ΦΙΞ: Η διεπιστημονική τεκμηρίωση του ιστορικού ζυθοποιείου

Η προσπάθεια τεκμηρίωσης του βιομηχανικού συγκροτήματος Κ. Ι. Φιξ που αποτελεί ένα ζωτικής σημασίας τμήμα της πόλης

Parallaxi
φιξ-η-διεπιστημονική-τεκμηρίωση-του-ι-913174
Parallaxi

Στην περίπτωση του βιομηχανικού συγκροτήματος ΦΙΞ εστιάζει η εισήγηση του κ. Μιχαήλ Νομικού στο πλαίσιο του συνεδρίου της ΤΕΕ/ΤΚΜ με τίτλο «Τα κάστρα της βιομηχανίας» που φιλοξενείται στην Αποθήκη Δ στο Λιμάνι της Θεσσαλονίκης.

Στη Θεσσαλονίκη το ενδιαφέρον για τα βιομηχανικά κτίρια και σύνολα εν γένει άρχισε να δημιουργείται κατά την περίοδο των μέσων της δεκαετίας του 1980, όταν δηλαδή πολλές από τις μεγάλες ιστορικές βιομηχανικές μονάδες ολοκλήρωσαν τον κύκλο ζωής τους. Τότε λοιπόν αρχίζει μια πρώτη καταγραφή και αξιολόγηση των σημαντικότερων ιστορικών βιομηχανικών συνόλων της πόλης.

Στο πλαίσιο αυτό εγγράφεται η προσπάθεια ιστορικής τεκμηρίωσης του βιομηχανικού συγκροτήματος Κ. Ι. Φιξ που αποτελεί ένα ζωτικής σημασίας τμήμα της πόλης καθώς απασχόλησε μεγάλο αριθμό κατοίκων, συνέβαλε στην εκβιομηχάνιση και συνακόλουθα στην αστικοποίηση της Θεσσαλονίκης, στην εξέλιξη της οικονομίας αλλά και στη δημιουργία νέων τρόπων διασκέδασης και νέων συνηθειών στον τομέα του εμπορίου προϊόντων διατροφής.

Το ακαδημαϊκό έτος 2004–2005 στο πλαίσιο του Εργαστηρίου Διεπιστημονικής συνεργασίας του Διατμηματικού Προγράμματος Σπουδών της Π.Σ. του Α.Π.Θ. «Προστασία, Συντήρηση και Αποκατάσταση Μνημείων Πολιτισμού», επιχειρήθηκε ένα δύσκολο εγχείρημα: να μελετηθεί το μεγαλύτερο συγκρότημα ελαφράς βιομηχανίας στο βορειοελλαδικό χώρο, το Ζυθοποιείο Παγοποιείο του Καρόλου Φιξ της Θεσσαλονίκης (Στεφανίδου Α., 2012). Τριανταπέντε φοιτητές-τριες διαφόρων ειδικοτήτων με την επίβλεψη δέκα καθηγητών διαφόρων επίσης ειδικοτήτων συνεργάστηκαν για την μελέτη αυτού του συγκροτήματος έκτασης οικοπέδου 28 στρεμμάτων. Για μεθοδολογικούς λόγους η μεγάλη αυτή διεπιστημονική ομάδα χωρίστηκε σε έξι μικρότερες που η κάθε μία μικτής πάλι σύνθεσης, ήταν υπεύθυνη για ένα τμήμα του συγκροτήματος. Η μελέτη διαρθρώθηκε σε δύο στάδια: το πρώτο ήταν η ανάλυση-τεκμηρίωση, το δεύτερο η πρόταση αποκατάστασης και επανάχρησης. (Νομικός Μ., Στεδανίδου Α., 2012) 

 Για τις ανάγκες της άσκησης-έρευνας συγκεντρώθηκε ποικίλο αρχειακό και δημοσιευμένο πληροφοριακό υλικό.

