Η αδικημένη Καλλικράτεια
Ένα νοσταλγικό ταξίδι στο χρόνο
Λέξεις: Δημήτρης Ψύχουλας/Εικόνα: Βαγγελιώ Χρηστίδου
Οι Θεσσαλονικείς δεν τίμησαν την Καλλικράτεια όσο την Περαία, τον Μπαξέ, την Αγία Τριάδα. Ούτε την παίνεψαν όπως την Κασσάνδρα και τη Σιθωνία. Όμως σε κάποιους η Καλλικράτεια χάρισε γλυκιές καλοκαιρινές χαρές. Ειδικά σε μας, που ήμασταν παιδιά τότε.
Ήταν καλοκαίρι του ‘66. Νοικιάζαμε ένα σπίτι στην άκρη του χωριού. Ο πατέρας μου έφευγε ξημερώματα, για Θεσσαλονίκη και γυρνούσε μετά το μεσημέρι. Οι περισσότεροι πατεράδες το έκαναν αυτό, γιατί ήταν σχετικά κοντά και βόλευε. Το πρωινό μπάνιο το κάναμε με την τσακαλοπαρέα, και το απογευματινό με τον μπαμπά που γυρνούσε από τη δουλειά. Τα νερά ήταν πεντακάθαρα.
Από τη σκάλα ρίχναμε τις σχεδόν αυτοσχέδιες πετονιές. Ακόμη θυμάμαι το σπαράκι που μάλλον κατά λάθος πιάστηκε. Ήταν το πρώτο ψάρι που έπιασα στη ζωή μου. Παίρναμε τα ποδήλατα και ξαμολιόμασταν σε άσφαλτους και χωματόδρομους. Μέχρι την Ηράκλεια έφτανε η χάρη μας.
Ήμουν ευτυχισμένος κάθε φορά που πηγαίναμε στην Κυανή Ακτή. Ήταν το παραλιακό ταβερνάκι στην άκρη του χωριού. Εκεί, κάτω από την σκιά που κάναν οι τζιτζιφιές, τρώγαμε ωραία τηγανητά μύδια. Τα βραδάκια οι οικογένειες μαζευόταν στο αναψυκτήριο. Το τζουκμπόξ έπαιζε το «κυρ-λοχία να μου ζήσεις, άσε τις παρΑξηγήσεις» και εμείς γυρνούσαμε ανάμεσα στα τραπέζια με ένα χωνάκι παγωτό στα χέρια. Στον θερινό σινεμά, θυμάμαι τον Βασιλάκη Καΐλα να κλαίει και τη Βίκυ Μοσχολιού να τραγουδά για τα χέρια που είναι σχοινιά και τα κορμιά που είναι καράβια.
Πριν κοιμηθούμε η μαμά έκανε φλιτ για τα κουνούπια και μετά έσβηνε τα φώτα και άνοιγε πόρτες και παράθυρα, καθότι τότε δεν είχαμε αιρκοντίσιον και τέτοιες πολυτέλειες. Ίσως και να μη τις χρειαζόμασταν. ……………………………………………………………….. Κι αν πτωχική τη βρήκες, η Νέα Καλλικράτεια δεν σε γέλασε. Σου έδωσε χαρούμενα καλοκαίρια και όμορφες αναμνήσεις.