Εργατικές κατοικίες Ξηροκρήνης: Ο πιο μεγάλος μικρόκοσμος της πόλης
Η ζωή και οι άνθρωποι της, οι ανάγκες της γειτονιάς, οι ευκαιρίες και οι προκλήσεις
Εικόνες: Άλκης Κουπίδης
Το κτηριακό μπλοκ των εργατικών κατοικιών της Ξηροκρήνης που κατασκευάστηκε πριν πολλές δεκαετίες με στόχο να προσφέρει σε κάποιες οικογένειες, ένα πρώτο αξιοπρεπές σπίτι σε ένα κομβικό σημείο της πόλης, σήμερα ερημώνει.
Ο οικισμός των εργατικών κατοικιών της Πύλης Αξιού χτίζεται το 1967, με την ανέγερση των περισσότερων κτηρίων να ολοκληρώνεται σε μόλις δύο χρόνια.
Αρχιτεκτονική εξαίρεση στον κανόνα, συνιστά το εγχείρημα των δωδεκαόροφων πολυκατοικιών, καθώς μέχρι τότε η αντίστοιχη τυπολογία των κτιρίων στη χώρα αποτελούνταν μόνο από οχτώ ορόφους, με τέσσερα διαμερίσματα.
Αυτό το μοναδικό για τα ελληνικά δεδομένα δημιούργημα παραδίδεται σε τέσσερα έτη και κοσμεί την δυτική είσοδο της πόλης, με τις δίδυμες πολυκατοικίες με τρία διαμερίσματα στον κάθε όροφο.
Οι πρώτοι κάτοικοι του συγκροτήματος είναι πολύτεκνοι, οι οποίοι μέσα από τα ένσημα που έχουν συγκεντρώσει κερδίζουν τις εργατικές αυτές κατοικίες. Έπειτα πρόκειται για οικογένειες που έχουν έως δυο παιδιά και τα αποκτούν μέσω κλήρωσης, και πολύτεκνοι που δεν έχουν κατοικία και τους αποδίδονται άνευ κλήρωσης. Στις 19 Δεκεμβρίου του 1971 πραγματοποιείται η κλήρωση για τις τετραώροφες κατοικίες, το ίδιο έτος εγκαθίστανται οι παραπηγματούχοι, και τρία χρόνια αργότερα παραδίδονται τα διαμερίσματα των δωδεκαόροφων.
Η ΠΡΩΤΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Ο κύριος Γιώργος ζει σήμερα στη Βέροια, όμως η οικογένεια του ήταν από τις πρώτες που κέρδισε μια θέση στις δωδεκαώροφες. Γεννημένος στο Καζακστάν της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, έφυγε από εκεί σε νεαρή ηλικία και βρέθηκε στην Ξηροκρήνη:
«Εγκατασταθήκαμε το 1976, μέναμε στον ένατο όροφο με τους γονείς μου. Το ασανσέρ δεν είχε εγκατασταθεί ακόμη και ανεβαίναμε με τα πόδια για χρόνια. Στην αρχή δεν έγραφε καν τον όροφο και χανόμασταν. Ήμασταν όλοι φτωχές οικογένειες, εργάτες, βιοπαλαιστές με πολλά παιδιά, που βρήκαν εκεί το πρώτο τους σπίτι. Η περιοχή τα πρώτα χρόνια ήταν ήσυχη, είχαμε ελεύθερες αλάνες και παίζαμε. Στην αρχή υπήρχαν κάποια μαγαζιά κάτω από τις δωδεκαόροφες και υπήρχε κίνηση. Το 1983 πήγα φαντάρος, έφυγα από εκεί, και αργότερα η μητέρα μου πούλησε το σπίτι το 1995.»
Ο Γιάννης είναι 42 ετών, γεννήθηκε στην Ξηροκρήνη και σήμερα έχει αναλάβει τη δουλειά της καθαριότητας της πολυκατοικίας που είχε μέχρι πρότινος η μητέρα του. Τα τελευταία χρόνια ζει στη Νικόπολη, εργάζεται ως ηλεκτροσυγκολλητής, ενώ στο σπίτι που τους παραχωρήθηκε συνεχίζει να μένει ο πατέρας του.
Ο Γιάννης ήταν η πρώτη μας συνάντηση στην περιήγηση στο μπλοκ των εργατικών κατοικιών και περιέγραψε αυτά που βλέπει, ο ίδιος, ως προβλήματα στη γειτονιά:
«Παλιά ήμασταν πολλοί Έλληνες, πλέον τα πράγματα έχουν αλλάξει. Ρώσοι και Αλβανοί είναι λίγο της δικιάς μας κουλτούρας. Οι Αφγανοί και οι Πακιστανοί είναι πιο άγριοι από εμάς, δεν ταιριάζουν εδώ. Στα τετραόροφα υπήρχαν Ρομά, καλά παιδιά, ήσυχοι και δουλευταράδες. Η γειτονιά ήσυχη ήταν πάντα, οι χασικλήδες μαζεύονται εδώ στα σκαλοπάτια και τα παιδιά παίζουν παρακάτω πλέον στο σχολείο. Στα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι αυτό το σχολείο δεν υπήρχε, είχε μια μεγάλη αλάνα στη θέση του, όπου παίζαμε τζαμί και μήλα, χωρίς να υπάρχει κανένας κίνδυνος. Αν δεν υπήρχε παγκοσμιοποίηση τα πράγματα θα ήταν καλύτερα. Δεν υπάρχει Έλληνας να καθαρίζει αυτοκίνητα, όλοι Πακιστανοί και Αφγανοί είναι γιατί δουλεύουν για δυο ευρώ την ώρα και ρίχνουν τα μεροκάματα. Ακόμη και εγώ να ήμουν εργοδότης αυτούς θα έπαιρνα, κι εμένα έτσι με κάνουν στη δουλειά μου, όσο λιγότερα τόσο καλύτερα γι’ αυτούς.»
ΤΟ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
Η γειτονιά των εργατικών της Ξηροκρήνης αποτελείται στην πλειοψηφία της από ηλικιωμένους και υπερήλικες, ενώ οι νέοι αν δεν έχουν παραμείνει εκεί χωρίς διέξοδο και ευκαιρίες, επιστρέφουν σε αυτήν για να επισκεφθούν τους γονείς τους τα σαββατοκύριακα. Οι κατοικίες αυτές αρχικά παραχωρούνταν απλώς προς χρήση από τον Οργανισμό Εργατικών Κατοικιών. Επομένως, οι κάτοικοι αυτών δεν ήταν και ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων. Μετά από χρόνια και μέσω της διαδικασίας της χρησικτησίας, οι χρήστες αυτών έγιναν και ιδιοκτήτες, και αργότερα τα πούλησαν ή τα μεταβιβάσαν στα παιδιά τους. Τέσσερα διαμερίσματα στις δωδεκαόροφες πολυκατοικίες της Λαγκαδά έχουν πουληθεί την τελευταία περίοδο και τα δυο έχουν μετατραπεί ήδη σε AirBnB, στον δωδέκατο και στον τέταρτο όροφο της πολυκατοικίας. Οι τιμές των ενοικίων στη γύρω περιοχή κινούνται μεταξύ 200-300 ευρώ.
ΟΙ ΤΕΤΡΑΟΡΟΦΕΣ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΕΣ
Πέραν από τις δωδεκαόροφες πολυκατοικίες για τις οποίες είναι γνωστή η περιοχή, η πλειοψηφία του κόσμου κατοικεί στα τετραώροφα κτήρια. Σύμφωνα με την έρευνα του Δημοσθένη Σάκκου, υποψηφίου διδάκτορα στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΑΠΘ, το αξιοσημείωτο σε αυτό το συγκρότημα είναι ότι υπάρχουν πολλές και διαφορετικές τυπολογίες κτηρίων.
Τα κτήρια των τετραόροφων είναι πέντε τυπολογιών. Υπάρχουν αυτά που έχουν τον κάνναβο στην όψη (κουτάκια), τα οποία είναι παρόμοια τυπολογία που συναντάμε και σε άλλες εργατικές κατοικίες στον Φοίνικα. Συναντάμε επίσης τον τύπο κτηρίου 4004, τετραόροφα κτήρια που διαθέτουν ένα συνεχές μπαλκόνι, αλλά δεν παρουσιάζουν την ίδια αρχιτεκτονική γοητεία με τα προηγούμενα. Τα κτήρια με τον στατικό κάνναβο μιμούνται κάποιες από τις τυπολογίες που είχαν σχεδιαστεί την περίοδο που προϊστάμενος της τεχνικής υπηρεσίας ήταν ο Άρης Κωνσταντινίδης. Ο Κωνσταντινίδης έχει σχεδιάσει τα συγκροτήματα στη Νέα Ιωνία και παρατηρούνται εκεί αντίστοιχες τυπολογίες με την Ξηροκρήνη, ωστόσο δεν υπάρχει επίσημη σφραγίδα αρχιτέκτονα για τα κτήρια αυτά.
Η κυρία Γεωργία, κάτοικος των τετραόροφων, ήταν η επόμενη συνάντηση μας σε αυτήν την περιπλάνηση. Βγήκε γυρεύοντας την αδερφή της στο σπίτι της στην άλλη πλευρά των τετραόροφων. Μεγάλωσε μαζί της στα Εβραϊκά, στη νότια περιοχή της Ξηροκρήνης κοντά στα τρένα. Στα διαμερίσματα των εργατικών κατοικιών στη Θεσσαλονίκη, εκτός από υπερήλικες, παράλληλα κατοικούν εκεί Ρομά και μετανάστες από την Ανατολική Ευρώπη και την πρώην Σοβιετική Ένωση.
Η κυρία Σταυρούλα έχει τρεις κόρες και μπήκε στο σπίτι της στο ισόγειο στη Γεωργίου Ιβάνωφ το 1978, ένα μήνα μετά τον μεγάλο σεισμό. Σήμερα Κυριακή, ήρθε η κόρη της μαζί με την εγγονή της για να τη δουν. Ο άνδρας της αντιμετωπίζει προβλήματα με την καρδιά του. Όταν της ζητήσαμε να μας πει με μια λέξη πως νιώθει απάντησε χωρίς να το σκεφτεί: «απελπισμένη». Συνέχισε λέγοντας με ένα στεγνό και ψύχραιμο βλέμμα: «δεν έχει αλλάξει τίποτε, όλα μένουν στάσιμα, αλλά δε φτάνουν τα λεφτά για τίποτε. Πληρώνονται οι άνθρωποι και δε μπορούν να βγάλουν μήνα. Δε μου δίνει τίποτε ελπίδα.»
Η ΖΩΗ ΣΤΑ ΔΥΤΙΚΑ ΣΥΝΟΡΑ ΤΗΣ ΞΗΡΟΚΡΗΝΗΣ
Η Αγίων Πάντων αποτελεί κόμβο με κίνηση όλο το εικοσιτετράωρο και συνιστά το δυτικό σύνορο της Ξηροκρήνης. Ο κύριος Γιάννης, ο καρπουζάς της περιοχής, στήνει εκεί τον πάγκο του για χρόνια. Είναι 61 ετών και για πάνω από τέσσερις δεκαετίες ζει στην Ξηροκρήνη πουλώντας τα καρπούζια και τα πεπόνια του από το χωράφι του στη Βόλβη:
«Πονάω το μέρος, είμαι από τα 15 μου εδώ και δε θέλω να φύγω γιατί είναι γειτονιά. Μου αρέσει ότι υπάρχει κόσμος που γνωρίζεται χρόνια και υπάρχει η αίσθηση της κοινότητας. Βγαίνεις το πρωί θα συναντήσεις πέντε άτομα θα πεις με όλους καλημέρα. Ήσυχο μέρος η Ξηροκρήνη, είναι ισιάδι και έχει πολύ πράσινο. Η γειτονιά έχει τα πάντα, αλλά δεν είναι κάτι το ξεχωριστό και επικίνδυνο. Φασαρίες και μετανάστες υπάρχουν σε όλες τις μεγάλες πόλεις. Θα ήθελα επειδή έχει πολλά ζώα να υπάρχει φροντίδα γι’ αυτά. Πρέπει να αξιοποιήσουν έναν από τους πολλούς ελεύθερους χώρους που υπάρχουν, να τον περιφράξουν και να παίζουν τα σκυλιά ελεύθερα εκεί. Δεν μπορείς να το κρατάς το ζώο, πρέπει να μπορεί να πάρει την αέρα του. Στο συγκρότημα επικρατεί νέκρα, ο κόσμος είναι μυστήριος και παράξενος, απλά ζει. Όλη η κίνηση υπάρχει κάτω από τις εργατικές στα σύνορα με τους Αμπελόκηπους. Τα νοίκια πονηρέψανε και βρέθηκαν και μερικοί που κάνανε τις αποθήκες σπίτια και έχουν πάρει ισόγεια και τα νοικιάζουν σε Σύριους και Αφγανούς.»
Ο Σερμπές είναι δεκατριών, καθαρίζει αυτοκίνητα και μεγαλώνει με τον πατέρα του, γιατί έχασε τη μητέρα του στη γέννα. Στο σχολείο δεν πηγαίνει συχνά, γιατί μαλώνει με την δασκάλα του. Μας περιγράφει πως οι φίλοι του έχουν χτυπηθεί και μαχαιρωθεί για μοιρασιές στο δρόμο: «κάθε μέρα γίνεται φασαρία εδώ, το κάθε παγκάκι αντιστοιχεί σε μια παρέα, υπάρχουν κανόνες στη γειτονιά», λέει χαμογελώντας πονηρά, με μια άγνοια κινδύνου στα μάτια. Ο Σερμπές μας ακολούθησε σαν οδηγός σε όλη αυτήν τη περιήγηση μας στην περιοχή.
Ο Πάρης, ένας από τους ελάχιστους νέους που βρήκαμε στην περιοχή ήρθε από τη Δράμα με τους γονείς του στις αρχές της νέας χιλιετίας. Σήμερα είναι 27 ετών, ζει στη γειτονιά, αλλά σκέφτεται να μετακομίσει καθώς η περιοχή είναι πολύ έρημη και ήσυχη για έναν νέο άνθρωπο.
Τελευταία μας συνάντηση στα νότια και δυτικά σύνορα της πόλης, σε μια μικρή πλατεία, ήταν επτά γιαγιάδες που δηλώνουν Πόντιες και μένουν κοντά στην οδό Χαλκοκονδύλη, στο νότιο σύνορο της Ξηροκρήνης. Η κυρία Αθηνά είναι μια από αυτές:
«Πονάμε για την Ελλάδα, είμαστε Πόντιες από τη Γεωργία και ήρθαμε στην Ελλάδα το 1997. Έκανα παιδιά και εγγόνια, μεγάλωσαν πήγαν σχολείο και στρατό, αλλά σήμερα η γιαγιά τους δεν έχει σύνταξη. Μας πέταξαν έξω από τον ΟΓΑ πριν χρόνια όλες μας, και τώρα είμαστε με 185 ευρώ και μικρά επιδόματα (ενοικίου, ΚΕΑ). Ζούμε αναγκαστικά από τα παιδιά μας όλες μας, γιατί είμαστε χήρες. Ο άνδρας μου έκανε αιμοκάθαρση και έπαιρνε επίδομα αναπηρίας, γιατί δε μπορούσε να εργαστεί. Όσο ζούσε έφταναν τα χρήματα, φροντίζαμε να μη χρωστάμε ποτέ. Πέθανε πριν ένα χρόνο και με παίρνουν από τη ΔΕΗ τηλέφωνο και μου ζητάνε να πληρώσω το χρέος. Τους λέω ελάτε στο σπίτι μου, έχω μια τηλεόραση μόνο, ελάτε να την πάρετε.»
ΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΤΗΣ ΞΗΡΟΚΡΗΝΗΣ
Μετά από το σύντομο αυτό οδοιπορικό στο συγκρότημα στραφήκαμε από τους κατοίκους, σε δυο ακαδημαϊκούς που έχουν μελετήσει την περιοχή. Σε αυτούς αναζητήσαμε ερμηνείες σε όσα είδαμε και τους λόγους που μια περιοχή με τόσα συγκριτικά πλεονεκτήματα θυμίζει έρημο.
Η Μαρία Δούση, αρχιτέκτων μηχανικός και αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων στην Πολυτεχνική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μας μιλά για τα ζητήματα και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που έχει αυτό το μπλοκ εργατικών κατοικιών:
«Το συγκρότημα της Ξηροκρήνης για τα δεδομένα της πυκνοκατοικημένης πόλης μας, έχει τα χαρακτηριστικά για να αποτελέσει ένα χώρο κατοίκησης για φοιτητές, νέους εργαζόμενους και οικογένειες. Όπως έγιναν σε όλη την Ελλάδα προγράμματα εργατικής κατοικίας, έγιναν και στην Ξηροκρήνη. Τότε εξυπηρετήθηκαν κάποιες ανάγκες, τώρα τα κελύφη είναι παρειλημμένα και ζουν κυρίως ηλικιωμένοι άνθρωποι. Ένα βασικό ζήτημα είναι το θέμα της συντήρησης. Σοβαρά προβλήματα όσον αφορά το δομικό τους σύστημα εύκολα αντιμετωπίζονται, γιατί εκτός από τις δωδεκαόροφες τα υπόλοιπα είναι χαμηλά κτήρια. Το πρόβλημα εκεί είναι ότι αυτά σχεδιάστηκαν για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες πενήντα χρόνια πριν. Τα δωμάτια είναι μικρά, η κουζίνα επίσης και δεν υπάρχει πρόσβαση για άτομα με αναπηρία. Υπάρχουν θέματα που αφορούν τη σύγχρονη κατοίκηση από ανθρώπους που ζουν και εργάζονται σήμερα στην πόλη. Χρειάζεται ένα συνολικό πλάνο, προκειμένου να δοθούν κάποιες προδιαγραφές είτε στους ιδιοκτήτες, είτε σε κάποιον που επιθυμεί να αξιοποιήσει αυτό το απόθεμα προκειμένου να μην αλλοιωθεί και αυτός ο χαρακτήρας αυτής της μοντέρνας γλώσσας, που για την εποχή τους ήταν πρωτοποριακά. Από τότε που παραχωρήθηκαν δεν έχουν γίνει προσπάθειες συντήρησης.
Ο Δημοσθένης Σάκκος, υποψήφιος διδάκτορας στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΑΠΘ έχει μελετήσει σε βάθος το ζήτημα της εργατικής κατοικίας στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Οι παρατηρήσεις που κάνει αφορούν το μέλλον αυτού του συγκροτήματος ως κτηριακού αποθέματος ικανού να εξυπηρετήσει νέους ανθρώπους και να αναβαθμίσει την ποιότητα ζωής αυτών που ζουν ήδη εκεί:
«Η γειτονιά πέραν από την χαμηλή πυκνότητα δόμησης, τους ελεύθερους χώρους και το πράσινο, είναι σε μεγάλη εγγύτητα με το κέντρο της Θεσσαλονίκης. Συνολικά αν το δούμε, πλέον η περιοχή ανήκει σχεδόν στο κέντρο της πόλης. Ωστόσο η θέση της λειτουργεί και ως αρνητικός παράγοντας, καθώς η παρουσία κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό δημιουργεί ζητήματα. Αυτό δεν είναι πρωτότυπο, καθώς παραδοσιακά σε όλες τις ευρωπαϊκές πόλεις, οι περιοχές που βρίσκονται κοντά στο σταθμό είναι υποβαθμισμένες. Στην προκειμένη περίπτωση βέβαια δεν είναι ο αποκλειστικός παράγοντας καθώς παίζει ρόλο και η κατάσταση του κτηριακού αποθέματος που δεν έχει προσαρμοστεί στα σύγχρονα δεδομένα κατοίκησης. Όταν κατασκεύαστηκαν αυτά τα κτήρια δεν ήταν υποχρεωτικός ο κανονισμός της θερμομόνωσης, επομένως ενεργειακά είναι σε πολύ κακή κατάσταση. Αυτό δεν αφορά μόνο τη δαπάνη που απαιτείται για τη θέρμανση και την ψύξη, αλλά και τη δυνατότητα να σου προσφέρει ποιότητα κατοικίας.
Η βασική πρόταση αφορά τα ίδια τα διαμερίσματα. Για να αυξηθούν τα τετραγωνικά, καθώς μια κατοικία των 65 τ.μ. είναι μικρή για οικογένεια, θα μπορούσε ανά δύο μονάδες κατοικίας να προκύψει ένα διαμέρισμα. Αυτό το αίτημα για περισσότερα τετραγωνικά, προκύπτει και από την ανάγκη των κατοίκων να επεκτείνουν τα διαμερίσματα τους, είτε κλείνοντας τα μπαλκόνια τους, είτε καταλαμβάνοντας μέρος του δημόσιου χώρου.
Οι ανάγκες της γειτονιάς
Το συγκρότημα βρίσκεται πάρα πολύ κοντά στο κέντρο της πόλης και εξυπηρετείται από αρκετές γραμμές του ΟΑΣΘ. Υπό συνθήκες, το συγκρότημα αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει ανάσα για το ζήτημα κατοικίας που αντιμετωπίζει η πόλη καθώς θα μπορούσαν να μείνουν νέοι άνθρωποι που δουλεύουν στο κέντρο της πόλης, φοιτήτριες και φοιτητές. Οι υποδομές δεν είναι τόσο γερασμένες, ώστε να απαιτούνται τεράστια ποσά και το κράτος θα μπορούσε να επέμβει με ένα πρόγραμμα συντήρησης, αναβάθμισης και πρωτίστως αναζωογόνησης της περιοχής.
Παρά την ύπαρξη ενός συγκροτήματος κατοικιών που φιλοξενεί εκατοντάδες ανθρώπους, αυτό δε διαθέτει στο εσωτερικό του κανένα καφέ ή κατάστημα λιανικής. Για την αγορά οποιουδήποτε αγαθού θα πρέπει κανείς να κινηθεί είτε δυτικά προς την Αγίων Πάντων, είτε βόρεια προς την Λαγκαδά, είτε νότια προς τον Σταθμό. Είναι χαρακτηριστικό πως αν επιχειρήσει κανείς να δει το μπλοκ των εργατικών μέσα από ένα χάρτη στο διαδίκτυο θα παρατηρήσει αποκλειστικά και μόνο κτήρια. Ο Δημοσθένης Σάκκος, παρατηρεί πως αν υπήρχε ένα εμπορικό κέντρο στη γειτονιά, αυτό θα λειτουργούσε ευεργετικά, καθώς ο κόσμος θα μπορούσε να συγκλίνει και να έχει ένα σημείο αναφοράς. Στη ζώνη κοντά στα σχολεία θα μπορούσε να δημιουργηθεί και να επιβιώσει ένα κέντρο λιανικής πώλησης, με ένα αναψυκτήριο, έναν φούρνο και άλλα μικρά οικογενειακά καταστήματα.
Αυτό που απουσιάζει από το μπλοκ αυτών των κατοικιών είναι ελπίδα, ζωή και ευκαιρίες. Με μικρές παρεμβάσεις, το κράτος θα μπορούσε να καταστήσει εκ νέου την περιοχή αυτή έναν μικρό παράδεισο. Οι κάτοικοι της περιοχής αυτής το έχουν ανάγκη, καθώς μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια είδαν τις συντάξεις τους να περικόπτονται ραγδαία, τα παιδιά τους να εργάζονται ανασφάλιστα σε τεχνικά επαγγέλματα και τη γειτονιά να παραμένει ίδια από τότε που δημιουργήθηκε. Οι άνθρωποι αυτοί μπορούν να ανακτήσουν λίγη από την κλεμμένη τους αξιοπρέπεια, αν αποκτήσουν μια καλύτερη ποιότητα ζωής που τους αξίζει, καθώς εργάστηκαν σκληρά για αυτήν.
Η κοινωνική ανθρωπολόγος και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Ελευθερία Δέλτσου συνοψίζει:
Από τη στιγμή της κατασκευής του μέχρι και σήμερα το συγκρότημα των εργατικών κατοικιών της Ξηροκρήνης σηματοδοτεί κοινωνικά όρια ανάμεσα σε κόσμους που διαρκώς μεταβάλλονται. Το παρελθόν του συγκροτήματος τόσο κοντά και τόσο μακριά από το κέντρο της πόλης περιελάμβανε τις ζωές ανθρώπων βιοπαλαιστών, οι οποίοι μέσα από μια προνοιακή πολιτική στεγάσανε εκεί τις οικογένειες τους, φτιάξανε γειτονιά και κοινότητα, λέγανε καλημέρες μεταξύ τους και τα παιδιά παίζανε ευτυχισμένα σε αλάνες. Σήμερα αυτό το εξιδανικευμένο, νοσταλγικό παρελθόν βιώνεται αντιπαραθετικά με μια παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα, στην οποία οι εθνότητες και οι μεταναστευτικές εθνικότητες συγκροτούνται ιεραρχικά: καλύτεροι οι Ρομά, μεγαλύτερη πολιτισμική συνάφεια οι Ρώσοι και οι Αλβανοί, όχι συμπαθητικοί οι Αφγανοί, οι Σύριοι, οι Πακιστανοί.
Η οικονομική επισφάλεια που βιώνουν πολλοί από τους ανθρώπους που ζουν εκεί αντανακλάται στην έλλειψη ελπίδας και στην απόγνωση τους, στη συνειδητοποίηση ότι τα κτίρια «γέρασαν», όπως και πολλοί από τους κατοίκους τους και γι’ αυτό οι νέοι θέλουν να φύγουν, στο ότι τα παγκάκια αντί να χαρίζουν όμορφες στιγμές μεταξύ φίλων, αντιστοιχούν σε παρέες που χτυπιούνται για τις μοιρασιές. Και το μέλλον; Πού βρίσκεται το μέλλον του συγκροτήματος και του κόσμου που μένει σ’ αυτό; Είναι άραγε η ενοικίαση των μικρών διαμερισμάτων μέσα από ψηφιακές πλατφόρμες διαμοιρασμού, που πλέον γίνεται κι εκεί; Είναι «τα νοίκια [που] πονηρέψανε» και οι αποθήκες και τα ισόγεια μετατρέπονται σε σπίτια προς εκμετάλλευση για πρόσφυγες και μετανάστες;
Ή οι οραματισμοί των ειδικών επιστημόνων που, μαζί με την αναγνώριση του πρωτοποριακού για την εποχή που κτίστηκαν χαρακτήρα των κτιρίων, βλέπουν τόσο σ’ αυτά όσο και σ’ όλη την περιοχή δυνατότητες αναβάθμισης και αξιοποίησης; Το κεντρικό ζήτημα, όμως, πιστεύω πως είναι ένα: πώς θα μπορέσει να χαραχτεί ένα μέλλον γι’ αυτά τα συγκροτήματα που να μην συμβαδίζει με την συνεχή χάραξη κοινωνικών ορίων μέσα στην πόλη και, ακόμα περισσότερο, να μην θέτει με διάφορους τρόπους όρια στις ίδιες τις ζωές των ανθρώπων που μένουν εκεί.