Αθανάσιος Διάκος: Ο αδιανόητος θάνατός του έγινε «σύμβολο» της Επανάστασης
Στις 23 Απριλίου 1821, αιχμαλωτίστηκε ο Αθανάσιος Διάκος, βιώνοντας μια σειρά βασανιστηρίων, μέχρι και την θανάτωση του το επόμενο πρωί από ανασκολοπισμό.
Μία από τις πιο θρυλικές μορφές της Ελληνικής Επανάστασης είναι αναμφισβήτητα ο Αθανάσιος Διάκος. Ο αγώνας του ενάντια σε πολλαπλάσιους Τούρκους και Αλβανούς, αλλά και ο βάναυσος μαρτυρικός του θάνατος συγκλονίζουν μέχρι και σήμερα. Ήταν Έλληνας οπλαρχηγός εκ των πρωταγωνιστών ηρώων του πρώτου έτους της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, ο οποίος έδρασε στη Στερεά Ελλάδα, με πολλές πολεμικές επιτυχίες, όπως την κατάληψη της Λειβαδιάς και το γεφύρι της Αλαμάνας,
Πρώτα χρόνια
Ο Αθανάσιος Γραμματικός (ή Διάκος) λέγεται πως γεννήθηκε στην Άνω Μουσουνίτσα Φωκίδας (ή στο γειτονικό χωριό Αρτοτίνα) στις 4 Ιανουαρίου 1788. Ο πατέρας του, Νικόλαος Γραμματικός, ντόπιος κλέφτης της περιοχής δεν μπορούσε να φροντίσει την πολυμελή οικογένεια του κι έτσι έστειλε τον 12χρονο Αθανάσιο στο μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου Δεσφίνας, με σκοπό να μορφωθεί.
Ο ίδιος αφοσιώθηκε στον Χριστιανισμό και κατάφερε να εντυπωσιάσει τους μοναχούς με την φωνή και τις ψαλτικές του δεξιότητες, με αποτέλεσμα να χειροτονηθεί Διάκος σε ηλικία 17 ετών.
Κάποτε επισκέφτηκε το μοναστήρι ένας Τούρκος Αγάς, ο οποίος θαμπώθηκε από την ομορφιά του Διάκου και του έκανε μια απρεπή πρόταση. Ο Διάκος προσβεβλημένος και μετά από καυγά, του επιτέθηκε και τον σκότωσε.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εγκαταλείψει το μοναστήρι και να καταφύγει στα βουνά ως κλέφτης, συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση.
Ο Αθανάσιος Διάκος υπηρέτησε ως αρματολός για δύο χρόνια (1814-1816) στον στρατό του Αλή Πασά στα Ιωάννινα, μαζί με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, στην προσπάθεια του πρώτου να αντισταθεί στον Σουλτάνο.
Όταν ο Ανδρούτσος έγινε καπετάνιος μιας μονάδας αρματολών στη Λιβαδειά, ο Διάκος αποτέλεσε πρωτοπαλίκαρο του, καταφέρνοντας να πάρει την θέση του μετά την αποχώρηση του. Τον Οκτώβριο του 1820 μυήθηκε στην Φιλική Εταιρία, όπως και πολλοί άλλοι κλέφτες και αρματολοί.
Μάχη της Αλαμάνας
Μετά τις πολεμικές επιτυχίες στην Πελοπόννησο και την Στερεά Ελλάδα, Ο Χουρσίτ Πασάς έστειλε από τα Ιωάννινα στην Ρούμελη τους πασάδες Ομέρ Βρυώνη και Κιοσέ Μεχμέτ. Οι Έλληνες Επαναστάτες, με οπλαρχηγούς τον Δημήτριο Πανουργιά, τον Ιωάννη Δυοβουνιώτη και τον Αθανάσιο Διάκο, περίμεναν τον Οθωμανικό στρατό στην Ηράκλεια, στις γέφυρες του Γοργοποτάμου και στην Αλαμάνα, αντίστοιχα.
Στις 23 Απριλίου του 1821, οι Τούρκοι εκδίωξαν τους Επαναστάτες των πρώτων δύο θέσεων, τραυματίζοντας σοβαρά τον Πανουργιά. Ο συγκεντρωμένος Οθωμανικός στρατός κατευθύνθηκε προς την Αλαμάνα για να αντιμετωπίσει τον Διάκο.
Οι τουρκικές δυνάμεις υπερίσχυαν και αριθμητικά και σε όπλα και ο ελληνικός στρατός αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει. Παρόλο που ο Διάκος ειδοποιήθηκε να εγκαταλείψει τη θέση του, αυτός συνέχισε να πολεμά. Τραυματίστηκε σοβαρά στον δεξί ώμο και πιάστηκε αιχμάλωτος.
Το Μαρτύριο
Σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, ο Αθανάσιος Διάκος, βαριά τραυματισμένος, μεταφέρθηκε σε έναν στάβλο στη Λαμία, όπου και αλυσοδέθηκε σε ένα παχνί.
Εκεί τον επισκέφτηκε ο Ομέρ Βρυώνης, ο οποίος τον γνώριζε από την αυλή του Αλή Πασά στα Ιωάννινα και τον είχε σε μεγάλη εκτίμηση. Του πρότεινε να γίνει αξιωματικός του Τουρκικού στρατού και να γλιτώσει την καταδίκη. Ο Αθανάσιος Διάκος, αφοσιωμένος στην πίστη και στην πατρίδα του, αναφώνησε την χαρακτηριστική φράση: «Εγώ Γραικός εγεννήθηκα, Γραικός θε να αποθάνω!».
Τότε ο Ομέρ Βρυώνης αποχώρησε απογοητευμένος από την στάση του Έλληνα οπλαρχηγού, και διέταξε την εκτέλεση του.
Σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, δύο Τούρκοι άναψαν φωτιά δίπλα από τον στάβλο και από πάνω της τοποθέτησαν μια σιδηροστιά κι ένα μεγάλο χάλκινο καζάνι, γεμάτο με λάδι. Στη συνέχεια ανασήκωσαν τον Διάκο και δεμένος όπως ήτανε, τον έβαλαν να καθίσει πάνω σ’ ένα παλιό ξύλινο σκαμνί και του σήκωσαν τα πόδια.
Οι Τούρκοι άρχισαν να τον περιπαίζουν κάνοντας τον διάφορες ερωτήσεις. Σε κάθε αρνητικό νεύμα, έμπηγαν στα πόδια του, καρφιά. Στη συνέχεια, πήραν το καυτό λάδι και το έριξαν αρχικά στα γυμνά πόδια του. Αφού είδαν ότι δεν αντιδράει έσκισαν την φορεσιά του και ξεκίνησαν να του ρίχνουν στην πλάτη και στο στήθος.
Ο ίδιος οδυρόταν βουβά, και οι στρατιώτες, έχοντας εντολή να μην τον θανατώσουν, με βελόνες έσπαγαν τις φουσκάλες που είχαν σχηματιστεί στο δέρμα του από το καυτό λάδι. Αυτό συνεχίστηκε ώρες, μέχρι το επόμενο πρωί.
Εξουθενωμένος, όπως ήταν, τον έσυραν στην πόλη για να τον εκτελέσουν. Η θανάτωση του έγινε σε κοινή θέα με την άδεια του Χαλήλ Μπέη, ώστε οι Λαμιώτες να προϊδεαστούν για το τι πρόκειται να συμβεί σε όποιον τολμήσει να επαναστατήσει. Μαρτυρίες αναφέρουν, πως και η μητέρα του Διάκου ήταν παρούσα στο μαρτύριο του.
Αφού τον έδεσαν ανάσκελα σε ένα σαμάρι με τα πόδια ανοιχτά, ο δήμιος άρχισε να χώνει την άκρη μίας μυτερής ξύλινης σούβλας στην βουβωνική χώρα και στην συνέχεια να την εισχωρεί όλο και πιο βαθιά, φτάνοντας μέχρι την πλάτη και καταλήγοντας στο δεξί αυτί του.
Οι κινήσεις του ήταν προσεκτικές, καθώς είχε εντολή να μην τον σκοτώσει και όσο έσπρωχνε το σουβλί επιβεβαιωνόταν πως ήταν ζωντανός από τις κραυγές του. Μόλις τελείωσε ο δήμιος την δουλειά του, οι Τούρκοι έδεσαν σφιχτά το σώμα του με την σούβλα για να μην προλάβει και σκιστεί το δέρμα και τον ακουμπήσανε, σχεδόν όρθιο, σε ένα δέντρο.
Κατά τον Φιλήμονα ο Διάκος στράφηκε προς τους Αλβανούς και είπε: «Δεν βρίσκεται από σας κανένα παλληκάρι να με σκοτώσει με πιστόλα και να με γλυτώσει από τους Χαλδούπιδες;»
Καθώς ξεψύχησε λέγεται πως αναφώνησε ένα τετράστιχο με παράπονο:
Για ιδές καιρό που διάλεξε – ο χάρος να με πάρει – τώρα π’ ανθίζουν τα κλαδιά – και βγάζει η γης χορτάρι
Ο Χαλήλ Μπέης έδωσε εντολή να ανάψουν φωτιά, και να τον γυρίζουν ελαφρώς, ώστε να ψηθεί ζωντανός. Μετά από ώρες βασανιστηρίων, ο οπλαρχηγός κατέληξε, στις 24 Απριλίου 1821.
Ταφή
Παρόλο που Διάκος ξεψύχησε, ο Χαλήλ Μπέης παρέμεινε ανικανοποίητος και έδωσε εντολή, η σωρός του να πεταχτεί σε έναν στάβλο, κοντά στο ρέμα, μέσα στις κοπριές. Εκεί παρέμεινε τρεις ημέρες, μέχρι που άρχισε να μυρίζει το νεκρό του σώμα και οι στρατιώτες δεν μπορούσαν να το φυλάνε άλλο.
Τότε κάποιοι ντόπιοι βρήκαν την ευκαιρία και αφού αφαίρεσαν το ξύλο από το σώμα του και το καθάρισαν όπως μπορούσαν, το έθαψαν σε έναν λάκκο, χωρίς να βάλουν ούτε τον σταυρό, φοβούμενοι την αντίδραση των Τούρκων αξιωματικών.
Αργότερα, περί το 1860, ο συνταγματάρχης Ρούβαλης που είχε έρθει από την Καλαμάτα με μετάθεση στη Λαμία και είχε πληροφορηθεί πού περίπου είχαν θάψει το Διάκο, έκανε έρευνες να τον βρει.
Σε ένα σημείο, βρέθηκε μία σωρός οστών ανθρώπινου σώματος και αφού δεν είχαν βρεθεί άλλα γύρω, οι ερευνητές κατέληξαν ότι ήταν του Διάκου. Τα συγκέντρωσαν, τα καθάρισαν και τα έβαλαν σε ένα ξύλινο κουτί και τα έθαψαν πάλι στο ίδιο σημείο, τοποθετώντας πάνω μερικές πέτρες και έναν σταυρό με το όνομα του.
Στις αρχές του 1900, η Λαμία τίμησε τον Αθανάσιο Διάκο, όπως έπρεπε. Αφού ανακαίνισε τον πρόχειρο τάφο του στο σημείο που είναι ακόμα, έστησε τον υπέρλαμπρο ανδριάντα του στην πλατεία Διάκου, με επίσημα αποκαλυπτήρια και την παρουσία του Βασιλέως Γεωργίου Α’, της βασιλικής οικογένειας, υπουργών, στρατιωτικών και άλλων επισήμων, στις 23 Απριλίου 1903.
https://www.youtube.com/watch?v=GdC9F_p7Mcw
Πληροφορίες: enimerotiko.gr