Η μετατροπή της Θεσσαλονίκης σε κινηματογραφικό πλατό – Τα υπέρ και τα κατά
Οι... ταλαιπωρίες και αν αξίζουν τον κόπο. Μία συζήτηση για τις ταινίες που γυρίζονται στην πόλη
Σχεδόν έναν χρόνο από την πρώτη μεγάλη κινηματογραφική παραγωγή που γυρίστηκε στη Θεσσαλονίκη και ενώ είναι σε εξέλιξη γυρισμάτων το “Bricklayer”, συζητάμε με ανθρώπους της παραγωγής και απλό κόσμο για τα οφέλη και τις ενοχλήσεις που μπορεί να προκαλεί μία τέτοια διαδικασία.
Τον Ιούνιο του 2021 η πρώτη ξένη κινηματογραφική ταινία που επέλεξε την Θεσσαλονίκη για τα γυρίσματα της, ήταν το νουάρ θρίλερ “The Enforcer” ή αλλιώς “Barracuda” με πρωταγωνιστή τον Αντόνιο Μπαντέρας.
Ήταν όμως μία ταινία, που υποτίθεται ότι η δράση της εκτυλίσσεται στο Μαϊάμι, οπότε έπρεπε η Θεσσαλονίκη να μη φαίνεται, αλλά να μοιάζει με μία άλλη πόλη.
Έτσι, κανείς δε θα ξεχάσει τους πελώριους φοίνικες που «φύτρωσαν» ξαφνικά στην Εθνικής Αμύνης, δίνοντας έναν άλλον αέρα στην πόλη και στους δεκάδες θεατές που έσπευσαν γύρω από τα γυρίσματα για να εξασφαλίσουν μερικές φωτογραφίες.
Επειδή λοιπόν, για τις ανάγκες του σεναρίου πραγματοποιήθηκαν μερικά γυρίσματα σε εξωτερικούς χώρους της Θεσσαλονίκης η διαδικασία κράτησε λίγο και λειτούργησε κάπως και ως ατραξιόν για τους περαστικούς που βλέπανε μία κινηματογραφική ταινία μπροστά τους.
Κάπως έτσι, πέρασε γρήγορα και η είδηση της δεύτερης ταινίας που επέλεξε την πόλη, οι «Αναλώσιμοι 4» όπου μέρος των γυρισμάτων της έγινε στη Θεσσαλονίκη, αλλά με το μεγαλύτερο κομμάτι τους να πραγματοποιήθηκε σε στούντιο χωρίς να χρειαστεί να «ενοχλήσουν» γειτονιές και δρόμους. Κάτι, που πιο έντονα βλέπουμε σήμερα, στα γυρίσματα της τρίτης διεθνούς ταινίας, το «Bricklayer» σε σκηνοθεσία του Renny Harlin που η υπόθεση του εξελίσσεται, για πρώτη φορά, στη Θεσσαλονίκη και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να επιλέγουν να πραγματοποιήσουν πολλά εξωτερικά γυρίσματα σε γειτονιές και κτήρια της πόλης.
CASH REBATE
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή και ας δούμε τους λόγους που μεγάλες διεθνείς παραγωγές, επιλέγουν τελευταία την χώρα μας και ειδικά την Θεσσαλονίκη για τα γυρίσματα τους.
Ο πρώτος και σημαντικότερος – οικονομικός – λόγος για αυτό, είναι το Cash Rebate, ένα επενδυτικό κίνητρο για τους κινηματογραφιστές που μέχρι το 2018, έδινε ένα ποσοστό επιδότησης του 35%, ενώ από το 2020 μέχρι σήμερα προβλέπει ότι το 40%, των επιλέξιμων δαπανών μιας κινηματογραφικής ή τηλεοπτικής παραγωγής επιστρέφεται μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων εντός της ελληνικής επικράτειας. Με τη διαφορά όμως, πως με τον καινούριο νόμο (Ν. 4704/2020) επιτρέπεται πλέον στις ξένες εταιρείες παραγωγής να χρηματοδοτούνται από το ΕΚΟΜΕ και με ξένα τιμολόγια σε ποσοστό μέχρι και 50% των επιλέξιμων δαπανών της παραγωγής, κάτι που πριν το 2018 δεν επιτρεπόταν, επιβάλλοντας τότε στις παραγωγές να κόβουν μόνο ελληνικά τιμολόγια, που σίγουρα σε εκείνη την περίπτωση ήταν μεγαλύτερο το όφελος μας.
Το ανώτατο ποσό κρατικής ενίσχυσης (cash rebate) του ΕΚΟΜΕ που μπορεί να λάβει ένα επενδυτικό σχέδιο είναι 12.000.000€. Επιπλέον, το cash rebate μπορεί να λειτουργήσει ως εγγύηση για τους παραγωγούς προκειμένου να δανειοδοτηθούν μέσω των ελληνικών τραπεζών. Το πρόγραμμα δεν έχει ημερομηνία λήξης. Η χρηματοδότηση της επιχορήγησης εξασφαλίστηκε από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, από το οποίο δεσμεύονται €50.000.000 ετησίως. Από τον Απρίλιο 2018 έως τον Φεβρουάριο 2022 έχουν εγκριθεί 204 αιτήσεις για τη χρηματοδότηση έργων (εκ των οποίων 92 είναι διεθνείς), ενώ το ύψος των επενδεδυμένων κεφαλαίων στη χώρα ανέρχεται στα 316 εκ. ευρώ.
Στην επικοινωνία μας με τον Τομεάρχη Τουρισμού της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, Αλέξανδρο Θάνο, μας εξηγεί πως το cash rebate λειτουργεί και προς τις δύο κατευθύνσεις, αφού βοηθάει την χώρα και ειδικά την Θεσσαλονίκη να γίνει ανταγωνιστική απέναντι σε άλλες, παλαιότερες κινηματογραφικές αγορές.
«Το cash rebate είναι ο λόγος που ουσιαστικά μας βάζει στον ανταγωνισμό επί ίσοις όροις γιατί είναι κάτι που υπάρχει σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Εμείς το έχουμε τα τελευταία χρόνια και μας βοηθάει να μπαίνουμε στην ίδια αφετηρία με άλλους. Το δικό τους ποσοστό είναι περίπου 30 με 35% αλλά εμείς επειδή είμαστε καινούργιοι στην αγορά μπήκαμε με το 40% αυτή τη στιγμή, υπό προϋποθέσεις βέβαια. Το δεύτερο κομμάτι είναι ότι όλη αυτή η ιστορία έχει ένα σχεδιασμό για να γίνουν εδώ μόνιμες προδιαγραφές και να στηθεί μία μόνιμη διαδικασία αγοράς, να διαμορφωθούν δηλαδή υπηρεσίες και υποδομές ώστε αυτό το πράγμα να λειτουργήσει ως κόμβος, έξω από το cash rebate, επειδή λογικά κάποια στιγμή το ποσοστό του θα μειωθεί. Δηλαδή αυτό λειτουργεί τώρα ως ένα κίνητρο για να γίνει μία αποεπένδυση από μία άλλη περιοχή και να έρθει μία επένδυση εδώ. Όταν θα ολοκληρωθεί, τότε θα μιλάμε για μόνιμα αποτελέσματα μιας βιομηχανικής δραστηριότητας σε τέτοιο επίπεδο που θα δημιουργήσει και πολλές θέσεις εργασίας και θα δίνει και δυνατότητα στην πόλη να προβάλετε παγκοσμίως. Ειδικά στο bricklayer ήταν ένας αγώνας που είχαμε κάνει εμείς σε σχέση με την πρώτη ταινία, όπου ουσιαστικά προσπαθούσαμε να πείσουμε τους παραγωγούς να δούνε και την πόλη σε επίπεδο σεναριακό, ώστε να στηθεί κάποια στιγμή πάνω στη Θεσσαλονίκη το επόμενο σενάριο μιας μεγάλης ταινίας.»
Πράγματι, το πρώτο σενάριο της ταινίας «The Bricklayer» που δόθηκε στον Νίκο Βίττη, υπεύθυνο της ταινίας για τα location που θα γυριστούν σκηνές της, εκτυλισσόταν στο Βερολίνο και προσαρμόστηκε, όπως μας είπε, εκ των υστέρων ώστε η πλοκή του να διαδραματίζεται στην Θεσσαλονίκη και στις γειτονιές της. «Σε αυτή την ταινία το εύκολο ήταν ότι δεν είχαμε να προσποιηθούμε ότι είναι κάτι άλλο, από την άλλη όμως επειδή ακριβώς είναι η Θεσσαλονίκη θέλουμε να φανεί η πόλη.» εξηγεί ο κ. Βίττης και συνεχίζει λέγοντας: «Ήταν αν θέλετε και ένα προσωπικό στοίχημα να δείξουμε πράγματα χαρακτηριστικά της πόλης. Όσο γίνεται βέβαια. Γιατί είναι πάρα πολλά αυτά που μπορεί να δείξει κάποιος στη Θεσσαλονίκη αλλά να σταθμίσει και το κομμάτι της ενόχλησης. Δηλαδή υπάρχουν κομμάτια που είναι πολύ όμορφα να τα δείξουμε αλλά αν τα “κλείσουμε” θα αποκλειστεί η μισή πόλη, οπότε ψάχνουμε να βρούμε μέρη που θα υπάρχει βέβαια ενόχληση αλλά όσο γίνεται λιγότερη. Αυτό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα, να ξέρετε όμως πως όλες οι ταινίες σε όλο τον κόσμο όταν γυρίζουν, δημιουργούν μία προσωρινή αναστάτωση. Αλλά σταθμίζεις ποιο είναι το όφελος κάθε φορά, σε σχέση με την προσωρινή ενόχληση».
ΑΝΩ ΠΟΛΗ | Οι αντιδράσεις
Ενόχληση που πιο έντονα, ένιωσαν σύμφωνα με μαρτυρίες, οι κάτοικοι της Άνω Πόλης στο τριήμερο γύρισμα της ταινίας στα στενά της περιοχής. Ο Αντώνης Σταμπολίδης, κάτοικος της περιοχής εξηγεί τη δική του εμπειρία:
“Εμείς πληρώνουμε ένα πάρκινγκ με τον μήνα. Μας είπαν για εκείνη την πρώτη μέρα των γυρισμάτων ότι δε μπορούμε να κυκλοφορούμε στους δρόμους από τις 7 το πρωί μέχρι το απόγευμα, οπότε αναγκαστήκαμε να μη παρκάρουμε κοντά αφού δε θα μπορούσαμε να βγάλουμε το αυτοκίνητο. Κάπου εδώ σκέφτομαι πως θα μπορούσαν όμως αυτοί να μας εξασφαλίσουν σε έναν χώρο πάρκινγκ νομίζω. Υπήρξε από την πλευρά μου μία δυσφορία. Ξέρετε, νιώθεις γραφικός στις μέρες μας αν σε ενοχλεί κάτι.» λέει ο κ. Σταμπολίδης. «Την πρώτη μέρα, που έφυγα το πρωί για να πάω στο σημείο που είχα παρκάρει το αυτοκίνητο για να φύγω στη δουλειά, ξεχνάω κάτι και πρέπει να επιστρέψω στο σπίτι. Τότε όμως γυρνούσαν τη σκηνή με το αυτοκίνητο που έτρεχε και δεν άφησαν να περάσω ούτε πεζός, με αποτέλεσμα να περιμένω ένα τέταρτο μέχρι να τελειώσει η σκηνή. Καθυστέρησα να πάω στη δουλειά μου αλλά στη τελική είπα μία μέρα είναι, δε πειράζει. Την τρίτη μέρα όμως, έτυχε να χτυπήσει ο μικρός στο σχολείο και έσπασε τη μύτη του. Πήγε να τον πάρει η μητέρα του και χρειάστηκε να περπατήσουν από πολύ μακριά για να μπορέσουν να πάνε στο σπίτι λόγω των γυρισμάτων. Η Άνω Πόλη δεν είναι εύκολη ώστε να μετακινείσαι με τα πόδια. Να παρκάρεις δηλαδή στην Ολυμπιάδος και να πας στο Τσινάρι με ένα παιδί είναι πάρα πολύ δύσκολο. Από την άλλη, ανησύχησα και για τα αδέσποτα γιατί εκεί έχουμε αδέσποτα γατάκια πάρα πολλά. Τον κόσμο δεν τον άφηναν να πλησιάσει, είχαν και σεκιούριτι πολύ ευγενικούς και από όλα τα μέτρα. Τα γατάκια όμως, ποιος θα τα κρατούσε να μη περάσουν τον δρόμο;»
Ο κ. Σταμπολίδης θέτει ένα σημαντικό θέμα που αποτελεί και την ουσιαστική αφετηρία αυτού του ρεπορτάζ που δεν είναι τίποτα άλλο, από την ενημέρωση και την επικοινωνία προς τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης, για τα οφέλη που έχει η, όποια, ταλαιπωρία έχουν υποστεί οι κάτοικοι της πόλης το διάστημα των γυρισμάτων.
«Νιώθεις ότι όλο αυτό γίνεται υπέρ του κέρδους, κι εσύ κάθεσαι και την πληρώνεις» λέει χαρακτηριστικά, «Νιώθεις πως είναι κάτι άδικο. Αν ήταν κάτι κοινωφελές, αν ήταν έστω κάτι που θα επικοινωνηθεί από την Περιφέρεια ή τον Δήμο Θεσσαλονίκης και που θα μας εξηγούσαν ότι αυτό βοηθάει, θα έλεγα εντάξει. Δεν έγινε όμως καμία τέτοια επικοινωνία.»
Ο Αλέξανδρος Θάνος και ο Νίκος Βίττης, στη συζήτηση μας, αναφέρονται στα κέρδη από αυτό το κινηματογραφικό «άνοιγμα» της πόλης, λέγοντας «Ήρθαν άνθρωποι, έξι μήνες πριν αρχίσουν τα γυρίσματα, και κάνανε τα ρεπεράζ των σκηνών, είδαν τις περιοχές. Θέλαμε να δείξουμε την Άνω Πόλη, το ιστορικό κέντρο, θέλανε να βάλουν στην εικόνα της Θεσσαλονίκης την ταινία, να την τοποθετήσουν εκεί. Γι’ αυτό και υπήρξε αυτή η πολυεπίπεδη και πολυδάπανη παραγωγή σε επίπεδο locations, δηλαδή σε επίπεδο ανάδειξης τοπίων, γιατί ξέρετε υπάρχουν και ταινίες που μπορεί να γυριστούν σε ένα στούντιο μέσα. Αυτή η παραγωγή και ο σκηνοθέτης, ο Renny Harlin, που είναι πιο παλιάς κοπής σκηνοθέτης και του αρέσει το φυσικό τοπίο, λάτρεψαν την πόλη και προσπαθούν να την αναδείξουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τοποθετώντας μέσα στην καρδιά του ιστορικού κέντρου πολλές σκηνές. Έτσι είδαμε στην Πλατεία Αριστοτέλους τη βασική σκηνή της ταινίας, στην Άνω Πόλη, στην Πλατεία Εμπορίου, σε διάφορες περιοχές, στο Μέγαρο Μουσικής. Δηλαδή, η ταινία με έμμεσο τρόπο γίνεται κι ένας πολύ καλός πρεσβευτής της εικόνας της πόλης στο εξωτερικό. Αυτό έχει έμμεση προστιθέμενη αξία όταν θα προβληθεί η ταινία. Να θυμίσω πως έρχονται πάρα πολλοί συντελεστές της ταινίας από το εξωτερικό και ζουν εδώ με τις οικογένειες τους για πολύ καιρό. Η Nina Dobrev έχει 25 εκατομμύρια followers και μένει εδώ με την οικογένεια της για δύο μήνες, κάνουν περιηγήσεις, δηλαδή αποτελεί και η ίδια η ταινία έναν καλό λόγο να γνωρίσει την πόλη και είναι καλοί ambassadors, είναι καλοί πρεσβευτές δηλαδή στο κομμάτι αυτό» λέει ο κ. Θάνος, ενώ ο Νίκος Βίττης, συμπληρώνει πως «Για δύο μήνες πάνω από 100 άτομα ζουν εδώ. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι μένουν σε ξενοδοχεία ή σε δωμάτια της πόλης. Επίσης σκεφτείτε τις βενζίνες που χρησιμοποιεί όλος αυτός ο στόλος. Έχουμε περίπου 25 βαν μόνο για να μεταφέρουν το προσωπικό. Πέρα από τον εξοπλισμό και τα λοιπά. Επίσης κάποια ιδιωτικά αυτοκίνητα της παραγωγής. Ο παραγωγός έχει νοικιάσει σπίτι στη Θεσσαλονίκη. Σκεφτείτε ότι τα γυρίσματα είναι δύο μήνες αλλά η προετοιμασία ξεκίνησε και δύο μήνες πριν. Και πάντα έχει και μετά. Τα οφέλη λοιπόν είναι πολύ περισσότερα. Το φαγητό που θα πάνε να φάνε το βράδυ, όλη τους η ζωή για δύο μήνες που είναι εδώ. Θα σας πω ένα παράδειγμα από το Λονδίνο, όπου γίνονται πάρα πολλές ταινίες. Ο τζίρος από τις ταινίες που τουλάχιστον γυρίζονται εκεί είναι κοντά στα 4 δις. Αλλά αν θέλετε αυτό που για μένα είναι ένα κέρδος, είναι αυτοί που εργάζονται στις ταινίες και αποκτούν μία εμπειρία πολύ μεγάλη. Το μεγάλο στοίχημα είναι αυτό, να είναι κάτι πιο μόνιμο και όχι προσωρινό.»
Οι Έλληνες εργαζόμενοι
Τι γίνεται όμως με τους Έλληνες που δουλεύουν σε αυτές τις παραγωγές; Μαθαίνουμε πως πολλοί από την Βουλγαρία, από τα στούντιο της εταιρίας παραγωγής, έρχονται από εκεί για να δουλέψουν στις ταινίες. Οι Έλληνες όμως;
Ο Νίκος Βίττης, αναφέρει:
“Σχετικά με τους Έλληνες εργαζόμενους έχει περισσότερους από προηγούμενες παραγωγές. Και συνεχώς αυξάνονται. Δηλαδή, εκπαιδεύονται κιόλας, αναλαμβάνουν θέσεις και γίνονται ουσιαστικά μέλη του συνεργείου. Βάλτε μόνο τους σεκιούριτι που έχουμε και είναι Έλληνες ή τα άτομα που έχουμε στα σκηνικά. Ξέρετε πόσα παιδιά από τη Σχολή Καλών Τεχνών δουλέψανε σε αυτές τις ταινίες; Αυτό είναι μία εμπειρία μεγάλη. Και από τη σχολή κινηματογράφου είναι αρκετοί που ήρθαν. Δηλαδή όλο αυτό δεν μετριέται σε χρήμα, είναι όμως κάτι ουσιαστικό που θα αποδώσει πολύ μελλοντικά. Αποδίδει μεν όσον αφορά τους μισθούς αυτών που εργάζονται, όπου τα λεφτά μένουν στην πόλη, αλλά εκείνο που δεν μετριέται είναι η εμπειρία. Αυτό μπορεί να τους δώσει άνοιγμα και σε άλλες παραγωγές και ενδεχομένως και σε μία νέα αγορά για την Ελλάδα και τη Θεσσαλονίκη.» κάτι που βρίσκει σύμφωνο και τον κ. Θάνο λέγοντας: «Περίπου 150 επαγγέλματα απασχολούνται άμεσα ή έμμεσα με τις κινηματογραφικές παραγωγές. Από επιπλοποιούς μέχρι κατασκευαστές για οτιδήποτε. Σε αυτή την τρίτη ταινία, υπάρχει μεγαλύτερη ποσόστωση Ελλήνων εμπλεκομένων που αποκτάν τεχνογνωσία και χτίζουν την ελληνική ομάδα στο κομμάτι των παραγωγών. Ελπίζουμε και επιδιώκουμε συνεχώς να είναι όσο γίνεται περισσότεροι οι Έλληνες που εμπλέκονται και όταν θα γίνουν και οι υποδομές νομίζω πως αυτό θα έχει φτάσει σε ένα επίπεδο 100% γιατί θέλουμε να στηθούν γύρω οι ελληνικές εταιρίες που ασχολούνται άμεσα ή έμμεσα με τις κινηματογραφικές παραγωγές, που θα ξεκινάει από έναν κάμεραμαν μέχρι αυτόν που έστησε το σκηνικό στην Αριστοτέλους, που ήταν Έλληνας. Όλοι αυτοί λοιπόν επωφελούνται από τις παραγωγές , δημιουργούν τεχνογνωσία, δημιουργούν μία κοινότητα που στην επόμενη ταινία θα είναι πιο ώριμο, πιο έτοιμο και ενδεχομένων να έχει μεγαλύτερο inpact οικονομικό στη Θεσσαλονίκη.». Συνεχίζει ο Τομεάρχης Πολιτισμού της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, λέγοντας πως «Το πιο σημαντικό είναι ότι δημιουργείς μία αγορά. Ένα classter ανθρώπων δηλαδή που ασχολούνται με αυτές τις παραγωγές . Δημιουργείται μία συνέχεια, μία βιομηχανική δραστηριότητα στη περιοχή μας η οποία εφόσον ολοκληρωθεί και η επένδυση των υποδομών θα είναι κάτι μόνιμο, θα είναι κάτι που θα λειτουργεί μόνο του, έξω από τα οικονομικά κίνητρα που μπορεί να δίνει κάθε κυβέρνηση. Θέλουμε σιγά σιγά να τοποθετήσουμε τη Θεσσαλονίκη στον παγκόσμιο χάρτη των κινηματογραφικών.».
Μισθωμένοι χώροι και άδειες;
Μία από τις απορίες των αναγνωστών στην Parallaxi, ήταν αν σε όλα αυτά τα γυρίσματα που έχουμε συναντήσει αυτές τις μέρες σε γειτονιές της Θεσσαλονίκης, υπήρξε απλή παραχώρηση ή μίσθωση. Ο Νίκος Βίττης, ως άνθρωπος της παραγωγής, ξεκαθαρίζει:
«Όλοι οι χώροι που γυρίζουμε μισθώνονται. Στην Πλατεία Εμπορίου που κάναμε δύο μέρες γύρισμα, έχουμε δώσει αποζημίωση σε όλα τα γύρω καταστήματα. Μπορεί βέβαια κάποιος που είναι στα όρια να μην είχε συμπεριληφθεί και να έχει μία επίπτωση στα γυρίσματα. Είναι κάτι που δεν μπορείς να το προσδιορίσεις εκ των προτέρων. Είναι πράγματα που μπορεί να αλλάξουν την ώρα του γυρίσματος. Είναι οι συνθήκες οι εξωτερικές. Ας πούμε πήγαμε να γυρίσουμε κάτι και εκείνη την ώρα ήρθανε να πάρουνε τα απορρίμματα. Επίσης είχαμε κανονίσει γύρισμα σε ένα χώρο και ξαφνικά ήρθε μία εταιρεία να κάνει συντήρηση της πρόσοψης. Αυτά λοιπόν δεν μπορείς να τα προβλέψεις από πριν και πρέπει ο σχεδιασμός να αλλάξει επιτόπου. Αυτό όμως μπορεί να έχει μία επίπτωση που δεν είχες προβλέψει σε κάποιους. Έχουμε καλή συνεννόηση με όλους τους φορείς. Και ειδικά επειδή η ταινία εκτυλίσσεται στη Θεσσαλονίκη υπάρχει πολύ μεγαλύτερη κατανόηση. Προσπαθώ να ελαχιστοποιήσω τις επιπτώσεις, αλλά δεν είναι εφικτό πάντα. Για όλα τα κτίρια και τα γυρίσματα πάντως, υπάρχει και άδεια και συμφωνητικά και τα πάντα. Για το Δημαρχείο δεν υπήρξε μίσθωμα αλλά είχαμε μίσθωση για την Αριστοτέλους. Όπως και στην Πλατεία Ελευθερίας πληρώσαμε τις θέσεις από το πρωί μέχρι το βράδυ. Διευκρινίζουμε ότι δεν κοιτάει κανείς να κάνει κάτι τζάμπα. Αν θέλει κάποιος όμως να διευκολύνει είναι άλλο», ενώ ο κ. Θάνος τονίζει την ανάγκη να αξιοποιήσουμε σημεία της Θεσσαλονίκης που, ίσως, έχουμε ξεχάσει…
«Νομίζω πρέπει να καλλιεργήσουμε μια πόλη ανοιχτή σε τέτοια πράγματα. Δεν είναι πολλά στη Θεσσαλονίκη που μπορείς να κάνεις. Δεν έχουμε τις μεγάλες βιομηχανίες στην περιοχή. Είμαστε μια πόλη υπηρεσιών που αυτού του είδους οι επενδύσεις μας ταιριάζουν. Θα πρέπει να προσαρμοστεί και η πόλη σε αυτό. Όχληση υπάρχει παντού, μέχρι και στην Νέα Υόρκη, δηλαδή και στις πιο πολυσύχναστες και επαναλαμβανόμενες σκηνές που έχουν αποδοθεί υπάρχει πάντα η όχληση. Η Άνω Πόλη εντυπωσίασε τους ανθρώπους της παραγωγής. Ενώ οι Θεσσαλονικείς της έχουμε γυρίσει την πλάτη. Έχουμε επικεντρωθεί στο ιστορικό κέντρο, στο παραλιακό μέτωπο και η Άνω Πόλη ενώ έχει μια τεράστια ιστορία, ένα τεράστιο ενδιαφέρον αρχιτεκτονικό, εμείς λίγο την ξεχνάμε επειδή δεν βγαίνουμε εκεί τις βόλτες μας.»
Τα γυρίσματα του «Bricklayer» συνεχίζονται, και όπως έχει διαρρεύσει, υπάρχουν σκέψεις και για το sequel της, ενδεχομένως και πάλι στην Θεσσαλονίκη. Πάντως, στη συζήτηση μας με τον Αλέξανδρο Θάνο, μας αποκάλυψε πως υπάρχουν συζητήσεις για δύο ακόμα ταινίες που έχουν την διάθεση να έρθουν για γυρίσματα στην πόλη, αλλά «είναι ακόμα όλα ανοιχτά».