Ο Γκάλης που ένωσε μια χώρα
Ο τεράστιος αθλητής που η χώρα υποκλίθηκε μπροστά του.
Λέξεις: Λέων Α. Ναρ | Μεταδιδακτορικός ερευνητής ΠΑ.ΜΑΚ – συγγραφέας
Τον Σεπτέμβριο του 2019, στις 29 πιο συγκεκριμένα, συμπληρώθηκαν σαράντα χρόνια από την έλευση του Νίκου Γκάλη στη Θεσσαλονίκη. Ο Γκάλης δεν είναι μόνο αυτός που −κατά κοινή παραδοχή− άλλαξε τον ρου του ελληνικού αθλητισμού.
Ήταν αυτός που σαράντα χρόνια πριν κινήθηκε αντίστροφα από τη λογική που θέλει, τα τελευταία χρόνια, τα πετυχημένα ελληνόπουλα να μεταναστεύουν στο εξωτερικό. Ενώ κάθε πετυχημένος καλαθοσφαιριστής στην Αμερική έχει όνειρό του να παίξει, με κάθε τίμημα, στο NBΑ, ο Γκάλης αποφάσισε να συνεχίσει την καριέρα του σε μια άγνωστη μέχρι τη στιγμή εκείνη για τον ίδιο χώρα, ίσως γιατί ένιωθε την πατρίδα των γονιών του ως την πραγματική δική του πατρίδα.
Ο Νίκος Γκάλης είναι ίσως ο μοναδικός αθλητής ομαδικού αθλήματος που κατάφερε να ενώσει μια ολόκληρη χώρα (ακόμη και τους Έλληνες της διασποράς), καθώς στα τέλη της δεκαετίας του ’80 τα βράδια της Πέμπτης οι περισσότερες οικογένειες έπαιρναν θέση μπροστά στους τηλεοπτικούς δέκτες για να θαυμάσουν τα κατορθώματά του.
Τις «πτήσεις» του, τις μνημειώδεις διεισδύσεις του, τα ψιλοκρεμαστά του σουτ, αλλά και τα σπασίματα της μέσης του. Όλα αυτά, μαζί με το ηγετικό του προφίλ, εξηγούν γιατί το περίφημο “Naismith Memorial Basketball Hall of Fame” τον συμπεριέλαβε στο υπέρτατο Hall of Fame. Τον Γκάλη, που έβγαλε επανειλημμένα τους Έλληνες, ανεξάρτητα από τις οπαδικές τους προτιμήσεις, στους δρόμους για να πανηγυρίσουν. Τον Γκάλη, ο οποίος προσπαθούσε εξακολουθητικά να εξηγήσει τη σημασία της συλλογικότητας σε μια χώρα που αποθεώνει την ατομικότητα. Τον Γκάλη που στεκόταν μακριά από κλισέ, αντίθετα από την εθνική πεπατημένη. Τον Γκάλη που εξέφρασε, τη δεκαετία του ογδόντα κυρίως, την πιο εξωστρεφή εκδοχή της Θεσσαλονίκης, τότε που η πόλη «μετρούσε» εμπορικά μόνο για τους Βαλκάνιους μπατιροτουρίστες που συνέρρεαν γύρω από την Εγνατία, κάνοντας ευκαιριακά τα ψώνια τους.
