Επίθεση στη Θεσσαλονίκη: ένα ακόμα βίαιο περιστατικό που στοχοποιεί ανθρώπους για την ταυτότητά τους
Η ανακοίνωση από το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας
Το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας καταδικάζει απερίφραστα το βίαιο περιστατικό κατά δύο ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων στη Θεσσαλονίκη από πολυπληθή ομάδα το Σάββατο 9 Μαρτίου 2024 και εκφράζει την έντονη ανησυχία του για την κλιμακούμενη τρανσφοβική και ομοφοβική ρητορική στοχοποίησης των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων και τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει στην ασφάλεια και την ευημερία τους.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των θυμάτων, έφηβοι και νεαροί ενήλικες ήταν μεταξύ της ομάδας των φερόμενων ως δραστών. Αρκετά άτομα συνελήφθησαν και στη συνέχεια απαγγέλθηκαν κατηγορίες.
Το πρόσφατο περιστατικό, κατά τη διάρκεια του οποίου φαίνεται να στοχοποιήθηκαν, με λεκτική και σωματική βία, δύο άτομα λόγω έκφρασης / ταυτότητας / χαρακτηριστικών φύλου καταδεικνύει ένα μοτίβο που το Δίκτυο διαχρονικά καταγράφει: τα θύματα, κινούμενα στον δημόσιο χώρο, δέχονται απρόκλητη βία λόγω συγκεκριμένων ταυτοτικών χαρακτηριστικών. Υπενθυμίζεται ότι το τραύμα της εν λόγω βίας είναι βαθύτερο επειδή ακριβώς στοχοποιούνται χαρακτηριστικά των θυμάτων δομικά για την ταυτότητα του ατόμου, τα οποία κανείς και ποτέ δεν θα έπρεπε να ζητάει από ένα άτομο να κρύψει ή να αλλάξει. Η απόδοση δικαιοσύνης αποτελεί κομβικό σημείο για την αποκατάσταση του τραύματος των πολιτών που βιώνουν απρόκλητη βία υποκινούμενη από προκαταλήψεις αλλά και της σχέσης εμπιστοσύνης τους με το κράτος δικαίου. Η απόδοση δικαιοσύνης είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος ώστε να περαστεί ένα ξεκάθαρο μήνυμα κατά της ατιμωρησίας τόσο στους φερόμενους ως δράστες όσο και ευρύτερα στο κοινωνικό σύνολο.
Το Δίκτυο χαιρετίζει το γεγονός ότι οι αρχές ερευνούν την πιθανή ύπαρξη ρατσιστικού κινήτρου στο περιστατικό, σύμφωνα με το άρθρο 82Α του Ποινικού Κώδικα και προτρέπει να διεξαχθεί άμεση, ενδελεχής και διαφανής έρευνα. Την ίδια ώρα, ωστόσο, ανησυχία προκαλεί η απουσία αποτελεσματικού εθνικού μηχανισμού υποστήριξης και προστασίας των θυμάτων ρατσιστικών εγκλημάτων, παρά τις σχετικές προβλέψεις του θεσμικού πλαισίου (Ν. 4478/2017) που επιβάλλουν τη σύσταση ενός τέτοιου πλαισίου. Η εν λόγω απουσία εκθέτει τα θύματα στον κίνδυνο να βιώσουν εκ νέου τραύμα μέσω της δευτερογενούς θυματοποίησης ή/και της επαναθυματοποίησης. Επιπλέον, το περιστατικό αυτό αναδεικνύει την επιτακτική ανάγκη η Πολιτεία να ανταποκριθεί αποτελεσματικά με ένα σύνολο πολιτικών πρόληψης και αντιμετώπισης στα αυξανόμενα φαινόμενα βίας από ανήλικους δράστες.
Επισημαίνεται ότι το εν λόγω περιστατικό λαμβάνει χώρα σε μία περίοδο που διαπιστώνεται έντονη ρητορική μίσους κατά ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων με αφορμή τη συζήτηση και την ψήφιση του νόμου που νομιμοποεί τους γάμους ομόφυλων ζευγαριών. Τόσο μέσα από τον επίσημο λόγο υψηλόβαθμων πολιτικών και μελών του κοινοβουλίου όσο και από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, αλλά και από εκπροσώπους της Eκκλησίας στη χώρα. Η όξυνση αυτής της ρητορικής, όπως έχει επισημάνει και στο παρελθόν το Δίκτυο, κανονικοποιεί, ενθαρρύνει και εν τέλει κλιμακώνει ρατσιστικές αντιδράσεις, που ενίοτε καταλήγουν ακόμα και σε (μαζικές) επιθέσεις στον δρόμο κατά μελών των στοχοποιούμενων κοινοτήτων.
Το Δίκτυο, υπενθυμίζοντας τις συστάσεις του για αποτελεσματική πρόληψη απέναντι στη διάδοση ιδεών με μισαλλόδοξο περιεχόμενο, ειδικά μεταξύ παιδιών και νέων, και με έμφαση στο εκπαιδευτικό σύστημα, καλεί τις αρμόδιες αρχές σε συντονισμό και λήψη ολοκληρωμένων και αποτελεσματικών πολιτικών για την αντιμετώπιση και την πρόληψη τέτοιων φαινομένων που οδηγούν στην απανθρωποποίηση και στοχοποίηση ατόμων, με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου, τα χαρακτηριστικά / την έκφραση φύλου. Κανένα έγκλημα, υποκινούμενο αποκλειστικά ή σωρευτικά από προκατάληψη, δεν πρέπει να μένει ατιμώρητο, κανένα θύμα δεν πρέπει να μένει χωρίς προστασία και υποστήριξη, δίχως φωνή.