Η Γιώτα Φέστα ζει στη Θεσσαλονίκη την επιτυχία που της αξίζει
Μια χαλαρή και όμορφη κουβέντα με τη μεστή, γήινη ηθοποιό.
«Για να συναντηθώ με ανθρώπους και να αφηγηθούμε μαζί ιστορίες». Γι’ αυτό τον λόγο κάνει θέατρο η Γιώτα Φέστα, η Εύα από την ταινία «Ρεβάνς» του Νίκου Βεργίτση, η Έλενα από τη σειρά «Άμυνα Ζώνης» σε σκηνοθεσία Φίλιππου Τσίτου και σενάριο Νίκου Παναγιωτόπουλου, η Αμάντα στον «Γυάλινο Κόσμο» του Τένεσι Ουίλιαμς, σε σκηνοθεσία Γλυκερίας Καλαϊτζή, που συνεχίζεται για δεύτερη χρονιά στο Θέατρο Τ, στη Θεσσαλονίκη, μετά από 41 sold out την περασμένη σεζόν και πάνω από 3.000 θεατές ως τώρα.
Και φυσικά η λίστα δεν περιορίζεται στις παραπάνω αναφορές. Οι ρόλοι που έχει ερμηνεύσει η Γιώτα Φέστα, μέσα στις καρποφόρες δεκαετίες της καριέρας της, δεν μετρώνται στα δάχτυλα των δύο χεριών ούτε σε ένα απλό φυλλομέτρημα της μνήμης. Είτε στο πλατό είτε στο σανίδι, πρόκειται για μια καλλιτέχνιδα μεστή, διακριτικά επιβλητική και με τη δική της ξεχωριστή σφραγίδα. Δεν είναι λόγια που τα παίρνει ο άνεμος, είναι η πορεία της μέσα στα χρόνια: αρκεί να είχες τη διορατικότητα να την παρακολουθείς από το ξεκίνημα μέχρι την άηχη αλλά αδιαμφισβήτητη καταξίωσή της.
Στη Θεσσαλονίκη η Γιώτα Φέστα γράφει την παράλληλη, νικηφόρα ιστορία της. Πρώτα με την «Αναγνώριση» του Άκη Δήμου, έπειτα με το «Πέρασα…» πάνω στην ποίηση της Κικής Δημουλά και πολύ πρόσφατα πια με τον «Γυάλινο Κόσμο», το κοινό της πόλης την έχει αγκαλιάσει με τον πιο θερμό μανδύα του. Και διόλου άδικα. Η «Αμάντα» της Φέστα, με τις καλοκουρδισμένες, κοφτές ανάσες, με το εύθραυστο περίβλημά της, με τα ύψη και τα βάθη ενός χαρακτήρα που πάλλεται πάνω σε τεντωμένο σκοινί, είναι μια αποθέωση. Μας επαναφέρει στο γνήσιο θέατρο, στη λειτουργία των ηθοποιών που ανυψώνουν το κείμενο, στη διερεύνηση κόσμων που παίρνουν σάρκα και οστά με όχημα τις λέξεις.