Τότε, λοιπόν, την εποχή που δεν υπήρχαν οι low cost αεροπορικές εταιρείες, όταν οι πιο προνομιούχοι Έλληνες ταξίδευαν στο εξωτερικό και δέχονταν τη συνήθη ερώτηση «από ποια χώρα/πόλη κατάγεστε», όταν απαντούσαν «από τη Θεσσαλονίκη», έβλεπαν στα μάτια των συνομιλητών τους τον ανυπέρβλητο θαυμασμό και την ακαριαία στερεοτυπική αντίδραση του τύπου: «Salonico, Gallis», κυρίως στην Ιταλία, το Ισραήλ και την Ισπανία. Αυτό κι αν ήταν αντίφαση: ο Γκάλης που φιλοδωρούσε εξακολουθητικά με τους δεκάδες πόντους του την Τρέισερ Μιλάνο, την Μακαμπί Τελ Αβιβ και την Μπαρτσελόνα αποθεωνόταν από το σύνολο των αντιπάλων του. Εκπροσωπούσε άτυπα την ταυτότητα ολόκληρης της πόλης, γιατί −μεταξύ μας− πρέπει σιωπηλά να το παραδεχτούμε, ποιος γνώριζε κάτι για τη Θεσσαλονίκη, στο εξωτερικό και κυρίως στη Δυτική Ευρώπη;
Ο Νίκος Γκάλης ήταν ο πρώτος που έδωσε στην πόλη υπόσταση σε τέτοια κλίμακα, μια και το brand της Θεσσαλονίκης τότε στον ευρωπαϊκό χώρο ήταν κυρίως αθλητικό. Ωστόσο, για να είμαστε απόλυτα δίκαιοι, συνέβαλλε, στο βαθμό που αναλογεί στον καθένα, και η παρουσία μιας πλειάδας αξιόλογων παικτών που αγωνίζονταν τόσο στον Άρη όσο και στον ΠΑΟΚ (Γιαννάκης, Πρέλεβιτς, Φασούλας κ.ά.) Ο Γκάλης είναι, ακόμη, αυτός που επέβαλλε τον επαγγελματισμό στον αθλητικό χώρο, την εποχή που οι διοικήσεις των σωματείων αλλά και οι αθλητές δεν είχαν ακόμη ιδέα από συμβόλαια, ρήτρες, management και marketing. Οι επιδόσεις του Γκάλη ακόμα και σήμερα, τόσα χρόνια μετά, συγκλονίζουν, τα ρεκόρ του είναι αξεπέραστα. Σκόραρε, κατά μέσο όρο, πάνω από 30 πόντους, έκλεισε με τον ίδιο μέσο όρο καριέρας την παρουσία του στην Εθνική Ομάδα, ήταν πρώτος σκόρερ σε όλες σχεδόν τις διοργανώσεις που πήρε μέρος, αλλά και χαρισματικός πασέρ, ένας πραγματικός ηγέτης.
Ο Γκάλης, με την εν γένει παρουσία του, απέδειξε −όχι μόνο με τους πόντους και τις νίκες του− ότι είναι ένας τρομερός επαγγελματίας. Χρησιμοποιούσε όσο κανείς το μυαλό του, πίστευε στην αξία της προπόνησης και στη σκληρή καθημερινή προσπάθεια, εξέφραζε τη διαρκή ανάγκη να γίνεσαι καλύτερος δουλεύοντας, με έμφαση στην εξακολουθητική ατομική βελτίωση. Ανάγκαζε, μάλιστα, όποιον πορευόταν μαζί του να προσαρμόζεται στους δικούς του επαγγελματικούς ρυθμούς, υποχρέωνε όποιον ήθελε να λέγεται συμπαίκτης του να αποδέχεται τον δικό του κανόνα που εκφραζόταν με το μότο «προπόνηση και πάλι προπόνηση».
Κι όλα αυτά τα έκανε στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’80, την εποχή δηλαδή που ο διορισμός στο δημόσιο εξακολουθούσε να είναι η «Γη της επαγγελίας», τότε που η κάθε είδους επιδότηση εγγυόταν τη συνταγή της επιτυχίας. Γι αυτό ίσως αγαπήσαμε παράφορα τον ψυχρό, αγέλαστο, σκληρό και σνομπ πολλές φορές Νικ. Γιατί δεν είχε πολλά από τα ελαττώματά μας, γιατί όλοι θέλαμε να γίνουμε σαν κι αυτόν, ακόμη κι αν γνωρίζαμε ότι δεν θα τα καταφέρουμε ποτέ, γιατί ο επαγγελματισμός του ήταν παράταιρος με τον δικό μας κομφορμισμό.
Ο Γκάλης –κι αυτό φαίνεται ακόμα περισσότερο σήμερα– ήταν ο πρώτος που λειτούργησε κόντρα σε πεπατημένες νοοτροπίες, σε μια Ελλάδα στην οποία ελάχιστοι, έως τότε, είχαν δείξει τον δύσκολο δρόμο. Τον χειροκροτήσαμε γιατί αυτόν τον δύσκολο δρόμο αυτός τον περπάτησε με επιτυχία. Τον αποθεώσαμε γιατί μας έδειξε πολλές φορές πως μόνο αυτός οδηγεί στην αληθινή επιτυχία.
Τον λατρέψαμε γιατί μας έπεισε πως αξίζει να ακολουθήσουμε αυτόν τον δρόμο, ακόμη κι αν κάτι τέτοιο ήταν πολύ σκληρό για μας. Και τον τιμήσαμε, έστω και καθυστερημένα, γιατί εξέφρασε μια νοοτροπία απόλυτα διαφορετική συγκριτικά με τα στερεότυπα που, δυστυχώς, κυριαρχούν στον χώρο του ελληνικού αθλητισμού και εξηγούν την όποια επιτυχία, εδράζοντας είτε στο «ελληνικό φιλότιμο», είτε στο περίφημο dna των Ελλήνων αθλητών και σε άλλα τέτοια φαιδρά.
Αλλά και η διαχείριση της μετα-αθλητικής ζωής του κι αυτή για σεμινάριο είναι. Όταν είσαι για πολλά χρόνια ο πρώτος των πρώτων, το μετά κάθε άλλο παρά εύκολο είναι. Τα παραδείγματα αφθονούν. Είναι γεμάτο παγίδες, τις οποίες ο Γκάλης κατάφερε να ξεπεράσει επιλέγοντας να μην εξαργυρώσει το όνομά του. Δεν θα ήταν δα ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος… Προφανώς, πολλοί τον προκάλεσαν να το κάνει. Δεν αποφάσισε να ασχοληθεί με κάτι άλλο ούτε καν μέσα στον δικό του χώρο: ούτε προπονητής ούτε παράγοντας, όπως γίνεται κατά κόρον. Λες κι αν είσαι καλός παίκτης στα νιάτα σου, μπορεί να σου εγγυηθεί κανείς ότι θα γίνεις και καλός προπονητής. Αντίθετα ο Νικ σεβάστηκε το είδωλό του.
Στην καριέρα του άλλαξε μόλις δύο ομάδες –η Εθνική Ελλάδος είναι υπεράνω− αγωνίστηκε στον Άρη και στον Παναθηναϊκό. Μπορεί να ήταν πολύ σκληρός στη διαπραγμάτευση των όρων των συμβολαίων που υπέγραφε αλλά τη φανέλα, που έλεγαν κι οι παλαιότεροι, την τιμούσε και με το παραπάνω. Απέφυγε –μέχρι παρεξηγήσεως− να περιφέρει το όνομά του, αλλά και τη φυσική του παρουσία δεξιά κι αριστερά. Ακόμη και για τα μέσα ενημέρωσης ήταν ακριβοθώρητος, εδώ κι αν κινήθηκε αντίστροφα στο ρεύμα και στην εθνική ανάγκη για υπερπροβολή. Γι’ αυτό, άλλωστε, η εικόνα του δεν έχει φθαρεί, γι’ αυτό, ακόμη και σήμερα, ο κόσμος δεν χορταίνει να απολαμβάνει τα κατορθώματά του. Δεν θα υπήρξαν δεκάδες πειρασμοί όλα αυτά τα χρόνια; Σίγουρα και θα ήταν αμέτρητοι…
Για τη Θεσσαλονίκη, την πόλη όπου μεγαλούργησε και ζει τα τελευταία 40 χρόνια, ο Νίκος Γκάλης αποτελεί κεφάλαιο αναξιοποίητο. Κεφάλαιο που δεν αξιοποιήθηκε σε σχέση με την εμπέδωση της νοοτροπίας του θετικού αποτελέσματος, πρότυπο συσχετιζόμενο με την πρακτική εμπειρία ενός ειδώλου που συγκαταλέχθηκε συχνά στους κορυφαίους του κόσμου. Κεφάλαιο αναξιοποίητο για μια πόλη που μόλις τα τελευταία χρόνια κοίταξε πέρα από τον χαμηλοτάβανο ορίζοντά της.
*Γραμμένο για το τεύχος των 30 χρόνων της Parallaxi
** Δείτε περισσότερα κείμενα του επετειακού τεύχους με ένα κλικ ΕΔΩ