Συγκεκριμένα: 1. Από το Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας, τμήμα των Γενικών Αρχείων του Κράτους, όπου εντοπίστηκε ένας μεγάλος αριθμός εγγράφων και σχεδίων του εργοστασίου Καρόλου Φίξ, τα οποία αναφέρονται στην χρονική περίοδο 1934 έως 1974 (κυρίως 1950–1960). 2. Σχέδια τα οποία συντάχθηκαν για να χορηγηθεί από την Διεύθυνση Βιομηχανίας η άδεια λειτουργίας του εργοστασίου (πάνω από 400 ταξινομημένα σχέδια). Δείχνουν τη διάταξη των μηχανημάτων στο χώρο τα ίδια τα μηχανήματα και τη ροή παραγωγής. Μαζί με αυτά υπάρχουν και λίγα αρχιτεκτονικά και κατασκευαστικά σχέδια και σχέδια λεπτομερειών, 3. από το Υποθηκοφυλακείο, όπου έγινε πλήρης αναδρομή από τους σημερινούς ιδιοκτήτες στους παλαιότερους, στις εκτάσεις που κατείχαν, στις διαδοχικές μεταβιβάσεις μέχρι τους αριθμούς των τούρκικων τίτλων. Με βάση αυτούς εντοπίστηκαν στο Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας οι παλαιοί τουρκικοί τίτλοι του 1909- 1911 και του 1906–1907. 4. Από τις εισηγήσεις που έγιναν από την 4η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων, τις αποφάσεις του ΥΠΠΟ και του Συμβουλίου της Επικρατείας, 5. Από βιβλιογραφικό υλικό, από τον παλιό και νεότερο ημερήσιο και περιοδικό τύπο και το διαδίκτυο, από παλιές καρτ-ποστάλ και άλλες απεικονίσεις, από παλιούς χάρτες, 6. Από συζητήσεις-επαφές με τους απογόνους των παλαιών ιδιοκτητών και με τους σημερινούς ιδιοκτήτες, επίσης από συζητήσεις με εργατικό και διοικητικό προσωπικό που δούλευε παλαιότερα στο εργοστάσιο, από επισκέψεις σε σύγχρονες μονάδες ζυθοποιείας, 7. Από έρευνες που διενεργήθηκαν από άλλες ομάδες εργασίας, όπως του ΤΕΕ/Τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας και φορέων και ενώσεων της πόλης, και 8. Από φορείς που εμπλέκονται στην παραγωγική διαδικασία: το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, το Σύλλογο Ελλήνων Βιομηχάνων, το Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης.

1. Ιστορία

Μέχρι το 1870 περίπου, η κατάσταση της βιομηχανίας στη Θεσσαλονίκη δεν διαφοροποιείται από αυτήν της υπόλοιπης χώρας.

Ωστόσο από το 1880 και μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, η εικόνα αλλάζει ριζικά.

Στη μεταβολή αυτή συντελούν αποφασιστικά οι διεθνείς πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το τέλος των βαλκανικών συρράξεων, την καταστροφική πυρκαγιά του 1917, την ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις με την αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών αλλά και οι μεταρρυθμίσεις που προωθεί η Πύλη σε μια προσπάθεια εκσυγχρονισμού του χαρακτήρα της με την υιοθέτηση ευρωπαϊκών προτύπων. (Δρυμούση Χ., κα. 2012)

Από το 1854 που ιδρύεται το πρώτο εργοστάσιο στη Θεσσαλονίκη και μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα κατασκευάζονται πολυάριθμες βιομηχανικές μονάδες (σαπωνοποιεία, βυρσοδεψεία, νηματουργεία, μύλοι, καπνεργοστάσια κτλ) που στην πλειοψηφία τους συγκεντρώνονται στη δυτική περιοχή της πόλης, στον λεγόμενο «Κήπο των Πριγκήπων» το Μπέχτσινάρ, με πρώτες το νηματουργείο Torres και Misrachi το 1886 και το οινοπνευματοποιείο των Allatini, Misrachi και Fernandez. Το τελευταίο μετατρέπεται σε ζυθοποιείο με την επωνυμία «Όλυμπος», κατόπιν συνενώνεται με το ζυθοποιείο «Νάουσα» και το 1926 περνάει στην Αθηναϊκή εταιρεία Κάρολος Φίξ. Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της βιομηχανικής ιστορίας της Θεσσαλονίκης διαδραμάτισε αναμφίβολα και το εβραϊκό στοιχείο το οποίο συνδέθηκε άρρηκτα με την οικονομική και κοινωνική ζωή της πόλης.

fiks.png

Από τις αρχές του 19ου αιώνα με την δημιουργία της βιομηχανικής υποδομής στη Θεσσαλονίκη οι εβραϊκές οικογένειες διαπρέπουν στη διαχείριση μικρών αρχικά αλλά πολύ κερδοφόρων επιχειρήσεων αποκτώντας σταδιακά μέχρι τα μέσα του ίδιου αιώνα και τα σκήπτρα της βιομηχανίας πλάι στις ελληνικές οικογένειες. Νηματουργεία, υφαντουργεία, κεραμοποιεία και μύλοι ανήκαν στις πλούσιες εβραϊκές οικογένειες των Allatini, Misrachi, Fernandez και Torres, οι οποίες συνεταιρίζονται μεταξύ τους και προωθούν τα προϊόντα της παραγωγής τόσο στην ελληνική ενδοχώρα όσο και στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων καθώς και την Ανατολή.

Τα δύο ζυθοποιεία Όλυμπος και Νάουσα είχαν τις εγκαταστάσεις τους στο Μπέχτσιναρ. Το Όλυμπος, εβραϊκή επιχείρηση, με εξαγωγές επί τουρκοκρατίας στη Θράκη και Κωνσταντινούπολη ήταν το μεγαλύτερο αλλά και ένα από τα σημαντικότερα και παλαιότερα της Ευρωπαϊκής Τουρκίας. Το εργοστάσιο Όλυμπος, τουρκικής αρχικά ιδιοκτησίας, το 1880 περνάει στην ιδιοκτησία του C. Allatini και τρία χρόνια αργότερα μετατρέπεται σε οινοπνευματοποιείο. Το 1911 έγιναν πρόσθετες εγκαταστάσεις και η ιδιοκτησία πέρασε στη “Société Anovyme Brasserie Olympos” της επιχείρησης Misrachi, Fermandez & Cie. Το εργοστάσιο με τις μοντέρνες εγκαταστάσεις διέθετε επίσης βυνοποιείο, το μοναδικό μέχρι το 1914 στην Ελλάδα και παρήγαγε ζύθο όγκου 1.020 εκατόλιτρων.

Συνολικά το Όλυμπος απασχολούσε 200 εργάτες. Από αυτούς οι 80 απασχολούντο στην κυρίως ζυθοποιεία. Οι περισσότεροι στο χειρισμό των μηχανών ήταν μέχρι το 1912 Έλληνες ενώ στο τμήμα επεξεργασίας, στην αποθήκη και στο τμήμα εμφιάλωσης Βούλγαροι και Εβραίοι.

Το εργοστάσιο Νάουσα που κατεδαφίστηκε μεταπολεμικά ιδρύθηκε το 1911 από τέσσερις Έλληνες μετόχους με κυριότερο τον Ιορδάνη Γεωργιάδη ως εμπορική επιχείρηση με την επωνυμία “Brasserie Naoussa, Fabrique de Glaces et Halles Frigorifiques Georgiades & Cie”

Το εργοστάσιο προήλθε από μικρή βιομηχανία πάγου που είχε ιδρυθεί το 1909. Σκοπός της ιδρύσεως της εταιρείας ήταν η παραγωγή και εμπορία του πάγου και η διατήρηση ψυγείου για τις ανάγκες της τυροκομίας με την οποία παλαιότερα ασχολούνταν η οικογένεια Γεωργιάδη. Εξαιρετικής σημασίας για την πορεία των δύο εργοστασίων στάθηκε η συνένωσή τους στις 20 Φεβρουαρίου 1920 με την επωνυμία “Société Anonyme des Brasseries Reunies Olympos-Naoussa”

Στη Θεσσαλονίκη το Νάουσα και το Όλυμπος είχαν την δυνατότητα να συναγωνιστούν με επιτυχία τον εισαγόμενο ευρωπαϊκό ζύθο, τόσο από πλευράς ποιότητας όσο και από πλευράς τιμής.

Την ίδια δυνατότητα απέκτησαν και απέναντι στα ζυθοποιεία της Αθήνας και της Πάτρας.

Στις 28 Ιουνίου 1928 η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Κάρολος Φίξ» προχωρά στην εξαγορά όλων των μετοχών της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Ζυθοποιεία Όλυμπος – Νάουσα» αφού προηγήθηκε η διάλυσή της με σκοπό την συγχώνευση με την «Κάρολος Φιξ Α.Ε.» για λογαριασμό της οποίας υπογράφει ο Αντώνιος Καρόλου Φίξ.

Το 1958 το βυνοποιείο της ζυθοποιείας Φίξ περνά στην ιδιοκτησία της «Ελληνικής Βιομηχανίας Κατεργασίας Αγροτικών Προιόντων (Ε.Β.Κ.Α.Π.)» που το 1968 συγχωνεύεται με την ανώνυμη εταιρεία ομάδας ιδιωτών, τους αδελφούς Ζαφειρίδη, τον Πάρι Παρίση και τη σύζυγό του, οι οποίοι είχαν συστήσει αρχικά την εταιρεία «Ατλαντική Τεχνοδομική».

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η εταιρεία Κ.Ι. Φίξ Α.Ε. φτάνει στο απόγειο της ακμής της με ανοίγματα σε πολλούς τομείς του εμπορίου και της διατροφής. Ωστόσο το μονοπώλιο χάνεται το 1963 με την ίδρυση της Amstel, που μπορεί να θεωρηθεί η αρχή του τέλους για την αυτοκρατορία του Φιξ.

Η βιωσιμότητα της εταιρείας σταδιακά καθίσταται προβληματική. Ενδεικτική της νέας κατάστασης είναι η μεταφορά της παραγωγής της μπίρας στην Ιερά Οδό, στις εγκαταστάσεις της Ελληνικής Ζυθοποιίας και το σφράγισμα του εργοστασίου της Συγγρού στην Αθήνα. 

Το εργοστάσιο της Θεσσαλονίκης εξακολουθεί βέβαια να λειτουργεί αλλά με κύρια δραστηριότητα πλέον την εμφιάλωση. Από τις αρχές του 1982 η Εθνική Τράπεζα διακόπτει τη δανειοδότηση της επιχείρησης με αιτιολογικό τα υπέρογκα χρέη, οπότε η εταιρεία της Αθήνας κλείνει. Την ίδια περίοδο τίθενται σε διαθεσιμότητα 50 εργαζόμενοι στο εργοστάσιο Φιξ της Θεσσαλονίκης λόγω έλλειψης πρώτης ύλης, δηλαδή βύνης, με αποτέλεσμα τα παραγωγικά τμήματα της επιχείρησης να υπολειτουργούν να παύουν. Το καλοκαίρι του 1983 η εταιρεία αναστέλλει κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα.

Το 1990 η 4η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων εισηγείται για τον χαρακτηρισμό του συγκροτήματος ως διατηρητέου. Μόλις χρόνο αργότερα το συγκρότημα του Φιξ μετά από πλειστηριασμό περιέρχεται σε ομάδα ιδιωτών (60%) και στην τεχνική εταιρεία «Ατλαντική Τεχνοδομική ΕΠΕ» (40%). Το 1992 εκδίδεται απόφαση μη χαρακτηρισμού μέρους του συγκροτήματος και οι ιδιώτες εκδίδουν άδεια κατεδάφισης τμημάτων των παλαιών κτισμάτων. Το 1993 με παρέμβαση της 4ης Ε.Ν.Μ. γίνεται αναστολή της κατεδάφισης και αποστέλλονται συμπληρωματικά στοιχεία στο ΥΠ.ΠΟ για τον χαρακτηρισμό.

Την ίδια χρονιά το ΤΕΕ/Τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας καταθέτει πρόταση για τη διάσωση του συγκροτήματος ενώ ένα χρόνο μετά οι ιδιοκτήτες υποβάλλουν σειρά προτάσεων για την αξιοποίηση του.

Ως αποτέλεσμα των παραπάνω ενεργειών, το 1994 το ΥΠ.ΠΟ χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο μέρος του συγκροτήματος ως διατηρητέου μαζί με τον τεχνολογικό εξοπλισμό. Το 2003 ακολουθούν εισηγήσεις της 4ης Ε.Ν.Μ. Στη νέα κήρυξη όμως που εκδίδεται περιορίζονται τα διατηρητέα κτίρια. Η τελευταία προσπάθεια για τον χαρακτηρισμό και την διατήρηση του συγκροτήματος πραγματοποιήθηκε σε ημερίδα που διοργάνωσε το ΤΕΕ/ΤΚΜ στις αρχές του 2005, όπου οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες υποστήριξαν την ανάγκη εκπόνησης ενός master plan για την ευρύτερη περιοχή του βιομηχανικού συγκροτήματος Φιξ της Θεσσαλονίκης με τον ορισμό ζώνης προστασίας, η οποία θα προσδιόριζε όρους δόμησης και χρήσεις.

2. Μεθοδολογία

Κατά το πρώτο στάδιο της έρευνας συγκεντρώθηκαν τα απαραίτητα στοιχεία (αρχεία, βιβλιογραφία, σχέδια, αναφορές, συνεντεύξεις) με βάση τα οποία περιγράφηκαν τα εξής:

1. Η ιστορία του κτίσματος από τον αρχικό πυρήνα ίδρυσής του και μέχρι τη διακοπή λειτουργίας του. 2. Η ιστορία των κυριότερων ιδιοκτητών. 3. Το περιβάλλον μέσα στο οποίο εντάσσεται το βιομηχανικό συγκρότημα 4. Τα τυπολογικά μια μορφολογικά χαρακτηριστικά των κτισμάτων. 5. Οι διάφορες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες κάτω από τις οποίες λειτούργησε. 6. Οι παράλληλοι ανταγωνιστές του. 7. Ο τρόπος λειτουργίας του: η τροφοδοσία με πρώτες ύλες, ο κύκλος παραγωγής, ο αριθμός και η προέλευση του απασχολούμενου εργατικού και διοικητικού προσωπικού, η διαθέσιμη ιπποδύναμη, η προέλευση των μηχανημάτων και της τεχνογνωσίας, το είδος και οι ποσότητες των παραγόμενων προϊόντων, το εύρος της αγοράς και της διάθεσης των προϊόντων 8. Ο τρόπος παραγωγής της βύνης, του ζύθου, του πάγου και των χυμών. 

Τα σχέδια αρχείων συνενώθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν ως σκαριφήματα για την ακριβέστερη γεωμετρική αποτύπωση των κτιρίων με συμβατικές και σύγχρονες τοπογραφικές μεθόδους (Νομικός Μ., Στεδανίδου Α., 2012).

Οι κατασκευές, τα ιδιαίτερα δομικά συστήματα τα υλικά δόμησης καθώς και η κατάσταση διατήρησης τους περιγράφηκαν, αναλύθηκαν και σχεδιάστηκαν σε ειδικές καρτέλες. Στα αναπτύγματα των χώρων καταγράφηκε και αξιολογήθηκε η παθολογία (φθορές, ρωγμές, κατεστραμμένα τμήματα, κατάρρευση επιχρισμάτων, υγρασία, αποκλίσεις από την κατακόρυφο, καθιζήσεις, αλλαγές, αρμοί διαστολής κτλ) και με βάση την έρευνα αυτή διερευνήθηκαν οι αιτίες της παθολογίας των κατασκευών. 

Δομοστατικές αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν στα κτίρια και στα ιδιαίτερα δομικά συστήματα που εφαρμόστηκαν στις διάφορες φάσεις κατασκευής του συγκροτήματος. Για τις αρχικές κατασκευές με τους φέροντες τοίχους από πλινθοδομή, για τα σιδηρά υποστυλώματα και τις οροφές από σιδηρές δοκούς και πλίνθινους θολίσκους, για τις μεταγενέστερες κατασκευές από οπλισμένο σκυρόδεμα, για την διάγνωση του τρόπου κατασκευής των θεμελίων κτλ. Για τις αναλύσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν διερευνητικές τομές σε χαρακτηριστικές θέσεις του συγκροτήματος.

Με βάση τις γεωμετρικές αποτυπώσεις, τις κατασκευαστικές και δομοστατικές αναλύσεις, τις φωτογραφικές και φωτογραμμετικές τεκμηριώσεις πραγματοποιήθηκαν τα σχέδια των τοπογραφικών διαγραμμάτων, των κατόψεων, όψεων, τομών, καθώς και των αξονομετρικών διαγραμμάτων τα οποία κρίθηκαν απαραίτητα.

Η μακροχρόνια λειτουργία του συγκροτήματος και οι διαδοχικές αλλαγές των ιδιοκτητών, η αλλαγή του τρόπου παραγωγής, ο διαρκής εκσυγχρονισμός κ.ά. επέφεραν σημαντικές αλλαγές και τροποποιήσεις στο εργοστάσιο. Με βάση την επιτόπια έρευνα καθώς και το υλικό τεκμηρίωσης επιχειρήθηκε η καταγραφή των διαφόρων οικοδομικών φάσεων του εργοστασίου.

Παράλληλα έγινε η διερεύνηση του στατικού φορέα με τη δημιουργία ενός υπολογιστικού προσομοιώματος (μοντέλο) διαμορφωμένο βάσει της θεωρίας των πεπερασμένων στοιχείων. Προσδιορίστηκε η ένταση του φορέα και αξιολογήθηκε η επάρκεια και η συμπεριφορά των κτιρίων σε στατικά κατακόρυφα και σε σεισμικά δυναμικά φορτία. Η κάθε επιμέρους ομάδα προχώρησε σε προτάσεις για τον τρόπο αποκατάστασης των αντίστοιχων κτιριακών ενοτήτων.

Ταυτόχρονα πραγματοποιήθηκε η συνολική καταγραφή και αξιολόγηση του μηχανολογικού εξοπλισμού. Τα μηχανήματα που προτάθηκαν να διατηρηθούν επιτόπου προσδιόρισαν σε σημαντικό βαθμό τις επιλογές χρήσεων και οργάνωσης των χώρων.

3. Μηχανολογικός εξοπλισμός

Το εργοστάσιο χωρίζεται σε 6 λειτουργικές ενότητες: Το βυνοποιείο, το ζυθοποιείο, το εμφιαλωτήριο, το λεβητοστάσιο, το παγοποιείο και το παρασκευαστήριο χυμών (χυμοφίξ) (Ασπρούδης Ν., Παπαχρήστου Η., 2012).

3.1. Βυνοποιείο

Βυνοποίηση είναι η τεχνητή βλάστηση του κριθαριού υπό ελεγχόμενες συνθήκες. Τα στάδια που ακολουθούνται κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας είναι: ο καθαρισμός της κριθής, η διαβροχή, η φρύξη, ο καθαρισμός και η αποθήκευση της βύνης. Η παραλαβή του κριθαριού γινόταν στο ισόγειο του βυνοποιείου. Από εκεί το κριθάρι μεταφερόταν στο δώμα του βυνοποιείου, προκειμένου να γίνει η διανομή στις κατάλληλες εγκαταστάσεις για την επεξεργασία του. Το καθαρισμένο κριθάρι μεταβιβαζόταν στις αποθήκες καθαρής κριθής. 

Επόμενο στάδιο μετά τον καθαρισμό του κριθαριού, είναι η διανομή του από τις αποθήκες στις δεξαμενές διαβροχής. Οι δεξαμενές ήταν γεμάτες νερό και το κριθάρι παρέμενε σε αυτές για 2 έως 4 ημέρες. Με το πέρας της διαδικασίας διαβροχής, το κριθάρι μεταβιβαζόταν στα τρόμελ εκβλάστησης. Το εργοστάσιο διέθετε 8 τέτοια τρόμελ, 4 παλαιά και 4 νέα, τα οποία ήταν εγκατεστημένα κάτω από τους χώρους των δεξαμενών διαβροχής. Στα τρόμελ λάμβανε χώρα ο αερισμός και η βλάστηση της διαβρεγμένης κριθής. Η διαδικασία διαρκούσε περίπου 5 μέρες και μετά την ολοκλήρωσή της το βλαστημένο κριθάρι , που ονομάζεται χλωρή βύνη, ήταν έτοιμο για τη μεταφορά του στο φούρνο του βυνοποιείου. Ο φούρνος είναι ένα ξεχωριστό κτίριο που χωρίζεται καθ’ ύψος σε 4 τμήματα. Στο κάτω μέρος υπάρχουν οι δύο εστίες στις οποίες γινόταν η καύση και η παραγωγή θερμαντικής ισχύος. Στο επόμενο επίπεδο είναι ο χώρος των αγωγών που μεταφέρουν και κατανέμουν το θερμό αέρα και στο πάνω μέρος τα δύο πλατό του φούρνου όπου γινόταν το ψήσιμο-φρύξη της χλωρής βύνης. 

Στην κορυφή υπήρχε ψηλή καμινάδα (σήμερα σώζεται μικρό τμήμα της). Μετά τον καθαρισμό της, η βύνη μεταφερόταν στα σιλό ψημένης βύνης προς αποθήκευση. Στο χώρο του βυνοποιείου υπάρχουν 4 μεγάλα σιλό βύνης που ανάλογα με τις ανάγκες λειτουργούσαν παράλληλα με 6 μικρότερα σιλό βύνης που βρίσκονταν μεταξύ του 2ου και 4ου ορόφου της βρασαρίας. Από εκεί η βύνη μεταφερόταν στις εγκαταστάσεις της βρασαρίας.

3.2. Ζυθοβραστήριο

Πρόκειται για ένα από τα ωραιότερα κτίσματα του συγκροτήματος. Ήταν η καρδιά του ζυθοποιείου, καθώς εκεί παραγόταν το ζυθογλεύκος, η πρώιμη μπίρα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο εξοπλισμός στο τμήμα αυτό του εργοστασίου, καθώς διασώζεται σχεδόν στο σύνολό του, στην αρχική του θέση. Συγκεκριμένη ποσότητα βύνης εξαγόταν από τα 6 μικρά σιλό βύνης του 2ου ορόφου και οδηγούνταν στο κόσκινο της βύνης. Εκεί γινόταν ο καθαρισμός της προτού οδηγηθεί στο μύλο αλέσεως της βύνης. 

Το καθαρισμένο βυνάλευρο διοχετευόταν σε δεξαμενή βυναλεύρου, η οποία τροφοδοτούσε το λέβητα αναμίξεως, προκειμένου να αρχίσει το στάδιο της ζυθοποίησης. Στον 1ο όροφο της βρασαρίας, ο οποίος χωρίζεται σε δύο επίπεδα που επικοινωνούσαν με σκάλα, είναι εγκατεστημένοι οι 4 λέβητες ανάμιξης, διήθησης, συμπύκνωσης και σακχαροποίησης, όπου γινόταν η παραγωγή και ο βρασμός του ζυθογλεύκους. Σήμερα δυστυχώς δεν σώζονται τα χάλκινα καλύμματά τους (κώδωνες)

fix-11.jpg

3.3. Ψυχραντήριο

Στο ζυθοποιείο ανήκουν επίσης οι χώροι και τα κτίρια όπου γινόταν η ψύξη και η ζύμωση της μπίρας, το φιλτράρισμα, η μεταζύμωση και τέλος η εμφιάλωση της μπίρας. Η ψύξη του ζυθογλεύκους πραγματοποιούνταν στον πύργο του ψυχραντηρίου σε δύο στάδια. Κατά το πρώτο στάδιο η ψύξη γινόταν με κύκλωμα κυκλοφορίας νερού ενώ η τελική θερμοκρασία ζύμωσης επιτυγχανόταν με τη χρήση κυκλώματος αμμωνίας. Στο χώρο αυτό το αξιολογότερο κομμάτι του σωζόμενου εξοπλισμού αποτελεί ο ψυκτήρας αλκοόλης στο ισόγειο του κτιρίου.

3.4. Ζύμωση – μεταζύμωση

Το προς ζύμωση ψυχρό γλεύκος εμβολιάζεται με την καλλιέργεια της μαγιάς, μεταφέρεται στις δεξαμενές της ζύμωσης και αφού προστεθεί αέρας, αρχίζει η ζύμωση. Στο χώρο του εργοστασίου λειτουργούσαν 30 παρόμοιες κυλινδρικές δεξαμενές ζύμωσης οι οποίες σώζονται στο σύνολό τους σε πολύ καλή κατάσταση. Μετά την κυρίως ζύμωση το μεγαλύτερο μέρος της μαγιάς αφαιρείται και η μπίρα, μεταφέρεται στις κλειστές δεξαμενές μεταζύμωσης.

Στο Φιξ λειτουργούσαν συνολικά 46 δεξαμενές μεταζύμωσης, εκ των οποίων οι 36 βρίσκονται στο χώρο του ψυχραντηρίου και διακρίνονται με βάση τις διαστάσεις τους σε τρείς κατηγορίες. Ανάλογα με τις ανάγκες του ζυθοποιείου λειτουργούσαν παράλληλα με τα 10 εξωτερικά σιλό σίτευσης που βρίσκονται στην πρόσοψη του εργοστασίου επί της οδού 26ης Οκτωβρίου.