Με αφορμή αυτόν τον ρόλο, που την έχει ωθήσει να έχει για βάση της τη Θεσσαλονίκη τουλάχιστον ως το τέλος του έτους, βρεθήκαμε ένα σχεδόν ανοιξιάτικο απόγευμα στην καρδιά του φθινοπώρου. Η Γιώτα (αναφερόμαστε στους ανθρώπους που σεβόμαστε πάντα με το μικρό τους όνομα), ανάμεσα στις παραστάσεις της στο Θέατρο Τ και τις πρόβες της για τον «Γλάρο» του Γιάννη Παρασκευόπουλου -από το ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων και το Θεσσαλικό Θέατρο-, μίλησε για την αγαπημένη της συνήθεια να κυκλοφορεί με το ποδήλατο στην πόλη, για τη Φρίντα Λιάππα, την Τώνια Μαρκετάκη και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου, για την αθωότητα, το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον. Για όλα εκείνα που λέγονται όσο κρατάει ένας καφές…
«Ο χρόνος ως θάλασσα, μια απλωσιά αδειοσύνης σαν καθρέφτης». Το λέει η Χάνια Γιαναγκιχάρα στο βιβλίο «Οι άνθρωποι στα δέντρα» και μου θύμισε την Αμάντα. Πώς τα βγάζει πέρα με τον χρόνο η ηρωίδα σου;
Αυτό που με απασχόλησε πάρα πολύ στην Αμάντα είναι το πού ακριβώς ακουμπάει πίσω σε αυτό τον χρόνο. Αυτές οι αναμνήσεις πού βρίσκονται; Είναι στη σφαίρα της πραγματικότητας ή στη σφαίρα της φαντασίωσης; Αισθάνομαι ότι η Αμάντα παίζει με τον χρόνο, λίγο σαν μπαλάκι και κάποια πράγματα τα οδηγεί εκείνη από τη σφαίρα της πραγματικότητας στη σφαίρα μιας illusion. Και αισθάνομαι ότι οι αναμνήσεις της, αυτές που βγαίνουν από τον χρόνο είναι θραύσματα, δεν είναι ακριβώς ολόκληρες. Πώς είναι καμιά φορά που θυμόμαστε έναν χώρο από ένα περιστατικό και όχι ακριβώς πώς έγινε, ούτε πότε έγινε; Αλλά ξαφνικά θυμόμαστε «να, όταν μου είπε εκείνο το πράγμα ο πατέρας μου εγώ καθόμουν σε εκείνη τη μεριά της κουζίνας». Ακόμα και ο Τομ που συνθέτει την αφήγησή του, κι αυτός μέσα από θραύσματα την φτιάχνει. Κοιτάς να θυμάσαι πράγματα που δεν σε πληγώνουν, που δεν σε απειλούν.
Ποια είναι η γνώμη που έχεις για τον «Γυάλινο Κόσμο», τι διαφοροποιεί αυτό το έργο από τα υπόλοιπα του συγγραφέα; Έχεις ξαναπαίξει Τένεσι Ουίλιαμς;
Δεν έχω παίξει κανένα έργο του Τένεσι Ουίλιαμς. Θυμάμαι πάντα ότι, όταν ήμουν πολύ μικρότερη, η συγχωρεμένη η Τώνια Μαρκετάκη ήθελε να κάνουμε μαζί το «Ξαφνικά πέρυσι το καλοκαίρι». Ήταν ένα έργο που το είχα μελετήσει, τελικά δεν καταφέραμε να το κάνουμε αλλά έχω δει πάρα πολλά έργα του. Θεωρώ ότι για κάποιο λόγο, ίσως επειδή το δουλέψαμε περισσότερο, αυτό είναι το πιο αληθινό του έργο, το πιο λιγότερο κατασκευασμένο. Γιατί αποτελείται από δικά του πολύ προσωπικά κομμάτια, φέρνει τον κόσμο του εκεί: η μητέρα του, η αδερφή του και ο ίδιος. Αυτό υπάρχει σε όλα τα έργα του βέβαια, αλλά νομίζω ότι σε αυτό έχει πιο πολύ προσωπική εμπλοκή.
Είναι χιλιάδες οι θεατές που έχουν περάσει να σας δούνε στο Θέατρο Τ. Τι είναι αυτό που αφουγκράζεσαι την ώρα που βρίσκεσαι πάνω στη σκηνή;
Αντιλαμβάνομαι ότι καμιά φορά οι άνθρωποι θεωρούν ότι βλέπουν κάτι πολύ σοβαρό και άρα δεν αφήνουν τον εαυτό τους να γελάσει και να συμμετέχει. Αντιλαμβάνομαι ότι πάντα ένας ηθοποιός νιώθει αυτό το «μπαλάκι», αυτό που διαπραγματεύεται το θέατρο βασικά, που κινείται ανάμεσα στο θέατρο και τον ηθοποιό. Οπότε έχεις μια αίσθηση αθωότητας, αφήνεσαι να κάνεις πράγματα που θα εκπλήξουν και εσένα και τον θεατή και άλλες φορές είσαι πιο κουμπωμένος, πάνω στο μονοπάτι που έχεις χτίσει για τον ρόλο. Καμιά φορά, επειδή για μένα η Αμάντα είναι λίγο τρελούτσικη, νιώθω καμιά φορά έναν φόβο των θεατών ως πού μπορεί να το πάει η ηθοποιός πάνω στη σκηνή. Εκεί που αρχίζω και φλερτάρω τον Τζιμ, τον φίλο του γιου μου που θέλω να παντρευτεί την κόρη μου, νιώθω από κάτω έναν φόβο. Καμιά φορά με εκπλήσσει δυσάρεστα αλλά καμιά φορά μ΄αρέσει κιόλας γιατί υπάρχει μια ευθραυστότητα.
Είναι σαν να συστήνεις το κείμενο σε κόσμο που ενδεχομένως δεν το είχε δει ξανά σε κάποιο ανέβασμα. Υπάρχει κάτι που θα ήθελες να συστήσεις στο μέλλον στο κοινό, κάτι διαφορετικό;
Πάντα λέμε μια ιστορία, οπότε όπως κι αν είναι το ανέβασμα μιας παράστασης, μου αρέσει να συμμετέχω στην αφήγησή της. Δεν έχω ονειρευτεί ρόλους – η Αμάντα ήταν μια έκπληξη για μένα, ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα κάνω αυτόν τον ρόλο – αλλά έχω ονειρευτεί να δουλέψω ένα δυο πράγματα που αφορούν και τη λογοτεχνία. Ένα έργο της Ντυράς, το «Μακρύ Ταξίδι στη Μοναξιά της Λόλας Στάιν». Ένα άλλο είναι ένα θεατρικό του Τερζάκη και ένα έργο του Φιτζέραλντ. Είτε ως ηθοποιός, είτε ως σκηνοθέτης. Εδώ και πέντε χρόνια είχα πάθει ένα κόλλημα με τον «Γλάρο». Ούτε ήξερα τι ακριβώς ήθελα να κάνω εκεί, να παίξω ή να σκηνοθετήσω ή να είμαι βοηθός κάποιου. Όταν έγινε η πρόταση από τον Γιάννη (σ.σ. Παρασκευόπουλο) ήταν σαν να άνοιξε ο ουρανός για μένα.
Πώς προέκυψε, λοιπόν, ο «Γυάλινος Κόσμος», μιας και που ποτέ δεν το φανταζόσουν;
Είχα έρθει εδώ πριν δυο χρόνια και έκανα έναν μονόλογο του Άκη Δήμου, την «Αναγνώριση», ένας μονόλογος στον οποίο τα τελευταία πέντε χρόνια επανέρχομαι για κάποιο λόγο και πάντα βρίσκω άλλα πράγματα. Πάντοτε γίνεται με μια αλλαγή. Στην τελευταία version αυτού του μονολόγου αισθάνθηκα ότι ήταν μεγάλο λάθος μου να το σκηνοθετήσω: ήμουν πάνω στη σκηνή και σκεφτόμουν τι έπρεπε να διορθώσω. Αισθάνθηκα μια μεγάλη μοναξιά και επειδή μου αρέσει πολύ να μοιράζομαι στο θέατρο, να δέχομαι και να μοιράζω μπαλιές, πρότεινα στη Φρόσω Μαστρόκαλου να το σκηνοθετήσει. Άρεσε πολύ στη Γλυκερία Καλαϊτζή και σκέφτηκε να κάνει μαζί μου τον Γυάλινο Κόσμο.
Και οι συμπρωταγωνιστές σου, τρεις νέοι ηθοποιοί από τη Θεσσαλονίκη, ήταν εξαρχής στο πλάνο. Πώς είναι η συνεργασία σας;
Προσπαθώ όσο γίνεται να είμαι αθώα όσο είναι και τα παιδιά. Δεν το καταφέρνω πάντα, αλλά με την ίδια διάθεση που μπορεί να πω «αυτό θα μπορούσε να γίνει έτσι», με την ίδια χαρά δέχομαι και τη δική τους κουβέντα. Πρέπει να πω ότι σαν ηθοποιός έχω ένα μεγάλο ελάττωμα. Μ’ αρέσει πολύ η διαδικασία των προβών, είμαι πολύ δημιουργική, όταν όμως ένα πράγμα αρχίσει και γίνει παράσταση και κάπως κλείσει, βαριέμαι πάρα πολύ. Δεν μπορώ να σου πω πόσο. Είναι σαν καταναγκαστικό έργο. Οπότε ήταν μια έκπληξη για μένα, το ένιωσα ελάχιστες φορές και πάντα, μέχρι και χθες, κάτι βρίσκουμε να δοκιμάσουμε και αυτό τροφοδοτεί τη διάθεσή μου να παίξω.
Και η καθημερινότητά σου, πλέον, είναι γεμάτη από Θεσσαλονίκη. Κινείσαι στην πόλη πάνω σε δυο ρόδες…
Είμαι πολύ χαρούμενη γιατί μένω κοντά στο Μέγαρο που φιλοξενούμαι στο σπίτι δύο καλών φίλων και μπορώ να παίρνω το ποδήλατο. Νιώθω μεγάλη χαρά, γιατί έτσι κι αλλιώς είναι πολύ ωραίο να κάνεις ποδήλατο στην Παραλία. Κάνω βόλτες στην πόλη από πέρσι και μου αρέσει που είμαι εδώ και δεν μένω μόνο για ένα μήνα. Θα είμαι εδώ μέχρι τα Χριστούγεννα. Μου αρέσει που είμαι στη Θεσσαλονίκη και δουλεύω στη Θεσσαλονίκη. Θα μπορούσε να είναι μια βασική μου επιλογή. Μου λείπει, βέβαια, το σκυλί μου…
Διανύουμε ημέρες Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Εσύ πίσω στο 1983, στο 24ο Φεστιβάλ, είχε λάβει Βραβείο Α’ Γυναικείου Ρόλου για την ταινία «Ρεβάνς» και με τις σκηνοθέτριες που δανείζουν το όνομά τους σε δύο αίθουσες του Λιμανιού είχες στο παρελθόν συνεργαστεί.
Η Τώνια (σ.σ. Μαρκετάκη), που την ήξερα λιγότερο, κάποια στιγμή με κάλεσε να ντουμπλάρω την τελευταία της ταινία, τις «Κρυστάλλινες Νύχτες» με την Τάνια Τρύπη. Εγώ στην αρχή ήμουν πολύ επιφυλακτική, δεν ντουμπλάρεις έναν ξένο ηθοποιό αλλά έναν Έλληνα, ήταν μια μεγάλη δουλειά και δύσκολη. Με τη Φρίντα (σ.σ. Λιάππα) κάναμε δυο μικρές ταινίες που βασίζονταν πάνω στην Πολυδούρη: η μία ήταν μια ηθοποιός που προσπαθούσε να ενσαρκώσει την Πολυδούρη και κάποια στιγμή ταυτιζόταν και η άλλη ήταν Μαρία Πολυδούρη – Κώστας Καρυωτάκης και ο Καρυωτάκης ήταν ο Βασίλης Παπαβασιλείου. Και παίχτηκαν στην ΕΡΤ τότε, στη σειρά «Οι Ποιητές μας».
Ήταν αλλιώτικη η εποχή στον κινηματογράφο τότε;
Ήταν διαφορετική, ναι. Είχες μεγαλύτερη άπλα, περισσότερες ευκολίες από την άποψη του χρόνου. Τώρα, στην ταινία που έκανα πέρσι, για παράδειγμα, υπήρχε ένα deadline από πλευράς παραγωγής. Αυτό παλιά δεν υπήρχε, είχες την πολυτέλεια να κάνεις πολλές πρόβες. Εγώ από το σινεμά έμαθα τη συγκέντρωση, που με βοήθησε στο θέατρο. Έχεις ένα συνεργείο 20 ανθρώπων γύρω σου και εσύ πρέπει σε αυτό τον χαμό να είσαι έτοιμος όταν θα πει «μοτέρ». Ως νέα άρχισα να δουλεύω στο σινεμά και έτσι έμαθα να συγκεντρώνομαι.
