Ένας θρύλος που τον έλεγαν Ακρόαμα
Της Ελένης Κουρτίδου Best Personal Loan Websites Τα είχε όλα! Τσιφτετέλι με ολίγον από ποιότητα, λάμψη μπουγελωμένη… με αλκοόλ… αθλητικό πνεύμα και λαϊκή απήχηση. Μπάσκετ, χαβαλές και κατανάλωση, τα τρία εθνικά σπορ της δεκαετίας του ’80, αντάμωναν στο ίδιο γήπεδο, τις μεταμεσονύχτιες ώρες. Το «τσακίρ κέφι» κράτησε περισσότερο από μια δεκαετία με έναν τρόπο περίεργο, […]
Της Ελένης Κουρτίδου
Τα είχε όλα! Τσιφτετέλι με ολίγον από ποιότητα, λάμψη μπουγελωμένη… με αλκοόλ… αθλητικό πνεύμα και λαϊκή απήχηση. Μπάσκετ, χαβαλές και κατανάλωση, τα τρία εθνικά σπορ της δεκαετίας του ’80, αντάμωναν στο ίδιο γήπεδο, τις μεταμεσονύχτιες ώρες.
Το «τσακίρ κέφι» κράτησε περισσότερο από μια δεκαετία με έναν τρόπο περίεργο, που συνδύαζε μουσικές από τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο και νοσταλγία των 60s. Ευφορία και ελαφρότητα λόγω του φρέσκου χρήματος και «εθνική ομοψυχία» από τις απρόσμενες, διεθνείς διακρίσεις στο μπάσκετ. Η Ελλάδα χόρευε σε ένα πάρτι διαρκείας.
«Κάθε φορά που ανοίγεις δρόµο στη ζωή…
…µην περιµένεις να σε βρει το μεσονύχτι…», τραγουδούσε ο Λαζόπουλος αυτοσχεδιάζοντας, πριν το μικρόφωνο περάσει από χέρι σε χέρι σε όλους τους θαµώνες, καλλίφωνους και παράφωνους, άσηµους και διάσηµους. Ήταν οι «νέοι εραστές της ζωντανής ελληνικής μουσικής», που υποδέχονταν τους φίλους τους στο πρώην «καφέ Νεφέλη», στην Αρετσού, ψάχνοντας νέους δρόµους στη νυχτερινή διασκέδαση. Το «τσακίρ κέφι» κράτησε περισσότερο από µια δεκαετία µε έναν τρόπο περίεργο, που συνδύαζε μουσικές από τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο και νοσταλγία των 60s, ευφορία και ελαφρότητα λόγω του φρέσκου χρήματος και «εθνική οµοψυχία» από τις απρόσµενες, διεθνείς διακρίσεις στο µπάσκετ. Η Ελλάδα χόρευε σε ένα πάρτι διαρκείας και το στέκι αυτό της πήγαινε γάντι εκείνη την εποχή.
Παρ’ ολίγον «Ελαφίνα»…
Στα µέσα της δεκαετίας του ’80, βασίλευαν, ακόµη, στη νύχτα της Θεσσαλονίκης, τα µεγάλα «μπουζουκτσίδικα» και οι «φίρµες». Ήταν τα «μαγαζιά των καταστάσεων», µε τις παραγγελιές, τον λουλουδοπόλεμο και το… κακοψημένο φιλέτο. Η Άντζελα Δηµητρίου και ο «δικός µας» Βασίλης Καρράς πλασάρονταν ως τα ανερχόµενα ονόµατα-κράχτες. Οι νέοι, όµως, ήταν αλλού. Είχε, ήδη, αρχίσει να φθίνει η εποχή της ντίσκο και άνοιγαν, δειλά δειλά, τα πρώτα κλαµπ, όπως τα «Lavalbone» και «Palladium».
Από την άλλη, υπήρχαν παρέες, όπως αυτή του Δημήτρη Φίστα, που είχαν το µεράκι της ελληνικής μουσικής. Φοιτητές της Νοµικής, οι περισσότεροι γύρω στα είκοσι, στήνουν ένα γκρουπάκι και ψάχνουν χώρο να παίξουν για τους φίλους τους. Τον βρίσκουν σε ένα παρακµιακό καφέ στην Αρετσού. «Να το πείτε… Ελαφίνα”» θυµάται γελώντας ο Δηµήτρης Φίστας τη συµβουλή των βετεράνων της νυκτερινής διασκέδασης. Τελικώς, το βαφτίζουν «Ακρόαµα», γιατί «έδινε το στίγµα µιας άλλης αισθητικής, που οι παλιοί δεν καταλάβαιναν». «Δεν θέλαµε πίστες, τραπεζοµάντιλα, φαγητό, λουλούδια και σκυλάδικα. Θέλαμε να πούμε τα αγαπημένα μας τραγούδια με την παρέα μας, χωρίς να σκεφτόμαστε τα χρήματα».
Το 1986, ανοίγουν με ενθουσιασμό τις πόρτες στο δικό τους μαγαζί, που γεμίζει, αρχικά, με φοιτητόκοσμο. Ο χορός στο πάλκο απαγορεύεται και ο κόσμος ανεβαίνει στις καρέκλες και τα τραπέζια. Το μικρόφωνο αλλάζει χέρια και το τραγούδι γίνεται παρεΐστικο. Σύντομα, τα νέα για κάτι καινούργιο στη διασκέδαση διαδίδονται από στόμα σε στόμα. Το μεγάλο μπαμ, ωστόσο, γίνεται, όταν το κατώφλι διαβαίνει η θρυλική, τότε, ομάδα μπάσκετ του «Άρη», χάρη στις διασυνδέσεις του Φίστα με το διοικητικό της συμβούλιο.
«Με τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Φιλίππου… τον Λάκη και τ’ άλλα παιδιά…»
…το «Ακρόαμα» αποκτά αίγλη και αναδεικνύεται ως το απόλυτο, κοσμικό στέκι στην πόλη. Εκεί, γιορτάζονται τα επινίκια της ομάδας, που τότε έχει επώνυμους, φανατικούς οπαδούς, όπως η Μαρινέλα και ο Λαζόπουλος, οι οποίοι γίνονται προσωπικοί φίλοι του Δημήτρη Φίστα και του μαγαζιού κι αρχίζουν τα ταξίδια στη Θεσσαλονίκη, συχνά, μόνο για να διασκεδάσουν.
Ο Λάκης Λαζόπουλος θυμάται: «Οι νύχτες εκεί μέσα είναι από τις πιο όμορφες της ζωής μου. Όλοι, στριμωγμένοι και αγκαλιασμένοι, τραγουδούσαμε τα καλύτερα της κάθε εποχής, τραγούδια αγαπημένα μέσα από την καρδιά μας. Ήταν ένα εντελώς νέο ύφος στη διασκέδαση, που στη συνέχεια το αντέγραψαν πολλοί, αλλά κανείς δεν μπόρεσε να αγγίξει εκείνη τη μοναδική ατμόσφαιρα, που ένωνε τις διάσημες με τις άγνωστες φωνές σε έναν λαϊκό παλμό. Τέτοια βράδια δεν σβήνουν ποτέ από τη μνήμη».
Βράδια, όπως εκείνο που ακολούθησε τη νίκη του «Άρη» επί της «Παρτιζάν» και του έδωσε το εισιτήριο για το πρώτο φάιναλ φορ της Γάνδης, στο Βέλγιο. Η Μαρινέλα και ο Λαζόπουλος τραγουδούν παρέα με τους παίκτες, λουσμένοι στη σαμπάνια, που έχει πλημμυρίσει το δάπεδο, σε ένα τρικούβερτο γλέντι, που συνεχίζει μέχρι το επόμενο πρωί. Η φήμη έχει ήδη φτάσει στην Αθήνα, οι διάσημοι φίλοι πληθαίνουν και το στέκι απογειώνεται…
«Βγήκανε τ’ άστρα…»
Το 1990, το «Ακρόαμα» φορά τα θερινά του. Μετακομίζει στην περιοχή Αεροδρομίου, σε έναν καταραμένο, από το… στίγμα της αποτυχίας, χώρο. Οι πρώην «Σεϋχέλλες» μεταμορφώνονται σε ένα μαγαζί, που θυμίζει νησί και καλοκαίρι, με το λευκό να κυριαρχεί και να ξορκίζει την κακοδαιμονία. Γεμίζει, αμέσως, από κόσμο και η φήμη του δυναμώνει.
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη γίνεται από τους πιο πιστούς θαμώνες. «Ήταν μυημένη στη διασκέδαση. Τραγουδούσε και χόρευε όλο το βράδυ, ξεσηκώνοντας τον κόσμο με το κέφι της» θυμάται ο Φίστας. «Ήταν πολύ ερωτευμένη κι έμοιαζε σαν κοριτσάκι. Ερχόταν με τον Σπυρόπουλο, με φίλους ή και μόνη. Όταν ανέβασε τη “Μελωδία της Ευτυχίας”, ερχόταν µε όλο τον θίασο, που τον αποτελούσαν, κυρίως, παιδιά και το µαγαζί έµοιαζε µε παιδότοπο!».
Άλλοι διάσηµοι πιστοί του χώρου ήταν η Ζωή Λάσκαρη, η Ελευθερία Αρβανιτάκη, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Σταµάτης Σπανουδάκης, ο Γιάννης Πάριος, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και η Ελένη Ράντου, ο Μανώλης Λιδάκης και ο Ανδρέας Μικρούτσικος. Συχνά, κατέληγαν όλοι µαζί στο πάλκο. Κάτω από το πάλκο παρέµεναν, κρατώντας όπως όπως τα προσχήµατα, πολιτικοί, όπως ο Άκης Τσοχατζόπουλος, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ακόµη και ο Κώστας Μητσοτάκης, που, επίσης, έσπευσε να γευτεί τις χαρές που προσέφερε µια νύχτα στο «Ακρόαµα»!
«Για τα δυο της µάτια τα γαλάζια…»
Ένα διάσηµο, ερωτευµένο ζευγάρι, που τιµούσε δεόντως τον χώρο, διασκεδάζοντας ξέφρενα, ήταν ο Κώστας Καραµανλής µε τη Νατάσα Παζαΐτη. Εκείνος βουλευτής ακόµη κι εκείνη, απλώς, η όµορφη συνοδός του, ήταν από τους πιο συχνούς πελάτες στο µαγαζί. Η διεκδίκηση της πρωθυπουργίας έµοιαζε, τότε, µε µακρινή πιθανότητα και δεν επέβαλε κανενός είδους σοβαροφάνεια. «Ήξεραν να χαλαρώνουν και να χαίρονται τον έρωτά τους» θυµάται ο Φίστας. «Το βάρος του ονόµατος που κουβαλούσε, δεν εµπόδιζε τον Καραµανλή να γλεντά µέχρι το πρωί».
Έτσι κι αλλιώς, οι έρωτες και το φλερτ ανθούσαν στο «Ακρόαµα». Είναι πολύ αυτοί που γνώρισαν εκεί το έτερον ήµισυ. Ένας από αυτούς δεν είναι άλλος από τον Κώστα Μακεδόνα, ο οποίος συνδύαζε το… τερπνόν µετά του ωφελίµου! Αναφέρει: «Στο “Ακρόαµα” πρωτοπήγα, για να διασκεδάσω. Ύστερα από ένα απίστευτο βράδυ, βρέθηκα στο πάλκο – δεν θυµάµαι πώς! – να κρατάω µικρόφωνο. Στη συνέχεια, δούλεψα σε αυτό δυο αξέχαστα καλοκαίρια, από τα ωραιότερα της ζωής µου. Δεν θα ξεχάσω ότι ήταν πάντα γεµάτο, τόσο που δεν έπεφτε ούτε καρφίτσα, και όµως, όλοι διασκέδαζαν πραγµατικά. Ίσως, γιατί δίναµε όλη µας την ψυχή, για να ευχαριστήσουµε τον κόσµο. Ήταν τότε που δέθηκα µε το κοινό της Θεσσαλονίκης. Κυρίως, ήταν τότε που ερωτεύτηκα τη γυναίκα µου. Είχε έρθει στα καµαρίνια να µε συγχαρεί και δεν την άφησα να µου φύγει! Η εποχή εκείνη ήταν η εποχή της αθωότητας. Δεν ξέρω αν, σήµερα, θα µπορούσε να επαναληφθεί το φαινόµενο του “Άκροάµατος”».
«Δυο πόρτες έχει η ζωή…»
Η συγκεκριμένη πόρτα γίνεται απροσπέλαστη. Το στέκι είναι, πλέον, µόδα. Ο κόσµος τρελαίνεται. Όλοι πρέπει να περάσουν από κει. Όµως, οι δυνατότητες του χώρου είναι περιορισμένες. Μόλις 250 θέσεις έχει το µικρό μαγαζί και 500 το θερινό. Οι σταθεροί πελάτες κλείνουν τραπέζι για έναν χρόνο, όπως ο Άκης Μιχαηλίδης και το συµβούλιο του «Άρη». Κάποιοι µένουν απ’ έξω και είναι πολλοί! Κάποιοι άλλοι δεν υποχωρούν και σοφίζονται ένα σωρό τεχνάσµατα, για να πετύχουν την πολυπόθητη είσοδο. Αποτέλεσµα: τσαµπουκάδες, φασαρίες αλλά και κωµικοί διάλογοι. «- Άφησε µε να µπω! Είµαι ξάδελφος του Φίστα! – Περίεργο, γιατί ο Φίστας είµαι εγώ!». «- Πρέπει να µπω. Έχω να παραδώσω κάτι λουλούδια! – Εντάξει, αλλά πού κρύβεις τα λουλούδια;»
«Ο κόσµος, τότε, έβγαινε περισσότερο» διαπιστώνει ο Φίστας. «Ηµασταν γεµάτοι κάθε βράδυ, συχνά χωρίς ούτε ένα ρεπό την εβδοµάδα. Σήµερα, έχουν αλλάξει τα πράγµατα. Νοµίζω ότι οι νέες γενιές διακρίνονται από εσωστρέφεια. Είναι αντιερωτικές γενιές. Παιδιά της ιδιωτικής τηλεόρασης και του cyber sex! Εµείς δεν πηγαίναµε σπίτι µας, αν δεν βλέπαµε το ξηµέρωµα!»
«Ας κρατήσουν οι χοροί…»
«Το µυστικό µας ήταν το µεράκι κι ο ερασιτεχνισμός µας» πιστεύει ο Φίστας. «Τα πρώτα δυο χρόνια, δεν πουλούσαµε λουλούδια για λόγους αισθητικής. Σιγά σιγά, όµως, γίναµε επαγγελµατίες και βάλαµε στο παιχνίδι λουλούδια και σαµπάνιες. Έτσι, ήρθε η φθορά. Όταν ο επαγγελµατισµός εξαφάνισε το τελευταίο ίχνος ενθουσιασµού και το µεράκι έγινε “µπίζνα”, είχαµε πλέον τελειώσει».
Το µεγαλύτερο λάθος, κατά τον Φίστα, έγινε το 1993, όταν έκλεισε το µικρό µαγαζί στην Αρετσού, για να αντικατασταθεί από έναν µεγάλο Χώρο στην Αγγελάκη. «Δεν υφίσταται παρεΐστικο κλίµα µαζικής κατανάλωσης παραδέχεται σήµερα. «Δεν έπρεπε να φθείρουµε το όνοµά του και την ιστορία του µε µια σειρά λάθος κινήσεις».
Το 2000, το «Ακρόαµα» κλείνει οριστικά! Οριστικά; «Και αµετάκλητα! Η µόδα κορέστηκε και οι συνθήκες άλλαξαν. Σήµερα, αυτό που πουλάει, είναι το γυµνό. Όσο περισσότερο καταφέρει ο επιχειρηματίας να γδύσει τις – κατ’ ευφηµισµόν – τραγουδίστριες, τόσο µεγαλύτερα κέρδη θα έχει. Το µεράκι, το τραγούδι έρχονται σε δεύτερη µοίρα. Σαν πελάτης, λοιπόν, το βρίσκω συνεπέστερο να πηγαίνω σε live show, παρά σε µουσικές σκηνές δεύτερης διαλογής, όπου τραγουδούν κατ’ επίφαση και γδύνονται κατ’ επάγγελµα. Όσο για το “Ακρόαµα”, χαίροµαι, γιατί άφησε πολύ καλές αναµνήσεις κι ένα χαµόγελο ευτυχίας για µια εποχή που πέρασε. Ύστερα, µας πήρε η µπάλα!»
«Ύστερα ήρθαν οι µέλισσες…»
Ο επίλογος ανήκει στον Σταµάτη Κραουνάκη, που υπήρξε φίλος και συνεργάτης της επιχείρησης. Θυµάται: «Την πρώτη φορά, µε έσυραν εκεί κάτι φίλοι και δεν πίστευα αυτήν την τεράστια πλάκα που σκάρωσε µια παρέα. Ένιωθα ότι ήµασταν παλιοί συµµαθητές που ξαναβρεθήκαµε, για να… κάψουµε το πελεκούδι! Ύστερα, το µαγαζί απέκτησε το άγχος της πιάτσας και εκφυλίστηκε σε τσιφτετελάδικο µε ολίγον από ποιότητα. Ήταν, άλλωστε, η δεκαετία που βγήκαν τα βρακιά στα κάγκελα και δεν γλίτωσε κανείς, γιατί κανείς µας δεν σκέφτηκε τότε πώς θα τα µαζέψουµε από τα κάγκελα. Έτσι, µας έµεινε η δευτερίλα και η νάιλον λαϊκούρα. Διασκέδαση, όµως, δεν σηµαίνει σεξουαλίζοµαι και εκτονώνοµαι, καίγοντας τα λεφτά µου. Διασκέδαση σηµαίνει βρίσκω ένα καταφύνιο τρυφεράδας και ανθρωπιάς».
*Ευχαριστούµε τον Δηµήτρη Φίστα και τη Βίκυ Βακλαβά για την παραχώρηση του φωτογραφικού τους αρχείου.
Η έρευνα, οι συνεντεύξεις και το ρεπορτάζ έγιναν το φθινόπωρο του 2002.
Διαβάστε επίσης: Η ιστορία των μουσικών σκηνών της πόλης