδότοπους, διάσπαρτους στην Πυλαία που τους αποκαλούσαμε ‘’χαλίκια’’ και κάλυπταν την εξερευνητική μας περιέργεια για τα άγνωστα αντικείμενα.
Τότε στη γειτονιά, κολλητή μου φίλοι ήταν τα “Παναούδια” ( τα δυο παιδιά, του πασίγνωστου τότε (Παναγή του λούστρου του κοντού) που είχε και σοβαρό πρόβλημα με το αλκοόλ, δηλαδή παρίες τις γειτονιάς, στη συνέχεια μεγάλωσαν σε ορφανοτροφείο – και διέπρεψαν, ο ένας έγινε στρατιωτικός γιατρός και ο άλλος διευθυντής λυκείου, υπέροχα παιδιά και με τεράστια φιλομάθεια, σε αντίθεση με εμάς τους υπόλοιπους που είχαμε το μυαλό μας μόνο στα παιχνίδια.
Ο Παναγής ο λούστρος , ο Τόφος η Φούλης και ο Νίκος από τα Μάλγαρα (κουτσός λούστρος) ήταν συνήθως η ατραξιόν στα κεντρικά καφενεία του χωριού και μπροστά από το περίπτερο του “Τσούτσου Προύτσου” που και τώρα είναι περίπτερο πίσω από το Πέτρινο, δεχόταν τα χωρατά και τα πειράγματα, οι μεν δυο πρώτοι με αθωότητα, ενώ ο Νίκος ήταν και “χαμνός” (κακότροπος), όπου με μια σφεντόνα πετροβολούσε επικίνδυνα κάποιες φορές (ίσιαντέβοντας σε όπως έλεγε)
Εδώ επιτρέψτε μου να θυμίσω και κάτι του νομπελίστα, Γάλλου Αλγερινού συγγραφέα Αλμπέρ Καμύ, που κάπου λέει “τι άνθρωπος θα γινόμουν, αν δεν ήμουν το παιδί που υπήρξα” στα παιδικά του χρόνια στο Αλγέρι, τα παιδιά έπαιζαν ποδόσφαιρο ξυπόλητα ακόμη κα στις λάσπες.
Προσπάθησα μέσα από αυτές τις λίγες αράδες με αυτό το μικρό χρονικό, να σκιαγραφήσω κάτι από εκείνα τα σχεδόν ανέφελα χρόνια, τώρα για αυτούς τους βιαστικούς εξυπνάκηδες του Internet που ανακάλυψαν όψιμα από που μπορεί να προκύπτει το τοπωνύμιο τα “Πράσινα Φανάρια” το αφήνω στην κρίση τη δική σας .
* Η μικρή αυτή επιφυλλίδα αφιερώνεται στη μνήμη και θύμηση, των αγαπημένων προσώπων όλων μας, πρόσωπα που περιδιάβηκαν αυτό τον τόπο και που δεν είναι πια μαζί μας.
** Η κεντρική φωτογραφία είναι τραβηγμένη μια “Πρωτομαγιά”, όπως ανεβαίνουμε από την Θεσσαλονίκη. Πίσω είναι η γωνία του Ανατόλια και είμαι με τους γονείς μου στην περίφημη τότε βόλτα που έφτανε από την Πυλαία μέχρι το Πανόραμα.