Η αναγέννηση στα μπιλιαρδάδικα της Θεσσαλονίκης
Οι νέοι ξαναζωντανεύουν το μπιλιάρδο και κάνουν στέκια τους, χώρους που έχουν άρωμα δεκαετίας του '80.
Εικόνες: Ευθύμης Βλάχος
Όταν ακούμε για μπιλιαρδάδικα, μας έρχονται στο μυαλό εικόνες βγαλμένες από τα 80’s. Υπόγες με χαμηλό φωτισμό από πράσινες λάμπες με κρόσσια, που τις κατακλύζει η μυρωδιά καπνού. Άντρες πάνω από τραπέζια καλυμμένα με τσόχες, να κρατάνε με το ένα χέρι τη στέκα και με το άλλο μια παγωμένη μπύρα, ενώ παράλληλα μισοκλείνουν το ένα μάτι, στοχεύοντας με προσοχή την μπάλα.
Η εικόνα αυτή ίσως να μην απέχει πολύ από τη σημερινή πραγματικότητα. Η νέα γενιά έχει αρχίσει και εκτιμά το μπιλιάρδο και κάνει τα μπιλιαρδάδικα, στέκια και σημείο συνάντησης. Και όταν δεν μπορεί να παρευρίσκεται στα μπιλιαρδάδικα, η Gen Z αναβιώνει το πάθος που κυριαρχούσε δεκαετίες πριν για το μπιλιάρδο και πάλι από την αρχή, μέσα από την νέα πραγματικότητα της μικρής οθόνης. Οι online εφαρμογές στο κινητό, επιτρέπουν στους νέους να παίζουν μεταξύ τους ή και με αγνώστους παιχνίδια μπιλιάρδου, αλλά και βιντεάκια στο Tik Tok, γίνονται viral με tips and tricks για το άθλημα και αξιοζήλευτα “shots” παίρνουν εκατομμύρια προβολές.
Κάνοντας μια βόλτα, καταλαβαίνει κανείς ότι τα μπιλιαρδάδικα στη Θεσσαλονίκη έχουν πάψει να αποτελούν στο μυαλό του κόσμου καταγώγια, γιατί δεν πολύ απλά, δεν είναι. Αντιθέτως, 18χρονοι μέχρι και τουλάχιστον 30άρηδες, αντροπαρέες, ζευγάρια, ακόμα και παρέες κοριτσιών, τα κρατούν ζωντανά και γεμίζουν το εσωτερικό τους με γέλια, φωνές και ενθουσιασμό. Μερικά από αυτά έχουν διατηρήσει τον αυθεντικό τους χαρακτήρα, κρατώντας στοιχεία από τα 70’s, ενώ άλλα έχουν εκσυγχρονιστεί. Προσαρμόστηκαν στα νέα δεδομένα της εποχής, ανακαινίστηκαν ολοκληρωτικά, με φρέσκιες νότες στο χώρο και σύγχρονα παιχνίδια, για να τραβήξουν το ενδιαφέρον του ευρύτερου κοινού.
Ενώ όμως τα υφάσματα και τα έπιπλά τους μπορεί να είναι καινούργια, το στυλ τους συνεχίζει να διατηρεί το παλιό ύφος της ακμάζουσας εποχής τους, με πινελιές από άλλες δεκαετίες. Παλιές ή neon πινακίδες, vintage φωτιστικά και πέτρινοι καφέ τοίχοι σου υπενθυμίζουν ότι βρίσκεσαι σε ένα cult μέρος για τη σημερινή εποχή. Από τα ηχεία, ακούγονται τα πιο δημοφιλή r&b και rap τραγούδια του ραδιοφώνου, ενώ στις μεγάλες τηλεοράσεις παίζουν ειδήσεις, που δεν μοιάζουν να είναι αρκετά σημαντικές, για να αποσπάσουν το ενδιαφέρον των παικτών.
Υπάρχουν και μπιλιαρδάδικα, που ο χρόνος φαίνεται να έχει σταματήσει και μέσα τους να ζωντανεύει ξανά μια αλλιώτικη Ελλάδα. Κατεβαίνεις μερικά σκαλιά και οι ξεθωριασμένοι τοίχοι, γεμάτοι με παλιές φωτογραφίες, ταμπέλες και αφίσες, σου δίνουν άρωμα μιας άλλης εποχής. Γύρω σου στοιχεία από δεκαετίες του 80 και του 90, αντικείμενα – αντίκες, jukebox και τρανζίστορ, φλιπεράκια και απαρχαιωμένα video games, που παραδόξως ακόμα λειτουργούν – με δραχμές!
Ενώ περιμένουν τη σειρά τους για να πάρουν τις στέκες του μπιλιάρδου στα χέρια, οι θαμώνες περνούν την ώρα τους παίζοντας στην αρχή βελάκια, μετά ping pong ή τάβλι και οι πιο ψαγμένοι, ίσως λίγο σκάκι. Άλλοι, αράζουν με τις μπύρες τους σε μια γωνιά και χορεύουν στο ρυθμό της μουσική που ακούγεται από τα ηχεία. Μουσική που σε αντίθεση με τον χώρο, δεν έχει σταματήσει στον χρόνο. To ένα λεπτό μπορεί να ακούγονται τραγούδια των ABBA, ενώ το επόμενο τα πιο σύγχρονα της pop σκηνής.
Τρεις νέοι – θαμώνες σε μπιλιαρδάδικα της Θεσσαλονίκης μιλούν στην Parallaxi για την αγάπη τους για το παλιό σπορ.
Ο Βασίλης είναι 26 ετών, όμως είχε το “μικρόβιο” του μπιλιάρδου από μικρό παιδί. Πλέον, συχνάζει σε μπιλιαρδάδικα τουλάχιστον μία φορά τον μήνα:
«Μπιλιάρδο και μπύρα, ένας συνδυασμός άχαστος. Θα ήθελα να πηγαίνω πιο συχνά από όσο πηγαίνω τον τελευταίο χρόνο. Τώρα πηγαίνω μια φορά τον μήνα νομίζω, ενώ πέρσι σίγουρα 3 με 4 φορές τον μήνα. Σε αυτό φταίει κυρίως η τωρινή μου δουλειά η οποία μου καταναλώνει πολλές ώρες μέσα στην ημέρα αλλά και πολύ ενέργεια. Έτσι μου είναι πιο δύσκολο τώρα, παρόλα αυτά το νοσταλγώ.
Άπαξ όμως και πάω σε ένα μπιλιαρδάδικο «χάνομαι». Παίζω τόσες ώρες με την παρέα μου που μερικές φορές ξεχνάω να πιώ νερό! Είναι από τα αγαπημένα μου παιχνίδια για διασκέδαση από μικρό παιδί, διότι μια ξαδέρφη μου είχε στο σπίτι της ένα μπιλιάρδο και κάθε φορά που με πήγαινε η μαμά μου στους θείους ανυπομονούσα να παίξουμε όλοι μαζί. Επομένως το μικρόβιό μου «κόλλησε» από μικρός.
Και αν αναρωτιούνται αρκετοί γιατί να προτιμάς το μπιλιάρδο ενώ θα μπορούσες να πας σε κανά κλαμπάκι να ακούσεις μουσική, να λικνίσεις το κορμί σου ή να γενικότερα να πας σε ελληνάδικο, εγώ θα πω μάλλον ότι δεν έχει παίξει ποτέ του μπιλιάρδο. Προσωπικά, βρίσκω τα κλαμπ αρκετά βαρετά. Η μουσική και ο χώρος μου περνάνε αδιάφορα, και τα άτομα που συχνάζουν εκεί δεν μου φαίνεται ότι περνάνε πάντα καλά. Στο μπιλιάρδο πας για να διασκεδάσεις με τα φιλαράκια σου, να αναπτύσσεις στρατηγική και γενικότερα για μένα κάθε παρτίδα είναι ένα νέο μάθημα. Δεν συγκρίνεται σαν εμπειρία με μια απλή έξοδο».
O Γιώργος αναλύει γιατί βρίσκει το μπιλιάρδο ένα ελκυστικό παιχνίδι και μιλά για τις νύχτες που έχει περάσει στα μπιλιαρδάδικα της πόλης:
«Το μπιλιάρδο είναι απλό παιχνίδι. Δύο χρωματικές ομάδες μπαλών που σκοράρονται σε 6 διαφορετικά επιτραπέζια ανοίγματα και στο τέλος μένει η μαύρη. Εύκολο να το μάθει ο οποιοσδήποτε και γρήγορο στην πράξη. Υπό αυτό το πρίσμα καθίσταται ένα καλό παρεΐστικο παιχνίδι και ιδανική εναλλακτική πρόταση αντί μιας απλής εξόδου για ποτό. Ή τουλάχιστον, κάπως έτσι το βλέπω προσωπικά, βρίσκοντας το καλή αφορμή για να βρεθώ με τους φίλους μου και να πούμε τα νέα μας, ενώ παράλληλα δοκιμάζουμε την επιδεξιότητά (ή/και την τύχη) μας με την στέκα. Έχει δηλαδή και ένα χαρακτηριστικό δημιουργικής κοινωνικοποίησης, εκτός της ψυχαγωγίας.
Βέβαια, οφείλω να παραδεχτώ ότι το μπιλιάρδο ασκεί μια έλξη και σε συμβολικό επίπεδό, αποτελώντας ένα διαχρονικό «cool» στοιχείο στην pop κουλτούρα. Αμέτρητες κινηματογραφικές σκηνές έχουν στηθεί δίπλα από το χαρακτηριστικό τραπέζι με τη τσόχα, από τον «Πινόκιο» της Disney, το «Ζούσε της ζωή της» του Godard ως τον «Ελαφοκυνηγό» ή τον «Εξολοθρευτή» του Schwarzenegger. Φυσικά, σημαντικό ρόλο στην εκπλήρωση αυτής της «συνολικής», ας πούμε, εμπειρίας του μπιλιάρδου παίζει το μαγαζί.
‘Έχοντας μεγαλώσει στην επαρχία, οι επιλογές ήταν περιορισμένες, έτσι η πρώτη μου επαφή με μπιλιάρδο ήταν σε ίντερνετ-καφέ. Δεν θα έλεγα το ιδανικό μέρος. Εκεί, όμως, που το αγάπησα πραγματικά ήταν στα επονομαζόμενα «ουφάδικα», είτε κλασικά εναπομείναντα είτε τις πιο σύγχρονες «αναπαλαιωμένες» εκδοχές τους. Χαρακτηριστικό και λατρεμένο παράδειγμα το υπόγειο ιστορικό μπιλιαρδάδικο της Αγίου Δημητρίου, στο οποίο έχω χάσει λογαριασμό πόσες φορές μας πήρε το ξημέρωμα πίνοντας «Βεργίνες», συζητώντας για τις σύγχρονες προκλήσεις της εντατικής γεωργίας, τη ζωή στην Γερμανία ή τη λειψυδρία στην Αυστραλία με τον ιδιοκτήτη, τον κυρ Χρήστο ή απλά παίζοντας μια ατέλειωτη παρτίδα μπιλιάρδου».
Ο Στάθης παίζει μπιλιάρδο από τα 14 του και μέχρι και σήμερα, στα 27 του, συνεχίζει να είναι ένα από τα αγαπημένα του παιχνίδια για να περνάει τον χρόνο του με φίλους:
«Με την παρέα μου πηγαίνουμε σε μπιλιαρδάδικα 3 με 4 φορές την εβδομάδα. Καθόμαστε εκεί 3 με 4 ώρες, άλλα η αλήθεια είναι ότι μου φαίνονται λες και είναι 2 ώρες, μιας και το μπιλιάρδο είναι μία από τις αγαπημένες μου ασχολίες. Ένα μπιλιαρδάδικο θεωρώ πως είναι σαν μία μπυραρία, δηλαδή μπορείς να πας με φίλους σου και να πιείς μία μπύρα (ή παραπάνω) και ταυτόχρονα να παίξεις και ένα παιχνίδι, το μπιλιάρδο. Επίσης είναι καλύτερο από κάποιο κλαμπ λόγω της έντασης της μουσικής και του είδους μουσικής που παίζεται (προτιμώ να ακούω ροκ παρά να ακούω τα ίδια ελληνικά τραγούδια σε λούπα). Αυτό που με κρατάει είναι κυρίως το ίδιο το μπιλιάρδο».