Η τέχνη υπαιθρίως
Λέξεις – εικόνες: Αριστείδης Καρεμφύλλης Η Θεσσαλονίκη σε προκαλεί να την περπατήσεις. Να κατηφορίσεις προς τη θάλασσα. Να γίνεις κομμάτι του πλήθους που σουλατσάρει μόλις δροσίζει η μέρα, λίγο πριν πέσει το σούρουπο. Να δεις άλλη μια φορά τον ήλιο να βουτά στο κόκκινο της δύσης του. Και μετά να απολαύσεις τον περίπατο δίπλα στον […]
Λέξεις – εικόνες: Αριστείδης Καρεμφύλλης
Η Θεσσαλονίκη σε προκαλεί να την περπατήσεις. Να κατηφορίσεις προς τη θάλασσα. Να γίνεις κομμάτι του πλήθους που σουλατσάρει μόλις δροσίζει η μέρα, λίγο πριν πέσει το σούρουπο. Να δεις άλλη μια φορά τον ήλιο να βουτά στο κόκκινο της δύσης του. Και μετά να απολαύσεις τον περίπατο δίπλα στον Θερμαϊκό, στην αγαπημένη μας Νέα Παραλία. Που έγινε φιλόξενο σκηνικό για τα παιδιά με τις κιθάρες, για μίμους και πλανόδιους ζωγράφους, για μικρές μπάντες και μοναχικούς μουσικούς. Κάτω από την αυγουστιάτικη Πανσέληνο γνωρίσαμε μερικούς από αυτούς. Σίγουρα σε κάποια απ΄τις βόλτες σας θα τους έχετε δει ή ακούσει κι εσείς…
Κατηφορίζω τη Γούναρη, γνωστή και ως Ναβαρίνου και τα αφτιά μου γεμίζουν με ήχους. Διάφορες παρέες νέων παιδιών κυρίως, με μια κιθάρα και μια σακούλα μπύρες, περνάνε εκεί τα βράδια τους οικονομικά. Μερικοί περαστικοί κοντοστέκονται να τους ακούσουν. Γωνία Τσιμισκή με Γούναρη είναι ένας μουσικός από τη Βουλγαρία, με μια κιθάρα κι ένα ντέφι δεμένο στο πέλμα, δίνει ένα ρεσιτάλ βαλκανικών ακουσμάτων.
Επόμενη στάση, Νέα Παραλία. Λίγο μετά τον Λευκό Πύργο, βρίσκεται ο Πλάκη με την κιθάρα του. Μια από τις κλασσικότερες μορφές της μουσικής του δρόμου, παίζει και τραγουδάει, προτιμώντας τα έντεχνα τραγούδια. Στον δρόμο, εδώ και τέσσερα χρόνια, όπως μου είπε ο ίδιος, παρέα με τους γνωστούς θαμώνες της περιοχής που αράζουν για λίγο (ή πολύ) στα πεζούλια της Νέας Παραλίας. Ανανεώνει το ραντεβού του με το κοινό που τον ξέρει πια καλά.
Ακριβώς απέναντι, είναι ο Ηλίας ο Grey. Μην πάει ο νους σας στο κακό. Street performer, ή όπως θέλουμε στα ελληνικά να τον παρουσιάζουμε, Μίμος. Ντυμένος στα γκρι, πάνω σε ένα σκαμνάκι με μια μαγκούρα στο χέρι μας χαιρετά ευγενικά. Η φωνή του ακούγεται μόνο όταν προφέρει το όνομά του. Μετά τον κύκλωσαν παιδάκια κι έπρεπε να συνεχίσει το σόου του.
Λίγο πιο κάτω μια παρέα εφήβων. Ένας κύκλος γεμάτος ζωή που πολλοί θα ζήλευαν. Τους συστήνομαι και με χαρά παίρνουν στα χέρια την κιθάρα, και με ελαφρώς παράφωνες φωνές, τραγουδούν και φωτογραφίζονται. Δεν ζητούν λεφτά ούτε φήμη. Απολαμβάνουν την βραδιά και διασκεδάζουν με τον δικό τους ξεχωριστό τρόπο, προκαλώντας ένα μειδίαμα στους περαστικούς για την ανεμελιά που αποπνέουν. Στην κιθάρα και στο τραγούδι, η αξιολάτρευτη Νίκη.
Σε μια από τις ξύλινες προβλήτες στέκεται ο Θοδωρής. Με ένα βιολί κι ένα δοξάρι, ξυπνά τον ρομαντικό μέσα μας. “Κλαίνε” οι χορδές και τον πλησιάζω για να μάθω μερικά πράγματα γι΄αυτόν. Παίζοντας τα τελευταία έξι χρόνια βιολί, αποφάσισε να εκθέσει το ταλέντο του στο δρόμο. Είναι ο νεότερος μουσικός στην περιοχή για δύο λόγους. Αρχικά, γιατί διανύει το εικοστό έτος της ζωής του και έπειτα γιατί στην παραλία μετρά μόλις μια βδομάδα κλασικής μουσικής για ένα βιολί.
Από ένα τέτοιο μικρό κι άτυπο φεστιβάλ τέχνης δεν θα μπορούσε να λείπει κι ένας ζωγράφος (αρχική εικόνα). Αγκαζέ με τα καβαλέτα και τους καμβάδες, καθιστός μπροστά από τις Ομπρέλες και με ένα μολύβι στο χέρι, αποτυπώνει τα πρόσωπα των διαβατών. Η προσήλωσή του στο έργο της στιγμής δεν σου έκανε καρδιά να τον διακόψεις… απλά μένεις εκεί να τον χαζεύεις που σχημάτιζε τα πρόσωπα.
Τέλος η τελευταία φωτογραφία κι ο τελευταίες μουσικός έχουν κάτι από παλιά ελληνική ταινία. Ο Δημήτρης, η Πολυξένη κι ο μικρός τους γιος περνούσαν μπροστά από το πλήθος με μια λατέρνα στολισμένη με φιλότιμο και γαρύφαλλα. Με περηφάνια εκμυστηρεύεται ότι αποτελεί δώρο από τον παππού του Δημήτρη, τον Γεράσιμο, και δέκα χρόνια τώρα είναι στον δρόμο και διασκεδάζουν το πλήθος. Μια διασκέδαση προερχόμενη από την Βέροια, αποδεικνύοντας πως η τέχνη κι η αγάπη για την μουσική δεν γνωρίζουν αποστάσεις και χιλιόμετρα.
Κάπως έτσι, ο περίπατος παρέα με τους διάφορους καλλιτέχνες έφτασε στο τέλος του. Προσέφεραν ένα κύμα συναισθημάτων, δίδαξαν το πλήθος ότι η αγάπη για την τέχνη δεν έχει στεγανά και κυρίως δεν έχει στέγη. Για να συνεχίσει, όμως, αυτή η αγάπη ας δώσουμε ένα κίνητρο. Λίγα μόνο κέρματα σε ένα καπέλο πλάι σε αυτούς τους μουσικούς. Μα κυρίως ένα μικρό σιγοντάρισμα στα τραγούδια που μας λένε, μια υπόκλιση καθώς βουβά μας χαιρετούν και μια πόζα καθώς τους βλέπουμε με τα μολύβια τους στο χέρι.