Γιώργος Ρακκάς: Αντουανέττες και Μαρκήσιοι στη Θεσσαλονίκη
Το τοπικό πολιτικό προσωπικό δείχνει να έχει εγκαταλείψει την πόλη και τους πολίτες και να επιδίδεται στο «παιχνίδι του Θρόνου» .
του Γιώργου Ρακκά
«Η πόλη είμαστε εμείς». Έτσι φαίνεται να λέει σε αυτήν την πρόωρη προεκλογική φάση το τοπικό πολιτικό προσωπικό το οποίο δείχνει να έχει εγκαταλείψει την πόλη και τους πολίτες στην χοάνη της καθημερινότητάς τους, και επιδίδεται στο «παιχνίδι του Θρόνου» για την απόσπαση χρισμάτων και κομματικών υποστηρίξεων.
Ωστόσο, κάτι που φάνταζε απολύτως φυσιολογικό μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990, σήμερα φαίνεται να ενοχλεί την πλειοψηφία των πολιτών, που προ πολλού πλέον έχουν απαγκιστρωθεί από την κομματοκρατία, και εκφράζουν κάθε τους επιλογή με περισσή αποστασιοποίηση.
Κι αυτό συμβαίνει γιατί η κομματοκρατία έχει εξελιχθεί σε μια κλειστού τύπου κάστα, πολύ μακριά από τις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας.
Μια ολιγαρχία ενός ή δυο χιλιάδων ανθρώπων, που ζουν, συζητούν και βρίσκονται μεταξύ τους, στα κυκλώματα εξουσίας, τις δεξιώσεις, και τις συγκεντρώσεις των ελίτ, και μοιράζονται στο κλίμα της παγκοσμιοποίησης περισσότερα κοινά με τους ευρωπαίους ή τους αμερικάνους ομολόγους τους, παρά με τον συμπολίτη τους που περπατάει κάτω απ’ τα γραφεία τους.
Κοιτάξτε τι έκανε ο Νίκος Ταχιάος, υποψήφιος με το χρίσμα της ΝΔ: Σε μια πόλη με 60%+ ανεργία νέων, με σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα καθώς γερνάει ταχύτατα, με την παραγωγική της βάση και τις υποδομές της σε κατάσταση καλπάζουσας παρακμής, με χίλια δυο προβλήματα ασφάλειας, περιβάλλοντος, αισθητικής του δομημένου χώρου, το πρώτο πράγμα που βγήκε να πει είναι ότι θα συνεχίσει τα «θετικά» του Μπουτάρη: Δηλαδή τον «κοσμοπολιτισμό» του, την υποστήριξη στο γκέι πράιντ κ.ο.κ. Ζητήματα δηλαδή που περισσότερο παίζονται για τις «εισιτήριες εξετάσεις» στις νέες παγκοσμιοποιημένες πολιτικές ελίτ, κι όχι για το παρόν και το μέλλον μιας πόλης, που επειδή η εθνική της ύπαρξη αμφισβητείται, η οικονομία της καθηλώνεται, και οι ανισότητες διευρύνονται, κλυδωνίζεται και σπάει σε πολλά κομμάτια.
Το ίδιο και με την κεντροαριστερά -που βλέπουμε σε σήριαλ την «μάχη των πριγκηπάτων».
Με τρομερό επίδικο, το ποιος θα εκφράσει την «ενότητα» του χώρου ενώπιον της πολύ τρομερής προοπτικής «παλινόρθωσης του συντηρητισμού» (sic!). Που σε απλά ελληνικά σημαίνει να ξαναπάρει η ΝΔ τον Δήμο με τον Νίκο Ταχιάο, ο οποίος από την πρώτη στιγμή ανακοίνωσης της καθόδου του επαναλαμβάνει διαρκώς «παιδιά, δικός σας είμαι κι εγώ».
Φυσικά, το αν «μπουταροποιηθεί» επιτυχώς η ΝΔ, αν το κεντροαριστερό παντεσπάνι το φάει η Κ. Νοτοπούλου ή η Ε. Καϊλή, ή αν θα επικρατήσει ο κοτζαμπάσης Μπουτάρης στην μάχη γοήτρων με τους κομματοκρατικούς αγάδες της συμπρωτεύουσας, είναι ζητήματα που δεν αφορούν κανέναν μέσα στην πόλη -πλην των συστημικών πρωταγωνιστών και παρατρεχάμενων.
Εκείνο, που θα έπρεπε να ενδιαφέρει τον δημόσιο διάλογο, αντίθετα, γιατί καίει την πόλη και τους πολίτες, αφορά το τόσο απλό και πρακτικό «τι να κάνουμε»: Θα καταφέρουν, για παράδειγμα, όλοι οι φορείς της πόλης, από τον Δήμο μέχρι την εκκλησία και το Εργατικό Κέντρο να συστήσουν ένα ενιαίο ταμείο τοπικής αλληλεγγύης, που θα είναι σε θέση να αναβαθμίσει αισθητά τις υπηρεσίες πρόνοιας για τους κατοίκους της πόλης;
Θα καταφέρει το πανεπιστήμιο, μαζί με τον Δήμο, το ΤΕΕ, καθώς και τα υπόλοιπα επιμελητήρια να ιδρύσουν μια τοπική αναπτυξιακή τράπεζα-ινστιτούτο που θα ενισχύει με μελέτες και χρηματοδοτήσεις την παραγωγική επιχειρηματικότητα, ώστε να πάψει η διαρροή των επιστημόνων της πόλης στο εξωτερικό, και να επιστρέψουν οι χιλιάδες που την έχουν εγκαταλείψει σε αυτήν;
Μπορεί να υπάρξει πανθεσσαλονίκεια κινητοποίηση, ακόμα και με την συμβολή της ομογένειας, για την ανάδειξη και την αναστήλωση του ναού της Αφροδίτης, την σύνδεσή του με τα βυζαντινά τείχη και τις αναπλάσεις στην πλατεία Μαβίλη, έτσι ώστε να αλλάξει εντελώς εικόνα το δυτικό κομμάτι του ιστορικού κέντρου;
Θα υπάρξει μια σοβαρή πολιτιστική πολιτική ανάδειξης της ελληνιστικής, βυζαντινής Θεσσαλονίκης, με έμφαση στον συνεδριακό και τον εκπαιδευτικό τουρισμό ώστε να ενισχυθεί ο οικουμενικός χαρακτήρας της τελευταίας;
Μπορεί το «Γυάλινο Σπίτι», να γίνει μουσείο οπτικοακουστικών μέσων αφιερωμένο στην καλλιτεχνική και πνευματική δημιουργία του θεσσαλονικιώτικου 20ού αιώνα, από τους λογοτέχνες και τους ποιητές της πόλης μέχρι τους τραγουδοποιούς της;
Θα κερδίσει ο Δήμος το στοίχημα στην μεταποίηση της ανακύκλωσης, με αφετηρία τα οργανικά απόβλητα, ώστε να δημιουργήσει πόρους προς κοινωνική αξιοποίηση; Θα λύσει κανείς το πρόβλημα ασφάλειας και βαριάς εγκληματικότητας που τείνει να καταλάβει όλο το ιστορικό κέντρο; Θα αποκτήσει η Θεσσαλονίκη δημοτική δημογραφική πολιτική για την στήριξη των νέων οικογενειών, της εργαζόμενης μητέρας, και την πριμοδότηση των γεννήσεων;
Μπορεί να αναλάβει η πρωτεύουσα της Μακεδονίας μια διεθνή καμπάνια για την προβολή του μακεδονικού, αρχαίου, μεσαιωνικού και νεότερου πολιτισμού, που θα απαντήσει στην προπαγάνδα που ασκεί ο γειτονικός αλυτρωτισμός παγκοσμίως; Θα κινηθεί επί τέλους ο Δήμος προς την συμμετοχική διαχείριση των κοινών, όπου αυτό είναι εφικτό, όπως λογουχάρη στην Νέα Παραλία η οποία αποτελεί πεδίο ανάπτυξης ενός πολύ γόνιμου ακτιβισμού των πολιτών;
Είδατε κανέναν από αυτό το οικοσύστημα πολιτικών «Μαρκησίων και Αντουανέττων», καθώς και των φίλιών τους ΜΜΕ, να συζητούν οτιδήποτε για όραμα, αρχές, πρόγραμμα, συγκεκριμένα μέτρα τοπικής πολιτικής; Νυξ, δηλαδή μηδέν, αλλά και σκοτάδι, νύχτα. Όσο για την υπερπροβολή, πάντα το κενό έχει πολύ περισσότερη ανάγκη από τα στρας της επικοινωνίας για να φαίνεται.