Γαλεριανό Συγκρότημα: το κλειδωμένο Ανάκτορο στην καρδιά της πόλης
Κλειστά εδώ και τρία χρόνια τα Αρχαία Ανάκτορα του Γαλέριου, ένα μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς.
Λέξεις: Χρύσα Νάνου Εικόνες: Έλενα Ταξίδου
«Προσωρινά κλειστό», αναφέρει στο site του το υπουργείο Πολιτισμού για το Γαλεριανό Συγκρότημα στην πλατεία Ναβαρίνου (εδώ). Ουδέν μονιμότερο του προσωρινού: το μεγαλοπρεπές Ανάκτορο που εκτείνεται σε οκτώ στρέμματα στην καρδιά της Θεσσαλονίκης παραμένει έρημο και κλειδωμένο εδώ και έξι χρόνια, από το 2011, και παραδόξως αυτό δε φαίνεται να ενοχλεί ή να παραξενεύει κανέναν. Πολιτεία, τοπική κοινωνία και τοπικές Αρχές έχουν κατατάξει το ζήτημα στα άνευ σημασίας και το προσπερνούν ανεξήγητα σιωπηρές.
Ο λόγος που ένα από τα σπουδαιότερα μνημειακά σύνολα της ύστερης αρχαιότητας, μέσα στο κέντρο της δεύτερης σε πληθυσμό πόλης της Ελλάδας δεν είναι επισκέψιμο είναι ότι δεν υπάρχουν φύλακες! Η έλλειψη προσωπικού φύλαξης είναι ζήτημα που αν και παγίως απασχολεί το υπουργείο Πολιτισμού δεν κρατάει κλειστό ούτε έναν αρχαιολογικό χώρο στην Αθήνα. Ωστόσο, κανένας δε βρίσκει τρόπο να το υπερβεί για το μοναδικό μνημείο αυτής της περιόδου στην Ευρώπη που διατηρείται σε τόσο μεγάλη έκταση σχεδόν στην αρχική του μορφή, που αναστηλώθηκε υποδειγματικά με εργασίες οι οποίες διήρκεσαν δύο δεκαετίες και κόστισαν σχεδόν δύο εκατομμύρια ευρώ από εθνικά και ευρωπαϊκά κονδύλια, και απέσπασε διεθνείς διακρίσεις.
Ο αρχαιολογικός χώρος στην πλατεία Ναβαρίνου άνοιξε για το κοινό το 2006 και λειτούργησε ως το 2011. Σήμερα το Γαλεριανό συγκρότημα καθρεφτίζει τη γενική υποβάθμιση της περιοχής: έρημο, κακοφωτισμένο τα βράδια, αφού τα υπερσύγχρονα συστήματα φωτισμού που είχαν εγκαταστήσει οι αναστηλωτές έχουν καταστραφεί από βανδαλισμούς, αντί να προσελκύει τουρίστες και ντόπιους επισκέπτες, γεμίζει τις νυχτερινές ώρες με χρήστες απαγορευμένων ουσιών και κάποιες φορές με «κατασκηνωτές – καταληψίες».
Κλειστός παραμένει και ο αρχαιολογικός χώρος της Αψιδωτής αίθουσας, το βόρειο τμήμα του Ανακτόρου, λίγα μέτρα πιο πάνω, στη διασταύρωση των οδών Δημητρίου Γούναρη και Αλεξάνδρου Σβώλου. Εκεί βρίσκεται το πληροφοριακό κέντρο του Γαλεριανού Συγκροτήματος, που σχεδιάστηκε από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης, άρχισε να λειτουργεί τον Οκτώβριο του 2015, διέκοψε τη λειτουργία του μερικούς μήνες αργότερα, εντός του 2016, για να παραμείνει εντέλει κι αυτό κλειδωμένο ως σήμερα, λόγω έλλειψης φυλακτικού προσωπικού.
Η Έφορος Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης Τζένη Βελένη αναγνωρίζει τη σοβαρότητα του προβλήματος, για το οποίο ενημέρωσε η ίδια την υπουργό Πολιτισμού Λυδία Κονιόρδου σε πρόσφατη σύσκεψη. «Χρειάζονται 18 φύλακες για να λειτουργήσει ξανά το Γαλεριανό συγκρότημα, όπως χρειάζονται επιπλέον φύλακες για την επέκταση του ωραρίου λειτουργίας της Αρχαίας Αγοράς και για τον Πύργο του Τριγωνίου», λέει η ίδια, ευελπιστώντας ότι το υπουργείο θα ανταποκριθεί και θα στείλει προσωπικό για να καλυφθούν οι ανάγκες φύλαξης το «συντομότερο δυνατόν»… Στο μεταξύ, βέβαια, ένα ακόμη καλοκαίρι οδεύει στην εκπνοή του, και η πόλη που επαίρεται ότι επενδύει συστηματικά στον τουρισμό και τον πολιτισμό και γκρινιάζει για τα τραπεζοκαθίσματα ούτε που στρέφει το βλέμμα της στην καρδιά του κέντρου της: το μνημείο στο Ναβαρίνο θα μπορούσε κάθε μέρα να είναι γεμάτο τουρίστες (μόνο τα ψηφιδωτά δάπεδα καλύπτουν έκταση πάνω από ενάμισυ στρέμμα και κρατιούνται σκεπασμένα με άμμο) και κάθε βράδυ να φιλοξενεί συναυλίες και άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Στο μεταίχμιο δύο κόσμων
Πέρα από την προφανή αρχαιολογική και αρχιτεκτονική του σημασία –το Γαλεριανό Συγκρότημα είναι γοητευτικό και «ευανάγνωστο» ακόμη και από τους μη διαβασμένους επισκέπτες— το μνημείο της Πλατείας Ναβαρίνου είναι σημαντικό και λόγω του ιστορικού του συμβολισμού, καθώς κτίστηκε στο μεταίχμιο δύο κόσμων, του ρωμαϊκού και του βυζαντινού. Η ανέγερσή του ξεκίνησε στο τέλος του 3ου με αρχές του 4ου μ.Χ. αι., όταν ο καίσαρας Γαλέριος επέλεξε τη Θεσσαλονίκη ως έδρα του ανατολικού τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Κτισμένο δίπλα στο ανατολικό τείχος, το συγκρότημα ενσωματώθηκε στον πολεοδομικό ιστό της ρωμαϊκής πόλης ακολουθώντας τις χαράξεις των δρόμων. Προς νότο εκτεινόταν σχεδόν μέχρι τη θάλασσα (σημερινή οδός Μητροπόλεως), ενώ δυτικά υπολογίζεται ότι έφτανε ως την οδό Απελλού.
Κατά την παλαιοχριστιανική εποχή ήταν προσωρινός τόπος διαµονής πολλών αυτοκρατόρων, λόγω της σπουδαιότητας της Θεσσαλονίκης και της γεωγραφικής της θέσης ανάμεσα στη Ρώμη και στη Νέα Ρώμη-Κωνσταντινούπολη.
Αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου οικοδομικού συνόλου που ορίζουν προς το Βορρά η Ροτόντα και η Αψίδα του Γαλερίου (Καμάρα) και περιλαμβάνει τα εξής οικοδομήματα:
Τη Βασιλική, μεγαλοπρεπές κτίριο ύψους περίπου 30 μέτρων, το οποίο λειτουργούσε ως αίθουσα υποδοχής και ακροάσεων, ντυμένο με μάρμαρα και ψηφιδωτά δάπεδα στο εσωτερικό και με ημικυκλική αψίδα στη νότια πλευρά.
Την κεντρική κτιριακή ενότητα του Ανακτόρου. Αποτελείται από ένα κτίσμα διαστάσεων 30×40μ. με ένδεκα χώρους οργανωμένους γύρω από τις τρεις πλευρές μιας σχεδόν τετράγωνης αυλής, η οποία περιβαλλόταν από στοά με κιονοστοιχίες. Το οικοδόμημα περικλειόταν από στεγασμένους φαρδείς διαδρόμους με ψηφιδωτά δάπεδα (δεύτερο μισό του 4ου μ.Χ. αιώνα), τα οποία αποτελούν τα σημαντικότερα και πιο ολοκληρωμένα δείγματα της καλλιτεχνικής αντίληψης που χαρακτηρίζει τον διάκοσμο του συγκροτήματος.
Το Διώροφο, ένα διαµπερές κτίσµα που κατασκευάστηκε σε µεταγενέστερη οικοδοµική φάση, πιθανόν τον 7ο µ.Χ. αιώνα, στον υπαίθριο χώρο που υπήρχε µεταξύ της κεντρικής κτιριακής ενότητας και της Βασιλικής. Στον επάνω όρoφο, ο οποίος λειτουργούσε ως δεξαµενή, συγκεντρώνονταν και τα όµβρια που συλλέγονταν από τις στέγες της Βασιλικής και του ανατολικού διαδρόµου.
Τα Λουτρά, διακοσμημένα με ψηφιδωτά δάπεδα κι αυτά, έγχρωμα μάρμαρα, δεξαμενή κρύου νερού, αίθουσα με λουτήρα χλιαρού νερού και ενδεχομένως έναν ακόμη χώρο τύπου σάουνας, όπου υπήρχε μαρμάρινος νιπτήρας για παραγωγή ατμού!
Το Οκτάγωνο με την είσοδο στραμμένη προς τη θάλασσα, που σύμφωνα με την επικρατέστερη ιστορική έρευνα προοριζόταν για αίθουσα ακροάσεων ή αίθουσα θρόνου των ανακτόρων, ενώ αργότερα λειτούργησε και ως χριστιανικός ναός.
Την «Αψιδωτή αίθουσα», πιθανότατα το τελευταίο προς Βορρά κτίριο του Ανακτόρου. Τα οικοδομικά κατάλοιπά της διατηρούνται στον πεζόδρομο Δ. Γούναρη (τμήμα μεταξύ των οδών Α. Σβώλου και Ι. Μιχαήλ). Εκεί διαμορφώθηκε το πληροφοριακό κέντρο του Γαλεριανού Συγκροτήματος με έκθεση εποπτικού υλικού, βίντεο, διαδραστικές εφαρμογές και ψηφιακές αναπαραστάσεις της Ροτόντας, της Καμάρας, του Ιππόδρομου και του ανακτόρου.
Ανασκαφές, αποκατάσταση κι ένα βραβείο
Τα σημαντικά οικοδομικά κατάλοιπα του Γαλεριανού Συγκροτήματος ήρθαν στο φως σε ανασκαφές που έγιναν το β΄ μισό του 20ού αιώνα, ενώ μεγάλο μέρος των αρχαίων καταλοίπων το εξαφάνισε η ανοικοδόμηση: άλλα βρίσκονται καταχωμένα στα υπόγεια και στα θεμέλια των παρακείμενων πολυκατοικιών, άλλα κάτω από το οδόστρωμα, τα περισσότερα χάθηκαν για πάντα.
Σημαντική πρόοδος για την κατανόηση του μνημειακού συνόλου έγινε τις δύο τελευταίες δεκαετίες µε αφορμή τις εργασίες αποκατάστασης. Η αρχαιολογική έρευνα, που έγινε από την ΙΣΤ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων την περίοδο αυτή, συνέβαλε καθοριστικά στην ανατροπή λανθασμένων και παγιωμένων θεωριών των προηγούμενων δεκαετιών, ενώ από την επιστημονική τεκμηρίωση των κτισμάτων, που έγινε τη δεκαετία του ’90, στο πλαίσιο των μελετών αποκατάστασης του μνημείου, διαπιστώθηκαν μετασκευές των επιμέρους χώρων και επισκευές των τοιχοποιιών και των δαπέδων τους, γεγονός που επιβεβαίωσε τη μακρόχρονη χρήση του συγκροτήματος (4ος‑7ος µ.Χ.).
Η αποκατάσταση και η ανάδειξη των ερειπίων του Ανακτόρου του Γαλερίου υλοποιήθηκε µε χρηματοδότηση της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι εργασίες ολοκληρώθηκαν σε τρεις χρονικές περιόδους (1993‑2000, 2002‑2006, 2011‑2014) και δαπανήθηκε γι’ αυτές συνολικά ποσό 1.850.000 ευρώ. (Μελέτη αποκατάστασης: Φανή Αθανασίου – Βενετία Μάλαμα – Μαρία Μίζα – Μαρία Σαραντίδου, ΙΣΤ’ Ε.Π.Κ.Α.)
Το 2008 ο αρχαιολογικός χώρος της πλατείας Ναβαρίνου βραβεύθηκε από την Europa Nostra (πανευρωπαϊκή ομοσπονδία για την πολιτιστική κληρονομιά) για την εξαιρετική και υποδειγματική αποκατάσταση και συντήρηση των ερειπίων, καθώς και για το σύνολο των επεμβάσεων που μετέτρεψαν έναν εγκαταλελειμμένο χώρο σε άρτια οργανωμένο και με εκπαιδευτικό χαρακτήρα, πόλο έλξης στην καρδιά της σύγχρονης πόλης. Πικρή υπόμνηση αυτού που θα μπορούσε να είναι το μνημείο δέκα χρόνια αργότερα.