Αναζητώντας τον χαμένο χώρο: Για ποιον δημόσιο χώρο μιλάμε;
Είνια ελάχιστος ο δημόσιος χώρος που απέμεινε σ΄αυτήν την πόλη. Ο Σπύρος Βούγιας εστιάζει στο πραγματικό πρόβλημα της Θεσσαλονίκης.
του Σπύρου Βούγια Εικόνα: Γιάννης Τζιμπρές
“Να στρέψουμε το βλέμμα μας από τις όψεις, στο δάπεδο της πόλης” Γ. Σημαιοφορίδης
- ΓΙΑ ΠΟΙΟΝ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΩΡΟ ΜΙΛΑΜΕ;
Γεννήθηκα τη δεκαετία του ’50 και θυμάμαι τη Θεσσαλονίκη πριν από τη μετάλλαξη της αντιπαροχής. Πρόλαβα τις απέραντες ανοιχτές αλάνες, τις λίμνες από νερά και λάσπες στους χωματόδρομους, τα διόροφα νεοκλασσικά με τις μεγάλες αυλές και τα οπωροφόρα, το τραμ, τις βάρκες και τα καραβάκια στο Θερμαικό. Ηταν, αλήθεια, “μια άλλη χώρα”, που αναπολώ με νοσταλγία αλλά χωρίς ψευδαισθήσεις, όπως και την παιδική μου ηλικία.
Με την αντιπαροχή η πόλη άρχισε να χτίζεται παντού, άναρχα, βιαστικά και βίαια. Με αυτή τη νομοθετημένη συμπαιγνία, στην οποία συμμετείχαν κράτος, εργολάβοι, μηχανικοί, τεχνίτες κάθε ειδικότητας και μεγάλοι και μικροί ιδιοκτήτες, η γή μοιράστηκε και οικοδομήθηκε έτσι ώστε να κερδίζουν όλοι εις βάρος του απροστάτευτου δημόσιου χώρου. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για μια πιο σωστή αναλογία μεταξύ των κτισμένων και των ανοιχτών οικοπέδων, ούτε για την αρμονική σχέση μεταξύ του ύψους των κτιρίων και του πλάτους των δρόμων. Ούτε, στη συνέχεια, για την εξασφάλιση υπόγειων χώρων στάθμευσης για τα αυτοκίνητα σε κάθε οικοδομή, ούτε, βέβαια, για τη διατήρηση των γραμμών του τραμ που ξηλώθηκαν το 1956 για να κινούνται ελεύθερα τα Ι.Χ και τα λεωφορεία.
Με τους υψηλούς συντελεστές δόμησης και κάλυψης που δόθηκαν, οκταόροφες πολυκατοικίες αντικατέστησαν τα υπέροχα νεοκλασσικά, ενώ οι δρόμοι διατήρησαν το ίδιο μικρό πλάτος, οι πλατείες εξαφανίστηκαν, αρχιτεκτονικά αριστουργήματα γκρεμίστηκαν και τα μνημεία “πνίγηκαν” ανάμεσα στις ψηλές οικοδομές χωρίς καθόλου ζωτικό χώρο.Ετσι προέκυψε μερικές δεκαετίες αργότερα μια πόλη άκαμπτη και σκληρή, αφόρητα πυκνοδομημένη και άχαρη, θορυβώδης και κουραστική, γκρίζα και μονότονη. Πρέπει να ανηφορίσει κανείς στην Ανω Πόλη ή να βγει στο ξέφωτο της θάλασσας για να μπορέσει να πάρει ανάσα, να δει πιο μακριά, ν’ ανοιξει λίγο το μυαλό και η καρδιά του.
Αν θέλουμε να αναδείξουμε με κάποιους αριθμούς το μέγεθος του προβλήματος, μπορούμε σχηματικά να πούμε πως η αναλογία της επιφάνειας δομημένου/αδόμητου χώρου στη Θεσσαλονίκη είναι, περίπου, 2:1 (65%-35%), ενώ στις περισσότερες Ευρωπαικές πόλεις ισχύει το αντίστροφο ή, το πολύ, 50-50. Στο 35% του μη-δομημένου χώρου περιλαμβάνονται, βέβαια και οι δρόμοι (25% περίπου, μαζί με τα πεζοδρόμια που καταλαμβάνουν ένα 10%) ενώ το υπόλοιπο 10% (στο βαθμό που δεν καταπατώνται) είναι συνολικά τα πάρκα, οι πλατείες, τα άδεια στρατόπεδα και οι πεζόδρομοι, συμπεριλαμβανομένης και της παραλιακής ζώνης.
Η αντίστοιχη αναλογία ελεύθερου χώρου/κάτοικο είναι μόλις 2,15 τ.μ στον κεντρικό δήμο, ενώ στην Καλαμαριά είναι υπερδιπλάσια (5,5 τ.μ), με μέσο όρο 15-20 στις περισσότερες Ευρωπαικές πόλεις.
Συμπερασματικά προκύπτει οτι αυτός που ονομάζουμε ελεύθερο, δημόσιο (ή ανοιχτό ή κοινόχρηστο) χώρο στη Θεσσαλονίκη, καλύπτει συνολικά (μαζί με τα πεζοδρόμια), μόλις το 20%, περίπου, της επιφάνειας της πόλης. Αυτό είναι το ελάχιστο που απέμεινε για τις καθημερινές μας (χωρίς αυτοκίνητο) μετακινήσεις, τις βόλτες και τις συναντήσεις μας, το δροσερό πράσινο των πάρκων, το παιδικό παιχνίδι στις πλατείες, την υπαιθρια ξεκούραση και αναψυχή. Στο ποσοστό αυτό συμπεριλαμβάνονται και οι επιφάνειες των τραπεζοκαθισμάτων των διαφόρων καταστημάτων εστίασης και αναψυχής, τα “τραπεζάκια έξω” που, προσφέρουν μια ιδιαίτερη απόλαυση στους θαμώνες, δημιουργούν, όμως και ένα μεγάλο πρόβλημα, παρεμποδίζοντας το δικαίωμα στην ελεύθερη μετακίνηση των πολιτών και ιδιαίτερα των ΑΜΕΑ. Και πρέπει να προστατεύσουμε το δικαίωμα αυτό με κάθε τρόπο από εμπόδια, παραβιάσεις και καταπατήσεις, που απειλούν να δημιουργήσουν μια “νέα αντιπαροχή”, επιθυμώντας να κερδοσκοπήσουν αλόγιστα εις βάρος του δημόσιου χώρου που απέμεινε ελεύθερος.
Το θέμα συνεχίζεται σε επόμενη ενότητα… Διαβάστε προσεχώς:
- ΠΕΖΟΔΡΟΜΟΙ ΚΑΙ ΤΡΑΠΕΖΟΔΡΟΜΟΙ. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΠΑΡΑΛΙΑΣ