Ένα μυστικό εργαστήρι σε έναν δρόμο που δεν ξέραμε
Λέξεις-εικόνες: Βαγγελιώ Χρηστίδου Έξοδος από την πόλη δεν «έκατσε» – ο μπαμπάς στο χωριό έσπερνε και πότιζε καθημερινά κι εγώ αν πήγαινα θα ήμουν στα γραπτά μου – κι έτσι, όταν ο φίλος Θ. πρότεινε την Τετάρτη Πρωτομαγιά στην αυλή του στην Άνω Τούμπα, πέταξα σκούφια! Εκτός από βόλτα σε μια περιοχή σχεδόν πρωτόγνωρη, μας […]
Λέξεις-εικόνες: Βαγγελιώ Χρηστίδου
Έξοδος από την πόλη δεν «έκατσε» – ο μπαμπάς στο χωριό έσπερνε και πότιζε καθημερινά κι εγώ αν πήγαινα θα ήμουν στα γραπτά μου – κι έτσι, όταν ο φίλος Θ. πρότεινε την Τετάρτη Πρωτομαγιά στην αυλή του στην Άνω Τούμπα, πέταξα σκούφια! Εκτός από βόλτα σε μια περιοχή σχεδόν πρωτόγνωρη, μας περίμενε … κοντοσούβλι και μουσική συνάντηση. Και μόλις έμαθα ότι η μία από τις οδούς του, είναι η οδός… «Πρωτομαγιάς» και ότι ο πατέρας του κατασκευάζει χειροποίητα όργανα, άρπαξα και τη μηχανή, πήρα ένα πλωμαρίτικο ούζο για τη νοσταλγία, δύο μπύρες για τη δροσιά κι έφυγα!
Δεν είχα ξαναβρεθεί στην περιοχή της Άνω Τούμπας, της Πυλαίας και στα Κωνσταντινουπολίτικα, τουλάχιστον όχι με το αυτοκίνητό μου. Εκεί, στη Λαμπράκη και λίγο μετά το γήπεδο του ΠΑΟΚ χάθηκα λίγο, ομολογώ κι έτσι έμαθα και την Κάτω Τούμπα. Ουδεμία σχέση, φυσικά…
Η περιοχή των Κωνσταντινουπολίτικων σχεδόν άδεια από αυτοκίνητα – ήταν ίσως και η μέρα, αν και θεωρώ ότι κάπως έτσι είναι η εικόνα της συχνά – να θυμίζει λιγότερο Θεσσαλονίκη και περισσότερο εξοχή. Άπλετη θέα στον ουρανό, που προχτές ήταν και καταγάλανος και μεγάλες ανάσες ανακούφισης από το ψιλοχάος του κέντρου της πόλης. Είπαμε, Πρωτομαγιά, αλλά τα ήθη ως προς τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας… παραχαλάρωσαν.
Το πλωμαρίτικο ούζο – δεν θα το διαφημίσω ως προς τη μάρκα – το βρήκα στο περίπτερο της γειτονιάς μου και είπα να μην αντισταθώ. Το Πλωμάρι, είναι και ο τόπος γνωριμίας με το φίλο Θ. Οι μπύρες ήταν απαραίτητο αξεσουάρ, που υποσχέθηκα στον εαυτό μου για μόλις θα φτάναμε – δεν είχα μαζί μου νερό. Οι καστανιέτες για τη μουσική συνοδεία. Η φωτογραφική μηχανή, για όλα τα υπόλοιπα…
Η οδός «Πρωτομαγιάς» και το υπόγειο εργαστήρι
Το ομολογώ, ο ενθουσιασμός και η περιέργεια είχαν πάρει την πρώτη θέση μέχρι να φτάσω. Έτσι, όταν αντίκρισα την πινακίδα με το ιδιαίτερο όνομα δρόμου, ανήμερα της… ονομαστικής του εορτής, γέλασα μόνη μου. «Είναι από τις συμπτώσεις, που σε κάνουν να νιώθεις τυχερός», σκέφτηκα. Και τράβηξα μερικές φωτογραφίες, ταμπέλα και δρόμο, από πάνω μέχρι κάτω, να φανεί η άπλα και η χαλαρή διάθεση της περιοχής.
Προσφυγική περιοχή, αλλά όχι μόνο, όπου τα τέλη της δεκαετίας του ’70 – αρχές της δεκαετίας του ’80, άρχισαν να χτίζονται ιδιόκτητα σπίτια με αυλές. Παντού πικροδάφνες, ελιές, άπλα, ήλιος. Τσίκνα στους κήπους, αλλά παρά την ημέρα, όχι φασαρία. Πιο πολλή, κάναμε στην αυλή που ήμασταν – είχαμε και μουσικούς, γαρ.
Γνώρισα την οικογένεια, άφησα τα πεσκέσια, σύντομα βρέθηκα σε ένα άλλο μαγικό μέρος: ένα ευρύχωρο υπόγειο, όπου ο πατήρ – Αλέξανδρος Σιδηρόπουλος – φυλάει τα όργανα που κατασκευάζει. Μαζί με αυτά, τα μπουκάλια και τις κολοκύθες που ζωγραφίζει, διάφορα παλιά αντικείμενα, αλλά και όλη την καλή διάθεση και το κέφι, για τα γλέντια που κάνει εκεί με την οικογένειά του και τους φίλους της.
Η αλήθεια είναι, ότι ήμουν περίεργη για τα μπεντίρ (σ.σ. κρουστά παραδοσιακά, φτιαγμένα από ξύλινο πλαίσιο και μεμβράνη, συνήθως από δέρμα ζώου), που είχα μάθει ότι φτιάχνει. Σκεφτόμουν, μήπως πάρω ένα καινούριο. Εκεί κάτω, όμως, βρήκα μισό οργανοποιείο!
Και μέχρι να ψηθούν το κοντοσούβλι και τα μπιφτέκια, χάθηκα για λίγο στον κόσμο του υπογείου, παρέα με τα νταούλια, τα μπεντίρ, τις κουδούνες ζώων, τις νεροκολοκύθες, τα ζωγραφισμένα μπουκάλια και τους καθρέφτες και τα δύο… χρυσόψαρα. Να φαντάζομαι κρύες χειμωνιάτικες μέρες, να μυρίζω ξύλο και να χαζεύω το χαμηλοτάβανο δωμάτιο για ώρα…
Ο κ. Αλέξανδρος Σιδηρόπουλος, λέει, είναι πρώην υπάλληλος του ΟΤΕ, που συνταξιοδοτήθηκε το 2000. Ποντιακής καταγωγής, έτυχε να εργαστεί για 13 μήνες στη Μυτιλήνη, μέσα στη δεκαετία του ’70 και στη συνέχεια έζησε λόγω δουλειάς για τεσσεράμισι χρόνια στην Καστοριά, μέχρι να εγκατασταθεί μόνιμα στη Θεσσαλονίκη, αρχές της δεκαετίας του ’80. Σε κάθε πόλη, ξεκινούσε κι ένα καινούριο «χόμπι». Στη Μυτιλήνη άρχισε μόνος τους να ασχολείται με τη χαλκογραφία και με τις κατασκευές από σπιρτόκουτα (σπίτια, γέφυρες, παλάτια, κ.ά.). Συνέχισε το ίδιο και στην Καστοριά. Μπουκάλια, καθρέφτες και κολοκύθες ζωγραφισμένες, είδε να φτιάχνουν στην τηλεόραση και είπε να δοκιμάσει και ο ίδιος. Με καλό χέρι και… μεγάλη επιτυχία στα σχέδια!
Σήμερα είναι 69 ετών και απολαμβάνει τη σύζυγό του, τα παιδιά του, το εγγονάκι του και τη μεγάλη και χαρούμενη απ’ όσο πρόλαβα να γνωρίσω παρέα του, συχνά – πυκνά. Με το τουμπελέκι του, τη φωνή του, τις ιδέες του και τα χέρια του που, απ’ ότι μπορεί κανείς να δει, ότι πιάνουν το φτιάχνουν…
…φτιάχνοντας όργανα
Με τα όργανα και την κατασκευή τους άρχισε να ασχολείται πριν από 25 – 30 χρόνια, μένοντας πλέον μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. «Αγόρασα κάποια στιγμή ένα νταούλι από ένα γύφτο, για να μάθω να παίζω», μου είπε. «Μετά, σκέφτηκα: “εγώ δεν μπορώ να φτιάξω”; Κι άρχισα. Τα ξύλα που χρησιμοποιεί είναι απλά, το δέρμα μοσχαρίσιο ή κατσικίσιο. «Το καλύτερο δέρμα είναι από γαϊδούρι, αλλά πού να βρεις πλέον, δεν υπάρχουν γαϊδούρια», φτάσαμε να συζητάμε.
Τα μπεντιράκια του, τέλεια, στολισμένα, το ένα ειδικά σε κατάλληλη θερμοκρασία και κούρδισμα. Τα νταούλια δεν τόλμησα να τα βγάλω από τη θέση τους, τα θαύμασα έτσι, στεκούμενα. Κιθάρες, λίρες ποντιακές, τουμπελέκια, αυτά τα είχαν φτιάξει άλλοι.
Τα’ πα λίγο με τα ψάρια και βγήκα στο φως. Να πάρω μέρος σε πραγματικές μουσικές μέχρι να φύγω. Με ένα μπεντίρ στο χέρι, τη μηχανή στο άλλο. Και πιάσαμε – εκτός από τα … ψητά – τραγούδια από το μακεδονίτικο «Στη Σκάλα π’ ανεβαίνεις», μέχρι τη «Μπουρνοβαλιά» και το «Πάρε πια το δρόμο σου» του Άκη Σμυρναίου. Αργότερα η παρέα μεγάλωσε, ήρθε κι ένα «κλαρίνο» (σ.σ. έτσι αποκαλούνται συχνά οι παίκτες των οργάνων στο σινάφι των μουσικών: με το όνομα του οργάνου τους). Οπότε, ένα «τουμπελέκι», ένα «κλαρίνο», μια «κιθάρα», μια «κρουστή» (σ.σ. αυτό για το μπεντίρ) και πολλές… «φωνές», συνέθεσαν μια Πρωτομαγιά με νότες…
Στην οδό «Πρωτομαγιάς», γωνία με «Δημοκρατίας» κι έναν ήλιο να ζεσταίνει πρόσωπα και ψυχές…
*Κι ένα νοσταλγικό άσμα, ταιριαστό με την περίσταση: