Featured

Ερωτικές πιάτσες στη Θεσσαλονίκη: Ο έρωτας που πληγώναμε

Γκέι πιάτσες στη Θεσσαλονίκη στο πέρασμα του χρόνου.

Γιώργος Τσιτιρίδης
ερωτικές-πιάτσες-στη-θεσσαλονίκη-ο-έρ-519709
Γιώργος Τσιτιρίδης
Εικόνα: Ελπίδα Νικολαΐδου

Λέξεις: Γιώργος Τσιτιρίδης

Κάπου στις αρχές του 1990 ο απόλυτος ναός της gay διασκέδασης ανοίγει τις πόρτες του και γεννιέται o θρύλος που ακούσει στο όνομα Ahududu.

Όλα τα άλλα είναι πλέον ιστορία. Κοκουζέλ, Τέρι, Λιζάκι, ο Θέμης, ο Άκης, μπόλικη χρυσόσκονη, οι καθρέφτες και ο Στέλιος να τραγουδά. Το μικρό ισόγειο κλάμπ σφράγισε μια ολόκληρη γενιά και χάθηκε για πάντα μετά τη νέα χιλιετία. Από στέκι μοναχικών ψυχών στη θέση του σήμερα ένα ιατρείο μικρών ζώων. Το Ahududu στη Χάλκης 3, ένα στενό πάνω από το Μακεδονία Παλλάς βρισκόταν στο κέντρο από τα δύο πιο γνωστά υπαίθρια πάρκα γνωριμιών για αγόρια. Το «πάρκο των σκύλων» κολλητά με το ξενοδοχείο έδινε τη δυνατότητα για βόλτες στην παραλία σε συνδυασμό με εφήμερες σχέσεις.

Εικόνα: Γιώργος Τσιτιρίδης

Κλειστοφοβικό και απρόσωπο σε σχέση με την πιο ένδοξη πιάτσα από όλες την «Καλαχάρι». Κανείς δεν ξέρει γιατί πήρε το όνομα της ερήμου, ίσως γιατί ήταν ένας μεγάλος απέραντος χώρος που εξυπηρετούσε ως πάρκινγκ μέχρι να γίνει εκεί το νέο Δημαρχείο. Αυτοκίνητα σε αέναους κύκλους όλο το βράδυ, ξανά και ξανά, τα φώτα να τρεμοπαίζουν, βιαστική συνεννόηση και συνουσία.

Μα η Καλαχάρι δεν ήταν τόσο το σεξ. Σε μια εποχή χωρίς κινητά, facebook και Instagram η Καλαχάρι ήταν εκείνες οι ώρες της νύχτας που οι παρέες μαζεύονταν σε πηγαδάκια για να κουτσομπολέψουν, κοινώς να κάνουν «λάλα», μέχρι να έρθουν τίποτα τσόλια με μηχανές για να κάνουν χάζι και δήθεν για να γελάσουν. Αυτή ήταν η δικαιολογία. Υπήρχαν αυτοί που πήγαιναν κάθε βράδυ, για χρόνια, η Λίνα η Παπαλίνα, ο Νίκος που κατέβαινε μπας και βρει να καψουρέψει κανέναν, να βγουν τα τσιγάρα και τα ποτά της βραδιάς, η Σαπφώ Νοταρά γνωστή και ως η κλειδοκράτωρ του πάρκου, αυτή το άνοιγε, αυτή το έκλεινε.

Εικόνα: Γιώργος Τσιτιρίδης

Αυτή ήταν και η τελευταία που το εγκατέλειψε όταν αρχίσαν να φτιάχνουν το δημαρχείο. Τόνους από σπέρμα, πόθους και αναστεναγμούς στα θεμέλιά του από εκείνες τις νύχτες που δεν τελείωναν μέχρι να ξημερώσει. Δεν ήταν πάντα εύκολες και ευχάριστες οι νύχτες. Πολλοί ήταν αυτοί που βγήκαν άγρια δαρμένοι απ’ τα πάρκα και άλλοι έχασαν μέχρι και τη ζωή τους από νταήδες, μεθυσμένους, ομοφοβικούς, επίδοξους κλέφτες που έψαχναν εύκολο θύμα.

Μερικά μέτρα πιο κάτω έβρισκες παρέες να μιλάνε γελώντας δυνατά στο πάρκο του Ξαρχάκου. Επικίνδυνα σκοτεινό και έρημο παρά τις παλιές δόξες που γνώρισε. Με τα χρόνια όλο και πιο σπάνια θα παρέσερνε κάποιον στη δίνη του.

Εικόνα: Γιώργος Τσιτιρίδης

Επόμενος σταθμός Αριστοτέλους

Πίσω από το άγαλμα του Βενιζέλου ένα γήπεδο μπάσκετ και περιμετρικά το τέρμα των αστικών λεωφορείων των δυτικών συνοικιών. Οι στάσεις, τα κιόσκια και τα μικρά λυόμενα κτήρια των οδηγών ήταν οι καβάτζες. Τις πρώτες πρωινές ώρες, στα γρήγορα με τους πρώτους οδηγούς, τους εργάτες που στέκονταν υπομονετικά για να πάρουν το πρώτο αστικό για Σίνδο. Ένα άχ και ένα βάχ πριν τη βάρδια στο εργοστάσιο. Την αναφέρει και ο Ιωάννου σε ένα βιβλίο ως την περιοχή ερωτικής συνεύρεσης Ιταλών στρατιωτών κατά την κατοχή.

Εικόνα: Γιώργος Τσιτιρίδης

Αλκαζάρ, το χαρούμενο τακούνι του Καρύδα φωτίζει το δρόμο. Οι επιγραφές των ξενοδοχείων σε κόκκινες και μπλε αποχρώσεις. Μια πλατεία μιλά για Δημοκρατία όμως έχει για αδριάντα της έναν βασιλιά. Το κοντέρ που μετρά τις χιλιομετρικές αποστάσεις δείχνει μηδέν. Βαρδάρης! Εδώ μηδενίζονται όλα. Οι χάρτες, η ηθική, η λογική και το παράλογο για να αγκαλιάσει αυτούς που δεν χωρούν πουθενά αλλού, αυτούς που ξέβραζαν τα κάποτε ξεσκέπαστα ρέματα που σήμερα μπαζώθηκαν, αυτούς που αποκαλούνται «καταραμένοι».

«Πού πάνε όλοι αυτοί όταν ξημερώσει;»

«Υπάρχουν έξω από το Βαρδάρη;»

Εικόνα: Γιώργος Τσιτιρίδης

Την εποχή της Πύλης Αξιού (που σήμερα δεν είναι παρά το όνομα γνωστού μπουζουκτσίδικου) οι ταξιδευτές που επισκέπτονταν την πόλη έβρισκαν στέγη, τροφή και διασκέδαση στα Χάνια, τα χαμετυπεία και τα ναργιλάδικα ανάμεσα στα σπίτια τα πονηρά, με τις λαϊκές. Εκατομμύρια αυτοί που αποβιβάστηκαν στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, φαντάροι, διερχόμενοι, τουρίστες. Άλλοι τόσοι αυτοί του έκαναν χρήση των ΚΤΕΛ, ένα σε κάθε τετράγωνο.

Θέλεις να πάς Καστοριά; Στρίψε από εκεί.

Για Γιαννιτσά στην Αναγεννήσεως, Κατερίνη στην Προμηθέως.

Εικόνα: Γιώργος Τσιτιρίδης

Γύρω από τα ΚΤΕΛ καφέ, ζαχαροπλαστεία, εστιατόρια μεταφορικές εταιρίες και μπουρδέλα που με τη λειτουργία του ΚΤΕΛ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ έμειναν χωρίς πελατεία και έκλεισαν. Μόνο τα καφέ απέναντι από τα δικαστήρια επέζησαν χάρη στους αγχωμένους και βιαστικούς καφέδες του κατηγορούμενου, του μάρτυρα και του σικάτου δικηγόρου. Αυτοί ήσαν από τους τυχερούς. Είχαν το καλύτερο άλλοθι για την αμαρτία περπατώντας αμέριμνα μέσα στα μπορντέλα.

Τα σπιτάκια τα δίπατα με τα σκαλιά και τα κεραμίδια, τις ξύλινες πόρτες και τα παράθυρα όλα αποθήκες σήμερα φθηνού κινέζικου προϊόντος. Σ’ αυτούς τους στενούς δρόμους, ο καθένας και ένα όνομα μυθικού προσώπου ήταν η πιο διαβόητη πιάτσα της πόλης. Ο Βαρδάρης ήταν σκληρός δεν ήταν για όλους. Λίγοι ήταν αυτοί που κατεβαίναν στα μπουρδέλα. Σ’ αυτόν πουλήσαν το σώμα και την ψυχή τους τα τελευταία ερείπια που σήμερα τριγυρνούν δειλά στα τελευταία απομεινάρια της πλατείας.

Εικόνα: Γιώργος Τσιτιρίδης

Αδελφός έβαζε τον μικρότερο στη δουλειά προστάτη στα σπίτια της Ταντάλου, μπορεί να τον έριχνε και στην πρέζα. Ο σύζυγος έβγαζε τη γυναίκα και την κόρη του στην πορνεία. Έξω από τη Βίλα Πετρίδη η Στεφανία, η κατάρα, μες τα στενά οι βαρδαρόπουστες, στο πάρκο του σταθμού οι πρώτοι πρόσφυγες και μετανάστες, στη γωνία χαμογελά πληθωρικά η Νανά, τρανς, αδελφές και αγαπητικοί. Από τον Σταθμό στο «Πάρκο των εθνών», από την Καλού στην Μαργαροπούλου. Όλοι πουλούσαν και αγοράζαν έρωτα και υποσχέσεις. Λίγη καύλα, παρέα και νταβατζιλίκι.

Για να γίνεις νταβάς πρέπει να είσαι και λίγο πούστης έλεγε μια φίλη. Πώς θα ξεγελάσεις αλλιώς την πουτάνα. Για πέντε χρόνια, να μαζέψω λεφτά και να ρίξω μαύρη πέτρα πίσω μου. Αυτή ήταν η ιστορία που άκουγες από όλες. Οι περισσότερες υπηρεσίες πλέον στα σπίτια αφού ξέφτισε η μπογιά τους προσπαθούν αντί να κάνουν την πουτάνα να την πουλήσουν όσο καλύτερα γίνεται. «Την Στεφανία γιατί την λένε κατάρα; Μα γιατί γυρνάει χρόνια τώρα πάνω κάτω σαν την άδικη κατάρα». Σαπφούς και Αφροδίτης Προμηθέως και Ταντάλου.

Ήρωες που μαρτύρησαν ανάμεσα σε μούσες και θεές που μαγεύουν με την ομορφιά τους. Τρως τα σωθικά σου, η ίδια ιστορία κάθε μέρα ξανά και ξανά, μα την επόμενη είσαι πάλι στο μηδέν. Δεν είναι θεία τιμωρία, είναι τρόπος ζωής.

Βαρδάρης των υποσχέσεων και των προσδοκιών

Λαϊκό κέντρο «Η αγάπη μας» μια παράγκα πλάι στ’ αρχαία και στο πάλκο να παίζει ένα κασετόφωνο που ο σερβιτόρος αλλάζει πλευρά στην κασέτα όταν φτάσει στο τέλος της.

Τι είναι τελικά Ευτυχία;

«Ευτυχία» είναι ένα καμπαρέ στην οδό Ειρήνης.

Στον δεύτερο όροφο μιας οικοδομής που στους υπόλοιπους φιλοξενεί σχολή κομμωτικής.

Η αφίσα Μέριλιν χαμογελάει κάτω από τα φωτιστικά και την ντισκομπάλα. Κιτρινισμένο από τα τσιγάρα και τη μπόχα το μυθικό της πρόσωπο.

Η barwoman φτυστή η Γώγου ακουμπάει το χέρι της στο μπαρ κι εγώ την φωνάζω ήδη Κατερίνα.

Οι τελευταίοι πελάτες συναντούν το πρωί τις μελλοντικές κομμώτριες στο ασανσέρ. Η νύχτα παραδίδει τα σκήπτρα της στη μέρα.

Εικόνα: Γιώργος Τσιτιρίδης

Έξω από την οδό Ειρήνης κατά μήκους του τείχους, ανάμεσα στα χαλάσματα έχουν πάρει ζωή για λίγες ώρες οι ωραιότεροι έρωτες. Στα παγκάκια, στα αυτοκίνητα, ανάμεσα στα αρχαία.

