H μεγάλη νύχτα της πόλης
Ένα ταξίδι στα νιάτα όσων έβγαιναν στις δεκαετίες 80 και 90.
Ένα σημάδι του ότι μεγαλώνεις είναι ότι η νύχτα της πόλης σου δεν αποτελεί πια μεγάλο δέλεαρ για να γυρίσεις αργά στο σπίτι. Κάθε γενιά έχει τα δικά της σημεία αναφοράς στη νύχτα. Ένα βίντεο, στο τέλος αυτού του κειμένου, που είδα τυχαία, με έκανε να έλθω αντιμέτωπος με το δικό μου νυχτερινό φορτίο. Λειτούργησε περίπου σαν ηλεκτροσόκ αναμνήσεων.
Η πρώτη φορά που βγήκα επισήμως αργά το βράδυ με φίλους, ήταν την άνοιξη του ’81. Στο χορό της τάξης μου στις 9 Μούσες. Εκεί που είναι σήμερα το Ατζούρο. Γύρω από το σιντριβάνι στη μέση της πίστας χορεύαμε με ότι φιγούρα είχαμε δει να παίζει στο Saturday night fever.
Την επόμενη χρονιά ήταν η Number One, πίσω από τον παλιό Κρικέλα, μετά έγινε η ταβέρνα του χοντρού. Ακολούθησε η Golden Gate στην Αριστοτέλους, κάπου εκεί που σήμερα είναι ο Hondos, η Palladium στη Μπότσαρη με Σόλωνος. Πολύ κυριλέ. Εκεί καπνίσαμε κάτι κυριλέ πουράκια μέντας γιατί ήταν χάι και ήπια το πρώτο τζιν φις. Θρυλικός χορός, δευτέρα Λυκείου.
Άλλες θρυλικές ντίσκο της εποχής που πήγαινα η Ρεζίν, η Αργώ στην Κρήνη, η Αποκάλυψη στην Παπαναστασίου που έγινε μετά Make Up και μετά δεν θυμάμαι και σήμερα τη λένε Φιγκαρό, η Πιερό στη Λασσάνη, ο θρυλικός Κρόνος στο Βαφοπούλειο, που είχα και μέσον ένα θείο μου και έμπαινα τσάμπα, η Blue Sky στη Θέρμη και δεκάδες άλλες Ντίσκο και ανθυποντίσκο. Φρενίτιδα.
Μέχρι τη στιγμή που άνοιξε η κορωνίδα που λεγόταν Αμνέζια. Και ξεμακρύναμε. Στο αεροδρόμιο. Να έχει καλά ο θεός το Μπάμπη Ζουμπούλη εκεί ψηλά.
Στην Τρίτη Λυκείου άνοιξε το De Facto και επειδή στο μεταξύ είχαμε γίνει κουλτουριάρηδες κολλήσαμε. Τρώγαμε μια σαλάτα το μεσημέρι εκεί γιατί ήτανε πολύ της μόδας. Μετά άρχισαν οι μπαρότσαρκες. Φλου, Rainbow, Jazz, Sante, Μανδραγόρας, LA, Δον Κιχώτης, Εναλλάξ. Και αργά Berlin, Λούκυ Λουκ, Σελήνη που έπαιζε ο Αγγελάκας. Η θρυλική Σούλα στο Μικρό Καφέ. Ατέλειωτες βόλτες. Ατέλειωτα ξενύχτια. Με νόημα.
Το καλοκαίρι του 88 παίζαμε σκραμπλ στο μπαλκονάκι του Belair (τότε υπήρχε) και θυμάμαι ένα γραμματάκι να πέφτει στο ντεκολτέ μιας διερχόμενης. Κάτι μεσημέρια στο Τεκίλα στην Καρόλου Ντιλ, ο κακός χαμός. Όταν ξεμακραίναμε στην Κρήνη, που ήταν της μόδας πριν την παρακμή, πηγαίναμε στο Segal, στο Zanzibar του Σταύρου Μαρτινίδη πριν ανοίξει το Chorus και για ακόμα μακρύτερα κάτι μυστήρια βράδια στην Περαία στην Άκρη και στην Έξαψη. Δεν υπήρχε νύχτα για δεκαπέντε χρόνια που να κάθισα σπίτι. Εκτός αν ήμουν άρρωστος ή μαζευόμασταν παρέα.
Στην αρχή με την κλασική συμβουλή πρόσεξε μόνο μη σου ρίξουν τίποτε στο ποτό και μετά με το τι χάλια είναι αυτά βρε παιδί μου, ατάκα που άκουσα ένα πρωί επιστρέφοντας από τα θρυλικά κλουβιά που κρέμονταν από το ταβάνι του Troll στο Βότση και υποχρεωτικά έπρεπε για λίγο να μπεις και να το καυχηθείς.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον Ηρακλή να κατεβαίνει τα σκαλιά του Μπανάλ ντυμένος Κάρμεν Μιράντα, και μετά έκανε το Μαρόκο στη Γιαννιτσών και σε μια ταράτσα στον Εύοσμο το καλοκαίρι και μας τράβηξε δυτικά, το δέος της πρώτης φοράς στα χαλάσματα της Αλυσίδας, όταν άνοιξε μετά από χρόνια κλειστού εργοστασιακού σκηνικού, το γιγάντιο σιδερένιο προπολεμικό ανεμιστήρα που γύριζε πίσω από κάτι κίτρινα φώτα στο Φιξ, μια πόρτα που φάγαμε στο Lala’s ένα βράδυ που είχε πριβέ πάρτι, πολύ πριν γίνει Shark, μπουκάλια μπύρας να φεύγουν σφαίρα πάνω από τα κεφάλια μας τις άγριες βραδιές στο Λωτό και στους πέριξ δρόμους, ώρες ατέλειωτες στο δρόμο στην Κορομηλά χωρίς σκοπό να περιμένουμε, στη studio 51 να χορεύω, ξημέρωμα έξω από το Dock με την Κατρίν ευτυχισμένοι και τύφλα, ωραία απογεύματα στο Εν Πλώ και το Ζουμπούλη και πάλι, στο Θερμαϊκό, που μια φορά τον στεναχώρησα γιατί έγραψα για μια αγενή σερβιτόρα του στο Βημαγκαζίνο και με πήρε τηλέφωνο να μου ζητήσει συγνώμη.
Χαράματα να βγαίνουμε χαράματα από το Μόμπιλ της Ανθέων και στα αυτιά μας να περνάνε τραίνα. Οι Stranglers στη στροφή Επανωμής στο Coco’s, Θυμάμαι με αγάπη το Ζηκόπουλο, το Βρετό και το Νάσο να αφιερώνουν στα πικάπ των μαγαζιών της εποχής, το Γιώτη Πάγκαλα, το Γιάννη Βαλαβάνη, πρίγκηπα των dj, μια χρονιά που έπαιζε φορώντας γύρω του μια πετσέτα, τη grand dame Βάσω Μιδούχα ένα βράδυ στις Συρακούσες σε μεγάλα κέφια.
Όσους είναι εδώ μέσα και όσους απουσιάζουν, όσους γνώρισα στη νύχτα της πόλης και όσους την έστησαν. Αυτής της νύχτας που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ. Σίγουρα ξέχασα πολλά και πολλούς σε αυτό το παραλήρημα. Μπείτε άφοβα και προσθέστε μαγαζιά και ανθρώπους. Αλήθεια η Λαποζέ που ήταν; Για δες τώρα και το βίντεο που ακολουθεί και ψάξε καλά τα πρόσωπα.