Και η τηλεόραση; Έχει πλέον θέση στην εποχή που ζούμε;
Η τηλεόραση νομίζω δεν έχει κανένα ρόλο στην εποχή που διανύουμε. Τα ιδιωτικά κανάλια είναι σε πολύ δύσκολη θέση. Αν δεν αποφασίσει η ΕΡΤ να κάνει fiction, όπως στο BBC, δύσκολα… Προσπαθούν τα ιδιωτικά με το ζόρι να κάνουν κάτι με ποιότητα αμφιλεγόμενη. Αλλά είναι ένα γιούργια αυτό, δεν είναι μια επαγγελματική προσέγγιση.
Και ταυτόχρονα με την επί σκηνής Αμάντα, βρίσκεσαι σε πρόβες για το νέο θεατρικό εγχείρημα.
Είναι «Ο Γλάρος» του Τσέχωφ σε σκηνοθεσία του Γιάννη Παρασκευόπουλου, μία συμπαραγωγή του Θεσσαλικού Θεάτρου και του ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων. Κάνουμε πρόβες αυτή την περίοδο στη Θεσσαλονίκη. Είχα δει το Festen και επειδή ήξερα και την ταινία εντυπωσιάστηκα πάρα πολύ από τη σκηνοθεσία του Γιάννη και από το παίξιμο των ηθοποιών. Είχα πάει συγκινημένη τότε να τους πω συγχαρητήρια και είχα αισθανθεί ότι ήταν από τις ωραιότερες παραστάσεις που έχω δει. Να, σκέφτηκα, θα μπορούσε να σταθεί στο εξωτερικό. Όταν μου έγινε η πρόταση, αισθάνθηκα πολύ τυχερή και εξακολουθώ να αισθάνομαι τυχερότερη ακόμα γιατί βρίσκομαι ανάμεσα σε ανθρώπους με κοινή γλώσσα και η προσέγγιση του Γιάννη σε σχέση με το ανέβασμα και το θέατρο γενικά είναι κάτι που θα ήθελα πολύ να το έχω στην υπόλοιπη ζωή μου. Έχει να κάνει με το ότι κάνουμε αυτή τη δουλειά του ηθοποιού για να μπορέσουμε να ζήσουμε καλύτερα. Και όχι γιατί έχουμε μια ιδέα τρομερή και πρέπει οπωσδήποτε να την πούμε στο κοινό. Η πρώτη φορά που δούλεψα στο θέατρο ήταν σε ένα έργο του Σαίξπηρ, τον Έμπορο της Βενετίας, με την Ξένια Καλογεροπούλου που σκηνοθετούσε ο Μίνως Βολανάκης. Είναι δύσκολο όταν έχεις ζήσει αυτό να βρεις κάτι αντίστοιχο. Είχα πει τότε πως το να δουλεύεις με τον Βολανάκη σε κάνει καλύτερο άνθρωπο. Έχω την ίδια αίσθηση με τον Γιάννη. Το point είναι η συνάντηση των ανθρώπων και το πώς συναντιούνται για να πούνε μια ιστορία. Αυτό.
*Η Γιώτα Φέστα πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Γυάλινος Κόσμος», σε σκηνοθεσία Γλυκερίας Καλαϊτζή, για δεύτερη σεζόν στο Θέατρο Τ (Φλέμινγκ 16). Μαζί της: Χρήστος Παπαδόπουλος, Κατερίνα Συναπίδου, Δημήτρης Κρίκος. Παραστάσεις: Κάθε Παρασκευή 21:30 | Σάββατο 21:30 | Κυριακή 19:00 | Δευτέρα 21:30 | Τρίτη 21:30 (μέχρι 25 Νοεμβρίου), τηλ. 2310 854 333, facebook event
**Μέσα στο 2019, θα ανέβει στη σκηνή στην παράσταση «Ο Γλάρος» σε σκηνοθεσία Γιάννη Παρασκευόπουλου και μετάφραση Ξένιας Καλογεροπούλου, στο ρόλο της Αρκάντινα ενώ αναμένεται να κυκλοφορήσει και η ταινία «Απόστρατος» του Ζαχαρία Μαυροειδή, στην οποία συμμετέχει, με τον Μιχάλη Σαράντη στον πρωταγωνιστικό ρόλο.