3.5. Εμφιαλωτήριο

Το εμφιαλωτήριο αποτελεί το 3ο (και τελευταίο όσον αφορά την παραγωγή) τμήμα του εργοστασίου. Εκεί γίνεται η προετοιμασία των συσκευασιών μπίρας, η πλήρωση και η αποθήκευσή τους, μέχρι τη στιγμή της προώθησής τους στη αγορά. 

Στο χώρο του Φιξ το τμήμα του εμφιαλωτηρίου φιλοξενήθηκε σε δύο διαφορετικούς χώρους. 

Ο αρχικός χώρος που λειτουργούσε μέχρι το 1961 εντοπίζεται νότια και εν συνεχεία του ζυθοποιείου σε ισόγειους χώρους δίπλα στις αίθουσες σίτευσης. Σήμερα δυστυχώς δεν σώζεται τίποτα από τον εξοπλισμό του παλαιού εμφιαλωτηρίου και η αναφορά σε αυτόν βασίζεται στα ελάχιστα σχέδια που υπάρχουν 

3.6. Λεβητοστάσιο

Το λεβητοστάσιο είναι το κέντρο της ατμοπαραγωγικής διαδικασίας. Οι ανάγκες για ατμό στο συγκρότημα του Φιξ ήταν μεγάλες και εντοπίζονται σε κάθε βήμα της διαδικασίας παραγωγής του ζύθου.

Στο Φιξ το λεβητοστάσιο εντοπίζεται στο κέντρο περίπου του βυνοποιείου. Σήμερα σώζονται 4 ατμολέβητες οι οποίοι ανήκουν σε δύο διαφορετικές κατασκευαστικές λογικές: τους λέβητες με διπλό φλογοσωλήνα και τους αεριαυλωτούς λέβητες μονού φλογοσωλήνα.

fix-14.jpg

Στο πλαίσιο της έρευνας και καταγραφής του υπάρχοντος μηχανολογικού εξοπλισμού επιχειρήθηκε και η αξιολόγησή του. Κριτήρια αυτής της αξιολόγησης αποτέλεσαν τόσο στοιχεία που αφορούν αποκλειστικά στα σωζόμενα μηχανήματα και τεκμηριώνουν την ιδιαίτερη αξία τους (όπως η μοναδικότητά τους, ο ρόλος και η σπουδαιότητά τους στην παραγωγική διαδικασία, η ηλικία τους και η κατασκευαστική εταιρεία) όσο και λόγοι που σχετίζονται με το ίδιο το συγκρότημα. Από ένα σύνολο 50 περίπου μηχανημάτων που σώζονται σήμερα στο Φιξ δέκα μηχανήματα χαρακτηρίζονται ως ιδιαίτερα σημαντικά και προτείνεται η διατήρησή τους.

Στις 46 καρτέλες, οι οποίες συντάχθηκαν για την τεκμηρίωση, καταχωρούνται η ονομασία και ο κωδικός του μηχανήματος, φωτογραφίες και σχέδια εντοπισμού της θέσης του, τυπολογικά χαρακτηριστικά, λειτουργικά χαρακτηριστικά, ιστορικά στοιχεία, κατάσταση διατήρησης, αξιολόγηση, και σύντομη τεχνική έκθεση με συμπληρωματικά στοιχεία και παρατηρήσεις.

4. Ο ρόλος των οπτοπλίνθων στην κατασκευή και μορφή των κτιρίων του συγκροτήματος

Το βιομηχανικό συγκρότημα Φιξ αποτελεί ίσως το πιο χαρακτηριστικό κτίριο της βιομηχανικής περιόδου του τέλους του 19ου, έως τις αρχές του 20ού αιώνα στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης, στο οποίο η οπτόπλινθος παίζει τόσο σημαντικό ρόλο. Ο ρόλος αυτός είναι διπλός: δομικός-κατασκευαστικός, αλλά και διακοσμητικός. Το σύνολο των κτιρίων του συγκροτήματος αποτελεί ένα ζωντανό αρχείο πλίνθων της περιόδου 1880–1980 από όπου μπορούν να εξαχθούν πολύτιμες πληροφορίες τόσο για το υλικό αυτό, όσο και για μια δραστηριότητα, την πλινθοποιία, η οποία ενώ κατείχε σημαντικό πόλο στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Θεσσαλονίκης κατά την βιομηχανική περίοδο, οι πληροφορίες που έχουν διασωθεί για αυτήν στις μέρες μας είναι σχετικά λίγες. Η έρευνα αυτή συμβάλλει στη αποσαφήνιση των κατασκευαστικών φάσεων, προσφέρει πληροφορίες για τον τρόπο κατασκευής και τοποθέτησης των πλίνθων στις τοιχοποιίες των διαφόρων κτιρίων, συμβάλλει στην έρευνα αναζήτησης παλιών πλινθοποιείων και τέλος διαμορφώνει μια βάση για περαιτέρω μελέτη (Γερογιάννης Γ., 2012).

Η καταγραφή των πλίνθων πραγματοποιήθηκε το 2005 και αφορά στα γεωμετρικά χαρακτηριστικά των πλίνθων: διαστάσεις (μήκος, πλάτος, ύψος) καθώς και στη μορφολογία-τύπο (συμπαγείς, με σκάφη, με οπές) με επιπρόσθετη καταγραφή και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους (γεωμετρία σκάφης, μέγεθος και διάταξη οπών).

Η αναζήτηση έγινε σε όλους τους χώρους του συγκροτήματος, ενώ η καταγραφή συνοδεύτηκε από φωτογραφική τεκμηρίωση. Τα αποτελέσματα κωδικοποιήθηκαν σε καρτέλες στις οποίες, εκτός από τα χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν, συμπεριλαμβάνονται και κατόψεις των κτιρίων με σημειωμένη τη θέση του δείγματος. 

Προέκυψαν 124 καρτέλες στις οποίες εντοπίζονται 89 διαφορετικά είδη οπτοπλίνθων. Από αυτά τα είδη τα 49 αφορούν σε συμπαγείς οπτόπλινθους και τα 40 σε διάτρητες. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι συμπαγείς πλίνθοι με σκάφη (19 συνολικά). Αν και οι περισσότερες έχουν αποτυπωμένα χαρακτηριστικά προέλευσης, δεν έγιναν σαφείς όλες αυτές οι προελεύσεις. Σε κάποιες πλίνθους είναι αποτυπωμένες ξένες τοποθεσίες (Marseilles, Livorno) ενώ βρέθηκαν και πλίνθοι με το αποτύπωμα του εργοστασίου Αλλατίνη στη Θεσσαλονίκη.(6) Επίσης ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι διάτρητες οπτόπλινθοι με κατακόρυφες οπές (6 συνολικά 21 οπών, 32 οπών, 36 οπών και 55 οπών) οι οποίες εντοπίστηκαν σε τοιχοποιίες μαζί με άλλες συμπαγείς ή και διάτρητες Όσον αφορά στο μέγεθος των πλίνθων αυτό κυμαίνεται ανάλογα με τον τύπο. Ωστόσο οι περισσότερες πλίνθοι είχαν μεγέθη από 17 ως 23 εκατοστά στο μήκος (βρέθηκαν και πλίνθοι μήκους 29 εκ), πλάτος από 7 μέχρι 14 εκ. ενώ το ύψος κυμαίνεται από 5 ως 8 εκ. Το πιο σύνηθες μέγεθος το οποίο συναντάται σχεδόν σε όλους τους τύπους είναι το 21×10×7εκ.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το αποτύπωμα GIUS. CURRADI, LIVORNO, το οποίο βρέθηκε σε οπτόπλινθους σε κτίριο του βιομηχανικού συγκροτήματος και σε οπτόπλινθους στα ερείπια αρχοντικού στην Άνω πόλη Θεσσαλονίκης το οποίο πιθανώς να ανήκε στην ευρύτερη οικογένεια των Αλλατίνη και του οποίου η κατασκευή ανάγεται στην ίδια περίοδο με αυτήν του κτιρίου του βιομηχανικού συγκροτήματος. Είναι γνωστό άλλωστε ότι μέρος της ευρύτερης οικογένειας Αλλατίνη κατάγεται από το Livorno. (Γεωργάκη Π., 2021).

Συμπεράσματα

Με βάση την διεπιστημονική τεκμηρίωση κάθε μικρή διεπιστημονική ομάδα προχώρησε σε προτάσεις που αφορούσαν τόσο στην γενική οργάνωση του συγκροτήματος όσο και στον λεπτομερέστερο προσδιορισμό των χρήσεων και της λειτουργίας της ενότητας των κτιρίων που είχε μελετήσει στη φάση της ανάλυσης-τεκμηρίωσης, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην μελέτη συμβατότητας καθώς και στη βιωσιμότητα των νέων χρήσεων. Βασική επιδίωξη των επεμβάσεων ήταν η ανάδειξη των ιδιαίτερων τυπολογικών, μορφολογικών και κατασκευαστικών στοιχείων των κτιρίων, λαμβάνοντας υπ’ όψη την δομοστατική τους οργάνωση και τα ιδιαίτερα ιστορικά δομικά συστήματα που εφαρμόστηκαν κατά την μακρόχρονη περίοδο λειτουργίας του βιομηχανικού συγκροτήματος. 

Τα προβλήματα συντονισμού και συνεργασίας ήταν μεγάλα, ωστόσο πιστεύουμε ότι η προσπάθεια αποτελεί μια χρήσιμη συμβολή στον προβληματισμό που αφορά στην ένταξη του εγκαταλελειμμένου βιομηχανικού συγκροτήματος στη ζωή της Θεσσαλονίκης.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα