Βιβλίο

Φώτα και φωτισμοί

Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε...

φώτα-και-φωτισμοί-867518

Χρονιά κι εκείνη!

Η ξαδέρφη μας, η Σταματούλα, γέννησε τετράδυμα κοριτσάκια που τα τάξανε στην Παναγία και ζήσανε όλα. Ο αδελφός του παππού μας έκοψε το δάχτυλό του με το τσεκούρι ανήμερα του ΄Αη Θανάση και ξαναφύτρωσε – Χριστός κι Απόστολος! – ένα τόσο δα μικρούλι· μέχρι και νυχάκι έβγαλε στην άκρη κι εκείνος έκανε τάμα ν’ ανάβει λαμπάδα ίσαμε το μπόι του στη χάρη του ΄Αγιου κάθε χρόνο τέτοια μέρα. Τέλος ο ξάδερφός μας, ο Γιωργάκης, μας έφερε πάλι νύφη στο σπίτι.

Αυτό βέβαια δεν ήτανε κάτι καινούργιο, γιατί ο Γιωργάκης είχε αρραβωνιαστεί πεντέξι φορές ως τα τώρα και έβγαλε κακό όνομα στο χωριό μας, την Χαλάστρα. Μα τούτην εδώ επέμενε πως θα την παντρευτεί, γιατί ήτανε καλή και όμορφη και μορφωμένη. Σπουδάζανε μαζί δάσκαλοι στην Ακαδημία, στην πόλη. Και η οικογένειά της φαινόταν αυστηρών αρχών, αφού τον υποχρέωσαν να περάσει βέρα, προτού την πάρει μαζί του στο χωριό να την παρουσιάσει στους δικούς του, δηλαδή εμάς.

Τρεις μέρες πριν τα Φώτα κατέφθασε ο Γιωργάκης κρατώντας από το χέρι την καινούργια του αρραβωνιαστικιά. Μαζευτήκαμε όλοι στο σπίτι να τους υποδεχτούμε για τα συχαρίκια.

Κάθε φορά ο ερχομός του Γιωργάκη έφερνε χαρές. ΄Οχι τόσο για τις αρραβωνιαστικές που κουβαλούσε κάθε λίγο και λιγάκι, αλλά γιατί μιλούσε όμορφα, θαρρείς μιαν άλλη γλώσσα, έδινε μικρά δώρα στον καθένα μας και κάθε φορά κάτι σπουδαίο για το σπίτι, όπου ζούσαμε όλοι μαζί τρεις οικογένειες. Κάποτε, ας πούμε, μας έφερε μια ραπτομηχανή κούκλα, Σίγγερ του χεριού, μεταχειρισμένη βέβαια. Σκοτωθήκαν οι γυναίκες του σπιτιού ποια θα πρωτομάθει να γαζώνει φανελίτσες και σώβρακα. Πριν από μερικούς μήνες κάτι που μας ξετρέλανε όλους.

΄Ενα γραμμόφωνο από κείνα με το χουνί, μπλε με ροζ τριαντάφυλλα. Ακόμη κι όταν υπηρετούσε φαντάρος εδώ πιο πάνω, στο Πολύκαστρο, και μας ερχόταν με καμιά άδεια ντυμένος στα χακί, α, όλα κι όλα αλλά με άδεια χέρια δεν τον θυμάμαι ποτέ.

– Θα γίν’ τρανός νοικουκύρ’ς, καμάρωνε ο παππούς μας, ο ψαράς.

Και δεν είχε άδικο, φτάνει ν’ αποφάσιζε κάποτε ποιά θα γινότανε η νοικοκυρά του.

* * *

– Αυτή είναι η Χαρίτσα, μας ανακοίνωσε επίσημα παρουσιάζοντάς μας το λιγνό κορίτσι, που τον κρατούσε από το χέρι τρέμοντας, πελαγωμένη μπροστά στα τόσα βλέμματα που τη ζυγιάζανε.

Τις επόμενες δυο μέρες γύρισαν μαζί όλα τα συγγενικά σπίτια και παραμονή των Φώτων αποφάσισαν να κατέβουν στη θάλασσα, στην καλύβα του παππού, που τους περίμενε όλο χαρά από τη μέρα που έμαθε τα ευχάριστα.

Ο καιρός βαρύς, τα σύννεφα σωρείτες. Περπατούσαν μέσα στη λάσπη μια ώρα και. Η Χαρίτσα, παρ’ ότι κοπέλα της πόλης, τον έβγαλε μια χαρά τον άγριο ποδαρόδρομο.

Βρήκανε τον παππού να τους περιμένει με την ξυλόσομπα κορωμένη και την κατσαρόλα με την ψαρόσουπα να σιγοβράζει από πάνω και να πλημμυρίζει το μοναδικό δωματιάκι της παράγκας με ευωδιαστούς αχνούς.

Τελευταία στη σειρά στο μεγάλο κανάλι κοντά στις εκβολές του Αξιού η παράγκα του παππού μας, καμιά εκατοστή μέτρα από την παραλία, και η μόνη ξύλινη. Μερακλής άνθρωπος και τα ‘θελε όλα περιποιημένα και σωστά. ΄Οταν δεν καταγινότανε με τα ψάρια και τη βάρκα του, πάντα είχε κάτι να μαστορέψει στην παράγκα.

Οι άλλοι οι ψαράδες στήνανε πρόχειρες κατασκευές δίπλα στα κανάλια, φτιαγμένες με πλεκτά ραγάζια σουβαντισμένα με λάσπη και άχυρα.

Αλλά βέβαια αυτοί τις είχανε για αποθηκούλες πιο πολύ, αφού σαν θέλανε να κοιμηθούν απλώνανε την τέντα στη βάρκα τους και ξαπλώναν εκεί μέσα.

Φεύγανε Δευτέρα πρωί πρωί για έξη μέρες και γυρίζανε στο χωριό Σάββατο βράδυ. Μάλιστα, για να μην μπερδεύουνε τις μέρες και γυρίσουν πιο μπροστά ή τους πιάσει η Κυριακή στη θάλασσα, κουβαλούσαν μαζί τους ένα μπουκάλι που χωρούσε έξη ποτήρια κρασί. Κάθε μέρα κατέβαζαν κι ένα.

΄Οταν το μπουκάλι άδειαζε και το κρασί έπιανε πάτο, ήταν πια σίγουροι πως πρέπει να γυρίσουν πίσω, είχε φτάσει το Σάββατο.

Ο παππούς μας από τότε που πέθανε η μπάμπω του, άντε, ν’ ανέβαινε στο χωριό μια φορά το μήνα και αν.

Μπαμ έκανε για ψαράς με την πρώτη. ΄Ηταν οι ζάρες στο σβέρκο του, ήταν οι κάλοι στα χέρια, ήταν οι χιλιοχαρακωμένες σαν τη διψασμένη γη απ’ την αλμύρα φτέρνες, ήταν όλα αυτά που το φανέρωναν αμέσως. Μια ζωή θαλασσοβρεμμένος. Κι εμείς καμαρώναμε που ‘χαμε τέτοιο λεβεντόγερο για παππού μας.

Μόλις φτάσανε, ο Γιωργάκης τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Κι αυτός βρήκε την ευκαιρία να πλησιάσει στο αυτί τον εγγονό του και να του ψιθυρίσει τη μόνιμη ερώτηση που έκανε σ’ όλους μας, όταν είχε καιρό να μας δει.

– Για μύρισέ μ’, αγόρι μ’. Πώς σι φαίνουμι, μυρίζου χουματίλις;

– Τι ’ναι αυτά που λες, βρε παππού; Εσύ είσαι λεβεντιά καμαρωτή!

Και να ένα τεράστιο χαμόγελο ο γέρος.

– ΄Οταν έρχισι, αγόρι μ’, γιμίζ’ η καλύβα μ’!

Τα ίδια έλεγε σ’ όλους μας στο σόι, όσες φορές στη χάση και στη φέξη κατηφορίζαμε να τον δούμε και να ρουφήξουμε κανα στρείδι, απ’ αυτά που φύλαγε πάντα ο παππούς μας σ’ έναν τενεκέ με θαλασσινό νερό για τις έκτακτες περιπτώσεις.

– Αχ, τι καλά που είναι δω! ξεφώνισε η Χαρίτσα, που ξέχασε μεμιάς την ταλαιπωρία του ποδαρόδρομου μέσα στις λάσπες, μαγεμένη από τη μοναξιά της παράγκας μέσα στο θολό χειμωνιάτικο τοπίο.

Μπαινόβγαινε σαστισμένη, ανεβοκατέβαινε τα σκαλιά και στο τέλος στάθηκε εκεί στη άκρη, πάνω στην ξύλινη σκάλα όπου έδενε τη βάρκα του ο παππούς, με σταυρωμένα τα χέρια της – σκέτη ζωγραφιά σε κάδρο – να κοιτάει υπνωτισμένη πέρα στο βάθος τον ουρανό βαρύ πάνω στη θάλασσα και το φάρο του Καράμπουρνου που καλωσόριζε ακόμα μια νύχτα. Είχε πάρει να σουρουπώνει.

– Μη φύγεις, μείνε κει που είσαι! της φώναξε ο Γιωργάκης, κι έτρεξε μέσα στην καλύβα, στο παλιό μπαούλο όπου φύλαγε το βιολί του.

Κι αυτό ένα από τα θαυμαστά μαγικά πράματα που κουβαλούσε από την πόλη στις ολιγοήμερες επιστροφές του. ΄Ηταν εκεί, μέσα στη θήκη του, τυλιγμένο σε παλιά κουρέλια, πρόχειρο για να συντροφεύει κάποια καλοκαιρινά ξεφαντώματα του Γιωργάκη και της παρέας του. Το κράτησε τρυφερά στα χέρια του και βγήκε στον εξώστη. Η Χαρίτσα ήταν εκεί κάτω και τον περίμενε απορημένη. Ο Γιωργάκης άνοιξε τα πόδια του, έστησε το κορμί του κατά τον πρέποντα τρόπο και της έπαιξε με όσα λιγότερα φάλτσα μπορούσε τη σερενάτα του Σούμπερτ τραγουδώντας της αγάπης το τραγούδι, ήρθα να σου πω…

– Εέπ! Τι φκιάν’τι κει; τον έκοψε ο παππούς.

Ο Γιωργάκης κατέβασε το δοξάρι του.

– Θα μαζώξ’τι τους καλ’κατζαρέοι μ’ αυτούνου του μαραφέτ’, τον προειδοποίησε. Παραμουνή Φώτα ’πόψι, του ξέχασις;

Μόλις άκουσε για καλικάντζαρους η Χαρίτσα, βγήκε από το κάδρο της και ανέβηκε τρέχοντας στην παράγκα.

Παράτησε και ο παππούς τα πεζόβολα, άναψε την γκαζόλαμπα. Μετά έπιασε να τους διηγιέται ιστορίες για τους καλικάντζαρους που «τα βράδια σαν τ’ απόψε» σκαρώνουν τις μεγαλύτερες σκανταλιές, γιατί είναι το τελευταίο τους βράδυ πάνω στη γη.

– Αύριου θα ν’ αγιαστούνι τα νιρά και θα να φύγουνι. ’Πόψι όμως…, κόμπιασε ο παππούς και κούνησε το κεφάλι του.

Εμείς τέτοιες ιστορίες τις ακούγαμε συχνά πυκνά κάθε χρόνο. Μας γοήτευαν και μας φόβιζαν συγχρόνως. Η Χαρίτσα όμως τον παρακολουθούσε με ορθάνοιχτα μάτια. Πότε πότε κοιτάζονταν με το Γιωργάκη και ανταλλάσανε ένα δύσπιστο χαμόγελο.

– ’Πόψι θα νάρτει ιδώ κι η παπάς, να μας αγιάσ’.

– Σιγά μην έρθει. Πού να περάσει όλες αυτές τις λαμούρες, είπε ο

Γιωργάκης. Νύχτωσε κιόλας.

– Ου, θα νάρτει, πώς δε θα νάρτει, πώς κι πώς τουν καρτιράου, επέμενε εκείνος καθώς έριχνε μια ματιά απ’ το παραθύρι της καλύβας.

Κι είχε ένα μάτι ο παππούς μας, που κοίταζε τη νύχτα καλύτερα απ’ τη μέρα. ΄Υστερα έβαλε αυτί στον τοίχο μπας κι ακούσει τίποτα να πλησιάζει.

– Πώς δε θα νάρτει, ξανάπε, αλίμουνό μας άμα δεν… Ξέρ’ς τι θα πάθουμι από δαύτοι; Δίχτ’ για δίχτ’ δε θα μας αφήκ’νι. ΄Ασι που θα μαγαρίσ’νι και τ’ς καλύβις.

– ΄Ελα τώρα, παππού, γέλασε η Χαρίτσα. Εμείς, μεγάλοι άνθρωποι, και να πιστεύουμε σε καλικάντζαρους και μαγικά.

– Ιμείς για, ιμείς οι μιγάλ’, που έχουνι δγιεί πουλλά τα μάτια μας.

– Ο παππούς μας έχει πείρα ζωής, μπήκε στην κουβέντα ο Γιωργάκης.

– ΄Εχου την πείρα, μα ’χασα τα πυρά! απάντησε ετοιμόλογος ο παππούς σκώντας στα γέλια.

΄Ηταν άνθρωπος ευσεβής ο παππούς μας, πολύ θεοφοβούμενος. Βρισιά δεν έβγαινε από το στόμα του, που να ‘χει να κάνει με τη θάλασσα στις πιο χειρότερές της.

– Είνι του Θεού πράματα κι ιμάς δε μας πέφτει λόγους, μας μάλωνε όταν άκουγε να γκρινιάζουμε.

Απλά έκανε το σταυρό του, να παρακαλέσει Τον νηνεμοποιό και τρικυμιοθραύστη Μεγαλοδύναμο. Ακόμη κι όταν μέσα στο κατακαλόκαιρο έπιαναν εκείνες οι ξαφνικές οι μπόρες που δεν άφηναν τους ψαράδες να ξανοιχτούν στο πέλαγος, ο παππούς μας είχε πάντα την καλή κουβέντα για τον ομβροποιό, Τον ανάγοντα ύδωρ εν ταις νεφέλαις.

Θεοφοβούμενος ο παππούς μας, αλλά μη το πάρει κανείς από τη στραβή και φανταστεί τίποτα υπερβολές και κεριά και λιβάνια. ΄Ισα – ίσα ήταν ευχάριστος, πολύ ευχάριστος, χωρατατζής, καρδιά μπαξές. Να τύχει να ξενυχτήσεις νεκρό μαζί του, να μη καταλάβεις για πότε ξημέρωσε.

Η νύχτα μαγεία. Ξάστερος ο ουρανός, παγωμένο το αεράκι και τ’ αστέρια ψιχάλιζαν φως στην ήρεμη θάλασσα. Τη σιωπή διέκοψε ο θόρυβος από τις ρόδες κάρου που πλησίαζε.

– ΄Αιντι, παπά Σπύρου, μας πήρ’ η νύχτα.

– Μεγάλη η χάρη σου μα στο ’ταξα, βαριαναστέναξε ο παπά Σπύρος καθώς κατέβαινε από το κάρο.

Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε…

Βούτηξε την αγιαστούρα του στο γκιούμι με το διαβασμένο νερό και ράντισε με το ματσάκι το βασιλικό τις τέσσερις γωνιές της καλύβας. ΄

Υστερα ράντισε στο μέτωπο και τους παρόντες με το ύδωρ το καθαίρον τους μολυσμούς, τους πρότεινε να φιλήσουν το Σταυρό και γρήγορα γρήγορα κίνησε για πίσω.

Αγιασμένοι και αμόλυντοι μπήκαν μέσα να στρωθούνε στο τραπέζι. Ανάμεσα στα άλλα καλούδια ο παππούς έφερε κι ένα πιάτο ανοιγμένα στρείδια.

– Γιουργάκη μ’, να τα φάτι προυτού τη σούπα μι του τσίπουρου, να τα φχαριστηθείτι. Ξέρου ιγώ, οι προυτευουσιάν’ τα τρώτι αυτά.

Ο παππούς έμοιαζε ήσυχος τώρα. Σα να του ‘χε φύγει ένα βάρος. Καθώς ρουφούσανε τη ζεστή σούπα και πίνανε το μπρούσικο κρασί απ’ την Αγχίαλο, με την εμμονή που διακρίνει τους ηλικιωμένους, όλο κλωθογύριζε την κουβέντα στα παγανά και στα ξορκίσματά τους. Η Χαρίτσα το κατάλαβε και τον κέντρισε.

– Τους είδες ποτέ, παππού; ΄Ελα, πες μας.

Τόσο περίμενε ο παππούς μας και άρχισε.

– Απου λέτι, κάθι χρόνου παραμουνή Χριστούγιννα αγκαζάρουνι ένα καϊκάκ’ κι μας έρχουντι απού μισουπέλαγα. Τα διαουλιμένα είνι να τριλλαίνισι, πώς χουράνι τόσα πουλλά σ’ ’ένα τουσοδούτσκο σκαρί. Τι χουμένα στ’ αμπάρ’, τι άλλα σκαρφαλουμένα στου κατάρτ’, τι άλλα να κρέμουντι σαν του σταφύλ’ απ’ τα ξάρτια. Ακόμη κι στην άγκυρα που είνι κριμασμένη όξου απ’ την πρύμ’ βουλεύουντι κανα δυοτρία. Πώς για… Κι ύστερα, απου λέτι, πιάνουνι να… να, ικεί κατά Χηναρού μιριά. Πλαλάν μάνι μάνι στου γυαλό κι ξαμουλιούντι αλαφιασμένα μέσα στου σκουτάδ’. Τα κιρατένια! Ξέρ’ του καθένα για που τραβάει κι ποιανού χριστιανού τη ρέγουλα θα χαλάσ’.

– Εσύ τους είδες, παππού, τους είδες με τα μάτια σου; επέμενε η Χαρίτσα.

– Δεν τ’ς είδα…, κόμπιασε για μια στιγμή ο παππούς μας, άμα… τ’ς έχουνι δγιεί… οι παλιοί.

Σίγουρα αυτό το αόριστο «οι παλιοί» για τον παππού θεμελίωνε την πιο ατράνταχτη απόδειξη πως τα ξωτικά και οι καλικάντζαροι υπήρχαν και υπάρχουν. Και ύστερα,

– Μα τ’ς άκουσα μι τ’ αφτιά μ’, συμπλήρωσε, τ’ς έπιασα μι τα ίδια μ’ τα χέρια. Ικεί να δγιείς τσιρίδα κι σαματά. Σα να ουρλιάζ’νι κι να  πιάνουντι χίλια γατιά μαζί.

Η περιγραφή του είχε τη δραματική πειστικότητα του ανθρώπου, που έχει διηγηθεί εκατοντάδες φορές την ίδια ιστορία και την έχει πιστέψει πρώτος απ’ όλους και καλύτερος ο ίδιος.

– ΄Ενα βράδ’, θάμανε δε θάμανε ουχτώ χρουνώ, πιάσ’κα μ’ έναν απ’ δαύτοι. Να, ιδουγιά καθούμασταν κι τότες, καλή ώρα, παραμουνή Φώτα, κι πιάνει ένας αγιέρας κι μας σβήν’ του κιρί. Πού κείνα τα χρόνια να ‘βρεις γκαζόλαμπα και τέτοιες πουλυτέλιες. Απου λέτι, πίσσα σκουτάδ’ στ’ καλύβα κι ’ένα κρύου!.. ούτι φουτιά δεν είχαμι.

Μέσα στο πυρωμένο δωμάτιο η Χαρίτσα ένιωσε κιόλας στη ράχη της το παγωμένο σκοτάδι που ανάβλυζε από τη χειμαρρώδη διήγηση του παππού κι άπλωσε κάτω από το τραπέζι το χέρι της να πιάσει τη ζεστή παλάμη του Γιωργάκη.

– Μι προσταζ’ τότες η πατέρας μ’: “Σύρε στη βάρκα, έχου τσ’ακμάκ’”.

΄Οξου έφεγγι λιγάκ’ απ’ τ’ άστρα. Μα ιγώ πάλι σκιάζουμαν πουλύ, ουχτώ χρουνώ παιδί, τι να συ κάν’. Σήκουνι όμως άλλη κουβέντα η γέρους μου; Δε σήκουνι. Το λοιπόν ανιβαίνου τη σκάλα, τραβάου του σκ’νί τ’ς βάρκας που ψιλουσκαμπανέβαζι στου κανάλ’ κι απλώνου του χέρ’ να ψάξου για του τσ’ακμάκ’. Κι έτσι όπους ψαχούλιβα, του πιάνου απ’ τ’ν ουρά. Γρύλισι κείνου άγρια, τινάχτηκι κανα δυο φουρές και μι γρατζούν’σι στου μπράτσου. Απαράτ’σα κι του τσ’ακμάκ’ κι του καλό τ’. ΄Εβαλα τ’ς φουνές κι όρμησα τρέχουντας στην καλύβα. Τέτοια τρουμάρα είχα πάρ’. “Η καλ’κάντζαρους”, λέου τουν πατέρα μ’, “όρμησι να μι φάει!”.

– Μήπως έπιασες καμιά γάτα, βρε παππού, και την πέρασες μεσ’ το σκοτάδι για καλικάντζαρο; τον ρώτησε η Χαρίτσα.

Ο Γιωργάκης γέλασε και άναψε τσιγάρο. Ο παππούς την κοίταξε αυστηρά.

Τόσες φορές είχε διηγηθεί αυτήν την ιστορία και ούτε μία δεν του πέρασε από το νου η ιερόσυλη υπόνοια, ότι το πλάσμα που άρπαξε από την ουρά κάποια παραμονή Φώτα, θα μπορούσε να είναι γάτα. ΄Ακου γάτα!

– Καλ’κάντζαρους ήταν, είπε αποφασιστικά, καλ’κάντζαρους μι ουρά, ξέρου ιγώ. Κι γιατί γίνανι ούλα αυτά, α; Ξιχάστηκάμι κείνη τη νύχτα ν’ αφήκουμι φαγί όξου απ’ την πόρτα, θυμώσανι τα παγανά κι αμολύθ’κανι στη βάρκα να μας τη μαγαρίσ’νι. Κι παρά τρίχα να φάνι κι μένα!

Ο παππούς κατέβασε τις τελευταίες γουλιές κρασί καταπίνοντας την πικρή υποψία, ότι «αυτήνοι οι νέοι» μπορεί και να μην τον πίστεψαν.

Μπροστά στην πεισματάρικη σιγουριά του η Χαρίτσα παραδέχτηκε πως ο λόγος που σώθηκαν τα παραμύθια και οι παραδόσεις μας ήταν ότι πάντα υπάρχουν κάποιοι σαν τον παππού να τα διηγούνται, κάποιοι που πιστεύουν στα μικρά και αθώα ψέματα που παρηγορούν την ψυχή και αλαφρώνουν το μυαλό από τα πολλά βασανιστικά γιατί και πώς.

Μόλις αποφάγανε, συγύρισαν το τραπέζι, αλλά ο παππούς φαινότανε ανήσυχος, σα να ‘πρεπε να κάνει κάτι ακόμα. Σε λίγη ώρα λέει στη Χαρίτσα,

– Βγάλ’ τη σούπα που πιρίσιψι όξου στου κρύου, να μη χαλάσ’ στη ζέστα ούλη τη νύχτα. Προυΐ προυΐ σα θα ξυπνήσουμι, θα τη ζεστάνουμι κι θα μας ζεστάν’ μια χαρά.

– Ψαρόσουπα για πρωϊνό; απόρησε κείνη μα πήρε τη χύτρα και την έβγαλε στον μικρό εξώστη.

Η βραδιά όνειρο. Μια πραγματική παραμονή Φώτων με τους ουρανούς να διηγούνται δόξαν Θεού.

Κοιμήθηκαν νωρίς νωρίς. Το άλλο πρωί ο παππούς σηκώθηκε πρώτος για ν’ ανάψει τη σόμπα. Κι ο Γιωργάκης βγήκε έξω προτού καλά καλά να φέξει και στάθηκε για λίγο στο κατώφλι της πόρτας ν’ ανασάνει την αγιασμένη πάχνη των νερών. Παγωνιά, τουρτούρα. Απέναντι διακρινόταν ακόμα ο φάρος ο το ευπλοείν ταις ναυσί παρεχόμενος. ΄Εσκυψε να πάρει την κατσαρόλα με τη σούπα μα τη βρήκε ξέσκεπη και άδεια.

– Μέγας είσι, Κύριε, είπε με ανακούφιση ο παππούς μας, όταν το άκουσε. Απουλύκανι!

Και σταυροκοπήθηκε τρεις φορές δοξάζοντας το της ευσπλαχνίας Του ανεξιχνίαστον πέλαγος.

Διήγημα από τη σειρά ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, εκδόσεις Παρατηρητής.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα