Η Θεσσαλονίκη ασφυκτιά από τους ρύπους
Τι αναφέρει στην Parallaxi ο Δημήτρης Μελάς, καθηγητής Φυσικής Περιβάλλοντος του ΑΠΘ για την κατάσταση της ποιότητας του αέρα στην πόλη
Εικόνα: Eurokinissi
Πρωί Δευτέρας. Ανυπόμονοι οδηγοί στριμώχνουν τα αμάξια τους στην Εγνατία, γελασμένοι πως θα φτάσουν ένα λεπτό νωρίτερα στη δουλειά τους. Ανάμεσα από τα στενά ασφαλτωμένα περάσματα, που καθορίζουν οι σταματημένες ρόδες, “γλιστρούν” -καμιά φορά θορυβωδώς- μηχανάκια, έως ότου βρεθούν μπροστά στο κοντινότερο φανάρι.
Την ίδια ώρα, σε ένα γραφείο στον τρίτο όροφο, κλείνουν το παράθυρο που κοιτά την Μητροπόλεως, για να ανάψουν το air condition.
Μέσα σε αυτές τις γνώριμες εικόνες μιας μηχανικής αστικής καθημερινότητας -που φαινομενικά μοιάζουν μεταξύ τους ασύνδετες- αιωρείται, χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε τις περισσότερες φορές, ένας αόρατος κίνδυνος· Δεν χρειάζεται να τον δεις. Φτάνει που το νιώθεις στο βάρος της πρωινής σου αναπνοής. Η ποιότητα του αέρα προκαλεί ασφυξία στην πόλη, με τις τιμές των ρύπων να είναι υψηλότερες από τα επιτρεπόμενα ευρωπαϊκά όρια.
Το 2023 μάλιστα, η χώρα μας καταδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα επίπεδα σωματιδιακής ρύπανσης στη Θεσσαλονίκη και για τα ποσοστά διοξειδίου του αζώτου (ΝΟ2) στην Αθήνα. Όσον αφορά την πρώτη περίπτωση, ο Δημήτρης Μελάς, καθηγητής Φυσικής Περιβάλλοντος του ΑΠΘ εξηγεί πως «μετά την καταδίκη, ανατέθηκε ένα έργο από τον Οργανισμό Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής, που ανήκει στο Υπουργείο Ενέργειας και Περιβάλλοντος, έτσι ώστε να μελετηθούν ποιες είναι οι κυριότερες πηγές σωματιδιακής ρύπανσης για τη Θεσσαλονίκη και ποια θα ήταν τα μέτρα εκείνα όπου θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια βελτίωση της κατάστασης. Ένα από τα συμπεράσματα είναι ότι ενδεχόμενα το πιο σημαντικό, το πρώτο μέτρο που θα μπορούμε να πάρει κάποιος είναι να αντικαταστήσει τα συστήματα θέρμανσης με βιομάζα, τα οποία λειτουργούν μέσα στην πόλη, με αντλίες θερμότητας. Οι υπολογισμοί που γίνανε, έδειξαν πως -με ένα όχι απαγορευτικό κόστος- τα επίπεδα ρύπανσης στη Θεσσαλονίκη θα μπορούσαν να οδηγηθούν εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Ωστόσο, «εδώ και περίπου ένα εξάμηνο, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει δημοσιεύσει μια καινούργια οδηγία για την ποιότητα του αέρα, η οποία είναι πολύ αυστηρότερη από την υπάρχουσα. Αν εμείς δεν μπορούσαμε να κρατήσουμε τα ήδη καθαρισμένα όρια -και κάναμε στην ουσία, σχεδιασμό για να καταφέρουμε να βρεθούμε εντός του υπάρχοντος πλαισίου- είμαστε ήδη πολύ πίσω, μιας και δεν θα μπορούμε, σε καμία περίπτωση ούτε καν να πλησιάσουμε τα νέα όρια», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ.Μελάς και στη συνέχεια διευκρινίζει:
«Τα νέα ευρωπαϊκά μέτρα εννοείται πως δεν ισχύουν από σήμερα, αλλά τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να συμμορφωθούν μέχρι το 2030. Δεν νομίζω όμως, τα πράγματα στην Ελλάδα να κινούνται τόσο γρήγορα, ώστε έτσι να μπορούμε να πούμε ότι έχουμε άνετο χρόνο για να φτάσουμε κοντά στο στόχο».
Βέβαια, η υποβάθμιση της ποιότητας του αέρα συνιστά ζήτημα μείζονος σημασίας γενικά, καθώς σχετίζεται επίσης με την εμφάνιση σοβαρών προβλημάτων υγείας, όπως αναπνευστικές και καρδιαγγειακές παθήσεις. Σύμφωνα με έρευνα του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, τα αιωρούμενα μικροσωματίδια ευθύνονταν για περίπου 239.000 θανάτους Ευρωπαίων –οι 10.700 στην Ελλάδα– μέσα στο 2022.
Οι κύριοι παράγοντες που συμβάλλουν στην ατμοσφαιρική ρύπανση είναι οι βιομηχανικές εκπομπές, η κυκλοφοριακή κίνηση, η καύση της βιομάζας, αλλά και οι μετεωρολογικές συνθήκες
Στη Θεσσαλονίκη, όπως προέκυψε από τα συγκριτικά στοιχεία που παρουσίασε η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, η ολοκλήρωση των έργων του Μετρό και ο εκσυγχρονισμός των μέσων μαζικής μεταφοράς συνέβαλαν δραστικά στον περιορισμό -όχι όμως στην εξάλειψη- των υψηλών συγκεντρώσεων των ρύπων στην ατμόσφαιρα της πόλης.
Υπάρχει μάλιστα, σύμφωνα πάντα με τη σχετική ενημέρωση, μια γενικευμένη τάση καθοδικής πορείας των τιμών τον Φεβρουάριο του 2025, συγκριτικά με τους αντίστοιχους μήνες τα προηγούμενα τρία χρόνια.
«Είναι παρά πολύ νωρίς για να μιλήσουμε για πραγματική μείωση. Βέβαια, κάποια ελάττωση θα πρέπει να υπάρχει πια, γιατί μειώνονται οι εκπομπές. Σαφώς και περιορίζονται οι εκπομπές από την κυκλοφορία, όποτε κάποια επίπτωση θα υπάρχει. Έχω όμως μεγάλες αμφιβολίες, αν αυτή μπορεί να αποτυπωθεί σε τόσο μικρό διάστημα», τονίζει από πλευράς του ο κ.Μελάς και συμπληρώνει:
«Είναι τόσοι πολλοί παράγοντες που επηρεάζουν τα επίπεδα ρύπανσης, οι πιο σημαντικές από τις οποίες, που είναι οι μετεωρολογικές συνθήκες, έχουν πολύ μεγάλη μεταβλητότητα και μέσα στο ίδιο έτος και από έτος σε έτος και ούτω κάθε εξής. Αλλά για να μπορέσουμε να πούμε ότι πραγματικά πετύχαμε μια αξιοσημείωτη βελτίωση, θα πρέπει να το παρακολουθήσουμε μερικά χρόνια. Κάθε χρονιά είναι διαφορετική. Το ότι μειώθηκαν οι συγκεντρώσεις σε σύγκριση με την περσινή χρονιά, δυστυχώς δεν λέει και πολλά πράγματα για τις εκπομπές, γιατί τα έτη δεν είναι τα ίδια όσον αφορά τις υπόλοιπες συνθήκες».
Πέρα όμως από τους ενδογενείς παράγοντες που συντελούν στα μη ανεκτά επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης, η Θεσσαλονίκη φαίνεται πως επιβαρύνεται και από τις δραστηριότητες των γειτόνων της.
«Έχουμε ξεκινήσει και το μελετάμε το θέμα, δεν έχουμε τελειώσει την έρευνα, απλώς έχουμε καταλήξει μέχρι στιγμής ότι γενικότερα η γεωγραφική θέση της πόλης κοντά στα σύνορα, έχει ως αποτέλεσμα να δεχόμαστε μεγαλύτερη επίδραση από τους βόρειους γείτονες μας, κάποιοι από τους οποίους έχουν πολύ μεγάλες εκπομπές ρύπων. Όποτε επηρεαζόμαστε περισσότερο από διασυνοριακή ρύπανση, από ό,τι άλλες περιοχές».
Πάντως, παρότι όλες οι πηγές ρύπανσης ενισχύουν στην επιδείνωση της ποιότητας της ατμόσφαιρας, η καύση της βιομάζας είναι εκείνη που προκαλεί στην πόλη τη μεγαλύτερη “ζημιά”.
«Σε σύγκριση με την Αθήνα, η Θεσσαλονίκη έχει σαφώς χαμηλότερες θερμοκρασίες, πράγμα που σημαίνει πως κατά η διάρκεια του χειμώνα χρειαζόμαστε περισσότερο να χρησιμοποιούμε τις κεντρικές θερμάνσεις των κτιρίων και κατά συνέπεια έχουμε περισσότερες εκπομπές σωματιδιακών ρύπων.
Η βιομάζα δεν θα έπρεπε να επιτρεπόταν μέσα στο πολεοδομικό συγκρότημα. Ενδεχόμενα σε περιοχές εκτός πολεοδομικού συγκροτήματος, αλλά όταν έχεις τόσο σοβαρό πρόβλημα με τη σωματιδιακή ρύπανση και η καύση της είναι η σημαντικότερη πηγή κατά τη διάρκεια του χειμώνα, δεν θα έπρεπε σε αυτήν την περίπτωση να το επιτρέψεις.
Αλλά επειδή δεν γίνεται να λειτουργήσει μόνο σαν απαγόρευση, θα πρέπει να υπάρχουν σημαντικά κίνητρα, έτσι ώστε αυτοί που σήμερα το χρησιμοποιούν, γιατί θεωρούν ότι είναι μια φθηνή λύση για τη θέρμανση, να έχουν εναλλακτικές λύσεις που είναι και καλύτερες, όσον αφορά το περιβάλλον, αλλά ακόμα και οικονομικά να είναι συμφερότερες.
Άρα μιλάμε για μια γενναία επιδότηση από το κράτος έτσι ώστε να αντικατασταθούν όλα αυτά τα συστήματα με αντλίες θερμότητας, των οποίων σε γενικές γραμμές το κόστος λειτουργίας τους είναι χαμηλότερο και κυρίως δεν ρυπαίνουν. Θα έπρεπε ήδη αυτή τη στιγμή να συζητάμε για το 2030 και εμείς ακόμα δεν έχουμε κάνει τα μέτρα για να λύσουμε το πρόβλημα που είχαμε τα προηγούμενα χρόνια», καταλήγει ο κ.Μελάς.