Η ιστορία πίσω από την κόκκινη πόρτα του Flou
Μια αφήγηση, μερικές σπάνιες εικόνες, ένας αποχαιρετισμός σε μια εποχή που κράτησε 40 χρόνια.
Εικόνες: Νόπη Ράντη
Το να ολοκληρώνει, έστω και χωρίς τη θέληση του τη διαδρομή του μετά από 40 χρόνια ένας χώρος που έγραψε το δικό του κόμμάτι στην μπαρ ιστορία της πόλης, είναι μεγάλο πράγμα. Γιατί η Θεσσαλονίκη υπήρξε το 80 και το 90 μια σπουδαία μπαρούπολη στο κέντρο της. Με μαγαζιά που λειτούργησαν σαν στέκια και έδωσαν τροφή στις νύχτες μας. Που μας μεγάλωσαν και μας ένωσαν με κοινές εμπειρίες. Με ωραία μεθύσια. Με χορούς σε πάρτι. Με φιλίες και έρωτες που κράτησαν μέχρι σήμερα. Η κόκκινη πόρτα του Flou δεν θα ανοίξει τον επόμενο χειμώνα.
Άνοιξε ένα απόγευμα, που συνάντησα το Μιχάλη και το Λάμπρο και με υποδέχτηκαν σε ένα τόπο που μου γέννησε μια στεναχώρια. Τραπέζια και καρέκλες μαζεμένα. Μισοσκόταδο. Τα μπουκάλια πάνω στη μπάρα. Αλλά πάνω από όλα η απουσία της ζεστασιάς των ανθρώπων.
Ψύχραιμοι απέναντι σε έναν επώδυνο αποχαιρετισμό, ξετύλιξαν το κουβάρι μιας πορείας 40 χρόνων στη νύχτα της πόλης.
‘’Πριν το Φλου σπούδασα στην ΝΟΠΕ έφυγα στο Παρίσι για Μεταπτυχιακά όμως δεν έβρισκα το λόγο γιατί το κάνω, ψαχνόμουν, ήταν εποχή περιπλανήσεων και αναζητήσεων, στα μέσα του 70, τα παράτησα, ανέβηκα για 3 χρόνια στη Σουηδία και πίστευα ότι θα ζούσα έτσι, ταξιδεύοντας και δουλεύοντας όπου λάχει’’ ξεκινά ο Μιχάλης Καρδαχάκης.
‘’Ένα καλοκαίρι που είχα έρθει, με βρήκε ο Γιώργος ο Ζήκας, που έμενε από πάνω. Τότε είχε την Ανατολή στην Απελλού. Μου είπε το σχέδιο του να πάρουμε αυτό το χώρο που ήταν σπίτι, χωρίς πόρτα στο δρόμο, έμπαινες από τη πολυκατοικία.
Ξεκινήσαμε να κάνουμε δουλειές, προέκυψε και ο Δημήτρης ο Φλόκας ως τρίτος συνέταιρος. Επέστρεψα στη Στοκχόλμη να πάρω τα πράγματα μου, αποφάσισα να μείνω. Πήγα έξι μήνες στο Βερολίνο, ο πρώτος καιρός ήταν ωραίος όμως μετά ζορίστηκα. Το Βερολίνο ήταν ξενυχτάδικο, γυρνούσα και έβλεπα τα μαγαζιά.
Τελικά επέστρεψα ήταν ακόμη στις προετοιμασίες μπήκα ξανά στο σχέδιο αλλά στο μεταξύ ο Ζήκας αποφάσισε να ζήσει στην Πάρο. Μου έδωσε το μερίδιο του με την υπόσχεση να τον ξεπληρώσω εν καιρώ.’’
Ο Καρδαχάκης ήταν πάντα νυχτοπούλι. Από παιδί που άκουγε Radio Luxdembourg και το Monte Carlo από ένα παλιό ραδιόφωνο και το πρωί πήγαινε ξενύχτης σχολείο. Τα πρωϊνά κοιμάται και το βράδυ υποδέχεται στο Flou. Για 4 δεκαετίες.
Γιατί το ονόμασε Flou;
΄Πίστευα τότε πως ότι ορίζεις το περιορίζεις. Δεν ήθελα τους ορισμούς. Να είσαι έξω από κατηγορίες. Να μην κατατάσσεσαι.’’
Κοιτάζω μια φωτογραφία που κατέβηκε από ένα τοίχο. Είναι η επιτομή μιας εποχής. Ο Καρδαχάκης και ο Φλόκας. Ένα μεσημέρι πηγαίνουν για μεσημεριανό στο Όλυμπος Νάουσα, στη παραλία και κάνουν μια στάση για να πουν ένα γεια στο φωτογραφείο του Νικολαϊδη.
Το μπαρ άνοιξε φθινόπωρο του 80. Οι μεγάλοι ξύλινοι καθρέφτες ήταν από το θρυλικό ξενοδοχείο Μεντιτερανέ, τα φωτιστικά επιλέχθηκαν στα παλιατζίδικα από τον Καρδαχάκη, οι καρέκλες ήταν από καφενείο της εποχής που έκλεινε και άντεξαν μέχρι σήμερα, τα τραπέζια σχεδιάστηκαν από την Αλέκα Φλόκα.
Στο κέντρο εκείνη την εποχή υπήρχε ήδη το Sante, η Σελήνη, το Banal, ο Λωτός, το Μικρό Καφέ. Όλα είχαν ξεκινήσει εκεί κοντά χρονικά. Ένα δυο χρόνια πριν. Το Berlin που είχε ανοίξει λίγους μήνες πριν και φυσικά ο Δον Κιχώτης του Μπούφη που είχε ανοίξει το 1977.
Με το άνοιγμα του γίνεται μόδα. Εμφανίζονται οι πάντες. Φοιτητές και πανεπιστημιακοί. Κουλτουριάρηδες και φρικιά. Θεατράνθρωποι και μουσικοί.
’Είχαμε παραστάσεις από τα νησιά και το εξωτερικό που είχαμε γυρίσει από μαγαζιά και ελληνικό καλοκαίρι. Η διαφορά μας ήταν ότι το ανοίξαμε με φαγητό. Στους καθρέφτες έγραφε πιάτο ημέρας, 3 προχωρημένες σαλάτες για την εποχή με τόνο και κοτόπουλο, ένα ωραίο σάντουιτς και γλυκό, τούρτα από τη Ρωξάνη.
Ο κόσμος έτρωγε όχι όσο για να βγαίνουν τα έξοδα, το φαγητό έμπαινε μέσα. Το κρατήσαμε δυο χρόνια. Μετά ανέλαβε ο Άγγελος Μπάκας, ο γραφίστας να φτιάχνει κρέπες. Το δοκιμάσαμε και αυτό. ‘’
Συχνάζανε από την αρχή διάσημοι και ωραίοι της εποχής. Από τον Πάνο Θεοδωρίδη, η Αθηνά και ο Γιάννης Μπουτάρης, ο Μαρωνίτης, η Μάρω Καρδάκου και κόσμος του θεάτρου. Αλλά και όλοι οι άνθρωποι των μπαρ της πόλης, που προηγήθηκε ή ακολούθησαν.
Αργότερα η Θέμις Μπαζάκα, η Λυδία Φωτοπούλου, σκηνοθέτες του ΚΘΒΕ, ο Στάικος, ο Ακύλας Καραζήσης, η Λόλα Τότσιου, ο Αμπατζόγλου. Οι ηθοποιοί της Πειραματικής. Ο Γιάννης Μόχλας, η Νόπη Ράντη, φιγούρες του μαγαζιού τόνιζαν το θεατρικό του κλίμα.
Μέχρι το 90 το μπαρ πήγαινε σφαίρα. Τα καλοκαίρια οι ιδιοκτήτες τους που ζούσαν μια ξέγνοιαστη ζωή έτρωγαν στα νησιά όσα έβγαζαν το χειμώνα. Το 90 ανοίγει ο Μύλος. Το κέντρο γνωρίζει πτώση.
Ο Φλόκας το 91-92 αποφασίζει να κατέβει στην Αθήνα για να ζήσει και ουσιαστικά αποχώρησε το 1994. Τα πράγματα δυσκόλεψαν. Για πρώτη φορά μαζεύτηκαν χρέη. Ο Καρδαχάκης βάζει πλάτη με μια εξαιρετική ομάδα παιδιών που δούλευαν εκεί. Το μπαρ αποκτά ένα νέο φανατικό θεατρικό κοινό. Μάλιστα οι φοιτητές και οι ροκάδες της εποχής παραξενεύονταν με τη σύνθεση του κόσμου. Εκεί μαζεύονται και όλοι φοιτητές και οι καθηγητές της σχολής κινηματογράφου της parallaxi που λειτουργούσε τότε.
Το μπαρ αποκτά έντονο θεατρικό και κινηματογραφικό ύφος. Χωρίς να αλλάξει ούτε καρφί στους τοίχους του. ‘Ιδιο και απαράλλακτο πάντα.
Στα Φεστιβάλ ο Χρήστος Βακαλόπουλος, ο Τάκης Σπυριδάκης ήταν πάντα εδώ. Ο Γιώργος Σκούρτης που πρωτοπήγε το 80 και συνέχιζε για χρόνια να κάθεται στο ίδιο σημείο της μπάρας και να το καυχιέται.
‘’Το στιλ του μαγαζιού, που μπορεί να είχε ροκιές όμως έπαιζε ενδιάμεσα και Άμστρογκ ή Πιαφ. Η ατμόσφαιρα, η μουσική βοήθησαν πολύ να καθιερωθούμε. Μουσική έπαιζα εγώ με κασέτες. Η μπαρότσαρκα ήταν κλασική. Περνούσες από διάφορα μαγαζιά στη διάρκεια της βραδιάς. Ήταν σαν συγκοινωνούντα δοχεία.’’ Θυμάται ο Καρδαχάκης.
Εδώ μέσα γεννήθηκαν θρυλικά ειδύλλια, γεννήθηκαν γάμοι. Ένα κορίτσι είκοσι χρόνων εκμυστηρεύτηκε μια νύχτα ότι εκεί μέσα γνωρίστηκαν οι γονείς του.
Αλλά και χωρισμοί. Και τσαμπουκάδες σε πιο άγριες εποχές. Υπήρξαν και κυνηγητά στα γύρω στενά, πανκιά που πλακώνονταν στο πάρκο με τζάνκια. Η περιοχή πέρασε και κακόφημη εποχή. Παιδιά που καθόταν έξω στο δρόμο με μπύρες στα χέρια που μπορεί να εκσφενδονίζονταν.
Μια εποχή εμφανίστηκε μια λούμπεν παρέα. Κάτι περίεργοι τύποι που δημιουργούσαν σκηνικά. Ο Ταρζάν ένας λαχειοπώλης και μερικοί ακόμα. Ο Καρδαχάκης έλειπε από την πόλη. Όταν επέστρεψε από ένα ταξίδι του είπαν ότι γίνεται σκηνικά. Προκαλούσαν. Τότε αποφάσισαν με το Φλόκα να μάθουν καράτε, μέσα στο άγχος για να αντιμετωπίσουν την απειλή. Σε ένα βράδυ που ξεκίνησε μια φασαρία , όταν ήρθαν πιωμένοι, έπεσαν πάνω τους, σαν αμερικάνο b-movie, στην πόρτα του μαγαζιού, δημιουργήθηκε μια μπάλα από σώματα, δοκίμασαν μια στάση taekwodo και οι μάγκες το βαλαν στα πόδια!
Μια άλλη φορά την πρώτη χρονιά που είχε ανοίξει το μαγαζί ένας τύπος που είχε ένα κακόφημο μπαρ με γυναίκες προσπάθησε να κάψει το Flou και άλλα μαγαζιά, με ένα φυτίλι βουτηγμένο σε εύφλεκτο υλικό, γιατί μαζί με τα άλλα μπαρ που άνοιγαν τριγύρω άλλαζαν την πιάτσα της περιοχής.
Ο Λάμπρος Μπενετάτος ερχόταν από φοιτητής το 92 ως θαμώνας σε ένα πάρτι Τσικνοπέμπτης ντυμένος πειρατής. Εννιά χρόνια αργότερα εντάχθηκε στην ομάδα και συνέβαλε στην ανανέωση του και στην ιστορία του μέχρι το τέλος.
Στο Flou σύχναζαν ως θαμώνες και σπουδαίοι μουσικοί. Ο Τάσος Μισυρλής, ο Φλώρος Φλωρίδης, o Μπάμπης Παπαδόπουλος, ο Καπετάνακης, ο Γιώργος Σμυρνής, ο Δημήτρης Γιαλαμάς και άλλοι από το τζαζ σκηνή της πόλης, ο Γιάννης Οικονομίδης, η Λόλα Τότσιου, η Λυδία με το Στέργιογλου και τον Ηρακλή Πασχαλίδη, ο Μαγγίνας, η Σαββίνα Γιαννάτου, ο David Lynch, to Jazz in Christmas. Θρυλικά πάρτι πρωτοχρονιάς, Τσικνοπέμπτες με καρναβάλια. Ο Στέργιος Μακαβαίος, η Στελλίνα, ο Κώστας Παπούλας, ο Κωνσταντίνος, η Πωλίνα, η Χριστίνα και δεκάδες άλλοι που πέρασαν στα χρόνια από τα πόστα του.
Το βιβλίο αναμνήσεων του Flou είναι ατέλειωτο. Για όλη την πόλη. Αλλά και για την Αθήνα και για τους επαρχιώτες φοιτητές που το τίμησαν χιλιάδες νύχτες. Και για τους ξένους που ήρθαν ως τουρίστες και γνώρισαν το θρύλο του.
Όμως όπως όλες οι ωραίες ιστορίες υπάρχει και ένα τέλος.
Η οικοδομή ανήκει στους κληρονόμους δυο επιχειρηματικών που αποφάσισαν να μην συνεχίσει τις μισθώσεις και να πουλήσει το ακίνητο ολόκληρο. Επενδυτές από το Ισραήλ αγοράζουν όλη την πολυκατοικία για να τη μετατρέψουν σε ξενοδοχείο.
Το τέλος μιας ιστορίας 40 χρόνων έρχεται αυτό το καλοκαίρι.
Ένα κάδρο του Γιάννη Παντή ασήκωτο στις κούτες. Σαν ερωτικός χωρισμός ασήκωτος. Τα σχόλια του κόσμου στο fb μετά την ανάρτηση του Καρδαχάκη έφερε ψυχική αναστάτωση. Οι μνήμες μιας πόλης, τα κομμάτια της ζωής μας. Μια εποχή που τελειώνει.
Το Flou θα ζει πάντα στις καρδιές μας. Κάθε φορά που ένα κομμάτι που χορέψαμε ακούγεται σε ένα ραδιόφωνο. Που ένας περίπατος θα μας φέρνει στη γειτονιά του Λευκού Πύργου. Που η κουβέντα μιας παρέας θα ξετυλίγει ωραίες αναμνήσεις. Σαράντα χρόνια σε ένα μπαρ.
Διαβάστε επίσης