Η διακριτική γοητεία της συνοικίας των Εξοχών
Ένα ταξίδι σε μια ένδοξη εποχή της πόλης.
Αρχική εικόνα: Το θαλάσσιο μέτωπο στο ύψος της οδού Μπιζανίου στα 1915-17. Διακρίνεται το κτίριο διαμερισμάτων του Π. Αριγκόνι
Εικόνες: Από το βιβλίο «Η Θεσσαλονίκη Εκτός των Τειχών, Εικονογραφία της συνοικίας των εξοχών» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις University Studio Press
Ένα αρχιτεκτονικό «μυστήριο» στα φοιτητικά του χρόνια ήταν ο καταλύτης που πυροδότησε το ενδιαφέρον του για την ιστορία της αρχιτεκτονικής. Η αγάπη του για τη Θεσσαλονίκη, το ρεύμα του εκλεκτικισμού που φύσηξε στην πόλη τον 19ο αιώνα, τα κοσμοπολίτικα κτίρια που στέγασαν αξιωματούχους, πρέσβεις, επιχειρηματίες και την μπελ εποκ της πόλης, η κατεδάφιση τους τη δεκαετία του ’70, τον οδήγησαν να ψάξει σε βάθος για τη νέα πόλη που δημιουργήθηκε πέρα από τα ανατολικά τείχη. Ο Βασίλης Κολώνας, στο νέο του βιβλίο «Η Θεσσαλονίκη Εκτός των Τειχών, Εικονογραφία της συνοικίας των εξοχών» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις University Studio Press, κατέγραψε και τεκμηρίωσε επιστημονικά το σχεδιασμό και την υλοποίηση βήμα προς βήμα της συνοικίας που χάρισε στη Θεσσαλονίκη το ευρωπαϊκό της προφίλ. Ο καθηγητής της Αρχιτεκτονικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας παραδίδει ένα μεστό μάθημα ιστορίας που προσπερνά με χάρη τις επιφανειακές αναγνώσεις περί του «ποιανού είναι η βίλα» και της όψιμης «λατρείας» της πόλης που χάθηκε και τεκμηριώνει αρχιτεκτονικά την πολυεθνική Θεσσαλονίκη. Μιλήσαμε μαζί του.
Οι όψεις προς τη θάλασσα των οικιών Χατχή Αγκιάχ (μετέπειτα Τορνιβούκα) και Νουριγιέ στα 1910-11
Μια συνοικία με υποδομές πόλης
Η πρώτη αναφορά στις Εξοχές ως ξεχωριστή κατοικία -με το όνομα Χαμηδιέ προς τιμή του σουλτάνου Α. Χαμήτ Β’- καταγράφεται, όπως διαβάζουμε, το 1885, σε ένα φορολογικό βιβλίο, το λεγόμενο Hulasa. Εκείνη την εποχή, η Θεσσαλονίκη ως σημαντική πόλη του Οθωμανικού κράτους υποδέχεται τις δυτικού τύπου μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ, ενώ οι μη μουσουλμάνοι υπήκοοι αποκτούν ίσα πολιτικά δικαιώματα με τους μουσουλμάνους.. Η εντός των τειχών Θεσσαλονίκη δεν μπορεί να «αντέξει» την αύξηση του πληθυσμού που προκαλείται από την ανάπτυξη της πόλης και οι ευκατάστατοι, κυρίως, κάτοικοι της, ντόπιοι και Ευρωπαίοι, αναζητούν νέο «χώρο». Το πολιτικό περιβάλλον ευνοεί τις αλλαγές και με πρωτοβουλία των Οθωμανικών αρχών της πόλης ξεκινά η πρώτη επέκταση στα Ανατολικά. Σημείο αναφοράς των νέων πολεοδομικών παρεμβάσεων αποτελεί ο Λευκός Πύργος, στον οποίο κατέληγε η λεωφόρος Χαμηδιέ (σημερινή Εθνικής Αμύνης) και από εκεί ξεκινούσε η νέα παραθαλάσσια λεωφόρος που θα οδηγούσε στη συνοικία των Εξοχών (σημερινή Βασ. Γεωργίου-Βασ. Ολγας). Η κατεδάφιση των ΝΑ τειχών το 1890, ο σχεδιασμός υποδομών, όπως το ιππήλατο τραμ και τα δίκτυα κοινής ωφέλειας, αλλά και ο εξωραϊσμός της περιοχής με δενδροφυτεύσεις, κήπους και «θρανία προς ανάπαυσιν των περιπατητών», μετατρέπουν τη συνοικία των Εξοχών από περιοχή παραθέρισης σε τόπο μόνιμης κατοικίας.
Κάτοικοι της συνοικίας σε μια από τις ιδιωτικές αποβάθρες των παραθαλάσσιων επάυλεων
Πολυεθνική συνοικία
«Κατάλαβα ότι για τους κατοίκους της συνοικίας των Εξοχών δεν έπαιζε κανένα ρόλο η εθνική ή η θρησκευτική τους ταυτότητα στην επιλογή του τόπου εγκατάστασης. Τα κριτήρια ήταν κοινωνικά και οικονομικά», μας λέει ο συγγραφέας, σε αντίθεση με ό,τι ίσχυε στην εντός των τειχών Θεσσαλονίκη, όπου οι συνοικίες ήταν χωρισμένες ανά κοινότητα. Στις Εξοχές η πρώτη μεγάλη αύξηση του πληθυσμού σημειώθηκε μετά την πυρκαγιά του 1890. Η πληθυσμιακή σύνθεση, όπως διαβάζουμε, σύμφωνα με την απογραφή του 1913, είναι ενδεικτική: το 49% ήταν Έλληνες, το 23% Εβραίοι, το 17,6% μουσουλμάνοι, το 4,3% Βούλγαροι και ένα 5,7% ξένοι υπήκοοι, σε σύνολο 25.349 κατοίκων. Αξίζει να τονιστεί ότι η απογραφή έγινε έναν χρόνο μετά την απελευθέρωση της πόλης το 1912 και πολλοί Οθωμανοί αξιωματούχοι – οι οποίοι πρωτοστάτησαν στη δημιουργία της συνοικίας – εγκατέλειψαν την πόλη. «Μην ξεχνάμε ότι υπήρξαν και μουσουλμάνοι που γεννήθηκαν και έζησαν εδώ, μορφωμένοι, καλλιεργημένοι, επένδυσαν, είχαν όνειρα για την πόλη και για τους απογόνους τους η Θεσσαλονίκη είναι μια χαμένη πατρίδα», σημειώνει ο συγγραφέας. Η δεύτερη μεγάλη αύξηση του πληθυσμού των Εξοχών έγινε μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1917. «Τότε πυκνώνει η συνοικία και ενισχύθηκε η παρουσία της Εβραϊκής κοινότητας. Η περιοχή άρχισε να θυμίζει αυτό που ζήσαμε αργότερα στις αρχές του ’60. Μετά ήρθε η αντιπαροχή και τα γκρέμισε όλα», τονίζει ο συγγραφέας.
Το Ρωσικό Νοσοσκομείο, όταν λειτουργούσε ως Μαιευτική Γυναικολογική κλινική
Τα κτίρια των Εξοχών
«Μπροστά από την είσοδο υπήρχε ένα κυκλικό παρτέρι που το θυμάμαι πάντοτε ανθισμένο. Στη συνέχεια υπήρχε ο πίσω κήπος που χωρίζονταν από τον μπροστινό με ένα χώρισμα από μπαμπού. Πίσω από αυτό το χώρισμα υπήρχε ο λαχανόκηπος με τα σπαράγγια […]. Στον πίσω κήπο υπήρχαν πολλά οπωροφόρα δέντρα κι ένα θερμοκήπιο σε επαφή με το κτίριο». Έτσι περιγράφει ένα εξωτερικό τμήμα της Villa Ida, του σπιτιού στο οποίο μεγάλωσε ο Φαχρί Τανμάν, ο υιός του δημάρχου της Θεσσαλονίκης Χουλουσή Μπέη, σε ένα χειρόγραφο που αναδημοσιεύει ολόκληρο ο Βασίλης Κολώνας στο βιβλίο του. Στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου ο αναγνώστης θα βρει μια εκπληκτική παρουσίαση των δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων της συνοικίας των Εξοχών, που έχουν ταυτιστεί και χρονολογηθεί με βάση το εικονογραφικό υλικό που συγκέντρωσε ο συγγραφέας. Στρατιωτικές εγκαταστάσεις, σχολεία και εκπαιδευτήρια, νοσοκομεία, εκκλησίες και βιομηχανικά κτίρια, αλλά και ιδιόκτητες κατοικίες αξιωματούχων, τραπεζιτών, βιομηχάνων, ανώτερων δημοσίων υπαλλήλων και γνωστών οικογενειών της πόλης περιγράφονται, χωροθετούνται και συνοδεύονται από σπάνια φωτογραφικά ντοκουμέντα. Ερευνώντας σε εφημερίδες, στρατιωτικά αρχεία, ιδιωτικές συλλογές και συγκρίνοντας τα ευρήματα του, ο συγγραφέας ανακάλυψε έναν τρόπο χρονολόγησης των κτιρίων και εντοπισμού του πρώτου ιδιοκτήτη του οικοπέδου. «Ως ιστορικός της αρχιτεκτονικής ήταν σημαντικό για μένα να βρω ποιος έδωσε πρώτος την εντολή για να χτιστεί το αρχικό κτίριο. Από μια υποσημείωση σε φορολογικά κατάστιχα που έδειχνε τη μεταβολή της αξίας του ακινήτου κατάλαβα ότι υπήρχαν σφάλματα στις μέχρι τότε απόπειρες χρονολόγησης των κτιρίων», τονίζει. Πολλοί αναγνώστες θα αναγνωρίσουν δρόμους και κτίρια, αλλά για τον ιστορικό της αρχιτεκτονικής σημαντικότερο είναι να δει κανείς πως εξελίχθηκαν αυτά τα κινήματα, τα στιλ, η αρχιτεκτονική της εποχής από την μετέπειτα διαδοχή των ιδιοκτησιών.
Η λεωφόρος των Εξοχών στο ύψος του χειμάρου του στρστοπέδου. Δεξιά η οικία Κ. Αθανάσιου και αριστερά μια από τις ιδιοκτησίες του Ανρί Σαλόμ
«Ελβετικά σαλέ» και «εγγλέζικες αγροικίες»
«Η Θεσσαλονίκη ήταν δεύτερη πόλη ενός άλλους κράτους, άρα είχε μια άλλη αρχιτεκτονική. Είχε επιρροές από την Κωνσταντινούπολη και την Ευρώπη απευθείας. Στην Αθήνα κυριάρχησε ο νεοκλασικισμός, στη Θεσσαλονίκη όχι», σημειώνει ο Βασίλης Κολώνας. Η Θεσσαλονίκη επηρεάστηκε, όπως διαβάζουμε, από το ρεύμα του εκλεκτισμού κυρίαρχο αρχιτεκτονικό στυλ στην Ευρώπη στα τέλη του 19ου αι.. Έτσι, δημιουργούνται μεγαλόπρεπα δημόσια κτίρια, με μεγάλα ανοίγματα, αετώματα, γείσα και στηθαία, συμβολίζοντας τη σημασία κάθε φορέα εξουσίας και την αύξηση των υπηρεσιών που στεγάζουν. Στις ιδιωτικές κατοικίες περιγράφεται ένας ευρωπαϊκός αέρας και μια πολυμορφία από «αυστροϊταλικά πρότυπα», «ελβετικά σαλέ» και «εγγλέζικες αγροικίες». «Τότε δεν υπήρχαν οι αρχιτέκτονες με άποψη. Οι ιδιοκτήτες ήθελαν τα σπίτια τους όπως τα έβλεπαν στα περιοδικά και τις φωτογραφίες της εποχής. Γι’ αυτό βλέπουμε τον Ξενοφώντα Παιονίδη να κτίζει τουρκομπαρόκ κτίριο για τον Σειφουλάχ Πασά, νεοκλασικό για τον Περ. Χατζηλαζάρου, εκλεκτικιστικό για τον Μαν.Σαλέμ. Ο Πιέρο Αριγκόνι μόνο διατηρούσε ένα προσωπικό ύφος στις βίλες που σχεδιάζει για την οικ. Καπαντζή ή στην Casa Bianca», εξηγεί ο κ. Κολώνας. Οι χώροι για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη κατανέμονται σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα και υπάρχει διαχωρισμός της κοινωνικής και οικογενειακής ζωής. (υποδοχή, τραπεζαρία, σαλόνι, βεστιάριο, καπνιστήριο, μπουντουάρ, χώροι προσωπικού). Από το βιβλίο του Βασίλη Κολώνα ρίχνουμε και ματιά στον εσωτερικό χώρο των πλούσιων κατοικιών και μαθαίνουμε για τα περίτεχνα τζάκια, τον οικιακό εξοπλισμό του σπιτιού, τις οροφογραφίες, τον ξυλόγλυπτο διάκοσμο ορισμένων επαύλεων, ενώ τα έπιπλα «πολυτελείας» συνήθως αγοράζονταν σε κάποιο ταξίδι των ιδιοκτητών στη Γαλλία, την Αυστρία ή την Ιταλία.
Μια από τις οικίες της Εστέρ Ντε Μποτόν σε φωτογραφία του αρχιτεκτονικού γραφείου Π. Αριγκόνι
Το σαράκι της έρευνας
«Τα κενά στην αρχιτεκτονική ιστορία μιας πόλης, δημιουργούν κενά στην ιστορία της πόλης». Αυτή η φράση του συγγραφέα, στον πρόλογο του βιβλίου, συνοψίζει και τους λόγους που οδήγησαν τον Βασίλη Κολώνα να συγκεντρώσει μια έρευνα που ξεκίνησε για τη διδακτορική του διατριβή που παρουσίασε το 1991 και ολοκληρώθηκε με την έκδοση της Εικονογραφίας των Εξοχών. Η αφορμή πάντως παραμένει προσωπική: «Θυμάμαι ζωντανές πολλές από τις βίλες των Εξοχών από το διαμέρισμά μας σε μια από τις πρώτες πολυκατοικίες στη Βασιλίσσης Όλγας. Τις θυμάμαι όμως και να γκρεμίζονται. Πάντα ήθελα να κάνω κάτι γι’ αυτά τα κτίρια». Το μικρόβιο, μας εξηγεί, είχε μπει από νωρίς μέσα του και εκδηλώθηκε στα χρόνια των σπουδών του στην Αρχιτεκτονική του Α.Π.Θ. «Στο μάθημα της ιστορίας μας πρότειναν ορισμένα μνημεία για να εξασκηθούμε μελετώντας τη βιβλιογραφία τους. Ανάμεσά τους εκ παραδρομής είχε συμπεριληφθεί το Γενί Τζαμί, για το οποίο δεν υπήρχε καμιά πληροφορία. Στη διάρκεια της έρευνας ο φύλακας του κτιρίου μας υπέδειξε μια πλάκα μισοθαμένη στο χώμα με την επιγραφή “Vitaliano Poselli, architetto”. Η μονογραφία του, σε συνεργασία με τη Λένα Παπαματθαιάκη, έφερε στο φως και άλλα έργα του Ιταλού αρχιτέκτονα. Από τότε άρχισα τις έρευνές μου για την πόλη», σημειώνει.
Ο Πύργος της Ευτυχίας από τον κήπο της οικίας Χασά Ασίζ Καπαντζή την εποχή που στέγαζε τα εκπαιδευτήρια Αγλαϊάς Σχινά (περιοχή Ανάληψη)
Μια άλλη εποχή
Στο κλείσιμο του βιβλίου θα περίμενε κανείς να περιγράφεται ο «επικήδειος» της πάλαι ποτέ κοσμοπολίτικης συνοικίας. Ο συγγραφέας όντως περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο οι επαύλεις των Εξοχών κατεδαφίστηκαν τότε που «είπανε οι εργολάβοι πως τελειώσανε οι πολυτέλειες με τις μονοκατοικίες και τα δίπατα και τις αυλές, και άρχιζε μια άλλη εποχή, επικερδής, με μέγαρα, με δρόμους ασφαλτοστρωμένους και με πεζοδρόμια πλακόστρωτα, όπου δηλαδή δεν ήταν δυνατό να μείνει χώρος για αυλές και περιβόλια, ούτε για κρυψώνες που θα τρύπωναν τα μυστικά» (Νίκος Μπακόλας, Η Μεγάλη Πλατεία, Κέδρος, Αθήνα, 1987). Ωστόσο, το βιβλίο τελειώνει με μια αναφορά σε δύο σπουδαίους κινηματογραφιστές, τον Τάκη Κανελλόπουλο και τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο, οι οποίοι ανέδειξαν τη νέα παραλία στην Παρένθεση και επιχείρησαν να αποκαταστήσουν την παλιά στο Μία αιωνιότητα και μία ημέρα, αντίστοιχα. Όπως, ίσως, θα έπρεπε να τη βλέπουμε σήμερα. Μια πόλη που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν της. Χωρίς υπερβολές. Άλλωστε, όπως μας λέει και ο ίδιος, «πάντα θα βρίσκουμε κάτι γοητευτικό σ’ αυτή τη συνοικία».