Η μυστική υπόγεια Θεσσαλονίκη που κρύβεται κάτω από το 34ο Δημοτικό Σχολείο
Οι είσοδοι που οδηγούσαν στην πεζογέφυρα από όπου μπορούσε ο επισκέπτης να γνωρίσει τον θαυμαστό αυτό αρχαιολογικό χώρο περπατώντας σε ένα υψηλότερο επίπεδο, σφραγίστηκαν, με κάγκελα και λουκέτα. Και δεν ξανάνοιξαν. Εδώ και 10 χρόνια.
Εικόνες: Άγγελος Τσεκούρας – Η αναδημοσίευσή τους χωρίς άδεια αποτελεί αδίκημα
Στην οδό Ιασονίδου στον σημερινό αριθμό 6 (με είσοδο από την οδό Αρριανού στον αριθμό 3) βρίσκεται ένα μοντέρνο νεόκτιστο σχολείο, που λειτουργεί εδώ και 10 χρόνια και κρύβει ζωντανά κομμάτια ιστορίας στα θεμέλια του. Ιστορίας νεότερης, αφού στο οικόπεδο όπου ανεγέρθηκε ήταν κτισμένη η Κεντρική Αστική Σχολή Θεσσαλονίκης που ιδρύθηκε το 1907, αλλά και ακόμη παλαιότερης, που ανασκάφηκε κάτω από αυτήν. Ο θεμέλιος λίθος της σχολής που βρέθηκε στην ανασκαφή μνημονεύει τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ Γ, τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Αλέξανδρο και τον αρχιτέκτονα Ξενοφώντα Παιονίδη, υπεύθυνο αρχιτέκτονα για μερικά από τα ομορφότερα νεοκλασικά της πόλης.
Το 1979 το κτίσμα κατεδαφίστηκε μετά τις βλάβες που υπέστη από τον σεισμό του 1978. Έτσι χάθηκε ένα θαυμάσιο κτίριο αλλά η διάνοιξη των θεμελίων για την ανέγερση του νέου οδήγησε σε μια πραγματικά θαυμαστή ανακάλυψη. Δεν ήταν βέβαια έκπληξη αφού και στα γύρω οικόπεδα, όπως και σε όλο το ιστορικό κέντρο άνωθεν της Εγνατίας, στοιβάδες παλιότερων οικισμών προβυζαντινών και βυζαντινών ορίζουν μια αρχαία πόλη κάτω από την σημερινή Θεσσαλονίκη. Στο δίλημμα Αρχαία ή Σχολείο, παρόμοιο με το γνωστό Αρχαία ή Μετρό που ζήσαμε τα τελευταία 10 χρόνια, οι Αρχαιολόγοι αποφάσισαν αμέσως. Έπρεπε να βρουν ένα τρόπο να συνυπάρξουν και τα δυο. Το εγχείρημα κράτησε σχεδόν 10 χρόνια. Έτσι άλλαξε η μελέτη του νέου σχολικού κτιρίου ώστε να πλαισιώνει τις αρχαιότητες και να τις βάζει στην καθημερινή ζωή του σχολείου για να γίνει τελικά το μουσείο –σχολείο και το σχολείο –μουσείο.
Γνώριζε η 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων τον Γολγοθά που έπρεπε να ανέβουν για να φτάσουν σε μια ιδανική συνύπαρξη. Με μεγαλύτερο εμπόδιο βέβαια την χρηματοδότηση ενός τέτοιου εγχειρήματος. Η ανασκαφή ξεκίνησε από την αείμνηστη Έλλη Πελεκανίδου, αρχαιολόγο στην 9η Εφορεία, τον Ιούλιο του 1995 και ολοκληρώθηκε ένα χρόνο μετά. Τα πρώτα κονδύλια για τη μελέτη διαμόρφωσης του αρχαιολογικού χώρου βρέθηκαν από τον Οργανισμό Πολιτιστικής Πρωτεύουσας ’97 μέσω ενός πρόγραμματος που αφορούσε σε 10 κρυμμένους αρχαιολογικούς χώρους κάτω από τον τίτλο «Άγνωστη Θεσσαλονίκη». Η διαμόρφωση του χώρου ολοκληρώθηκε με το Γ’ Ευρωπαϊκό Πακέτο Στήριξης (2002-2006). Τεχνίτες , όταν ειδικευμένοι εργάτες δούλεψαν εντατικά με την καθοδήγηση αρχιτέκτονα και αρχαιολόγου και συμπλήρωσαν τα γκρεμισμένα τμήματα.
Εκείνη τη χρονιά, το 2006, εγκαινιάστηκε και το 34ο Δημοτικό Σχολείο και για ένα χρόνο υπήρχαν τα κονδύλια να μείνει ανοικτός και επισκέψιμος ο χώρος, με φύλαξη, για έναν περίπου χρόνο. Μετά έκλεισε για πάντα.
Οι είσοδοι που οδηγούσαν στην πεζογέφυρα από όπου μπορούσε ο επισκέπτης να γνωρίσει τον χώρο περπατώντας σε ένα υψηλότερο επίπεδο, σφραγίστηκαν, με κάγκελα και λουκέτα. Και δεν ξανάνοιξαν.
Ο χώρος ξεχάστηκε και ακολούθησε την τύχη των θησαυρών που δυστυχώς «θάβονται» στην Ελλάδα. Η πληθώρα ίσως σ΄αυτόν τον τόπο, δεν δημιουργεί την άνευ εκπτώσεων ανάγκη ανάδειξης της τεράστιας αξίας τους. Και η πολιτεία αποφασίζει πως το κόστος της προσβασιμότητας σ΄αυτούς δεν αποτελεί προτεραιότητα. Και σ΄αυτήν την πόλη που αποτελεί από μόνη της ένα ζωντανό Μουσείο, οι κλειστοί αρχαιολογικοί χώροι είναι πολλοί όπως και αυτοί οι μυστικοί που οι περισσότεροι από μας τους κατοίκους της δεν υποψιαζόμαστε καν ότι υπάρχουν.
Η πρώτη επαφή με τον χώρο γίνεται μέσω ενός φωταγωγού που βρίσκεται στην είσοδο του σχολείου. Σκύβοντας πάνω από το οριζόντιο μεταλλικό πλέγμα παίρνεις μια γεύση από τον υπόγειο οικισμό που απλώνεται στα θεμέλια. Με την άδεια της Αρχαιολογικής υπηρεσίας και τη βοήθεια των δασκάλων, Σοφίας Αξονίδου και Αναστασία Τσαμοπούλου, που έχουν αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση με τον χώρο, ξεναγηθήκαμε σε έναν θαυμαστό, μυστικό χώρο που μας άφησε άφωνους.
Οι δασκάλες των δύο τμημάτων της Δ΄ τάξης: Σοφία Αξονίδου και Αναστασία Τσαμοπούλου περιμένουν την έγκριση και την βοήθεια της Εφορείας Αρχαιοτήτων για να βάλουν σε εφαρμογή ένα πρότζεκτ στο πλαίσιο ενός εκπαιδευτικού προγράμματος πολιτιστικού περιεχομένου που περιλαμβάνει ξεναγήσεις σε αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία με σκοπό να γνωρίσουν οι μαθητές και οι μαθήτριες της Δ΄ τάξης την πόλη και την ιστορία της και να εκφραστούν δημιουργικά (ομάδες συνεργασίας, μουσική, χορός, εικαστικά, θέατρο).
Έχοντας την τύχη να μοιράζονται τον χώρο του σχολείου με τα ανασκαφικά ευρήματα της Πρωτοβυζαντινής εποχής, στα θεμέλια, οργάνωσαν ένα παιχνίδι με τα παιδιά ως ξεναγούς: τα παιδιά ενημερώθηκαν, περπάτησαν, ανακάλυψαν τον χώρο, είναι έτοιμα να τον γνωρίσουν στους υπόλοιπους μαθητές του σχολείου μας ή και άλλων σχολείων και στους γονείς τους, με τη συνεργασία και την επίβλεψη της Εφορείας Αρχαιοτήτων.
Για το σκοπό αυτό ετοίμασαν την γυάλινη αίθουσα του υπόγειου χώρου που μέχρι χθες χρησίμευε ως αποθήκη για να προβάλουν οπτικοακουστικό υλικό και να αναδείξουν τον χώρο και σε άλλα σχολεία.
Οι τρεις βυζαντινές επαύλεις στα θεμέλια του σχολείου
Γύρω στο 400 μ.Χ. γίνεται πρωτεύουσα επαρχίας του Βυζαντινού κράτους. Σε εποχές ακμής ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης αγγίζει τους 250.000 κατοίκους. Εντός των τειχών απλώνεται η πόλη που αποτελείται από κάθετες και οριζόντιες οδούς. Ορισμένοι από τους αρχαίους δρόμους βρίσκονται κάτω από σημερινές οδούς όπως την Εγνατία,τη Φιλίππου, την Αγίου Δημητρίου και την Αγίου Νικολάου.
Μεταξύ τους ορίζονται ευρύχωρα οικοδομικά τετράγωνα. Μέσα σε αυτά χτίζονται με τάξη τα μεγαλύτερα δημόσια κτίρια, τα σπίτια και οι εκκλησίες. Στην κοινωνία της Θεσσαλονίκης αναπτύσσεται μια νέα αστική τάξη από κρατικούς αξιωματούχους που χτίζουν μεγάλα σπίτια στα ελεύθερα οικόπεδα στην ανατολική και βορειοανατολική πλευρά.
Τα σπίτια απλώνονται ως τη σημερινή Άνω Πόλη για να έχουν περισσότερο φως, αέρα και θέα. Με την πάροδο των χρόνων τα σπίτια καταστράφηκαν και θάφτηκαν κάτω από το χώμα. Τα τελευταία χρόνια στην πόλη μας, η αρχαιολογική έρευνα έβγαλε στο φως δέκα αστικές επαύλεις, πλούσια σπίτια που το μέγεθος τους ήταν δέκα φορές μεγαλύτερο από ένα σημερινό σπίτι, κοντά στα χίλια τετραγωνικά μέτρα.
Στο χώρο κάτω απ΄το σχολείο βρέθηκαν τα υπολείμματα τριών πλούσιων σπιτιών της Θεσσαλονίκης του 4ου, 5ου και 6ου αιώνα μΧ. Στο φως βγήκαν τα δωμάτια, τα πηγάδια, οι αυλές.
Οι επάυλεις μοιάζουν με τα αρχαιοελληνικά και τα ρωμαϊκά σπίτια και αποτελούνται από πολλά δωμάτια γύρω από το αίθριο. Το επίσημο δωμάτιο με την πολυτελέστερη διακόσμηση λέγεται τρικλίνιο.
Τα σπίτια έχουν μαγειρείο, χώρους υγιεινής, λουτρό, αποθήκες για να φυλάγουν τα τρόφιμα τους, δεξαμενές – ενυδρεία όπου εκτρέφουν ψάρια για την καθημερινή τους διατροφή και πηγάδια για να παίρνουν νερό.
Οι τοίχοι ήταν χτισμένοι με πέτρες και με πλίνθους, δηλαδή τούβλα και το κονίαμα, δηλαδή ο σοβάς, έχει σχέδια που τα έκαναν οι οικοδόμοι με το μυστρί. Τα μαρμάρινα κατώφλια είχαν κάποτε ξύλινες πόρτες. Τα παράθυρα τους ήταν μικρά και έβλεπαν στο δρόμο. Τοιχογραφίες με όμορφα χρώματα στόλιζαν τους τοίχους και τα δάπεδα καλύπτονταν με ψηφιδωτα ή μαρμαροθετήματα, μικρές μαρμάρινες πλάκες, τις λεγόμενες λατύπες, κομμένες σε γεωμετρικά σχήματα.
Στον αρχαιολογικό χώρο βρέθηκαν νέα στρώματα οίκησης πάνω στις επάυλεις. Επιδρομές των Σλάβων, σεισμοί, επιδημίες και πυρκαγιές κατέστρεψαν τις επαύλεις και στην θέση τους δημιουργούνται μικρότερα σπίτια με τη χρήση των παλιών υλικών. Τα μεγάλα δωμάτια χωρίζονται σε μικρότερα για να χωρέσουν περισσότερες οικογένειες. Κάποιοι χώροι μετατρέπονται σε εργαστήρια.
Ανοίγονται μεγάλα πηγάδια γιατί χρειάζονται περισσότερο νερό, όπως βλέπουμε στον χώρο και φτιάχνονται αγωγοί για εργαστηριακή χρήση. Στα εργαστήρια της Θεσσαλονίκης γινόταν κυρίως η βαφή υφασμάτων.
Αργότερα στον 18ο και 19ο αιώνα αναπτύχθηκαν οι οικογένειες των Ελλήνων εμπόρων, μπήκαν τα θεμέλια για την εκπαίδευση των νέων. Οι ελληνικές οικογένειες μαζί με την εκκλησία συνέβαλαν στην ίδρυση σχολείων. Και στο σημείο ανεγέρθηκε η Αστική Σχολή το 1907.
*Ευχαριστούμε θερμά τον Αναπληρωτή Προϊστάμενο της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης, κ. Ιωάννη Κανονίδη για την βοήθεια του και την άδεια που μας χορήγησε για την επίσκεψη στον χώρο και τις δασκάλες Σοφίας Αξονίδου και Αναστασία Τσαμοπούλου για την ξενάγηση στο χώρο και το ιστορικό υλικό που μας παρείχαν.