80 χρόνια από το Ολοκαύτωμα στο Κωσταράζι της Καστοριάς
Σαν σήμερα, 13 Απριλίου 1944, οι γερμανικές κατοχικές δυνάμεις πυρπολούν το Κωσταράζι και του δίνουν το τελειωτικό χτύπημα.
Λέξεις: Μαλαματή Καρακώστα – Όλγα Γεωργοπούλου
13 Απριλίου 1944 ανήμερα Μεγάλης Πέμπτης, οι Γερμανοί στρατιώτες των κατοχικών δυνάμεων πυρπολούν και καταστρέφουν συθέμελα το Mαρτυρικό Κωσταράζι για αντίποινα.
Το Παλαιό Κωσταράζι αναπόφευκτα, λόγω της γεωγραφικής του θέσης, αποτέλεσε ορμητήριο πολλών αντάρτικών ομάδων με αποτέλεσμα να το πληρώσει ακριβά…
Κι αν το 1912, μετά την καταστροφή του χωριού από τους υποχωρούντες Οθωμανούς oι Κωσταραζινοί επέστρεψαν και το αναστήλωσαν, στις 13 Απριλίου του 1944, οι γερμανικές κατοχικές δυνάμεις, πυρπολούν το Κωσταράζι ως αντίποινα και του δίνουν το τελειωτικό χτύπημα.
Η πληροφορία των Γερμανών
Οι γερμανικές υπηρεσίες της Θεσσαλονίκης, είχαν αποσπάσει πληροφορίες από άτομο που ανέκριναν, πως ο μυλωνάς Δημήτριος Γάβρος από το Κωσταράζι συνεργαζόταν με τους αντάρτες.
Συγκεκριμένα, οι πληροφορίες τους ανέφεραν πως ο Γάβρος είχε εφοδιάσει τους αντάρτες με μπαταρία από το μύλο του για τον ασύρματό τους. Με βάση την πληροφορία αυτή, δόθηκε εντολή από τη Θεσσαλονίκη να οργανωθεί επιχείρηση εναντίον του Κωσταραζίου, αλλά και άλλων χωριών στο Άσκιο.
Στα πλαίσια της παραπάνω εντολής, ανατέθηκε από τον φρούραρχο Καστοριάς Χίλντενμπραντ στον Λοχία της Στρατιωτικής Χωροφυλακής Μίχαελ Έμπνερ, η οργάνωση επιχείρησης εναντίον του Κωσταραζίου, με σκοπό την καταστροφή του μύλου και τη σύλληψη ζωντανού ή νεκρού του ιδιοκτήτη του.
Η είσοδος Γερμανών και κομιτατζήδων στο Κωσταράζι
Στις 12 Απριλίου ο Έμπνερ με δύναμη διακοσίων περίπου Γερμανών στρατιωτών από το Αμύνταιο με την υποστήριξη πενήντα κομιτατζήδων, μετέβησαν στο Κωσταράζι.
Ξημερώματα λοιπόν και οι κάτοικοι ξεκινούσαν για τις δουλειές τους, όταν κάποιοι κτηνοτρόφοι από το ύψωμα Σκάλα είδαν τους Γερμανούς που έρχονταν από τη τοποθεσία ”Φούσια”, αμέσως ειδοποίησαν το χωριό.
Φυσικά, μετά την σφαγή της Κλεισούρας μία βδομάδα νωρίτερα, οι περισσότεροι κάτοικοι, κυρίως άντρες και νέοι, προσπάθησαν να διαφύγουν στα γειτονικά δάση.
Οι Γερμανοί κατέλαβαν θέσεις κατά μήκος του αντερείσματος του υψώματος Σκάλα και απέναντι από τη θέση Ρόβια και πυροβολούσαν εναντίον αυτών που διέφευγαν. Από τα γερμανικά πυρά σκοτώθηκε ο δωδεκάχρονος Δημήτριος Τσότσος του Θωμά.
Στη συνέχεια, ο Έμπνερ συγκέντρωσε όσους απέμειναν στο χωριό, άντρες και γυναίκες, στην κεντρική πλατεία. Διαβεβαίωσε τους κατοίκους πως δε θα τιμωρηθεί κανείς, αρκεί να επιστρέψουν όλοι στο χωριό.
Κυρίως όμως, με την απειλή της εκτέλεσης είκοσι κατοίκων, απαίτησε την επιστροφή των μυλωνάδων Γάβρου και του συνεταίρου του Αντρέα Μότσιου.
Για να ειδοποιήσει τους διαφυγόντες στα δάση, έστειλε τον Δημήτριο (Τάκα) Τσιτσή ντυμένο με άσπρη πουκαμίσα, ώστε να είναι διακριτός από τα γύρω φυλάκια και κυρίως από τους Γερμανούς στρατιώτες που αναμένονταν από την Κοζάνη.
Πολλοί από τους κατοίκους γύρισαν, κυρίως οι μεγαλύτεροι, οι περισσότεροι όμως όχι. Καθώς ο Γάβρος δεν εμφανίστηκε, έστειλαν να τον φωνάξει η γυναίκα του, επίσης ντυμένη στα λευκά.
Πράγματι, αυτός παρουσιάστηκε και ακολούθησε η ανάκρισή του και η κακοποίησή του.
Τέλος, αφού τον έστειλαν υπό την επίβλεψή τους να μαζέψει λίγδα και αβγά από τα σπίτια του χωριού, τον εκτέλεσαν -αφού δεν ομολόγησε- μέσα στο χωριό, στη θέση «Ζολώτα», μπροστά στα μάτια των κατοίκων.
Ο καταζητούμενος συνέταιρός του δεν εμφανίστηκε κι έτσι γλίτωσε το θάνατο.
Γύρω στο μεσημέρι της ίδιας μέρας και ενώ διαδραματίζονταν όλα αυτά, φάνηκε να έρχεται προς το Κωσταράζι και άλλη φάλαγγα Γερμανών στρατιωτών από την Κοζάνη από τον αμαξιτό δρόμο που οδηγούσε στο χωριό.
Όταν έφτασε στην τοποθεσία ”Φεγγά Αλώνια”, ανέκοψε την πορεία της βλέποντας τρεις φωτοβολίδες, που εκτόξευσαν οι στρατιώτες που ήδη βρίσκονταν μέσα στο χωριό, ως ένδειξη μη ύπαρξης κινδύνου και αποχώρησαν.
Αυτή η αλλαγή των σχεδίων, όπως φημολογούνταν τότε, ήταν ευτύχημα διότι εάν έφτανε πρώτη η φάλαγγα από την Κοζάνη, θα προέβαινε σε σφαγές καθώς ήταν επηρεασμένη από τις πληροφορίες που συγκέντρωνε από τα διάφορα χωριά που βρίσκονταν στο δρόμο τους και περιέγραφαν το Κωσταράζι ως τόπο συγκέντρωσης και εξόρμησης αντάρτικων ομάδων.
Ωστόσο, οι Γερμανοί παρέμειναν την υπόλοιπη ημέρα και διανυκτέρευσαν στο χωριό, επιτείνοντας την αγωνία των κατοίκων για επικείμενη πυρπόληση ή εκτέλεση.
Τα τραγικά γεγονότα της 13ης Απριλίου
Και ξημέρωσε η αποφράδα ημέρα της 13ης Απριλίου 1944. Πρωί πρωί, από στόμα σε στόμα διαδόθηκε η διαταγή των Γερμανών μέσω του διερμηνέα τους:
«Όλοι οι κάτοικοι του χωριού να το εγκαταταλείψουν και να συγκεντρωθούν στ’ Μπελλ’ τ’ Γκουρτσιά (Τρανή Στράτα). Όσοι δεν το εγκαταλείψουν και βρεθούν μέσα στο χωριό θα εκτελεστούν».
Το γρήγορο χτύπημα της καμπάνας μετέφερε το μήνυμα του θανάτου από άκρη σε άκρη. Απερίγραπτα τραγικά γεγονότα έζησαν οι Κωσταραζινοί. Όσοι ζουν, θυμούνται και μας τα εξιστορούν με δακρυσμένα μάτια ακόμα κι ας πέρασαν τόσα χρόνια.
«Να μη ζήσετε εσείς αυτά που ζήσαμε εμείς!» λένε…
Θυμούνται τη Βάγια τη λεχώνα, τυλιγμένη με μια κουβέρτα, μέσα στα αίματα ακόμα και την πεθερά της με το νεογέννητο μωρό στην αγκαλιά, να ανεβαίνουν το λάκκο τ’ Μότσιας για να εμφανιστούν μπροστά στους Γερμανούς στρατιώτες.
Ακόμα ηχεί στ΄ αυτιά τους ο ήχος της μπότας των Γερμανών, «γκαπ γκουπ!» όπως χαρακτηριστικά διηγούνται, που σκόρπιζε τον τρόμο και την απελπισία.
Σταμάτησε ο νους!…
Κυριολεκτικά έχασε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Τι να πάρουν τα δυο χέρια του ανθρώπου;
Αρπάζουν το καβάδι, τα τσαράπια, ένα πισνίκ’ ψωμί, αλλά τα παρατούν για να πάρουν το μωρό που κλαίει αγκαλιά. Η αλληλεγγύη περίσσεψε εκείνες τις ώρες. Βοηθούσε ο ένας τον άλλον όπως μπορούσε.
Καθώς ο φόβος της ομαδικής εκτέλεσης έζωνε τις καρδιές τους, με κλάματα αγκαλιάζονταν για τον «τελευταίο ασπασμό» όπως χαρακτηριστικά εξιστορούν μέχρι σήμερα όσοι έζησαν την τραγωδία και είναι στη ζωή ζωντανοί. Ζητούσαν την αλληλοσυγχώρεση, ακόμα και οι μαλωμένοι μεταξύ τους κάτοικοι, για να είναι έτοιμοι για το στερνό ταξίδι.
Όταν όλοι συγκεντρώθηκαν στην είσοδο του χωριού, διαχωρίστηκαν οι άντρες από τα γυναικόπαιδα. Με την απειλή των πολυβόλων διασκέδαζαν οι Γερμανοί, στρατιώτες διατάζοντας τους άντρες άλλοτε να γονατίζουν και άλλοτε να σηκώνονται όρθιοι.
Πίσω από την πρώτη γραμμή των αντρών, κάποιοι προσπαθούσαν να γλιστρήσουν προς την πλαγιά, ώστε αν άρχιζαν οι πυροβολισμοί να έτρεχαν στην κατηφοριά να σωθούν. Ξαφνικά, μαύροι καπνοί ξεπήδησαν απ’ το χωριό.
Φλόγες τύλιξαν την εκκλησία και το σχολείο, ο γυναικωνίτης και η σκεπή της εκκλησίας σωριάστηκαν μεμιάς! Κανείς όμως δεν έκλαιγε, κανείς δε στέναζε καθώς η απειλή του θανάτου πάγωνε τις αισθήσεις.
Μάλιστα 2 γέροντες οι Δημήτριος Τσούγγος και Ιωάννης Νατσούλης αλλά και δύο βρέφη, που λόγω ακριβώς της ηλικίας τους παρέμειναν στα σπίτια, εκτελέστηκαν ή σκοτώθηκαν εξαιτίας της κατάρρευσης των σπιτιών μετά την πυρπόληση.[1]
Ο διοικητής της διλοχίας των SS από τη Σιάτιστα[2], που είχε φτάσει την ίδια μέρα στο χωριό για να ενισχύσει τις επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών στο Άσκιο, ήταν αποφασισμένος να εκτελέσει όλους τους άντρες. Μόνο μετά από την παρέμβαση του Έμπνερ, η οποία αποδείχτηκε σωτήρια, μεταπείστηκε ο διοικητής των SS.
Παρ΄ όλο που η ίδια μονάδα των SS πυρπόλησε το χωριό… ως εκ θαύματος, η εκτέλεση ματαιώθηκε και οι άντρες αφέθηκαν στα χέρια τις Βέρμαχτ!
Οι Γερμανοί αποχώρησαν παίρνοντας μαζί τους 78 άντρες, συμπεριλαμβανομένου και του προέδρου Λεωνίδα Βύρου και του αντιπροέδρου Ιωάννη Μιχαλάκα, με τη δικαιολογία ”… για να μην τους πάρουν οι αντάρτες.” και μεταφέρθηκαν στην Καστοριά όπου και φυλακίστηκαν.
Μετά από τις ενέργειες του Μητροπολίτη Νικηφόρου και του Νομάρχη Πέτροβα και με τη σύμφωνη γνώμη του Χίλντενμπραντ αποφυλακίστηκαν περίπου μια βδομάδα αργότερα.
Ο θρήνος και ο ξεριζωμός
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών οι Κωσταραζινοί μπόρεσαν να θρηνήσουν τα σπίτια και το νοικοκυριό τους. Διακόσια εξήντα τρία σπίτια καταστράφηκαν και σώθηκαν με μικρές ζημιές μόνο δέκα τέσσερα. Οι πυροπαθείς οικογένειες ήταν διακόσιες εβδομήντα επτά.
Μια εβδομάδα αργότερα, όταν ελευθερώθηκαν οι εβδομήντα οκτώ άντρες, όλες οι οικογένειες χωρίς να έχουν διασώσει τίποτε από το νοικοκυριό τους, αναγκάστηκαν με πόνο ψυχής να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και το Κωσταράζι και να μετοικήσουν στα γειτονικά χωριά, το Άργος Ορεστικό, Καστοριά, το Μαυροχώρι, την Μηλίτσα κ.α.
Ωστόσο, το διάστημα έως και την αποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων από την Καστοριά, τον Σεπτέμβριο του 1944, οι κάτοικοι σταδιακά άρχισαν να επιστρέφουν στον τόπο τους, ήδη από την περίοδο του θερισμού για την ανάγκη καλλιέργειας των χωραφιών τους.
Διαμένοντας στις καλύβες που διατηρούσαν και στα υπόγεια των σπιτιών που είχαν μερικώς διασωθεί μαζί με άλλες οικογένειες, παρέμειναν στο χωριό περίπου μέχρι τα μέσα του 1947.
Την περίοδο αυτή, εν μέσω των εμφυλιοπολεμικών συγκρούσεων και των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του Εθνικού Στρατού, την Άνοιξη του 1947 πραγματοποιήθηκαν μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών από τις ορεινές περιοχές της υπαίθρου.
Με τη βοήθεια του Εθνικού Στρατού οι κάτοικοι του Κωσταραζίου αναγκάστηκαν να εκκενώσουν για ακόμα μια φορά τον οικισμό, μόλις λίγα χρόνια μετά την πυρπόλησή του, και να μετακινηθούν στο Άργος Ορεστικό καθώς μαζί με το Βογατσικό και την πόλη της Καστοριάς θεωρούνταν ασφαλής περιοχή, λόγω του χαμηλού υψόμετρου.
Το ερημωμένο Κωσταράζι, λόγω των συγκρούσεων δεν επανακατοικήθηκε, ώσπου με τη λήξη του Εμφυλίου πολέμου, αποφασίστηκε για λόγους ασφαλείας να δημιουργηθεί νοτιότερα, το 1950 ο νέος οικισμός και οι κάτοικοί του διατηρώντας άσβεστη τη μνήμη να καταφέρουν να «ξαναγεννηθούν».
Από εκεί και πέρα, το Κωσταράζι στις συνειδήσεις όλων θα έμενε ως Παλαιό… και οι πολύπαθοι κάτοικοί του, θα ξεκινούσαν μια νέα και δύσκολη αρχή δημιουργώντας το Νέο πλέον Κωσταράζι.
Πηγή: kostarazi24.blogspot.com