Η δράση ενός Γκεσταμπίτη στη Θεσσαλονίκη

O Στεργιάδης, πηγαίνοντας από τη Θεσσαλονίκη στη Γερμανία για σπουδές, ενστερνίστηκε τον χιτλερισμό και λόγω της δραστηριότητας που ανέπτυξε, έγινε ομαδάρχης της ναζιστικής οργάνωσης νεολαίας

Parallaxi
η-δράση-ενός-γκεσταμπίτη-στη-θεσσαλον-1272338
Parallaxi

Είναι γνωστό ότι μετά το τέλος της γερμανικής κατοχής οι τότε ελληνικές κυβερνήσεις χρησιμοποίησαν δύο μέτρα και δύο σταθμά: Από τη μία πλευρά καταδίωξαν ανελέητα τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, οδηγώντας στο εκτελεστικό απόσπασμα εκατοντάδες και στις φυλακές και τις εξορίες χιλιάδες από αυτούς. Και από την άλλη, «χαϊδεύοντας» τους δωσίλογους συνεργάτες των Ναζί που τους πρόσφεραν χωρίς ενδοιασμούς τις υπηρεσίες τους. Μια τέτοια περίπτωση, ήταν του Γκεσταμπίτη Νικόλαου Στεργιάδη που άφησε εποχή για την εγκληματική του δραστηριότητα.

O Στεργιάδης, πηγαίνοντας από τη Θεσσαλονίκη στη Γερμανία για σπουδές, ενστερνίστηκε τον χιτλερισμό και λόγω της δραστηριότητας που ανέπτυξε, έγινε ομαδάρχης της ναζιστικής οργάνωσης νεολαίας.

Κατά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα, ο Στεργιάδης κατέβηκε στη Θεσσαλονίκη μαζί με τα πρώτα τεθωρακισμένα χιτλερικά άρματα μάχης του στρατάρχη φον Λίστ και εγκαταστάθηκε έκτοτε στην πρωτεύουσα της Βόρειας Ελλάδας όπου έδρασε επί τριάμισι ολόκληρα χρόνια εγκληματώντας σε βάρος του ελληνικού λαού και υπέρ των κατακτητών.

Σύμφωνα με την εφημερίδα Μακεδονία της 6ης Φεβρουαρίου 1949, ο Ν. Στεργιάδης υπήρξε ουσιαστικά ο διευθύνων νους της Μυστικής Στρατιωτικής Αστυνομίας Geheim Feld Polizei (Γκε-Εφ-Πε) που είχε ανακριτή στη Θεσσαλονίκη τον διαβόητο σαδιστή εγκληματία πολέμου λοχαγό Χέρτελ. ΟΙ δύο τους βασάνισαν αυτοπροσώπως εκατοντάδες πολίτες με μεσαιωνικά βασανιστήρια τόσο στο κτίριο της Γκε-Εφ-Πε, στην οδό Τσιμισκή 72, όσο και στα κρατητήρια της μονάδας ασφαλείας «510», για να τους αποσπάσουν πληροφορίες για τη δράση των οργανώσεων της Εθνικής Αντίστασης.

Εκτός αυτού, ο Στεργιάδης στη Θεσσαλονίκη και τη μακεδονική ύπαιθρο εκτέλεσε ο ίδιος πολλούς Έλληνες πολίτες. Όπως αναφέρονταν σε δημοσιεύματα του τύπου κατά την πρώτη μετακατοχική περίοδο, «ήταν τόση η εγκληματική του μανία, ώστε παρακολουθούσε, χωρίς να είναι υποχρεωμένος από την υπηρεσία του αλλά προς ψυχαγωγία όπως ο ίδιος καυχιόνταν, τις θανατικές εκτελέσεις που γίνονταν από τους Γερμανούς κατακτητές.

Την τελευταία περίοδο της κατοχής ο Στεργιάδης συνεργάσθηκε και με τον περιβόητο για τα εγκλήματά του «Δράκο της Θεσσαλονίκης» Δάγκουλα, μαζί με τον οποίο, εκτός από πολλούς φόνους, διέπραξαν ληστείες αλλά και βιασμούς Ελληνίδων που έπεφταν στα χέρια τους. Ήταν τέτοια η δράση του, ώστε ολόκληρη η Θεσσαλονίκη έτρεμε και μόνο στο άκουσμα της λέξης «Στεργιάδης».

Μετά το τέλος της κατοχής, ο εγκληματίας πολέμου φοβούμενος εκδίκηση από τους συγγενείς των θυμάτων του, διέφυγε μαζί με τους Γερμανούς που αποχωρούσαν από τη Θεσσαλονίκη και κατέφυγε στη Γερμανία για να εγκατασταθεί στο Αμβούργο, όπου εντοπίστηκε από τις υπηρεσίες των Συμμάχων, συνελήφθη και εκδόθηκε στην Ελλάδα, όπου στο μεταξύ είχε καταδικαστεί για τα εγκλήματά του από το Ειδικό Δικαστήριο Εγκληματιών Πολέμου δύο φορές δις σε θάνατο. Έτσι μόλις έφτασε στη Θεσσαλονίκη κλείστηκε στις φυλακές Επταπυργίου. Όσο για την ποινή που του είχε επιβληθεί, αυτή ποτέ δεν εκτελέστηκε, όπως και πολλών ακόμη καταδικασμένων δωσιλόγων. Και οι οποίοι πολύ σύντομα, παρά τις βαριές ποινές που τους είχαν επιβληθεί, αφέθηκαν ελεύθεροι στο πνεύμα της εποχής κατά την οποία στήνονταν στο εκτελεστικό απόσπασμα και φυλακίζονταν οι αντιστασιακοί ενώ οι συνεργάτες των κατακτητών αποφυλακίζονταν ως «λευκές περιστερές».

Η Γκε-Εφ-Πε στη Θεσσαλονίκη

Η τρομερή Γερμανική Μυστική Στρατιωτική Αστυνομία (GFP), η δύναμη της οποίας, μετά το 1943, ανέρχονταν στη Θεσσαλονίκη σε 170-180 άτομα, τα περισσότερα από τα οποία είχαν υπηρετήσει προπολεμικά στη γερμανική και την αυστριακή αστυνομία, είχε την έδρα της στην οδό Τσιμισκή 72. Ενώ επίσης λειτουργούσε και το 1ο Γραφείο της GFP, που στεγάζονταν στο «Βοσπόρειον Μέγαρο», στην οδό Αριστοτέλους 6 και ήταν υπεύθυνο για την αντιμετώπιση και εξουδετέρωση κάθε αντιστασιακής ενέργειας και κυρίως η προστασία του στρατού κατοχής από δολιοφθορές, κλοπές και κατασκοπεία, αλλά και η καταπολέμηση των ανταρτών με την ταυτόχρονη εξουδετέρωση των δικτύων ανεφοδιασμού τους..

Η GFP είχε ως διοικητή τον επιθεωρητή Σικόφσκι και ένας από τους ανακριτές της ήταν ο Μαξ Κέρμπες, ένας «απαίσιος σαδιστής», όπως τον αναφέρει ο Γιώργος Καφταντζής.

Επρόκειτο για ένα κολαστήριο στην κυριολεξία, στο οποίο βασανίστηκαν εκατοντάδες Θεσσαλονικείς στα τριάμισι χρόνια της γερμανικής Κατοχής, με πολλούς από αυτούς να μην ξαναβγαίνουν ζωντανοί, μετά από τα όσα υπέστησαν στα νύχια των δημίων τους.

Και μόνο το άκουσμα της διεύθυνσης «Τσιμισκή 72», πάγωναν όλοι και εύχονταν να μην τους τύχει ποτέ να περάσουν την είσοδο του κτηρίου, καθώς η υπηρεσία που στεγάζονταν σ’ αυτό είχε γίνει μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα συνώνυμη των λέξεων τρόμος, δυστυχία, βασανιστήρια, πόνος.

Ένα τέτοιο τρόμο, ένιωσε και ο ποιητής της Θεσσαλονίκης Γιώργος Βαφόπουλος όταν κάποια στιγμή τον ειδοποίησαν πως έπρεπε να μεταβεί στην GFP.

Σε κάποιες περιπτώσεις, εκτός από τις ανακρίσεις, η GFP αναλάμβανε και τη μεταφορά κρατουμένων από το στρατόπεδο «Παύλου Μελά». Σε μία μάλιστα περίπτωση, είχε παραλάβει από το στρατόπεδο έντεκα κρατούμενους των Γερμανών πολίτες, οι επτά εκ των οποίων ήταν Εβραίοι. Τους οδήγησε εν συνεχεία την ίδια μέρα στο εκτελεστικό απόσπασμα, μερίμνησε για τον τουφεκισμό τους καθώς και για την ταφή όλων των εκτελεσμένων στο Νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας. Τα ονόματά τους ήταν Σαμουήλ Αλγκάβα, Σιμαντώφ Αλμοσνίνο, Σολομών Ντάσσα, Λάζαρος Κοέν, Λεών Μπαρτζιλάϊ, Μωϋσής Ελιέζερ, δαβίδ Καμχή. Επίσης οι Έλληνες Δημήτριος Ζέμπρας και Αθανάσιος Τέρρης, ο Αρμένιος Σαρκίς Τσιλιγκριάν και ένας Σέρβος, ο Γεώργιος Γεωργκίεβιτς Κοσφίνωφ.

Ελληνόφωνοι καταδότες

Από ένα αχρονολόγητο πληροφοριακό δελτίο το οποίο είχε συνταχθεί από το κατασκοπευτικό δίκτυο “ΖΕΥΣ”, με επικεφαλής τον Γεώργιο Μαργέτη και το οποίο τακτικά ενημέρωνε από τη Θεσσαλονίκη, μέσω κρυφού ασυρμάτου, το Συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής, διαβάζουμε για μία σειρά από προδότες που “κάρφωναν” Έλληνες πατριώτες στους Ναζί της GFP, αποτελώντας πειθήνια όργανά της:

  1. Ταγματάρχης Ανεζίδης Σταύρος, κάτοικος Θεσσαλονίκης. Συνεδέετο μετά του Ανθ/γού Χέρτεν, του Επιλοχίου Χέγκελ και του Επιλοχίου Λόχερ. Ούτως κατετόπιζε συνήθως τους Γερμανούς περί των κινήσεων των ανταρτών της περιφερείας Κατερίνης…
  2. Ντίνας Παύλος του Νικολάου, κάτοικος Θεσσαλονίκης. Σεσημασμένος απατεών και διαρρήκτης. Ούτως εχρησιμοποιείτο υπό του 2ου Γραφείου Αντικατασκοπείας Θεσσαλονίκης. Μεταξύ άλλων, κατέδωσεν τον Ανθυπολοχαγόν Βαμβέτσον και τον Ενωμοτάρχην Κυριακόπουλον, οίτινες συνελήφθησαν και εξετελέσθησαν.
  3. Τσιμονίδου Άννα. Αύτη ηργάζετο εις GFP ως διερμηνεύς. Εντεύθεν ανεχώρησεν δια Γερμανίαν και επέστρεψεν το 1943, αποσταλείσα ειδικώς εις Βερολίνον ως διερμηνεύς. Εις GFP Θεσσαλονίκης συμπεριεφέρετο πιεστικώς προς τους κρατουμένους Έλληνας και παρηκολούθη μετ’ αγαλιάσεως τα βασανιστήρια εις τα οποία ούτοι υπεβάλλοντο.
  4. Συνταγματάρχης Πούλος και υπολοχαγός Μιχαλάκης. Αμφότεροι οι ανωτέρω, κατέδιδον κατά σύστημα Έλληνας δρώντες κατά Γερμανών. Συνεπεία των καταδόσεων τούτων, συνελήφθησαν και εξετελέσθησαν πολλοί Έλληνες. Ο Πούλος συνεδέετο και μετά του λοχαγού του 2ου Γραφείου Στάκ, εις τον οποίο παρείχε πληροφορίας»

 

Η μαρτυρία του Πέτρου Κοντούδη

Στις αποκαλύψεις που είδαν το φως της δημοσιότητας τους πρώτους μήνες της απελευθέρωσης, περιλαμβάνονταν και η μαρτυρία του Θεσσαλονικιού Πέτρου Κοντούδη, ο οποίος είχε την «τύχη» να γνωρίσει από πρώτο χέρι τα όσα διαδραματίζονταν στο κτήριο της Τσιμισκή 72, αλλά επίσης στο «510», όπου στη συνέχεια μεταφέρθηκε, αλλά και στα χιτλερικά στρατόπεδα του Άουσβιτς, του Μπιργκενάου και του Μπούχενβαλντ, όπου στάλθηκε για να συνεχίσει τις… σπουδές του στις μεθόδους του χιτλερικού θηρίου. Όπως περιέγραψε:

«Νόμιζα και εγώ στην αρχή, όπως πολλοί συμπατριώτες μας, ότι οι περιγραφές εκείνων που ως εκ θαύματος διέφυγαν από τα γαμψά νύχια της γερμανικής θηριωδίας, ήταν υπερβολικές ή ότι αποτελούσαν συνέπεια της τρομοκρατίας που ασκήθηκε εις βάρους τους. Τώρα, ύστερα από δύο φριχτά χρόνια που πέρασα κάτω από τη γερμανική τυραννία, μπορώ αδίστακτα να πω πως καμιά περιγραφή δεν μπορεί να αποδώσει πιστά τη γερμανική βαρβαρότητα και κτηνωδία.

Τους γνώρισα για πρώτη φορά μια νύχτα του Νοεμβρίου του 1942 στην αίθουσα ανακρίσεων του μεγάρου της Τσιμισκή 72, όπου οδηγήθηκα ευθύς μετά τη σύλληψή μου «για να δώσω μερικές πληροφορίες» στην υπηρεσία της GFP. Προηγούνταν ένας άλλος «ανακρινόμενος». Ένας νεαρός, εργάτης αν κρίνει κανείς από την περιβολή του.

Η «μαγική χειροπέδη»

Τον είχαν καθισμένο δίπλα σε ένα μεγάλο τραπέζι. Το δεξί του χέρι ήταν περασμένο σε μια παράξενη χειροπέδη που ήταν βιδωμένη επάνω στο τραπέζι. Νόμισα ότι επρόκειτο περί μέτρου προφυλακτικού κατά ενδεχόμενης απόδρασης και το βρήκα υπερβολικό. Πως θα ήταν δυνατόν και εάν έμενε μόνος του να δραπετεύσει ο άνθρωπος από τον τέταρτο όροφο του μεγάρου, όπου ήταν η «αίθουσα ανακρίσεων»;

Σε λίγο ο ανακριτής, ο υπολοχαγός Χέρτελ, μου έδωσε να εννοήσω την πραγματική αξία της χειροπέδης. Έπιασε τα δάχτυλα του δεξιού χεριού του «ανακρινόμενου» και ένα-ένα τα έσπασε! Η αίθουσα γέμισε από τις κραυγές πόνου του θύματος και από το απαίσιο «κρακ – κρακ» που έκανε το σπάσιμο των κλειδώσεων των δακτύλων του. Δεν είπε τίποτε ή γιατί δεν ήθελε ή γιατί, όπως συνέβαινε στις περισσότερες περιστάσεις, δεν ήξερε τίποτα.

Τον έσυραν σαν ψόφιο σκυλί έξω από την αίθουσα. Γελαστοί και χαρούμενοι. Ευχαριστημένοι ασφαλώς γιατί εκτελούσαν πιστά τις διαταγές που τους είχαν δοθεί και συγχρόνως το καθήκον τους σαν Γερμανοί… πατριώτες!

Νόμισα πως θα περνούσα κι’ εγώ με τη σειρά μου από τη δοκιμασία της «χειροπέδης» και ένοιωσα τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν, όταν ο εκτελών χρέη γραμματέα και διερμηνέα, ελληνομαθής υπαξιωματικός μου είπε να καθίσω κοντά στο τραπέζι όπου κάθονταν προ ολίγου ο άλλος.

Για μένα όμως οι «ανακριτές» προόριζαν άλλο σύστημα «ανακρίσεως». Ύστερα από μερικές τυπικές ερωτήσεις επί μιας υποθέσεως την οποία ούτε στον ύπνο μου δεν είχα δει, οδηγήθηκα στο προσωρινό κρατητήριο που βρισκόταν στο υπόγειο του μεγάρου.

Εκεί μέσα στο ημίφως, ξεχώριζαν οι σκιές δύο ανθρώπων. Ο ένας, από το κάτωχρο πρόσωπο του οποίου έφευγε ποτάμι ο ιδρώτας, ήταν ξαπλωμένος στο πάτωμα και βογκούσε. Από τα δάχτυλά του έτρεχε ποτάμι το αίμα.

–Του έβγαλαν τα νύχια και έχει ακατάσχετη αιμορραγία, με πληροφόρησε ο άλλος. Έσκισα το πουκάμισό μου και προσπάθησα με κάτι λωρίδες που έκανα να σταματήσω το αίμα, αλλά δεν το κατόρθωσα. Θα πεθάνει, αν συνεχιστεί αυτό το κακό ως το πρωί.

–Μακάρι… Να ησυχάσω για πάντα, ψιθύρισε με σβησμένη φωνή ο άνθρωπος χωρίς νύχια».

Πηγή: ofarostouthermaikou

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα