83 χρόνια από την έναρξη της σκληρής βουλγαρικής κατοχής
Η ιστορία της περιόδου 1941 - 1944
Λέξεις: Σπύρος Κουζινόπουλος
Λίγες μόλις ημέρες μετά την κατάληψη της Ελλάδος από τα χιτλερικά στρατεύματα, τον Απρίλιο του 1941, οι Γερμανοί ανέθεσαν στη σύμμαχό τους Βουλγαρία, μετά από απαίτηση της φασιστικής κυβέρνησης της Σόφιας, τον στρατιωτικό έλεγχο της ανατολικής Μακεδονίας και της δυτικής Θράκης. Άρχιζε έτσι η σκληρή περίοδος της βουλγαρικής Κατοχής με εκτελέσεις, βασανιστήρια, ολοκαυτώματα και προσπάθεια βίαιου αφελληνισμού της περιοχής.
Για το ζήτημα αυτό, προηγήθηκαν στις αρχές Απριλίου 1941 οι απευθείας επαφές που είχε ο τσάρος της Βουλγαρίας, Βόρις, με τον Χίτλερ στο Βερολίνο, ενώ ο υπουργός των Εξωτερικών Ποπόφ, εξέφραζε την ελπίδα για νίκη του Άξονα στα Βαλκάνια.
Μετά την υπογραφή συμφωνίας μεταξύ Γερμανίας-Βουλγαρίας, με την οποία η δεύτερη αναλάμβανε την «διαφύλαξη της ησυχίας και της τάξης» στις κατειλημμένες από τη Βέρμαχτ περιοχές της Ανατ. Μακεδονίας και Δυτ. Θράκης, τα βουλγαρικά στρατεύματα άρχισαν στις 18 Απριλίου την κατάληψη των ελληνικών περιοχών που βρισκόταν ανατολικά από το Στρυμόνα. Αντικαθιστώντας έτσι τα γερμανικά στρατεύματα, τα οποία περιορίστηκαν στη φύλαξη μιας στενής λωρίδας στον Έβρο, κατά μήκος των ελληνοτουρκικών συνόρων και σε μία μικρή φρουρά στην Καβάλα.
Η κατάληψη ολοκληρώθηκε στις 20 Απριλίου και μέχρι τις 22 Απριλίου 1941 τα βουλγαρικά στρατεύματα είχαν προωθηθεί ως τον ποταμό Στρυμόνα και τα τουρκικά σύνορα. Μετά από αυτό, ο φασίστας πρωθυπουργός της Βουλγαρίας, Μπογκντάν Φίλοφ πραγματοποίησε επίσκεψη στην βουλγαροκρατούμενη περιοχή από τις 28 ως τις 30 Απριλίου.
Πολιτική ενσωμάτωσης
Από την πρώτη στιγμή στις κατακτημένες περιοχές ακολουθείται πολιτική ενσωμάτωσης στο βουλγαρικό κράτος. Από τις 5 Μαίου καταλαμβάνονται όλες οι δημόσιες θέσεις από βουλγαρικές διοικητικές αρχές και η Αν. Μακεδονία και η Δυτ. Θράκη αποτελούν στο εξής ιδιαίτερη επαρχία του βουλγαρικού κράτους με το όνομα «Μπελομόριε», από το Bjalo More, όπως ονομάζεται στα βουλγαρικά το Αιγαίο. Ως τις 10 Μαίου είχαν καταργηθεί όλες οι ελληνικές αρχές.
Οι βουλγαρικές προθέσεις στην κατεχόμενη ανατολική Μακεδονία και Θράκη, εκδηλώθηκαν πολύ γρήγορα. Η Σόφια επιδίωξε εξ αρχής τον ταχύτατο εκβουλγαρισμό της περιοχής και την προσάρτησή τους στη βουλγαρική επικράτεια. Περισσότεροι από 100.000 Έλληνες κάτοικοι, αναγκάστηκαν να πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς, περνώντας το Στρυμόνα και καταφεύγοντας δυτικά από τη βουλγαρική ζώνη, στη γερμανοκρατούμενη περιοχή, γνωρίζοντας τη σκληρότητα του βουλγαρικού κατοχικού στρατού και τα ασφυκτικά εναντίον τους μέτρα της βουλγαρικής διοίκησης. Η κυβέρνηση του βασιλιά Βόρις, θεωρώντας τη διανομή των ελληνικών εδαφών που τους είχαν παραχωρηθεί από τον Χίτλερ ως μόνιμη, άρχισαν αργότερα να έχουν βλέψεις και κατά του υπόλοιπου τμήματος της Μακεδονίας που βρισκόταν υπό Γερμανική κατοχή.
Με την είσοδο των Βουλγάρων για τρίτη φορά στην ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη, θα αλλάξει ριζικά για μια ακόμη φορά η ζωή των κατοίκων. Στις 5 Μαΐου ο Διοικητής του στρατού κατοχής των Νομών Σερρών και Δράμας, συνταγματάρχης Μαντσούκωφ, ειδοποιούσε με ειδική διαταγή τους κατοίκους των περιοχών «προς γνώσιν και συμμόρφωσιν» για τα παρακάτω:
«Αριθ. Διαταγής 7/3755
Συμφώνως της ως άνω διαταγής της 3 τρέχοντος του μηνός 1941 του Διοικητού των Βουλγαρικών Στρατιωτικών Αρχών Κατοχής Ανατ. Μακεδονίας και Θράκης από σήμερον 5 Μαϊου 1941 εγκαθίσταται ολοκλήρως η Βουλγαρική και Πολιτική κατοχή άνωθεν της Γραμμής Δοξάτου, ποταμός Αγγίτης, Σταθμός Αγγίστης (εκτός), Τσιφλίκ, Μπάνιτσα, χωρίον Κεφαλάρι, χωρίον Κωνσταντινιά και χωρίον Κρώμνη. Η ίδια Διοίκησις έρχεται επ’ ονόματι του ιστορικού δικαίου της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της τάξεως όλων των κατοίκων της περιφερείας ταύτης. Φωτεινόν μέλλον αναμένει όλους τους κατοίκους της ισχυράς και ηνωμένης Βουλγαρίας. Καλώ τους κατοίκους της κατεχομένης ζώνης να είναι εις γνώσιν και ολοκλήρως να συμμορφωθούν εις τας κάτωθι διατάξεις: 1ον) Από σήμερον αι Πολιτικαί και διοικητικαί αρχαί αναλαμβάνουν τα καθήκοντά των. 2ον) Από σήμερον η επίσημος ομιλουμένη και γραφομένη γλώσσα εις όλας τας Δημοσίας υπηρεσίας και παντού θα είναι η βουλγαρική….».
Ακολουθούσαν είκοσι απαγορευτικές διατάξεις με τις οποίες καθορίζονταν οι οικονομικές συναλλαγές των ανθρώπων, η συμπεριφορά και γενικά ο τρόπος ζωής τους, ενώ βαρύτατες θα ήταν οι κυρώσεις σε περίπτωση που κάποιος θα παρέβαινε μια από αυτές. Οι διατάξεις συμπεριλάμβαναν και τις περιπτώσεις εκείνες των βιαιοπραγιών και σαμποτάζ που θα τιμωρούνταν αυστηρότατα.
Περισσότερο όμως σκληρές θα ήταν οι «επί μέρους» βουλγαρικές διαταγές που θα τοιχοκολλούνταν κάθε τόσο στα δημόσια καταστήματα, στις πλατείες και στα κεντρικά περάσματα. Μια από αυτές ήθελε την αναγραφή στη βουλγαρική γλώσσα όλων των επιγραφών των καταστημάτων και των δημοσίων ή ιδιωτικών γραφείων μέσα σε χρονικό διάστημα δεκαπέντε ημερών.
Προσπάθεια επέκτασης και στην υπόλοιπη Μακεδονία
Οι βουλγαρικές αρχές, δεν περιορίστηκαν στο «δώρο» του Χίτλερ για την εισβολή τους στην Ανατολική Μακεδονία και Δυτική Θράκη, αλλά επεδίωξαν να πατήσουν πόδι και στην υπόλοιπη Μακεδονία, αναπτύσσοντας ένα πυκνό προπαγανδιστικό δίκτυο.
Τον Ιούλιο του 1943, οι Βούλγαροι φασίστες θα προσπαθήσουν ανεπιτυχώς να πάρουν στην κατοχή τους και την κεντρική Μακεδονία, ως «δώρο» για τη συνέχιση της παραμονής της Βουλγαρίας στον Άξονα. Η είδηση εκείνη, ξεσηκώνει τον ελληνικό λαό και με πρωτοβουλία του ΕΑΜ, διοργανώνονται ογκώδη μαχητικά συλλαλητήρια σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και όλες σχεδόν τις πόλεις και κωμοπόλεις της Μακεδονίας. Στο συλλαλητήριο της Αθήνας, τα γερμανικά τανκς ρίχνονται πάνω στους διαδηλωτές. Στις συγκρούσεις που ακολουθούν, έπεσαν νεκροί 53 διαδηλωτές, ανάμεσά τους και οι φλογερές αγωνίστριες Παναγιώτα Σταθοπούλου και Κούλα Λίλη, ενώ τραυματίστηκαν 280 διαδηλωτές και συνελήφθησαν από τους Γερμανούς 500 άτομα.
Στη Θεσσαλονίκη, στις 10 Ιουλίου 1943, είχε οργανωθεί παλλαϊκή 24ωρη απεργία, με τη συμμετοχή όλου του πληθυσμού, ενώ συγκροτήθηκαν ογκώδεις διαδηλώσεις τόσο στο κέντρο της πόλης (στις οδούς Τσιμισκή και Νίκης), όσο και στις συνοικίες. Συλλαλητήρια, είχαν πραγματοποιηθεί επίσης από 5-10 Ιουλίου 1943 στο Κιλκίς, το Λαγκαδά, την Έδεσσα, τη Βέροια, την Κοζάνη, τα Γιαννιτσά κ.α. Είχε αφήσει εποχή το συλλαλητήριο κατά της καθόδου των Βουλγάρων φασιστών, που είχε πραγματοποιηθεί στη Νιγρίτα, τις ίδιες μέρες, καθώς είχαν πάρει μέρος πάνω από 15.000 λαού, δύο φορές δηλαδή περισσότεροι από τους κατοίκους που είχε η πόλη της Νιγρίτας, καθώς είχαν καταφθάσει αγρότες από όλες τις περιοχές της σημερινής επαρχίας Βισαλτίας. Με τον Γραμματέα του ΕΑΜ Νιγρίτας, Γιώργη Τσαρουχά, να εκφωνεί πατριωτικό λόγο, συνεγείροντας τα πλήθη.
Όπως έγραφε σε ρεπορτάζ της η μυστική εφημερίδα Ελευθερία, όργανο του ΕΑΜ Μακεδονίας:
Η Μακεδονία ολόκληρη συνταράχτηκε από ένα τεράστιο κύμα παλλαϊκών απεργιών και διαδηλώσεων. Οι καταγανακτισμένες μάζες του λαού μας ξεχύθηκαν στους δρόμους των Μακεδονικών πόλεων… για το καινούριο έγκλημα του διαμελισμού της Μακεδονίας και της παράδοσης της Κεντρικής Μακεδονίας στους Βουλγάρους δολοφόνους φασίστες. Η Μακεδονική ύπαιθρος αντιλάλησε από τις μαχητικές κραυγές του λαού μας: Θάνατος και κατάρα στους δολοφόνους φασίστες. Έξω από τη χώρα μας οι Βούλγαροι, Γερμανοί και Ιταλοί κατακτητές. Κάτω οι εκτελέσεις και το αίσχος της ομηρίας. Ζήτω η ενιαία, ακέραια και ελεύθερη Ελλάδα μας.
Λίγο μετά την είσοδό τους στη χώρα μας, στις 25 Απριλίου 1941, οι βουλγαρικές αρχές κατοχής επέβαλαν στους καταστηματάρχες να αλλάξουν τις επιγραφές των καταστημάτων τους στα βουλγάρικα, απαγόρευσαν στους έλληνες γιατρούς και δικηγόρους να ασκούν επάγγελμα, τοποθέτησαν δικές τους δημοτικές και κοινοτικές αρχές, επιχείρησαν βίαιο εκβουλγαρισμό του πληθυσμού, υποχρεώνοντας τους κατοίκους να αλλάξουν την κατάληξη των επιθέτων τους σε –εφ και –οφ, επιδόθηκαν σε λεηλασίες, βιασμούς και άλλες ωμότητες. Εκατοντάδες πατριώτες εκτελέστηκαν, δεκάδες χιλιάδες στάλθηκαν σε καταναγκαστικά έργα ως «ντουρντουβάκια», κυρίως στην κατασκευή οδικών και σιδηροδρομικών έργων στη Βουλγαρία και στα Σκόπια.
Ο εκβουλγαρισμός της Αν.Μακεδονίας και Θράκης
Ο εκβουλγαρισμός της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης αποτελούσε τον κύριο σκοπό των βουλγαρικών δυνάμεων κατοχής. Προς τούτο μετά την αποχώρηση των Γερμανών, στις 23 Απριλίου 1941, οι Βούλγαροι επεκτείνουν στην κατεχόμενη πλέον από αυτούς ελληνική περιοχή όλους τους διοικητικούς κλάδους του κράτους. Πρόθεση τους η προσάρτηση, με αποτέλεσμα να μην απομείνει ούτε ίχνος ελληνικής κυριαρχίας. Έτσι επιβάλλουν την οικειοθελή αποχώρηση του ελληνικού πληθυσμού προς τη γερμανοκρατούμενη Ελλάδα, με μόνη περιουσία ένα μικρό δέμα ρούχων και τριακόσια λέβα. Κάποιοι έφυγαν, όμως οι πολλοί έμειναν και υποφέροντες ανέμεναν τη λευτεριά τους. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά του Έπαρχου Σερρών, Στάντσο Κόρνεντσκι, ο οποίος το καλοκαίρι του 1941, σημείωνε: «τελευταίως ένα μεγάλο τμήμα των επιστημόνων και των έξυπνων Ελλήνων, τόσο από την πόλη όσο και από τα χωριά, απελάθηκαν και απελαύνονται, καθώς με αυτόν τον τρόπο ο πληθυσμός μένει χωρίς ηγέτες και πρόσωπα που να ενισχύουν το φρόνημα του».
Και πράγματι: Από τους 165 γιατρούς που υπήρχαν στο νομό Σερρών πριν την κατοχή, είχαν απομείνει κατά την αποχώρηση των Βουλγάρων, το 1944, μόλις 12 γιατροί στην πόλη των Σερρών και άλλοι 10 στον υπόλοιπο νομό. Κι αυτοί ίσως θα ήταν λιγότεροι, εάν ο Βούλγαρος πρωθυπουργός Φίλοφ, που επισκέφθηκε τις Σέρρες στις 28 Ιουνίου 1943, δεν είχε επιτρέψει στους Έλληνες γιατρούς να ανοίξουν ξανά τα ιατρεία τους, μετά από παράπονα Βουλγάρων εποίκων που δεν εμπιστεύονταν τους συμπατριώτες τους γιατρούς. Τα σκληρά μέτρα που επιβλήθηκαν, συνδυάστηκαν με έναν αμείλικτο, συστηματικό οικονομικό αποκλεισμό εναντίον του ελληνικού πληθυσμού. Πολλά καταστήματα κλείσθηκαν και άλλα με χίλιους τρόπους και προφάσεις λεηλατούνταν αγρίως, μερικοί καταστηματάρχες εκτοπίσθησαν και άλλοι υποχρεώθηκαν να προσλάβουν στις επιχειρήσεις τους, Βουλγάρους «συνεταίρους». Ταυτόχρονα, επιβλήθηκε η λειτουργία στις εκκλησίες να γίνεται στη βουλγαρική γλώσσα και απειλούνται με αυστηρότατες ποινές οι ιερείς που δεν θα υπάκουαν. Όσες από τις ελληνικές εκκλησίες δεν μπορούν να λειτουργήσουν, γιατί οι ιερείς τους δεν ξέρουν βουλγαρικά ή δεν βρίσκεται προς τούτοις κάποιος βούλγαρος ιερέας, κλειδώνονται και τα κλειδιά παραδίνονται στις κατά τόπους βουλγαρικές αρχές. Σε όσες θα επιμείνουν στη λειτουργία τους, σβήνονται τα ελληνικά ονόματα των αγίων από τις εικόνες τους και προστίθεται σε αυτά ένα «εφ» ή ένα «οφ».
Μόνο βουλγαρικά τσιγάρα!
Το ίδιο διάστημα και σα να μην έφταναν όλα αυτά, από τις βουλγαρικές αρχές απαγορεύεται η κατοχή και η ανάγνωση ελληνικών βιβλίων και εφημερίδων οποιασδήποτε εποχής και από τα καπνοπωλεία και τα περίπτερα επιτρέπεται να πωλούνται μόνο βουλγαρικά τσιγάρα ευτελούς ποιότητας που φέρουν την ονομασία «Πομπένα» (Νίκη). Στη συνέχεια, όλοι οι κάτοικοι αναγκάζονται να αλλάξουν τις ταυτότητές τους που είχαν διαφορετικό χρώμα από τις βουλγαρικές.
Φυσικά, επρόκειτο μόνο για την αρχή, καθώς η συνέχεια υπήρξε ακόμη πιο οδυνηρή. Δυστυχώς για τους κατοίκους της Ανατολικής Μακεδονίας, τα δεινά τους δεν θα περιοριστούν στα μέτρα αυτά. Θα επακολουθήσουν ανείπωτες βαρβαρότητες εις βάρος του ελληνικού στοιχείου με λεηλασίες, ξυλοδαρμούς, καταστροφές περιουσιακών στοιχείων, φυλακίσεις, απειλές, βασανισμούς και εκτελέσεις, που σε συνδυασμό με την υποχρεωτική επιστράτευση σε χώρους καταναγκαστικής εργασίας και τη δια της βίας επιβολή της βουλγαρικής υπηκοότητας θα καταστήσουν τη ζωή των Ελλήνων αληθινή κόλαση.
Την εφιαλτική κατάσταση που επικρατούσε, περιέγραψε ο Δραμινός δάσκαλος Διονύσιος Αναγνωστόπουλος: «Οι φόροι είναι αβάσταχτοι. Η ανεργία άνευ προηγουμένου. Στους δρόμους, στις πλατείες, σε πρόχειρες παράγκες, πωλούνται προίκες κοριτσιών και ότι είχε κάθε σπιτικό που αποκτήθηκε με ιδρώτα ετών, για ένα κομμάτι μπομπότα».
Μία περιγραφή του συνταγματάρχη Κ. Κωνσταντάρα
Ο συνταγματάρχης Κώστας Κωνσταντάρας, που υπήρξε διοικητής του 26ου συντάγματος του ΕΛΑΣ Ανατ. Μακεδονίας-Θράκης, σημείωσε πολύ γλαφυρά τα αισθήματα του ελληνικού πληθυσμού για την καταπίεση που επί 3,5 χρόνια υφίστατο στη διάρκεια της κατοχής: «Δεν υπάρχει πιο βάρβαρη πράξη να σε αναγκάζουν να αρνηθείς την εθνικότητά σου. Να σου απαγορεύουν να μιλάς τη μητρική σου γλώσσα. Να μην υπάρχουν σχολεία για τα παιδιά σου. Να μην ορίζεις ζωή και περιουσία. Να σε στέλνουν χωρίς αιτία όμηρο στο Δούναβη. Να σου λένε ότι ο Φίλιππος, επειδή τον αποκαλούσε ο Δημοσθένης για τη σκληρότητά του «βάρβαρο», ήταν Βούλγαρος κι αυτός και ο Αλέξανδρος κι΄ εσύ να μην μπορείς να μιλήσεις. Να σε αναγκάζουν να χειροκροτάς τις νίκες των εχθρών και να γελάς όταν η ψυχή σου θρηνεί». Εξ αιτίας αυτών των αφόρητων συνθηκών, εγκατέλειψαν την περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης κατά την διάρκεια της κατοχής, συνολικά περισσότεροι από 110.000 χιλιάδες Έλληνες. Δεν υπάρχει ακριβής αριθμός των απελαθέντων, ούτε αυτών που εγκατέλειψαν παράνομα την περιοχή. Βούλγαροι ιστορικοί τους υπολογίζουν σε 20.000. Γύρω στις 10.000 ήταν εξάλλου οι Έλληνες που μετανάστευσαν στη Γερμανία. Αν υπολογίσουμε και τους 60.000 Έλληνες, που εγκατέλειψαν την περιοχή τις παραμονές της εισβολής, έχουμε παθητικό για την ελληνική πλευρά πάνω από 170.000 άτομα.
Όλη εκείνη η φοβερή καταπίεση, η βία, οι εκτοπίσεις, τα βασανιστήρια, οι βιασμοί, η διαρπαγή της περιουσίας και η αφαίρεση όλων των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ήταν που προκάλεσαν την εξέγερση της Δράμας, στις 28 και 29 Σεπτεμβρίου 1941. Μία εξέγερση που την πλήρωσαν πολύ σκληρά οι κάτοικοι της Ανατολικής Μακεδονίας, καθώς οι Βούλγαροι φασίστες κατακτητές, εκτέλεσαν περίπου 2.500 Έλληνες πατριώτες στους νομούς Δράμας (1.614), Σερρών (483), Καβάλας (110) και αλλού.
Παρά το γεγονός ότι η επανάσταση εκείνη ήταν άκαιρη για την εποχή που πραγματοποιήθηκε, ανοργάνωτη, χωρίς οργανωτική συγκρότηση, καλή προετοιμασία και επαρκή εφοδιασμό, εντούτοις επρόκειτο για μία γνήσια λαϊκή εξέγερση, που έστειλε παντού το μήνυμα της αντίστασης και του αγώνα. Το μήνυμα ότι οι κάτοικοι της Μακεδονίας, παρότι πέρασαν «δια πυρός και σιδήρου» δεν ήταν διατεθειμένοι να απολέσουν την ελληνικότητά τους και το ύψιστο αγαθό της Ελευθερίας. Κι εκείνοι οι ποταμοί αίματος που χύθηκαν, ακύρωσαν τα όποια επιχειρήματα της Βουλγαρίας περί εθνικών και πληθυσμιακών δικαιωμάτων στην περιοχή. Ενώ παράλληλα, αποθάρρυνε τους όποιους επίδοξους εποίκους να έρθουν από τη Βουλγαρία και να εγκατασταθούν στην περιοχή.
*Τα στοιχεία, προέρχονται από το βιβλίο του Σπύρου Κουζινόπουλου Δράμα 1941, μια παρεξηγημένη εξέγερση, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη
Πηγή κεντρικής φωτογραφίας: farosthermaikou.blogspot.com