Μέσα στην στοά της Αμερικάνικης Αγοράς το «Λαϊκό». Μπανιστήρι, τσόντα, γνωριμίες στις τουαλέτες. Ο συγγραφέας ψάχνει τον Νίκο που τον έχει καψούρα και μαράζι αλλά αυτός έχει εξαφανιστεί. «Να μου τον βρεις οπωσδήποτε», μου λέει, «δεν το ευχαριστιέμαι έτσι με κανέναν άλλο».

Χάνονται τα τσόλια μάνα μου. Δεν συμφέρει να είσαι αλάνι του Βαρδάρη έτσι όπως το περιέγραψε κάποτε ο Τσιάλας.

Στον επάνω όροφο το «Ηλιοβασίλεμα» και απέναντι του «Αλίτσου».

Παγιέτα, φτηνός φωτισμός, η μικροφωνική βουίζει.

«Νύχτα στάσου νύχτα στάσου μια στιγμή μια αγάπη θα πεθάνει την αυγή»

«Δεν μπαίνεις στο φόρεμα είναι τσίτα έχεις πάρει λίγα κιλάκια, γρήγορα βγαίνεις αυτή είναι η εισαγωγή».

Ουίσκια καίγονται στο πάλκο, ένα τοίχος από σαμπάνιες Bollero. Λουλούδια έρχονται στο τραπέζι. Κυρίες με γούνες, καμένο μαλλί από την περμανάντ, αγαπητικοί με σταυρουδάκι Χριστό στον λαιμό και χρυσή καδένα.

Οι ταρίφες δεν ανοίγουν ταξίμετρο πληρώνονται συνήθως με ένα γρήγορο ανάμεσα στα ριγμένα καθίσματα, γύρω από τους δρόμους της οδού Λαγκαδά.

Αναγεννήσεως: μια ατελείωτη σειρά από νταλίκες περιμένουν να ανοίξει η λαχαναγορά. Βόλτες και σφυρίγματα γύρω από τα οχήματα. Οι ανοιχτές κουρτίνες είναι οι διαθέσιμοι. Στις κλειστές κάποιος κοιμάται η διασκεδάζει.

«Ξεφορτώνω στο λιμάνι της Καβάλας το πρωί και γυρνάω έλα να σε πάρω μαζί μου θα περάσουμε καλά».

Φεύγουν οι νταλίκες, ξημερώνει. Αλλάζουν βάρδια τα κορίτσια κι οι υπηρεσίες. Τα ξενοδοχεία, οι μεταφορικές και τα συνεργεία αποκτούν και πάλι ζωή.

Στάσεις γεμάτες από εργαζομένους και φοιτητές που πάνε στα ΤΕΙ.

Τα σουπάδικα γεμάτα κόσμο για ψιλοκομμένο, μια κοτόσουπα, «βάλε μπόλικο μπούκοβο».

Εικόνα: Γιώργος Τσιτιρίδης

2019

Οι άδειες των σπιτιών δεν ανανεώθηκαν και τα κόκκινα φώτα έσβησαν για πάντα μαζί με τα μαγαζιά που συντηρούσαν. Μαζί τους χάθηκαν και οι υπαίθριες πιάτσες.

Το μετρό σκάβει βαθιά στα θεμέλια του Βαρδάρη, στις ρημαγμένες ψυχές των αγίων της, όμως δεν τις βρίσκει. Μια μαύρη τρύπα, μια ανοιχτή πληγή στην άκρη της πόλης. Μια περιοχή που καταστράφηκε χωρίς σεβασμό στην ιστορία που λέει πως έδωσε στην πόλη τον τίτλο «ερωτική».

Σε μια πόλη που δεν ξέρει να διατηρεί, μα μονάχα καταστρέφει.

Άλλη τύχη του άξιζε του Βαρδάρη.

«Τι κάνεις εδώ πέρα καλέ κάθε μέρα;» «Πούρεψα εγώ, είμαι γριά πού να πάω. Εδώ μέχρι το τέλος. Θα πεθάνω εγώ και μαζί μου και ο Βαρδάρης».

*Το κείμενο γράφτηκε για το επετειακό τεύχος των 30 χρόνων της parallaxi

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα