Featured

Γιώργος Καζαντζής | Ο Θεσσαλονικιός συνθέτης των «Άγριων Μελισσών» μιλά «εφ’ όλης της ύλης»

Ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες της γενιάς του, γέννημα θρέμμα Θεσσαλονικιός, και συγκεκριμένα Καλαμαριώτης, το όνομά του βρίσκεται αυτές τις μέρες με νέα αφορμή στο προσκήνιο.

Χριστίνα Παρασκευοπούλου
γιώργος-καζαντζής-ο-θεσσαλονικιός-συ-516356
Χριστίνα Παρασκευοπούλου
Εικόνες: Γιάννης Τριανταφυλλόπουλος

Η ιστορία του Γιώργου Καζαντζή ξεκινά ακριβώς στο ίδιο σημείο όπου συνεχίζεται και σήμερα: στο παλιό του παιδικό δωμάτιο, με θέα στην οδό Κομνηνών της Καλαμαριάς. Το δωμάτιο βέβαια έχει σήμερα μεταλλαχθεί, αποτελώντας τον δικό του προσωπικό χώρο δημιουργίας. Εκεί, στον αριθμό «2» του ήσυχου δρόμου, συναντάς πια το μουσικό του στούντιο Polytropon.

Ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες της γενιάς του, γέννημα θρέμμα Θεσσαλονικιός, και συγκεκριμένα Καλαμαριώτης, το όνομά του βρίσκεται αυτές τις μέρες με νέα αφορμή στο προσκήνιο, καθώς έχει γίνει πλέον οικείο σε ακόμα ευρύτερο κοινό, μέσα από την μοναδική μουσική του τραγουδιού του που ντύνει μελωδικά την σειρά «Άγριες Μέλισσες», η οποία έχει καταλάβει τα βράδια της ελληνικής τηλεόρασης.

Ο συνθέτης μετρά σήμερα 34 χρόνια δισκογραφίας, με 18 προσωπικούς δίσκους, τον 19ο στα σκαριά, αλλά και 70-80 συμμετοχές σε άλλα δισκογραφικά έργα. Έχει πλάσει τραγούδια, συνθέσει ορχηστική μουσική. Έχει ντύσει μουσικά θέατρο, τηλεόραση, κινηματογράφο και ντοκιμαντέρ. Έχει συνεργαστεί με μουσικούς που άφησαν το σημάδι τους στην ελληνική σκηνή των τελευταίων δεκαετιών, την ώρα που άφηνε και ο ίδιος το δικό του ανεξίτηλο αποτύπωμα. Έχει υπάρξει Καλλιτεχνικός Διευθυντής, αρχικά του Πολιτιστικού Οργανισμού και αργότερα του Τμήματος Πολιτισμού του Δήμου Καλαμαριάς. Η πορεία του ίσως ανορθόδοξη, αν αναλογιστεί κανείς τις επιλογές του. Η πρώτη, να μείνει στην γενέτειρα πόλη του, την Θεσσαλονίκη, και η δεύτερη να μην επιδιώξει να βιοποριστεί από την τέχνη του, αλλά από την ιδιότητά του ως τοπογράφος μηχανικός. Επιλογές που μάλλον τελικά τον δικαιώνουν, αν κρίνει κανείς από την ανεμπόδιστή ροπή του για δημιουργία μέχρι σήμερα, αλλά και το αυθεντικό του χαρακτήρα του που βγαίνει απρόσκοπτα προς τα έξω.

Ήταν στο στούντιό του στη Θεσσαλονίκη, στο αλλοτινό του σημείο αφετηρίας, που μου αφηγήθηκε το πώς γεννήθηκαν και πορεύτηκαν όλα, από την αγάπη του για την μουσική και τον δρόμο του προς την σημερινή του καλλιτεχνική υπόσταση, μέχρι την συνεργασία του με πρόσωπα όπως ο Γιώργος Νταλάρας, η Κική Δημουλά και φυσικά η Φωτεινή Βελεσιώτου, και το πώς γεννήθηκαν αλήθεια οι «Μέλισσες».

Κάθεται στην κονσόλα μίξης ήχου, δίπλα στο παράθυρο με την ίδια θέα που βλέπει από παιδί, στον ίδιο δρόμο, στην ίδια γειτονιά. Η μονοκατοικία όπου βρίσκουμε τον χώρο εργασίας του είναι το πατρικό του σπίτι, το οποίο από το 1994 επέλεξε να θέσει ως δημιουργική του βάση. Όπως αναφέρει ο Γιώργος Καζαντζής, έκανε αυτή την επιλογή γιατί, «Έχει όλα τα καλά, τις αναμνήσεις, κάτι με το οποίο ο δημιουργός παίζει κάθε ώρα και στιγμή. Είναι πηγή συναισθημάτων. Το ότι βλέπω το ίδιο περιβάλλον έξω από αυτό το παράθυρο που έβλεπα παιδάκι 9 χρονών, είναι πολύ σημαντικό. Το ότι βλέπω εδώ την γωνία που διάβαζα και προετοιμαζόμουν για το πανεπιστήμιο, όλα αυτά παίζουν ρόλο. Και η αύρα του χώρου».

Ποια ήταν η πορεία που τον οδήγησε στην μουσική; «Από τότε που άρχισα να γνωρίζω τον εαυτό μου και τη ζωή και το περιβάλλον, είχα δημιουργικές τάσεις», αναφέρει. «Η πρώτη μου δημιουργική τάση εκφραζόταν με στιχάκια, γιατί εγώ μεγάλος ξεκίνησα οργανωμένα την μουσική. Θυμάμαι 7,5 χρονών είχα κάνει τα πρώτα μου στιχάκια, τα οποία μάλιστα όταν ήμουν σε ηλικία 8 χρονών, δημοσιεύτηκαν σε ένα περιοδικό της εποχής και μου έδωσαν μεγάλη χαρά. Είχα τάση για δημιουργία, μέχρι και τώρα, το ίδιο πάθος, την ίδια έφεση του ότι υλοποιείς το χνάρι σου, την ύπαρξή σου μέσα στο γίγνεσθαι. Οριοθετείς την πορεία σου μέσα στην εξέλιξη της ζωής. Μια αίσθηση που ποτέ δεν κάθισα να την ψάξω βαθύτερα, υπάρχει όμως, με συνοδεύει μέχρι τώρα, αυτή η ανάγκη για δημιουργία. Δεν είναι πάντα το ίδιο πυκνή αλλά υπάρχει», σημειώνει.

Τα ενθύμια που οδηγούν πίσω στα πρώτα εκείνα χρόνια, πολλά και διάσπαρτα στον χώρο, είτε υλικά ή νοερά. Κάνει νεύμα στην γωνία του δωματίου, λέγοντας, «Το πιάνο μου εκεί, είναι το εφηβικό μου πιάνο, γιατί πιάνο μού πήραν οι γονείς με μια ευτυχή οικονομική συγκυρία στα 19 μου, στο πρώτο έτος του Πολυτεχνείου. Τότε πήγαινα και έπαιζα όπου έβρισκα εδώ στην Καλαμαριά, σε ένα πιάνο στο ορφανοτροφείο του Αριστοτέλη, που λείπανε και τέσσερα πέντε πλήκτρα και μας κυνηγούσε κι ο φύλακας όποτε μας έβρισκε. Με εκείνο είχα μάθει όμως και όταν πήραν το πιάνο, στεκόταν ο πατέρας μου σε εκείνη την πόρτα κι εγώ το είχα εδώ, και με το που το φέρανε, άρχισα να παίζω, και λέει ο πατέρας μου στη μάνα μου, “Βούλα, κοίτα, αλήθεια έλεγε ο Γιώργος ότι παίζει”. Με στήριξαν. Όσο μπορούσαν κι όσο ξέρανε, με στήριξαν. Βέβαια όταν ζητούσα μετά μανίας, όταν ήμουν 9 χρονών, από τη μάνα μου να με πάει στο Ωδείο, έλεγε “Πού να σε πάω στο Ωδείο, εδώ η Καλαμαριά δεν έχει, πρέπει να σε πάω στη Μαρτίου”. Η Μαρτίου τότε δεν ήταν όπως είναι τώρα με τα αυτοκίνητα, έπρεπε να πάρεις συγκοινωνία, κάτω πάνω, να πάει, να περιμένει, πού; Ήταν και τα χρήματα».

Όπως αναφέρει, «Εγώ ξεκίνησα γύρω στα 9-10, να κατασκευάζω κιθάρες μόνος μου και να παίζω, γιατί είχα την τάση για μουσική, αλλά οι γονείς μου δεν είχαν την ίδια αισθητική, αν και άκουγαν πάρα πολλή μουσική, αγαπούσαν την μουσική. Δεν υπήρχε και Ωδείο στην Καλαμαριά, εγώ είχα ανάγκη να εκφραστώ κι έφτιαχνα μόνος μου κιθάρες. Δεκατριών χρονών μου πήρε ο αδελφός μου με τον πρώτο του μισθό την πρώτη μου κιθάρα και μετά άρχισα πλέον να μπαίνω πιο βαθιά στη μουσική. Παρόλα αυτά όμως, οι σπουδές μου ήταν πενιχρές μέχρι αυτή την ηλικία, και αρκετά μετά, διότι προσπαθούσα με ανθρώπους που ήταν εδώ στην Καλαμαριά, που ήξεραν, να κάνω ιδιαίτερα, προχωρούσα στην τεχνική, άρχισα να παίζω τραγούδια. Δεκαεφτά χρονών άρχισα να γράφω τα πρώτα μου τραγούδια και να αναζητώ πλέον ευρύτερα να μπω μέσα στην ουσία της μουσικής, δηλαδή να διαβάζω θεωρία, να διαβάζω αρμονία, να αρχίζω να ψιλοενορχηστρώνω. Όμως οι γνώσεις μου ήρθαν, μπορώ να πω, με νταλίκα στην καθημερινότητά μου, όταν ξεκίνησα ιδιαίτερα μαθήματα με τον αείμνηστο Θεόδωρο Μιμίκο. Εκεί πλέον, αυτός ο άνθρωπος με θεώρησε ότι ξεκινάω από το μηδέν. Και μου άρχισε όλα τα μαθήματα, ολφέζ, τρίφωνα και τετράφωνα ντικτέ, θεωρία, αρμονία, ειδικό αρμονίας. Και μετά αρχίσαμε να προχωράμε αντίστοιχα σε οργανολογία. Μαζί του, άνοιξαν οι πύλες της μουσικής, που εγώ είχα ήδη βέβαια μια γνώση και εμπειρία, αλλά εκεί πλέον ολοκληρώθηκε, διανθίστηκε».

Παρόλα αυτά, δεν επέλεξε την μουσική με τον γνώμονα της αποκλειστικής καριέρας. «Εγώ ξεκίνησα τις σπουδές μου, επειδή με ενδιέφερε να βρω κάποιο βιοποριστικό επάγγελμα» αναφέρει. «Έδωσα εξετάσεις στο Πολυτεχνείο και πέρασα, σπούδασα τοπογράφος μηχανικός. Οι πορείες αυτές ήταν παράλληλες, γιατί ποτέ δεν θέλησα να αποθέσω τον βιοπορισμό μου πάνω στη μουσική, κι αυτό με ωφέλησε. Ήταν μια κατάκτηση, γιατί ποτέ δεν έκανα εκπτώσεις στη μουσική μου. Είχα ένα επάγγελμα, το οποίο με έθρεψε, και βέβαια προς το τέλος, ενώ ήμουν ήδη υπάλληλος στο Δήμο Καλαμαριάς στην Πολεοδομία, 17 χρόνια πριν συνταξιοδοτηθώ, πήγα στον Πολιτισμό. Ήμουν καλλιτεχνικός διευθυντής στον Πολιτιστικό Οργανισμό του Δήμου Καλαμαριάς, όπου και ταίριαζα. Αν έχεις μια αγάπη σε έναν χώρο σιγά σιγά… σε φέρνει εκεί».

Πώς αποφάσισε λοιπόν να δημιουργήσει το δικό του μουσικό στούντιο; «Η πορεία που έχει κάθε μουσικός, όταν αρχίζεις και ανακαλύπτεις, ή πάρεις μάλλον την μεγάλη απόφαση, όπως την πήρα εγώ μέσα σε αυτόν τον χώρο, ότι πλέον ενδύομαι με τον μανδύα του δημιουργού ως κοσμοκαλόγερος -έχω πάρει τέτοια απόφαση ένα βράδυ εδώ ξαπλωμένος-, και αυτό το υπηρετώ, από τότε που έγινε, άρχισαν πλέον να δημιουργούνται οι ανάγκες. Πρώτα ήταν το πιάνο, το όργανο, και μετά η καταγραφή, κάπου έπρεπε να γράψω», αναφέρει.

«Άρχισα σιγά σιγά, πήρα ένα τετρακάναλο κασετόφωνο, ένα Yamaha, για να κάνω τα demo μου. Και από εκεί ξεκίνησε η ιδέα του στούντιο, που είχα έναν χώρο εδώ χωρισμένο κι ένα πιάνο, είχα ένα μίνι στουντιάκι. Και έπειτα ήρθε η μεγάλη ιδέα να κάνω έναν χώρο για να κάνω τις πρόβες μου. Αυτή ήταν η ανάγκη. Η ιδέα μετουσιώθηκε στη δημιουργία ενός επαγγελματικού στούντιο, και στην πορεία έγινε και αυτό εδώ σαν δεύτερος χώρος. Το 1994 ξεκίνησε να λειτουργεί σαν στούντιο. Το 1995 έγιναν τα εγκαίνια με την συμμετοχή πολλών φίλων, και δουλεύει ασταμάτητα. Τώρα βέβαια έχει αναλάβει ο γιος μου, ο Θάνος, ο οποίος είναι πολύ καλός ηχολήπτης και πολύ καλός μουσικός, κι έτσι εγώ έχω ξελαφρύνει κι έχω έρθει εδώ πάνω. Ασχολούμαι μόνο με το δημιουργικό κομμάτι».

Έχοντας γεννηθεί στην Θεσσαλονίκη, επέλεξε να μείνει σε αυτή καθόλη τη διάρκεια της καριέρας του, τη στιγμή που μεγάλο μέρος δημιουργών πορεύονταν προς την Αθήνα. Του στοίχισε αυτό;

«Μου στοίχισε και μου στοιχίζει ακόμη. Τις δύσκολες εποχές που όλοι οι συνάδελφοι μου φεύγανε Αθήνα, εγώ έμεινα εδώ, και λόγω του ότι είχα μια δουλειά, αλλά πιο σημαντικό ήταν ότι είχα έναν πολύ δυνατό δεσμό με την πόλη μου, τον χώρο μου, αυτόν εδώ τον χώρο, ο οποίος ποτέ δεν με άφησε να φύγω από την Θεσσαλονίκη. Αυτό στο φινάλε με αποζημίωσε. Ως τώρα, που ωρίμασα αρκετά, πιστεύω ότι ο δημιουργός έχει ανάγκη την απομόνωση. Η απομόνωση δεν είναι οι τέσσερις τοίχοι. Η απομόνωση είναι ότι, όταν είσαι στη Θεσσαλονίκη, διάφοροι φίλοι, συνεργάτες, λίγο σε ξεχνάνε. Και έτσι, σε αφήνουν πιο ήσυχο. Γιατί εγώ έχω ανάγκη να συνομιλήσω με τον εαυτό μου, να μην χτυπήσει το τηλέφωνο, να φύγω στις σκέψεις μου και τις αναζητήσεις μου, και σε όλα αυτά τα ταξίδια, όταν γυρίσω, πιθανόν να έρθω προικισμένος με ιδέες, με θέματα, οι οποίες να μετουσιωθούν σε μουσική. Αυτό στη Θεσσαλονίκη, γενικά στην επαρχία, μπορείς να το κάνεις πιο εύκολα, παρά όταν είσαι στην Αθήνα. Στην Αθήνα ο άλλος είναι δίπλα σου. Είναι θέμα μισής ώρας να βρεθείς σε ένα μπαράκι να πιεις ένα ποτό, να πιεις δυο κουβέντες, από τον άνθρωπο που θα του γράψεις τη μουσική για μια ταινία, για ένα θέατρο. Όλα αυτά είναι μεν στοιχεία που μπορούν να σε βοηθήσουν στις δημόσιες σχέσεις σου, στην προώθηση της δουλειάς σου, στο να πάρεις δουλειές, αλλά σε αυτό καθαυτό το κομμάτι της δημιουργίας δεν βοηθάει. Εγώ νομίζω ότι είμαι τυχερός. Με μακαρίζουν πολλοί συνάδελφοί μου από την Αθήνα γιατί μπορώ και είμαι απομονωμένος εδώ».

Στον αντίποδα, ποιες ήταν οι ευκαιρίες ή δημιουργικές συνθήκες που θα μπορούσαν να υπάρξουν μονάχα στη Θεσσαλονίκη;

«Από δημιουργικές συνθήκες είναι μόνο αυτή η απομόνωση. Από εκεί και πέρα, κάποτε υπήρχαν χώροι στη Θεσσαλονίκη, τώρα έχουν ελαττωθεί πολύ. Στη Θεσσαλονίκη αντιμετωπίζεσαι και ως προφήτης στον τόπο σου. Δηλαδή υπάρχουν πολλοί φορείς που μου έχουν κλείσει την πόρτα. Και οι Αθηναίοι απορούν γι’ αυτό. Δεν έχεις πολλές ευκαιρίες στην Θεσσαλονίκη, αν και θα έπρεπε να έχεις, διότι η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη με πλούσια παράδοση, με ιστορία στον πολιτισμό, και θα έπρεπε να υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες, πόσο μάλλον για τους νεότερους».

Όπως σημειώνει άλλωστε, για το αν μπορεί να βιοποριστεί ένας καλλιτέχνης από την μουσική, «αν δεν είχα τον μισθό από την ιδιότητά μου σαν μηχανικός και τώρα σαν συνταξιούχος μηχανικός, δεν θα μπορούσα να ζήσω». Πόσο εύκολο ήταν όμως να κάνει σύνθεση μουσικής, παράλληλα με ένα επάγγελμα για τον βιοπορισμό του;

«Δεν μπορώ να αποτιμήσω το φινάλε, αν ήταν εύκολο ή δύσκολο. Μπορεί να ήταν κουραστικό. Αλλά επειδή υπήρχε αυτή η αγάπη και αυτή η τάση για δημιουργία, την σωματική κούραση την έβαζα στην άκρη. Ήταν κουραστικό, αλλά για μένα η χαρά της δημιουργίας τα σκέπαζε όλα. Και η ίδια η ενασχόλησή μου με την μουσική είχε -και έχει- πάρα πολλά προβλήματα και δυσκολίες. Αλλά είναι αυτή η χαρά της δημιουργίας και η χαρά του ότι μέσα από τη μουσική σου επικοινωνείς με κάτι πολύ βαθύ στην ψυχή του άλλου και το βλέπεις στα μάτια του, την αγάπη του, το πόσο ευαισθητοποιείται μέσα από το δικό σου το δημιούργημα. Και δημιουργείται ένας δεσμός επικοινωνίας, ο οποίος είναι λυτρωτικός. Νομίζω ότι έχει πολλά σημαντικά υπαρξιακά μηνύματα αυτή η επικοινωνία με τον κόσμο, θετικά».

Στην δισκογραφία του κυριαρχεί και η ορχηστρική μουσική και το τραγούδι. Τι βρίσκεται στο επίκεντρο της μουσικής του ταυτότητας, ο κοινός παρονομαστής σε κάθε του σύνθεση;

«Και το τραγούδι το βλέπω μέσα από μια μουσική οπτική. Δηλαδή κάνω πολύ εύκολα μελωδίες χωρίς στίχο. Αυτό με οδήγησε στο να κάνω ορχηστρική μουσική. Αγαπώ όμως και τα δύο είδη. Δεν μπορώ να πω ότι είμαι υπέρ του ενός. Απλά η δομή του τραγουδιού είναι κουπλέ ρεφρέν, δύο θέματα. Όταν όμως η ανάγκες της έκφρασής μου φτάνουν σε ένα ευρύτερο πεδίο, που δεν μου αρκεί ένα κουπλέ και ένα ρεφρέν, θέλω κι ένα τρίτο θέμα, θέλω κι ένα επεισόδιο, θέλω κι ένα αυτοσχεδιαστικό σημείο, ευρύ, όχι όπως γίνεται μέσα σε ένα τραγούδι, θέλω και μια παραλλαγή του πρώτου θέματος, και του δεύτερου, τέτοια παιχνίδια μορφολογικά, τότε πλέον βγαίνω στο πεδίο της οργανικής μουσικής και εκφράζομαι ευρύτερα. Γιατί το τραγούδι έχει έναν περιορισμό, όσο κι αν είναι ποιοτικός ο στίχος του, και ανοίγεται σε πολύ δευτεροφανή και τριτοφανή επίπεδα. Είναι οι λέξεις συγκεκριμένες. Η μουσική δεν έχει κανέναν περιορισμό. Όταν θέλεις να πετάξεις τα χαλινάρια από πάνω σου, να πλανηθείς σε ένα ευρύτερο πεδίο, τότε μπαίνεις στο κομμάτι το ορχηστρικό. Αυτός είναι ο λόγος που μπαίνω και στα δύο είδη, γιατί τα προσεγγίζω μέσα από την μουσική τους φύση. Βέβαια, πού και πού, έχω γράψει και μερικούς στίχους, γιατί ήθελα να εκφράσω κάτι συγκεκριμένο μέσα από μία μελωδία που έκανα, και τίποτα άλλο. Έχω πολύ καιρό να γράψω στίχο και δεν με δονεί η ιδέα. Υπάρχουν πάρα πολλοί καλοί στιχουργοί, που μπορούν να μου δώσουν στίχους ή να τους δώσω εγώ μουσική και να την ντύσουν με στίχους».

Έχει συνθέσει μουσική για το θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Τι τον εμπνέει στην σύνθεση για την εκάστοτε «πλατφόρμα» και πώς προσεγγίζει το κάθε είδος;

«Όταν είναι για θέατρο, παρακολουθώ τις πρόβες, εκτός του ότι έχω διαβάσει το κείμενο και μπαίνω σε μια ατμόσφαιρα που προσεγγίζει το επιθυμητό, αλλά οι πρόβες με βοηθούν πάρα πολύ. Βλέπω να χτίζεται το έργο με τα χρώματα της φωνής των ηθοποιών, ανάλογα με τα συναισθήματα, καμία φορά ηχογραφώ και έρχομαι εδώ και τα ντύνω με μουσικές ατμόσφαιρες αντίστοιχες. Αυτό κάνω όταν είναι θέατρο. Όταν πρόκειται περί κινηματογράφου ή τηλεόρασης, εκεί παθιάζομαι ακόμα πιο πολύ, γιατί το πρόγραμμα που δουλεύω, έχει ένα κανάλι με τα audio tracks κι ένα κανάλι βίντεο. Κάτω από το βίντεο κάνω τη μουσική μου, κι αυτό είναι μεγαλειώδες. Στον χώρο αυτόν να φτιάχνεις όλη αυτή την αίσθηση που θα ταξιδέψει μαζί της πάρα πολύς κόσμος. Κι αυτό έγινε και πρόσφατα στις «Άγριες Μέλισσες». Αυτό με συγκλονίζει πραγματικά. Και μπορώ να πω ότι δεν έχω τις προτάσεις που θα ήθελα, θα μπορούσα να ασχοληθώ μόνο με μουσική για κινηματογράφο. Μου αρέσει πάρα πολύ». Όπως σημειώνει, «Αν είναι μια δουλειά η οποία με συγκινεί, σίγουρα είναι πηγή έμπνευσης, δεν είναι παραγγελία… Αν είναι κάτι που με βάζει στον κόσμο του».

Μιλώντας για τις «Άγριες Μέλισσες», φτάνουμε στο όνομα Φωτεινή Βελεσιώτου. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία που γέννησε το τραγούδι που όλοι (ξαν)αγαπήσαμε τον τελευταίο καιρό;

«Εγώ θα ξεκινήσω από την Ελένη Φωτάκη, στην οποία με γνώρισε ο Γιάννης Χαρούλης, είχαμε κάνει τον «Χειμωνανθό», και γνωριστήκαμε, είχαμε επικοινωνία. Κάποια στιγμή, ήμουν εδώ ακριβώς, με παίρνει τηλέφωνο, μου στέλνει έναν στίχο, υπέροχο, και αυτός ο στίχος με οδήγησε σε μια ατμόσφαιρα που είχα κρατημένη, κρατάω κάβα εγώ από ιδέες, σε ένα θέμα, το οποίο είναι και η εισαγωγή των «Μελισσών». Και μέχρι το απόγευμα το είχα κάνει το τραγούδι και της το έστειλα. Της άρεσε της Ελένης, κι έκανα ένα δοκιμαστικό κι έψαχνα να δω ποιος θα το τραγουδήσει. Ένα βράδυ ήμουν στο Καφωδείο Ελληνικό, κι ήταν ο φίλος μου ο Ευγένιος Δερμιτάσογλου, που ανέβασε την Φωτεινή από το κοινό και τραγούδησε τραγούδι του Τσιτσάνη. Κι ακούω τη Φωτεινή κι έχω μείνει, σαν να την είχα μέσα στα αυτιά μου, μέσα στο κομμάτι. Την πλησιάζω και λέω, μπορείς να έρθεις αύριο από το στούντιο, έχω κάτι να σου δώσω. Ναι, βεβαίως, λέει. Ήρθε η Φωτεινή εδώ. Της βάζω το τραγούδι και μου λέει ακριβώς ότι είπε και η Μπέλλου στον Σαββόπουλο, “τι με βάζεις να τραγουδήσω εμένα ροκ τώρα, άσε με στο ρεμπέτικο”. Της λέω θα το πεις και θα το πεις και πάρα πολύ καλά. Της έδωσα ένα CD, ήρθε σε μια εβδομάδα. Είχε πολυρρυθμία το τραγούδι, παρόλα αυτά το έμαθε, το έγραψε, το γράψαμε δηλαδή demo, και μετά ξεκινήσαμε να κάνουμε και συναυλίες πριν δημοσιοποιηθεί. Και την πρώτη φορά που το παίξαμε, αυτό έγινε το 2006, στα μισά του 2006, κάπου εκεί, την πρώτη φορά που το παίξαμε στη Βάρδια, έγινε πανικός. Μας το ζήτησαν και δεύτερη και τρίτη φορά το τραγούδι. Κι εκεί καταλάβαμε την δυναμική που έχει. Αυτό το τραγούδι ήταν σε ένα πολυσυμμετοχικό που είχα κάνει εγώ, στον δίσκο «Ίσαλος γραμμή», τραγούδησαν πολλοί τραγουδιστές. Και μετά κάναμε έναν προσωπικό δίσκο με την Φωτεινή, «Τα Παιδιά της Άλλης Όχθης», που είχαμε βάλει και τις «Μέλισσες» μέσα. Από εκεί ξεκίνησε η γνωριμία μας και η συνεργασία μας. Τώρα την καμαρώνω κι εγώ που κάνει καριέρα σόλο».

https://www.youtube.com/watch?v=C0LgXMqCeLU

Σήμερα, το τραγούδι και το όνομα του Γιώργου Καζαντζή έχουν έρθει με μια ακόμη αφορμή στο προσκήνιο, με την παρουσία του μουσικού κομματιού στις «Άγριες Μέλισσες», ενώ ο συνθέτης έχει γράψει και δεκάδες θέματα-παραλλαγές του, που παίζονται στις σκηνές της σειράς.

Όπως σημειώνει, «Έχω γράψει, εκτός από το τραγούδι αυτό, που το έκανα κάποιες προσαρμογές και τους το έστειλα, έχω γράψει και γύρω στα 50 θέματα μέσα, σχετικά όλα όμως με τις «Μέλισσες», παραλλαγές των «Μελισσών». Για μένα η ιδέα μάλλον προέκυψε στην πορεία, γιατί ταίριαζε πάρα πολύ και η ατμόσφαιρα και ο στίχος. Μου τηλεφώνησαν έναν μήνα πριν βγει στον αέρα το πρώτο επεισόδιο, από τον Αnt1. Μου είπαν ότι θέλουν το τραγούδι για το τρέιλερ και για το έργο. Και μετά μίλησα με τον παραγωγό, κι άρχισα να δουλεύω τα θέματα, τις παραλλαγές. Πήρα μουσικούς, γράψανε, πήρα την κόρη μου έγραψε τσέλο, την βασική μελωδία, και τον Κυριάκο Γκουβέντα στο βιολί. Και όταν έκλεισε η δουλειά, ήδη ήμουν έτοιμος, οπότε μιλώντας με τον σκηνοθέτη, μου είπε να του στείλω θέματα, και σε δυο-τρεις μέρες του τα είχα στείλει όλα αυτά. Η ιδέα ήταν ήδη έτοιμη. Απλά βλέποντας τα πλάνα μπήκα στην ατμόσφαιρα και σε κάποιες παραλλαγές άλλαξα τις ταχύτητες, έβαλα ένα συμφωνικό σύνολο να παίξει κάποια έγχορδα και έβαλα ένα σόλο τσέλο να παίξει την βασική μελωδία. Ταίριαζε πάρα πολύ ατμοσφαιρικά». Όπως αναφέρει, «Την παρακολουθώ την σειρά, είναι καλοδουλεμένη. Είχαμε πολύ καλή συνεργασία με τον Λευτέρη Χαρίτο, τον σκηνοθέτη, ήταν πάρα πολύ συνεργάσιμος, πολύ ωραίος, Θεσσαλονικιός. Υπάρχουν πολύ καλοί ηθοποιοί, ηθοποιοί θεάτρου, και νομίζω ότι θα πάει καλά η σειρά. Πάει ήδη καλά».

Ποια είναι λοιπόν η δική του τελετουργία για την σύνθεση ενός νέου έργου; Κατά πόσο γίνεται πιο εύκολο με τον χρόνο να δημιουργείς;

«Γίνεται πιο εύκολο, με την έννοια ότι έχεις πολλή περισσότερη εμπειρία. Αλλά τώρα μίλησες για τελετουργία, μου άρεσε πολύ αυτή η λέξη, γιατί όντως είναι τελετουργία. Εγώ αν δεν φύγω από την πραγματικότητα, δεν μπορώ να γράψω μουσική. Οπότε αυτό είναι μια τελετουργία. Η φυγή είναι μια τελετουργία. Και δεν είναι μια φυγή που κρατάει ώρες. Μπορεί να είναι και λίγα δευτερόλεπτα. Το να φύγεις όμως και να μπεις στον παράλληλο κόσμο σου, όπου μέσα εκεί είναι οι ιδέες σου, είναι ο άλλος κόσμος με τον οποίο συμβαδίζεις και τον επισκέπτεσαι ελάχιστα. Και σε αυτόν τον κόσμο μπορείς να στείλεις και τους ακροατές σου όταν ευαισθητοποιηθούν και ταξιδέψουν. Αυτό είναι μια τελετουργία, και όσο πιο συχνά γίνεται, τόσο πιο κερδισμένος είμαι εγώ και οι αποδέκτες της δουλειάς μου. Είναι κάτι που το παρομοιάζω με την αίσθηση που είχα πολλές φορές, στιγμές μέθεξης, κοινωνικής μέθεξης. Ας πούμε, την Ανάσταση το βράδυ, όπου για λίγα δευτερόλεπτα όλοι οι άνθρωποι αγκαλιάζονταν, φιλιούνταν, έλεγαν ‘Χρόνια Πολλά’, στιγμές αγάπης, μέθεξης. Αυτό το πράγμα νιώθω. Βέβαια βοηθάει και η εμπειρία σε αυτό, γιατί αν αφουγκραστείς το κομμάτι που τείνει να δημιουργηθεί, αυτό σε οδηγεί στον δικό του κόσμο».

Όπως υπογραμμίζει, «Η πίεση και το άγχος τη δημιουργία την σκοτώνει. Γενικά τον άνθρωπο τον σκοτώνει, αλλά είναι ο εχθρός της δημιουργίας. Σε αποτρέπει από το να ανιχνεύσεις τον ανώτερο εαυτό σου. Πρέπει να επικοινωνήσεις με το έσω σου, το πολύ βαθιά έσω σου για να μπορέσεις να ανασύρεις πράγματα, τα οποία να είναι καινούργια, και για σένα και για τον κόσμο. Γιατί αυτά έχει ανάγκη ο κόσμος, να εξελίσσεται η μουσική, να εξελίσσεσαι εσύ ο ίδιος, να εξελίσσεται ο κόσμος που το ακούει και ταξιδεύει».

«Γενικώς προσπαθώ να μην πιέζομαι», αναφέρει. «Όσο και να θέλεις, δεν μπορείς να μην αγχωθείς. Αλλά γενικά, τουλάχιστον όταν καλούμαι να δημιουργήσω, προσπαθώ να μην κινητοποιηθώ από εξωτερικά ερεθίσματα. Να έχω μια εσωτερική τάση να δημιουργήσω. Μου λέει δηλαδή ένας στιχουργός, πάρε δέκα στιχάκια και γράψε. Εγώ δεν θα το κάνω αυτό αν δεν με κινητοποιήσουν, οποιοσδήποτε κι αν είναι ο στιχουργός. Έχω γυρίσει πίσω σε πολύ γνωστούς στιχουργούς πράγματα γιατί δεν με κινητοποίησαν. Πρέπει κάτι να σου μιλήσει μέσα σου, να κινητοποιηθείς από μέσα σου. Όχι επειδή είναι ο τάδε ή επειδή περιμένει μια εταιρεία ή περιμένει ένας τραγουδιστής να κάνεις έναν δίσκο μαζί του. Είμαι γενικά δύστοκος, δεν γράφω συχνά, ας πούμε. Δεν υπάρχει περίπτωση αν δεν με εκφράζει κάτι, δεν βγαίνει κάτι, δεν προχωράει κάτι, δεν ολοκληρώνεται, αν πάει σε λάθος δρόμο».

Ποιους ξεχωρίζει ως πρότυπα που άφησαν το σημάδι τους πάνω σε εκείνον και το έργο του;

«Πρώτος είναι ο Μάνος Χατζιδάκις. Μπορώ να πω ότι άκουγα από πιτσιρίκι. Οι γονείς μου άκουγαν πάρα πολλή μουσική και μου ενέπνευσαν αυτοί την αγάπη για την μουσική. Ακούγαμε πάρα πολλούς δίσκους, και ραδιόφωνο. Ο Χατζιδάκις είναι αλήθεια ότι με συγκινεί ιδιαίτερα και σίγουρα με έχει επηρεάσει. Και στις ενορχηστρώσεις του και στις ατμόσφαιρες που δημιουργεί. Τον θεωρώ μέγιστο. Και από τους άλλους μεγάλους συνθέτες μας, ο Θεοδωράκης με τα λυρικά του με έχει επηρεάσει και με έχει συγκινήσει πάρα πολύ. Ο Σταύρος Κουγιουμτζής, που ήμασταν και φίλοι και συνεργάτες, υπήρξα πιανίστας του τα δύο πρώτα χρόνια. Ο Μαρκόπουλος μου αρέσει σαν δημιουργός. Δεν μπορώ να πω ότι έχω επηρεαστεί. Επιρρόη μονάχα από τον Μάνο Χατζιδάκι μπορώ να πω ότι είχα. Και βέβαια από άλλα δυτικά ακούσματά μου, γιατί είχα και δυτικά ακούσματα, της εποχής μου, της ηλικίας μου. Τους Beatles. Νομίζω ότι έχω επηρεαστεί από αυτούς, και από κλασική μουσική, που ήταν πάνω στην παιδεία μου. Και από τα εφηβικά μου χρόνια που παίζαμε κάντρι ροκ και ροκ λίγο, υπήρχε κι ένα συγκρότημα. Όλα αυτά χτίσανε την μουσική μου φυσιογνωμία».

Εκτιμάει σήμερα ο κόσμος την μουσική στην Ελλάδα;

«Πάρα πολύ μικρό ποσοστό. Είμαστε μια χώρα με έναν τεράστιο πλούτο παράδοσης, στη μουσική και στις άλλες τέχνες, αλλά κυρίως στη μουσική. Κι αυτή η παράδοση δεν φτάνει πλέον μέχρι τις μέρες μας. Υπάρχει μια ασυνέχεια. Οι προπάτορές μας, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, πήραν από την μουσική μας παράδοση στοιχεία, και από το ρεμπέτικο, και τα φέρανε μέχρι τη δική μας γενιά. Και εμείς, η δική μου γενιά των συνθετών, ουσιαστικά καλούμαστε όλο αυτό υλικό να το φέρουμε μέχρι το σήμερα. Εδώ υπάρχει μια ασυνέχεια. Έτσι νιώθω».

«Υπάρχει ασφυξία σήμερα στον κόσμο», προσθέτει. «Αρκούνται στο να ακούν μασημένη τροφή. Αναμασημένη μάλλον. Αρκούνται στο να ακούν συμπιεσμένο ήχο, όχι ποιότητα ήχου. Εμείς εδώ στο στούντιο ανεβάζουμε τις ποιότητές μας στα ύψη, σε 96 kHz καταγραφή κι ο κόσμος ακούει σε ένα συμπιεσμένο mp3, οι νέοι τώρα».

Είναι θέμα παιδείας αυτό;

«Σίγουρα είναι θέμα παιδείας. Το είδα μπροστά στα μάτια μου. Είχα κληθεί πριν αρκετά χρόνια σε ένα νηπιαγωγείο του Χορτιάτη. Όλο τον χρόνο δουλεύανε τα τραγούδια μου και μουσική μου νηπιάκια. Και στο τέλος με καλέσανε δύο νηπιαγωγοί να παραστώ στην τελευταία μέρα, σαν μια μίνι συναυλία, μου είχαν πιάνο. Και πήγα εκεί και δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που έβλεπα. Τα παιδάκια μου έκαναν συνέντευξη. Ξέρανε σχεδόν όλα τα τραγούδια μου, μου έκαναν παραγγελίες, μου ζητήσανε οργανικά κομμάτια, τους έπαιξα το «Βαλς της Ουτοπίας» και χορεύανε ζευγαράκια. Απίστευτο. Και ήταν μια δουλειά δύο νηπιαγωγών, οι οποίοι δεν ακολούθησαν κάποιο εκπαιδευτικό υλικό. Φαντάσου αυτό το πράγμα να γίνεται σε όλη την επικράτεια με έργα όλων των δημιουργών. Φαντάσου αυτή η γενιά – εγώ πιστεύω ότι αυτά τα παιδάκια κάτι πήρανε. Κι αν αυτό το πράγμα συνεχιζόταν και στο σχολείο, το Γυμνάσιο θα ήταν πολύ διαφορετικό πλέον και θα γινόταν μια γενιά, η οποία αργότερα θα γινόταν και γονείς και η παιδεία θα συνεχιζόταν και στο σπίτι. Είναι πολύ ξεκάθαρο το θέμα, είναι θέμα παιδείας. Και δεν την έχουμε αυτή την παιδεία».

Θέλει απλά ο κόσμος πιο εμπορική μουσική;

«Ναι. Απλά ο κόσμος κατευθύνεται στο να θέλει πιο εμπορική μουσική. Όταν οι νέες γενιές μεγαλώνουν με αυτή τη μουσική που δεν έχει να πει τίποτα καινούργιο, τραγούδια για το τίποτα φτιαγμένα, όπως λέει  και ο στίχος, οι παραγωγοί πλέον, για να έχουν πολύ εύκολη την πώληση της πραμάτειας τους, δημιουργούν εκ νέου τέτοια κομμάτια και γίνεται ένας φαύλος κύκλος, ο οποίος αναπαράγει όλη αυτή την εκποίηση. Τα νέα παιδιά δεν μπορούν να ξεφύγουν από όλο αυτό το πράγμα, το οποίο δημιουργεί όλη αυτή την ασφυξία και δεν μπορούν να αναζωογονήσουν τα ακούσματά τους, να ακούσουν καινούργια πράγματα. Να τους δώσει διεξόδους σε καινούργιους τόπους, αναζήτησης».

«Ο κόσμος ασφυκτιά, και δεν το ξέρει», σημειώνει. «Γι’ αυτό δεν έχει χαρά στη ζωή του, και ψάχνει να βρει χαρά και ενδιαφέροντα από πράγματα πολύ επιδερμικά. Και η τέχνη, και η μουσική, ό,τι αφορά εμάς, αυτό το πράγμα πρέπει να κάνει, να γλιτώνει τον κόσμο από την ασφυξία του. Να του δίνει καινούργια πράγματα, να τον αναζωογονεί, να του δίνει διεξόδους, νέα ακούσματα, και να προχωράει έτσι. Δεν γίνεται όμως αυτό, ο κόσμος ασφυκτιά και μέσα στην ασφυξία του χάνει και τον προσανατολισμό του και δεν ξέρει τι είναι αυτό που φταίει. Δεν ξέρει τι είναι αυτό που πρέπει να αναζητήσει. Δεν ξέρει, γι’ αυτό και είμαστε σε ένα τέλμα τώρα, και εδώ στην Ελλάδα, τι ακούει η πλειονότητα;».

Έχοντας βρεθεί σε σημαντική θέση στο Τμήμα Πολιτισμού, πόσο πιστεύει ότι βοηθούν οι φορείς τους νέους καλλιτέχνες; Έχει η τέχνη μέλλον στην χώρα, δεδομένου ότι είναι κάτι δευτερεύον πλέον στα χρόνια της κρίσης; 

«Ενώ θα έπρεπε να είναι το πρώτο», απαντά. «Αρχίζεις και βλέπεις πολύ διαφορετικά τα πράγματα, αν έχεις παιδεία στην τέχνη και τον πολιτισμό. Μεμονωμένες προσπάθειες. Αυτό αν δεν γενικευτεί, αν δεν μπει μέσα στα σχολικά προγράμματα δεν θα γίνει, δεν θα έχει αποτέλεσμα, δεν θα γίνει δουλειά. Και βλέπεις ότι γίνεται και επίθεση από τους ανθρώπους, οι οποίοι κερδοσκοπούν με το τραγούδι και με την μουσική, εις βάρος των παρθένων αυτών αυτιών των παιδιών, τα οποία δεν έχουν στοιχεία να κρίνουν, να διακρίνουν, κριτήριο να δουν τι είναι αυτή η μουσική που τους προσφέρεται. Νομίζω ότι είναι μεμονωμένες οι προσπάθειες. Εμείς εδώ στην Καλαμαριά είχαμε επενδύσει σε πρωτογενή πολιτισμό. Δίναμε ερεθίσματα για να γραφτούν καινούργια πράγματα με την ευκαιρία των δικών μας θεσμών. Συνάντηση Θεσσαλονικέων Συνθετών, Συνάντηση Θεσσαλονικέων Δημιουργών, καλλιτεχνών. Γενικώς οι επιλογές ήταν σε αυτή την κατεύθυνση. Αλλά δεν μπορεί να γίνει μόνο του, ένας κούκος δεν μπορεί να φέρει την άνοιξη».

Ως δημιουργός και ως κάτοικος Θεσσαλονίκης, πώς έχει δει να αλλάζει με τα χρόνια το τοπίο της, που πλέον φαντάζει γεμάτο θλίψη, και πώς τον έχει επηρεάσει;

«Στην δημιουργία μου, και η κρίση και όλη αυτή η θλίψη που βλέπω στον κόσμο είναι ερέθισμα για να ψάξω βαθύτερα. Με θλίβει το γεγονός ότι η θλίψη αυτή δεν έκανε τον κόσμο να αναζητήσει διεξόδους στην τέχνη. Με θλίβει ότι έχουν πολλαπλασιαστεί οι καφετέριες και έχουν κλείσει τα βιβλιοπωλεία. Αυτό με θλίβει. Πίστευα ότι η κρίση αυτή η οικονομική θα μας έκανε να νιώσουμε βαθύτερα σαν άνθρωποι και έτσι και θα την βλέπαμε με περισσότερη ευρύτητα, αλλά και θα ανεβαίναμε και ένα σκαλί αισθητικά και ποιοτικά. Δεν έγινε αυτό. Δεν το βλέπω δηλαδή. Βλέπω το αντίθετο. Βλέπω πολλή επίθεση, πολύ θυμό στον κόσμο. Ξεχνάμε την ανθρώπινή μας φύση, την ανθρώπινή μας υπόσταση. Και στο θέμα των προσφύγων τώρα βλέπω μια απίστευτη κατρακύλα, που ξεχάσαμε ότι κι εμείς ήμασταν πρόσφυγες. Οι γονείς μας. Και ειδικά στη Θεσσαλονίκη, ειδικά στην Καλαμαριά. Και εδώ βλέπω ένα κλίμα, βέβαια δεν αναγνώρισα κανέναν Καλαμαριώτη σε αυτούς που βλέπω κι αναρτούν διάφορα επιθετικά σχόλια κατά των προσφύγων. Θα μου φαινόταν πολύ περίεργο να βλέπω Καλαμαριώτες. Η Καλαμαριά είναι όλοι πρόσφυγες. Με θλίβει και αυτό το γεγονός πάρα πολύ».

Στον αντίποδα της κατάστασης, έρχεται η δική του καλλιτεχνική προσπάθεια. Υπογείως του προσωπικού του χώρου δουλειάς, στο σύγχρονο στούντιο από το οποίο περνούν συνεχώς νέοι και παλιοί μουσικοί, με τους οποίους πλέον υπάρχει ιδιαίτερος δεσμός.

«Είναι πραγματικά κάτι στο οποίο έχω μείνει πάρα πολλές φορές», σημειώνει. «Νιώθω μια οικογένεια με όλους αυτούς τους μουσικούς. Νιώθω ότι μας συνδέουν, είμαστε τυχεροί, γιατί μας συνδέουν πράγματα που καταγράφονται και μπορούμε να ανατρέξουμε. Δηλαδή οι ηχογραφήσεις, και κάθε ηχογράφηση φέρει μαζί της και όλη την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που υπήρξε ή ακολούθησε. Τα πειράγματα, τα αστεία, τις πλάκες. Κι όλο αυτό το πράγμα μας δημιουργεί μια συγγένεια, στους μουσικούς. Νιώθω δηλαδή οικογένεια. Κι αυτό είναι κάτι στο οποίο πολλές φορές ανατρέχω σε δύσκολες στιγμές και εκεί νιώθω υπάρχει μια οικογενειακή αλληλεγγύη μεταξύ των μουσικών, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους».

«Είναι πολλοί. Και παλιότεροι και νεότεροι. Έχω περάσει πολλά στάδια και έχω δεσμούς με όλους. Αλλά γενικώς εναλλάσσονται οι μουσικοί. Έχω κάποιους μουσικούς που τελευταία συνεργάζομαι. Όπως είναι ο Δημήτρης Γουμπερίτσης, κοντραμπάσο, ο Σάκης Λάιος, που παίζει διάφορα πνευστά και είναι εκπληκτικός πιανίστας. Ο Κυριάκος Γκουβέντας. Νεότεροι, ίσως τώρα μέσω του γιου μου, έχω δουλέψει και με μουσικούς, τον Κώστα Νικολόπουλο, ο οποίος είναι η καινούργια γενιά των κιθαριστών, πάρα πολύ σπουδαίος. Παλιότερα, με τον Μανόλη Πάππο, στον δίσκο με τον Νταλάρα τώρα που συνεργαστήκαμε, και τον Ηρακλή Βαβάτσικα, παίζει το ακορντεόν. Αν αρχίσω να τους αναφέρω σίγουρα θα ξεχάσω κάποιους. Και τα παιδιά μου, και την Εύη που είναι τσελίστρια, και τον Θάνο ο οποίος είναι κρουστός».

Τα παιδιά του τα στήριξε στην μουσική; «Εννοείται. Δεν τα ώθησα. Αλλά εφόσον το επιλέξανε, τα στήριξα», τονίζει.

Ποια είναι η πιο σημαντική συμβουλή που τους δίνει για μια ζωή στη μουσική;

«Καταρχήν, να είναι σωστοί άνθρωποι. Να βλέπουν βαθιά μέσα τους και γύρω τους, να βλέπουν μακριά και να ζουν με την αίσθηση του δικαίου από τη μία και της ελευθερίας από την άλλη. Όλα αυτά δημιουργούν ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο μπορεί ένα ταλέντο να αναπτυχθεί. Εγώ δεν πιστεύω ότι ένα ταλέντο, το οποίο είναι σε περιβάλλον αδίκου, καταπίεσης, σαδισμού ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να αναπτυχθεί. Μπορεί ένα ταλέντο να συνυπάρξει ανάμεσα σε αυτά τα πράγματα και να πάει σε θετική κατεύθυνση; Σε αρνητική κατεύθυνση θα πάει. Το δημιουργικό έργο, αν υπάρχει αυτό, θα είναι φθίνον, δεν θα ανιόν. Αυτή την συμβουλή τους δίνω, και ποτέ δεν την έχω διατυπώσει, απλά τους την μεταδίδω με την στάση ζωής μου».

Από τις συνεργασίες του, ως κορυφαίους ξεχωρίζει«Τον Γιώργο Νταλάρα, τον Σταύρο Κουγιουμτζή, τον Μανώλη Ρασούλη, τον Μάνο Ελευθερίου, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Ηλία Κατσούλη, τον Θοδωρή Γκόνη, με τον Μιχάλη Γκανά είμαστε φίλοι και τον πιστεύω πάρα πολύ σαν ποιητή και στιχουργό, κι όλο το συζητάμε και προσπαθούν οι δρόμοι μας να συναντηθούν. Από τους νεότερους, με την Ελένη Φωτάκη, η οποία πλέον θεωρείται από τις καλύτερες στιχουργούς της γενιάς της».

Υπάρχει για εκείνον κάποια συνεργασία όνειρο που θα ήθελε να γίνει πραγματικότητα στο μέλλον;

«Υπήρξαν κάποιοι, κυρίως τραγουδιστές, και μουσικοί βέβαια, αλλά μπορώ να πω ότι με μουσικούς σιγά σιγά οι δρόμοι μάς φέρνουν κοντά. Αλλά από τραγουδιστές, εγώ έχασα την ευκαιρία να συνεργαστώ με την Χαρούλα Αλεξίου, που ήταν πραγματικά μια σπουδαία τραγουδίστρια. Ελπίζω στο μέλλον. Γιατί ήταν να τραγουδήσει ένα τραγούδι στον δίσκο που κάναμε με τον Γιώργο Νταλάρα. Μακάρι να γίνει στο μέλλον».

Στην πρόσφατη συναυλία του «εφ’ όλης της ύλης», παρουσίασε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα από τα 34 χρόνια δισκογραφίας του, ενώ μεταξύ γνωστών καλλιτεχνών, συμμετείχε και η Κική Δημουλά.

«Ήταν μια πολύ σημαντική συναυλία», σημειώνει. «Έγινε με τις προδιαγραφές ακριβώς που ήθελα. Καταρχήν, έγινε σε έναν χώρο θεσμό της χώρας, την μεγάλη αίθουσα του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Με μια ορχήστρα που επέλεξα με πολύ καλούς μουσικούς. Ήμουν προετοιμασμένος όλο το καλοκαίρι, με ενορχηστρώσεις. Και με τέσσερις κορυφαίους τραγουδιστές, όπως ήταν ο Γιώργος Νταλάρας, ο Μίλτος Πασχαλίδης, η Φωτεινή Βελεσιώτου και η Λιζέτα Καλημέρη. Και οι τέσσερις αποτελούν ένα κομμάτι συνεργασίας δικό μου. Πολύ σημαντικό ότι ήταν παρούσα η Κική Δημουλά. Μου είπε, «Θα έρθω ακόμα κι αν σωριαστώ». Και βέβαια ήρθε, ήταν εκεί, παίξαμε ένα κομμάτι από την δισκογραφική μας συνεργασία, την «Μικρή Σουίτα». Η Κική Δημουλά από βίντεο διάβαζε δύο ποιήματά της και εμείς την συνοδεύσαμε με το ορχηστρικό κομμάτι Ναντίν. Και μετά από αυτό της αφιέρωσα και την συναυλία. Χάρηκε πάρα πολύ».

Πώς προέκυψε η συνεργασία μαζί της;

«Έκανα ένα κομμάτι και προσπάθησα να το αφουγκραστώ. Τι μου ζητάει. Γιατί γενικά εγώ πιστεύω ότι τα κομμάτια που δημιουργώ είναι οντότητες, που αν μπορέσω και ανοίξω τις πύλες επικοινωνίας μαζί τους και τα αφουγκραστώ, θα πάρω κάτι πολύ θετικό. Μου ζητάνε δηλαδή πράγματα, για να εκφραστούν καλύτερα. Εκεί λοιπόν, μου ζήτησε ανθρώπινη φωνή, να διαβάζει όχι να τραγουδάει. Να διαβάζει και να διαβάζει κάτι σαν ποίηση. Να συνδεθεί δηλαδή η μουσική της ποίησης με την μουσική τη δική μου. Οπότε μου ήρθε μια εικόνα της Κικής Δημουλά, που την είχα διαβάσει βέβαια πάρα πολύ, να διαβάζει ποιήματά της. Τα έψαξα, τα βρήκα, τα έβαλα πάνω στη μουσική και δεν έφυγαν από εκεί ποτέ. Ήταν το «Πέρασα» και το «Κοριτσάκι με τα σπίρτα». Της το έστειλα, το άκουσε, ενθουσιάστηκε, και είπαμε να κάνουμε όλη αυτή την συνεργασία. Πήγα στην Αθήνα, την ηχογράφησα, την πήρα και σε βίντεο να τα διαβάζει, τα ποιήματά της, γιατί η Δημουλά διαβάζει σαν να τραγουδάει. Έχει τέτοιους χρωματισμούς η φωνή της που είναι συγκλονιστική. Κι από τότε γίναμε πολύ καλοί φίλοι. Επικοινωνούμε, συνεργαζόμαστε».

Ποια project έχουμε να περιμένουμε από εκείνον στο μέλλον;

«Κάνω έναν δίσκο τώρα με τον Βασίλη Λέκκα, με συμφωνική ορχήστρα, εργαστηριακά παραγμένη βέβαια, με φυσικά όργανα, και παλιά και καινούργια τραγούδια. Κάποιες συναυλίες, με την πιο κοντινή να είναι 13 Δεκεμβρίου στο Ξέφωτο στα Λαδάδικα, με την Ναταλία Λαμπαδάκη, τον Ανδρέα Καρακότα, την Ναντίνα Κυριαζή, και πιθανόν να είναι και ο Κώστας Θωμαΐδης. Επόμενο είναι ένα πιάνο-φωνή που θα κάνουμε στη Ζώγια, μέσα στον Γενάρη, με την Λιζέτα Καλημέρη. Και τον Μάρτιο πηγαίνω στο Λοφότεν της Νορβηγίας, όπου θα παιχτεί ένα έργο μου από την συμφωνική ορχήστρα και την χορωδία της περιοχής εκεί σε δύο συναυλίες, 27-28 Μαρτίου νομίζω, το οποίο το έχω ήδη ενορχηστρώσει και τους το έχω στείλει, ετοιμάζονται τώρα να ξεκινήσουν πρόβες. Είναι και τα Buddha Bar, μια παριζιάνικη σειρά όπου έχω δύο συμμετοχές και ζητάνε και τις «Μέλισσες» σε οργανικό και με αυτό ασχολούμαι τώρα».

Τον αποκαλούν -δικαίως- έναν από τους σημαντικότερους συνθέτες της νέας γενιάς. Πώς το αντιλαμβάνεται ο ίδιος;

«Δεν ξέρω. Δεν μπορώ εγώ να κρίνω τον εαυτό μου. Είναι αλήθεια όταν είσαι 34 χρόνια στη δισκογραφία και έχεις φάει με το κουτάλι τις μουσικές και τις νότες κι αναζητάς το πιο βαθύτερο κομμάτι του εαυτού σου, να το ψηλαφήσεις και να το βγάλεις προς τα έξω, αναζητάς και κάποιου είδους αναγνώριση. Αν αυτό το πράγμα είναι αναγνώριση, το χαίρομαι. Εγώ θεωρώ ότι υπάρχουν πάρα πολλοί συνάδελφοί μου που κάνουν πολύ αξιόλογη δουλειά, και ίσως πιο αξιόλογη από τη δική μου. Το σημαντικό είναι όλη αυτή η δουλειά να περνάει στον κόσμο, να περνάει ευρύτερα στον κόσμο. Να μην περιορίζεται σε ένα πολύ μικρό ποσοστό. Αυτό είναι ευχής έργο».

Αν έπρεπε να μείνει ένα έργο του;

«Δύσκολη ερώτηση γιατί είναι σαν να σε ρωτάω ποιο παιδί σου θέλεις να ζήσει. Μπορείς να απαντήσεις; Από τη δισκογραφία μου, θεωρώ τον τελευταίο, τον νεότερο δίσκο που έκανα με τον Γιώργο Νταλάρα, όχι επειδή είναι ο Γιώργος Νταλάρας, αλλά είναι με πολύ ιδανικές συνθήκες. Τρία χρόνια μαζεύαμε τραγούδια, επέλεξα ορχήστρα, γράφτηκαν ζωντανά το μεγαλύτερο μέρος της ορχήστρας μέσα στο στούντιο, ο Νταλάρας τραγούδησε σαν έφηβος. Για όλα αυτά, έγινε ένας αγαπημένος δίσκος μου. Από εκεί και πέρα, υπάρχουν μεμονωμένα τραγούδια που θεωρώ ότι με εκφράζουν πάρα πολύ βαθιά, όπως είναι ο «Πολεμιστής» σε στίχους της Ναντίνας Κυριαζή, και οι «Μέλισσες» βέβαια και η «Μαρμαρυγή» σε στίχους της Ελένης Φωτάκη. Η δουλειά που έκανα με την Κική Δημουλά, όλοι οι οργανικοί δίσκοι. Το «Ήτανε αέρας» με την Λιζέτα Καλημέρη, και πολλά άλλα τραγούδια που κάναμε, η συνεργασία με την Λιζέτα. Οι συνεργασίες μου με τον Δημήτρη Ζερβουδάκη. «Το Πέταγμά Σου» ας πούμε, το «Κατάρτι κι Ατμός» που κάναμε με τον Βασίλη Λέκκα, και θα είναι κι ο τίτλος του δίσκου μας, γιατί είναι το κομμάτι που μας συνδέει».

Ο ένας στίχος που τον εκφράζει;

«Αν και είναι δικός μου, όντως με εκφράζει πάρα πολύ και είναι και πολύ σύγχρονος. Είναι από το «Κάθε Μου Κειμήλιο», το τραγουδάει ο Κώστας Μακεδόνας. Ό,τι κι αν πάρεις από εκεί μέσα με εκφράζει. Για τα άλλα, θεωρώ ότι κορυφαίος στίχος είναι οι «Μέλισσες» της Φωτάκη. «Ο Πολεμιστής» μου αρέσει πολύ σαν στίχος, που είναι συνομιλία σώματος και ψυχής. Αλλά νομίζω πραγματικά επειδή είναι δικός μου στίχος, αυτός που με εκφράζει περισσότερο είναι αυτός – το έγραψα με πολλή ανάγκη αυτό το τραγούδι, να επικοινωνήσω με τον νεοέλληνα:

Ανήλιο προσήλιο Το κάθε μου κειμήλιο πλανιέται και αλλάζει, Και σαν στραφώ στον ουρανό Με ένα βουβό εσπερινό ο κόσμος με τρομάζει.

Στην πορεία του χρόνου, πώς έχει αλλάξει ο νεοέλληνας, προς το κακό, προς το χειρότερο. Πώς έχει μεταλλαχθεί ο έρωτας, όλα πώς έχουν μεταλλαχθεί, σε έναν λαό, ο οποίος έχει τέτοιο πλούτο παράδοσης και δεν μπορεί να τον αξιολογήσει για να κάνει ένα πέταγμα, να προχωρήσει μπροστά. Είμαστε σε μια φθίνουσα πορεία. Χανόμαστε».

Υπάρχει ελπίδα;

«Ναι, υπάρχει ελπίδα, η παιδεία. Η παιδεία. Αλλά ποιος φωτισμένος νους θα μπορέσει να αλλάξει όλον αυτόν τον ρουν. Μόνο η πολιτεία. Ένας φωτεινός νους από την πολιτεία».

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα