Η Γλυκερία Καλαϊτζή χτίζει κάτι μοναδικό -για πρώτη φορά- φέτος στο ΚΘΒΕ

Και διηγείται στην Parallaxi την εξέλιξη των πραγμάτων στη ζωή της έως τώρα.

Κική Μουστακίδου
η-γλυκερία-καλαϊτζή-χτίζει-κάτι-μοναδ-500670
Κική Μουστακίδου

Εικόνες: Τάσος Θώμογλου, Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος | Συνέντευξη: Κική Μουστακίδου

Η Γλυκερία Καλαϊτζή είναι μια σταθερή αξία στο θεατρικό τοπίο της Θεσσαλονίκης. Μια σκηνοθέτις ταγμένη στην τέχνη της, με σαφή ταυτότητα και πορεία δίχως εκπτώσεις.

Αφορμή για να τη συναντήσουμε αυτή τη φορά, στο ξεκίνημα της νέας θεατρικής σεζόν, είναι η παράσταση «Μόλλυ Σουήνυ» του Μπράιαν Φρίελ που σκηνοθετεί, ένα έργο που παρουσιάζεται στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος για πρώτη φορά (πρεμιέρα: Κυριακή 20 Οκτωβρίου, στις 21.15, στο Φουαγιέ του Θεάτρου Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών). 

Μόλλυ Σουήνυ Εικόνα: Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος / Τάσος Θώμογλου

Από τα χρόνια της Πειραματικής Σκηνής της Τέχνης που φέτος γιορτάζει τα σαράντα της χρόνια («ήταν ένα πραγματικό καλλιτεχνικό σχολείο για μένα, αλλά και για όλη τη γενιά μου νομίζω, όπως και για την ίδια την πόλη της Θεσσαλονίκης») μέχρι το Θέατρο Τ, που προέκυψε ως εξέλιξη της ομάδας Passatempo και στο οποίο είναι καλλιτεχνική υπεύθυνη, η Γλυκερία Καλαϊτζή, καθηγήτρια επίσης στο Τμήμα Θεάτρου Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ, διηγείται στην Parallaxi την εξέλιξη των πραγμάτων στη ζωή της έως τώρα.

«Τέλειωσα το πανεπιστήμιο, το 1983, σε μια πολύ ευνοϊκή συγκυρία για νέα ξεκινήματα. Ήταν η εποχή της μεγάλης αισιοδοξίας. Πιστεύαμε τότε ότι μπορούσαμε να τα αλλάξουμε όλα, να κάνουμε τα πάντα. Παράλληλα, ήταν πολύ εύκολο για έναν νέο τότε όχι μόνο να βρει δουλειά, αλλά και να αμείβεται καλά. Εκείνα τα πρώτα χρόνια, βιοποριζόμουν δοκιμάζοντας διάφορα φιλολογικά επαγγέλματα, ιδιαίτερα μαθήματα, φροντιστήρια, τυπογραφικές διορθώσεις, επιμέλειες εντύπων, ραδιοφωνικές εκπομπές για το βιβλίο κ.ά., ενώ παράλληλα είχα αρχίζει να εμπλέκομαι και με το θέατρο, που σταδιακά άρχισε να κερδίζει όλο και περισσότερο χώρο στη ζωή μου. Έτσι στα επόμενα χρόνια, τα φιλολογικά ενδιαφέροντα άρχισαν να συρρικνώνονται, μαζί και με τα οικονομικά μου φυσικά, και το θέατρο να γίνεται με κάποιο τρόπο η κύρια απασχόλησή μου».

«Η πρώτη μου σκηνοθετική δουλειά ήταν το ”Περπατώ εις το δάσος” της Στέλλας Μιχαηλίδου, που γράφτηκε ειδικά για την Πειραματική Σκηνή. Ήταν μια δουλειά, που νομίζω ότι κανείς από όσους συμμετείχαμε τότε δεν την έχουμε ξεχάσει: πρώτη συγγραφική απόπειρα της Στέλλας, πρώτη δική μου σκηνοθεσία, αγωνίες, ενθουσιασμοί, οι απαραίτητες εντάσεις, αλλά και μια επιτυχία που μας αποζημίωσε όλους».

Πειραματική Σκηνή της Τέχνης | Θεατρική σαιζόν 1992-1993, Ιεροκλής Μιχαηλίδης, Μένη Κυριάκογλου Φωτογράφος: Βασίλης Μποζίκης | Περπατώ εις το δάσος | Αφηγητής: Ιεροκλής Μιχαηλίδης

«Με την Πειραματική Σκηνή της ”Τέχνης” και τους ανθρώπους της έχω αυτό που αποκαλούμε σχέση ζωής. Εκεί, μέσα στο Αμαλία, διαμορφώθηκα θεατρικά, βλέποντας πρόβες και παραστάσεις, δουλεύοντας δίπλα στον Νικηφόρο Παπανδρέου, μετέχοντας στη ζωή της ομάδας. Ήταν ένα πραγματικό καλλιτεχνικό σχολείο για μένα, αλλά και για όλη τη γενιά μου νομίζω, όπως και για την ίδια την πόλη της Θεσσαλονίκης. Η σταθερή της παρουσία εδώ και σαράντα χρόνια —τα γιορτάζει φέτος— έδειξε ότι μπορεί κι ένα τοπικό σχήμα να αντέξει στο χρόνο, κάτι που κανείς πριν την Πειραματική Σκηνή δεν είχε καταφέρει. Σίγουρα αυτό οφείλεται σε ένα βαθμό και στο προηγούμενο καθεστώς των επιχορηγήσεων αλλά όχι μόνο. Η Πειραματική Σκηνή άντεξε και δημιούργησε χάρη στην αυταπάρνηση των ανθρώπων της, στις καλλιτεχνικές της αρχές και στη βαθιά, ουσιαστική αγάπη της για το θέατρο: με προσεγμένο πάντα ρεπερτόριο, με υψηλή αισθητική, με αξιοποίηση του καλλιτεχνικού δυναμικού της πόλης, με πρωτοβουλίες, όπως η ”Θεατρική Άνοιξη”, που μας έδινε για χρόνια την ευκαιρία να βλέπουμε καταπληκτικές παραστάσεις. Και άντεξε χωρίς επώνυμους, όπως λέμε ηθοποιούς. Αν κάτι ξεχώριζε αυτή την ομάδα είναι ότι, ειδικά στα χρόνια του Αμαλία, απολάμβανε, ευχαριστιόταν αυτό που έκανε. Όλοι μια ομάδα και μέσα και έξω από το θέατρο. Αξέχαστες περιοδείες, αξέχαστες γιορτές μέσα στο θέατρο, γέλια, πολλά γέλια και πειράγματα και όλοι σε όλα. Ακόμα και την πρώτη ανακαίνιση του Αμαλία όλος ο θίασος μαζί την έκανε. Άλλες, ωραίες, εποχές».

Πειραματική Σκηνή της Τέχνης | Χρήστος Αρνομάλλης, Στάθης Μαυρόπουλος Φωτογράφος: Βασίλης Μποζίκης | Θεατρική σεζόν 2001 – 2002 | «Ο Θεατροποιός» του Μπέρνχαρντ σε σκηνοθεσία Γλυκερίας Καλαϊτζή

«Είχα την επιμέλεια του περιοδικού ”Θεατρικά Τετράδια”, υπεύθυνος έκδοσης ήταν ο Νικηφόρος Παπανδρέου. Μιλάμε φυσικά για τη δεκαετία του ’90, μια εποχή χωρίς internet και google. Με τις θεατρολογικές σπουδές στην Ελλάδα να βρίσκονται μόλις στο ξεκίνημά τους και ανύπαρκτη σχεδόν βιβλιογραφία στα ελληνικά για το θέατρο. Μοναδική εξαίρεση κάποια πολύ σημαντικά θεατρικά περιοδικά («Θέατρο», «Θεατρικά», «Εκκύκλημα» κ.ά.), μέσα από τα οποίο παίρναμε μια γεύση για το τι συνέβαινε γύρω από το θέατρο στο εξωτερικό. Τα ”Θεατρικά Τετράδια” δεν ήταν περιοδικό παρέμβασης. Ήταν μια έκδοση που συμπλήρωνε τις παραστάσεις της Πειραματικής Σκηνής, μικρά αφιερώματα σε συγγραφείς ή σε θεατρικά είδη. Ήταν μια συμβολή στη ισχνή θεατρική βιβλιογραφία, και για μας που δουλεύαμε γι’ αυτό ήταν ένα κίνητρο για έρευνα και γνώση: να επιλέξουμε τα κείμενα, να τα μεταφράσουμε, να διορθώσουμε τα τυπογραφικά δοκίμια, να βρούμε την εικονογράφηση κ.ά. Σήμερα βέβαια γίνονται πολύ πιο εύκολα όλα αυτά. Στο διαδίκτυο μπορείς πια να βρεις ό,τι κείμενα θέλεις. Η ήρα όμως και το στάχυ ανακατεμένα. Και άντε να τα ξεχωρίσεις!».

«Νομίζω ότι όχι μόνο οι ηθοποιοί αλλά όλοι όσοι ασχολούμαστε με αυτήν τη δουλειά κάπου έχουμε κρυμμένο κι έναν άλλο εαυτό μας που πασχίζουμε μέσα από αυτά που κάνουμε να του δώσουμε μορφή και υπόσταση. Το να βρίσκεσαι πάντως μπροστά ή πίσω από τα φώτα της σκηνής δεν νομίζω ότι είναι θέμα επιλογής. Πρέπει να διαθέτεις και το ανάλογο ταλέντο. Προσωπικά, επειδή είμαι και πολύ ντροπαλή, ακόμα κι αν είχα υποκριτικό ταλέντο, δύσκολο θα την άντεχα τη σκηνή. Μου έχει τύχει, όταν δούλευα ως βοηθός, να χρειαστεί να ανέβω στη σκηνή για να κρατήσω λόγια κάποιου ηθοποιού που μπορεί να έλειπε. Ακόμα και τότε, παρέλυα. Δεν ήξερα καν πού να κοιτάξω. Αντίθετα, όταν είμαι απέναντι από τη σκηνή όλα μου φαίνονται πάρα πολύ εύκολα».

«Η μετάφραση των έργων που ανεβάζω είναι για μένα μέρος της σκηνοθετικής δουλειάς. Είναι μια πρώτη, πολύ σοβαρή, ανάγνωση, ένα πρώτο πεδίο έρευνας, προκειμένου να αφουγκραστώ τους χαρακτήρες, μέσα από τα λόγια τους και να έρθω σε επαφή με τον κόσμο του συγγραφέα. Γιατί ένα θεατρικό κείμενο δεν είναι απλώς μια ιστορία. Είναι μια εμπειρία, που δεν είναι καθόλου εύκολο να τη βιώσεις, διαβάζοντάς την απλώς. Πρέπει να βυθιστείς μέσα της, κι αυτό απαιτεί χρόνο. Επίσης η μεταφραστική δουλειά συνεχίζεται και στη διάρκεια των προβών μέσα από τις αντιδράσεις ή τις προτάσεις των ηθοποιών. Έτσι κάνοντας εγώ τη μετάφραση, το κείμενο κρατάει κι αυτό μια ρευστότητα στην πρόβα. Παύει να είναι δεδομένο, καθώς μπορεί να γίνουν αλλαγές σε λέξεις ή και φράσεις καμιά φορά, που θα το φωτίσουν εντελώς διαφορετικά».

«Η αλήθεια είναι ότι σε αυτό που ονομάζουμε ποιοτικό θέατρο, οι σκηνοθέτες έχουν την τάση να φαίνονται όλο και περισσότερο. Όχι απαραίτητα για λόγους καλλιτεχνικού ναρκισσισμού αλλά και γιατί έχει γίνει πια συνείδηση ότι ο σκηνοθέτης είναι εκεί για να μας προτείνει μια ιδεολογική και αισθητική ανάγνωση του έργου, τη δική του ανάγνωση. Κι όχι να αφήσει «το έργο να μιλήσει» όπως θα έλεγαν κάποιοι —άλλωστε τα έργα δεν μιλάνε από μόνα τους. Χρειάζεται πάντα κάποιος να τα μιλήσει. Παρ’ όλα αυτά όμως δεν πρέπει εμείς οι σκηνοθέτες να ξεχνάμε ότι εκείνος που θα γοητεύσει το κοινό και θα το ξαναφέρει στο θέατρο είναι ο ηθοποιός, με την έννοια ότι όσο καλή και να είναι μια σκηνοθετική δουλειά, αν οι ηθοποιοί δεν τα λένε κοινώς, θα πάει άπατη. Βέβαια, σκηνοθεσία δεν είναι για μένα μόνο οι ωραίες εικόνες και τα εντυπωσιακά ευρήματα. Είναι κυρίως το τι διαβάζεις μέσα σε ένα έργο και κυρίως το πώς καθοδηγείς τους ηθοποιούς, ώστε ο θεατής να φεύγει πάντα με μια κάποια αμφιβολία, σε σχέση με τις βεβαιότητές του».

«Παρότι η ομάδα στο καταστατικό της εξακολουθεί να ονομάζεται Passatempo, το Θέατρο Τ είναι η εξέλιξή της. Ως Θέατρο Τ συστηνόμαστε πλέον. Η απόφαση να πάρουμε το ρίσκο δημιουργίας ενός χώρου ήρθε τέσσερα χρόνια μετά τη δημιουργία της ομάδας και ήρθε κάπως διλημματικά: ή θα επιχειρούσαμε να δημιουργήσουμε μια πιο σταθερή βάση ή θα διαλυόμασταν. Στα τέσσερα χρόνια που προηγήθηκαν είχαμε διαπιστώσει ότι οι σποραδικές εμφανίσεις, 10-20 παραστάσεις κάθε χρόνο και μετά σιωπή, μας άφηναν ένα διαρκές ανικανοποίητο. Παρότι η ομάδα ξεκίνησε πολύ δυναμικά, με τις «Τρεις Αδερφές» του Τσέχοφ, που γέμισαν ασφυκτικά το μικρό Θέατρο Έξω από τα Τείχη στην Ευαγγελίστρια (δυστυχώς δεν υπάρχει πια), και συνέχισε εξίσου επιτυχημένα, με την «Ολεάννα» του Μάμετ και την «Όπερα του ζητιάνου» του Τζον Γκέι, η αίσθησή μας ήταν ότι κάθε χρόνο ξεκινούσαμε από την αρχή. Προσωπικά με κυρίευσε ένα αίσθημα ματαιότητας και στην τέταρτη παράστασή μας, στο «Έγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι, έθεσα στην ομάδα το δίλημμα. Την απόφαση να τολμήσουμε κάτι πιο μόνιμο την πήραμε γρήγορα, μέσα στην καρδιά της κρίσης, χωρίς φυσικά κανείς από μας να συνειδητοποιεί το οικονομικό ρίσκο που παίρναμε. Το καταλάβαμε μόνο αφού άρχισε να λειτουργεί το θέατρο. Το βήμα όμως είχε γίνει. Και μάλλον είμαστε και οι τέσσερις αρκετά πεισματάρηδες για να κάνουμε πίσω. Έτσι δεν μας έμενε άλλη επιλογή από το να βαδίσουμε μπροστά. Τώρα πια, έχοντας κλείσει ήδη μια πενταετία, ασφαλώς και οι φόβοι έχουν κάπως καταλαγιάσει, αλλά η καλλιτεχνική αγωνία παραμένει και η αποδοχή που γνωρίζει το Θέατρο Τ από κοινό και καλλιτέχνες της πόλης σίγουρα μεγαλώνει την ευθύνη μας.

ΔΕΙΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ: Χειμώνας στο Θέατρο Τ: Οι παραστάσεις που θα απολαύσουμε

«Τη σχέση μου με την Αθήνα θα την έλεγα κάπως προβληματική. Με την έννοια ότι μου αρέσει πολύ να πηγαίνω να περνάω μερικές μέρες και να βλέπω παραστάσεις, αλλά δεν νομίζω πως θα μπορούσα να ζήσω εκεί. Νομίζω ότι στην Αθήνα, αν δεν είσαι από τους τυχερούς, εξαντλείσαι σε έναν αγώνα επιβίωσης σε μια πάρα πολύ σκληρή θεατρική αγορά. Από την άλλη, μπορεί ψυχικά να είναι πολύ πιο εύκολο να δουλεύεις στη Θεσσαλονίκη, αλλά πολύ συχνά μένεις με την αίσθηση ότι εδώ η δουλειά σου δεν υπολογίζεται. Σίγουρα το επίπεδο κάποιων παραστάσεων στην Αθήνα είναι πολύ υψηλό και κυρίως θα δεις εκεί πολύ ταλαντούχους ηθοποιούς. Αλλά δεν είναι όλες οι παραστάσεις υψηλού επιπέδου, ας μη γελιόμαστε. Ούτε, από την άλλη, όλες όσες γίνονται εδώ είναι εξ ορισμού υποδεέστερες. Παρ’ όλα αυτά, όσοι δουλεύουμε στο ελεύθερο θέατρο στη Θεσσαλονίκη αντιμετωπιζόμαστε όχι ακριβώς σαν επαγγελματίες αλλά λίγο πολύ σαν συμπαθητικά παιδιά που θέλουν να κάνουν το μεράκι τους. Αυτό το «πρέπει να περάσεις από την Αθήνα για να αναγνωριστείς στην πόλη σου», θα το έχετε ακούσει πολλές φορές, φαντάζομαι. Χρειάζεται να αλλάξουν πολλά, επειδή το πρόβλημα της καλλιτεχνικής αφαίμαξης της Θεσσαλονίκης, κατά τη γνώμη μου, είναι βαθιά δομικό και δεν αναστρέφεται επειδή κάποιοι θα επιλέξουν να μείνουν και να δουλέψουν στην πόλη ή κάποιοι θα αναλάβουν μια πρωτοβουλία, όπως κάναμε εμείς με το Θέατρο Τ. Αν δεν υπάρξει σοβαρή πολιτιστική πολιτική αποκέντρωσης —που δεν υπάρχει —το βλέπουμε κι από τις επιχορηγήσεις— και αν δεν υιοθετήσει την πολιτική αυτή η τοπική αυτοδιοίκηση, περιφέρεια και δήμοι, ώστε να δοθούν κίνητρα και χώροι για καλλιτεχνική δημιουργία, η κατάσταση θα παραμένει, με μικρές παραλλαγές, η ίδια. Πολιτικό είναι κατά βάση το πρόβλημα, όχι καλλιτεχνικό ή προσωπικό».

«Δεν ξέρω πόσα κέρδισαν οι φοιτητές μου από μένα, εγώ πάντως κέρδισα πάρα πολλά από αυτούς, αλλά και από το ίδιο το αντικείμενο της διδασκαλίας. Το θέατρο είναι μια ζωντανή τέχνη. Εξελίσσεται, προχωράει, αλλάζει, όπως και η ζωή μας. Άλλοι ήταν οι υποκριτικοί κώδικες πριν από τριάντα σαράντα χρόνια, άλλοι σήμερα. Άλλη η αντίληψη για τη σκηνοθεσία τότε, άλλη σήμερα. Νέες μέθοδοι, νέες θεωρίες, πληθώρα διαφορετικών σχολών. Ως δάσκαλος δεν μπορείς να μένεις σ’ αυτό που είχες μάθει ή που ήξερες εσύ, όταν ξεκινούσες. Από την άλλη, τα νέα παιδιά είναι πολύ ενημερωμένα για το τι συμβαίνει σήμερα, αλλά παράλληλα επηρεάζονται και πολύ εύκολα από τη μόδα, το trendy, το επίκαιρο. Και φυσικά αμφισβητούν οτιδήποτε «παλιό» ή «κλασικό», που όμως αν δεν το γνωρίζεις δεν θα μπορέσεις να φτάσεις πολύ μακριά. Έτσι, ανάμεσα σε δάσκαλο και μαθητή δημιουργείται μια πολύ δυναμική σχέση από την οποία κερδίζουμε όλοι. Και το βλέπουμε και στην πράξη όλα αυτά τα χρόνια, από την επιτυχημένη πορεία που ακολουθούν πολύ απόφοιτοί μας, σε όλους τους τομείς, υποκριτική, σκηνοθεσία, παραγωγή, θεατρική κριτική κ.ά.».

Εικόνα: Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος / Τάσος Θώμογλου

«Ο Μπράιαν Φρίελ είναι πράγματι είναι ο αγαπημένος μου συγγραφέας, ίσως επειδή στα έργα του βρίσκω όλα εκείνα που εμένα με γοητεύουν στο θέατρο. Λόγος άμεσος και παράλληλα πλούσιος σε αμφισημίες και ποίηση, αληθινοί, τρισδιάστατοι χαρακτήρες, στη γραμμή του Τσέχοφ και του Τένεσι Ουίλλιαμς, πολιτικές ευαισθησίες και κοινωνικός προβληματισμός που σε παραπέμπουν στον Μπρεχτ —όχι άμεσα στα έργα του, αλλά στις προτάσεις του για ένα πιο δραστικό θέατρο— και κυρίως παιχνίδι με τις συμβάσεις, για να σου θυμίζει διαρκώς ότι αυτό που βλέπεις είναι θέατρο».

«Η υπόθεση του έργου ”Μόλλυ Σουήνυ” αφορά την ιστορία μιας τυφλής γυναίκας, της Μόλλυ Σουήνυ, που για λίγο διάστημα, μετά από μια εγχείρηση είδε, όπως λέει και ο γιατρός της, ”ανθρώπους ως δέντρα περιπατούντας”. Στην πραγματικότητα, το έργο εστιάζει στον βίαιο τρόπο με τον οποίο επιχειρούμε να επιβάλλουμε αλλαγές, πάνω σε κάποια άτομα και κατ’ επέκταση στην ίδια την κοινωνία. Η Μόλλυ Σουήνυ, πριν την εγχείρηση, μέσα στον στερημένο κόσμο της, ήταν απολύτως αυτάρκης. Δέχεται ωστόσο να υποβληθεί στην εγχείρηση, επειδή εμπιστεύεται ”τυφλά” τόσο τον γιατρό όσο και τον σύζυγό της. Χωρίς να εξετάσει τα κίνητρά τους, που κάθε άλλο παρά αλτρουιστικά ήταν. Τόσο ο γιατρός όσο και ο σύζυγος βλέπουν την εγχείρηση ως μια ευκαιρία προσωπικής επιτυχίας και καταξίωσης.

Εικόνα: Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος / Τάσος Θώμογλου

Έτσι, η φιλοδοξία του πρώτου και η ημιμάθεια του δεύτερου θα έχουν ως αποτέλεσμα την ψυχική και πνευματική εξόντωση μιας απόλυτα υγιούς, πριν την εγχείρηση, γυναίκας. Ο Φρίελ αφήνει τους τρεις ήρωες να αφηγηθεί ο καθένας την ιστορία από τη δική του μεριά, και να παρασύρει τον θεατή στη δική του αλήθεια. Ταυτόχρονα, όμως τους αφήνει και να εκτεθούν, απολύτως γυμνοί από θεατρικά τερτίπια, στο βλέμμα του θεατή. Έτσι, όσο η αλήθεια του ενός διασταυρώνεται με ή αναιρεί την αλήθεια του άλλου, δημιουργείται για τον θεατή ένα είδος ιδιότυπης δράσης, που τον κρατά σε εγρήγορση, καθώς, περιμένει να φτάσει στο τέλος για να συνθέσει όλα τα κομμάτια του παζλ».

*Μόλλυ Σουήνη του Μπράιαν Φρίελ, σε μετάφραση – σκηνοθεσία Γλυκερίας Καλαϊτζή, πρεμιέρα: Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2019, στο Φουαγιέ του Θεάτρου Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, στις 21.15 / Παραστάσεις: Τετάρτη έως Κυριακή, στις 21.15 / Σκηνικά-Κοστούμια: Μαρία Καραδελόγλου, Μουσική: Κωστής Βοζίκης, Φωτισμοί: Δήμητρα Αλουτζανίδου, Βοηθός σκηνοθέτη: Άννα Καραμανίδου, Οργάνωση παραγωγής: Μαριλύ Βεντούρη / Παίζουν: Ιωάννα Δεμερτζίδου (Μόλλυ), Γιώργος Κολοβός (Κύριος Ράις), Βασίλης Χατζηδημητράκης (Φρανκ), περισσότερα ΕΔΩ

Εικόνες από την ανάγνωση και τις πρώτες πρόβες του έργου: 

Εικόνα: Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος / Τάσος Θώμογλου
Εικόνα: Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος / Τάσος Θώμογλου
Εικόνα: Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος / Τάσος Θώμογλου
Εικόνα: Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος / Τάσος Θώμογλου
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα