Η ηρωική ζωή του Σπύρου Σακέτα
Αγωνιστής από τα γεννοφάσκια του αποτελεί σήμερα μια από τις τελευταίες ηρωικές περιπτώσεις αγωνιστών της Θεσσαλονίκης. Αφηγείται στην parallaxi τη ζωή του και μέσα από αυτήν περνά η πορεία της πόλης πάνω από 8 δεκαετίες.
Αγωνιστής από τα γεννοφάσκια του αποτελεί σήμερα μια από τις τελευταίες ηρωικές περιπτώσεις αγωνιστών της Θεσσαλονίκης. Αφηγείται στην parallaxi τη ζωή του και μέσα από αυτήν περνά η πορεία της πόλης πάνω από 8 δεκαετίες.
Πού γεννηθήκατε;
Γεννήθηκα στον πόλεμο του σαράντα. Πριν. Είμαι προπολεμικός κατά ένα μήνα.
Η μητέρα μου έγκυος πήγε από εδώ με τη γιαγιά. Σαλονίκη παντρεμένη βέβαια.
Εδώ η κοιτίδα, σπίτι και τα λοιπά.
Αλλά πήγαν στα Γιάννενα γιατί υπηρετούσε ο πατέρας;
Ναι. Η μητέρα μου ετοιμόγεννη για να γεννήσει εκεί. Γεννήθηκα εκεί, ταλαιπωρίες μετά, πήγαμε Αμαλιάδα, γιατί από την Αμαλιάδα είναι ο πατέρας μου. Ξάδελφος του Μπελογιάννη πρώτος. Βέβαια χαθήκαμε γιατί ο πατέρας μου πήγε εξορία. Αμαλιάδα, Θεσσαλονίκη, μεγάλη απόσταση. Χαθήκαμε στην πορεία. Μετά από τα ταλαιπωρίες βρεθήκαμε στη Θεσσαλονίκη. Το αξιοσημείωτο δεν είναι για μένα, είναι για τον πατέρα μου. Αξιωματικός του στρατού. Με το σπάσιμο του μετώπου τον Φλεβάρη του ’41, υποχώρησαν και γύρισαν Θεσσαλονίκη. Γύρισαν εξαθλιωμένοι και χωρίς μέσα συγκοινωνίας. Εκεί τους είπαν να γίνετε αξιωματικοί, γιατί δεν είχαν εμπιστοσύνη διοικητική στους Γερμανούς και είπαν ότι κάθε μήνα θα πληρώνεστε. Πολλοί φίλοι του πατέρα μου, που δεν εμπνέονται από τον πατριωτισμό, κάθισαν, έκαναν σβέρκους σε όλη την κατοχή, τρόφιμα και αυτό, πήραν και βαθμούς. Τους άφησαν αυτούς και έγιναν συνταγματάρχες. Ο πατέρα μου, όπως μου λέει η μάνα μου, ποτέ δεν μας είπε τίποτα. Πήγε τον πρώτο μήνα, πήρε λεφτά. Πληρώθηκε και δεν ξαναπήγε. Έκανε εμπόριο λαχανικών στα Διαβατά. Κι έτσι ζήσαμε στην Κατοχή. Ζήσαμε, μια κουβέντα είναι αυτή. Διότι τον έτρεφε ο πατριωτισμός να φύγει. Και ως αξιωματικός, ανεξάρτητα Μπελογιάννη, πάσχιζε να πάει στην Ανατολή που ήταν και ο στρατός. Βρίσκει ομάδα, προδίδεται η ομάδα, συλλαμβάνεται, στο Παύλου Μελά, έγκλειστος.

Είμαστε πότε;
- 19 Εγώ είμαι 2,5 χρονών. Με πήγε η μητέρα μου. Μένουμε κοντά στου Παύλου Μελά. Θυμάμαι που έπαιζαν μπάλα με κόκκινες και πράσινες φανέλες. Εκεί ενδεχομένως είχε βασανιστήρια ή άλλες απειλές κτλ. Τον αφήνουν όμως. Με το που τον αφήνουν πήγε στον Ελάς. Μπαμ! Με τη μία. Εκεί κανονικά βέβαια πολέμησε. Όπως και πάρα πολλοί αξιωματικοί που ήταν πατριώτες. Πέθανε στον Άη Στράτη, εξορία το 1955. Η Απελευθέρωση έγινε τον Οκτώβριο. 3ο Οκτωβρίου του ’44. Εδώ ήμασταν, Παναγία Χαλκέων μπροστά. Από το Βαρδάρη μπήκε ο Ελάς. Ο πατέρας μου, πάνω σε άλογο με γένια. Αυτό που λένε δεν θυμάται το παιδί, θυμάται και παραθυμάται. Όπως θυμάμαι τους βομβαρδισμούς και τα λοιπά. Η Θεσσαλονίκη δεν είχε Δεκεμβριανά γιατί παραβίασε την εντολή του στρατιωτικού του Ελάς. Ο Άρης, ο πιο νομοταγής. Ένα τρίμηνο μετά αρχίζει για τον πατέρα μου και για εμάς, μια Οδύσσεια κανονικά. Μεταθέσεις συνεχείς. Την πρώτη δημοτικού την έχω βγάλει σε 17 πόλεις. Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Αλεξανδρούπολη, Διδυμότειχο, Σουφλί, Ορεστιάδα, Έδεσσα και ξανά Αθήνα. Κηφισιά Αθήνας με πολλούς άλλους αστούς βέβαια. Δεν είχαν υπογράψει, μιλάμε για το μετά Δεκεμβριανό κράτος. Και τους κλείνουν σε ξενοδοχεία. Κι έτσι είμαστε έγκλειστοι σε ξενοδοχεία. Δηλαδή αιχμάλωτοι. Και το ’47, καλοκαίρι, πιάστηκαν 10-15.000 κομμουνιστές σ’ όλη την Ελλάδα και πήγανε στη Μακρόνησο. Οπότε γυρίσαμε πίσω στη Θεσσαλονίκη.
Ο πατέρας στη Μακρόνησο, εσείς εδώ. Έχετε επαφή μαζί του; Στέλνει γράμματα;
Στέλνει κάρτες, ελεγχόμενες πάντα από λογοκρισία. Ο πατέρας αυτό το μεγάλο ναι και το μεγάλο όχι που λέει ο Καβάφης, το πλήρωσε με 17 χρόνια εξορία. Μένει μέχρι το καλοκαίρι του ’62 που καταργήθηκε η εξορία. Η Έλλη η θεία μου βγήκε το ’62. Περνάει αυτό και στην Χούντα ξαναπιάνεται. Πρώτη μέρα του ’67 και σε μεγάλη πια ηλικία. Μένει εξορία ως το ’70. Είμαι φυλακή εγώ σε μια φάση. Ο πατέρας μου Λέρο και πιάστηκε και η αδερφή μου Καίτη. Εδώ κάναμε μια πάρα πολύ ωραία ενέργεια
αντιστασιακή. Καροτσάκι δήθεν μωρού, μαγνητόφωνο και συνθήματα στην παραλία. Και επειδή μια ψηλή κοπέλα το είχε, η αδερφή μου ήταν ψηλή, πιάσανε τις ψηλές και είμαστε σε μια φάση και ο τρεις μέσα.

Δεν μου λέτε, αυτό γίνεται ποια χρονιά που είστε και οι τρεις μέσα;
Χούντα, τελευταία φάση. Τελευταία χρονιά. Εγώ οργανώθηκα από το ’51. Εξαιτίας αυτή της ιστορίας του πατέρα μου και της οικογένειας, οργανώθηκα πολύ νωρίς.
Από 11 χρονών που είχε βγει η Αυγή, την διάβαζα και έμπαινα γερά. Οργανώθηκα στο Πανεπιστήμιο από τους πρώτους, σε αγώνες και στην συνοικία.
Φτάνουμε στη Χούντα, ο πατέρας μου πιάνεται πρωί πρωί. Εγώ από μια πληροφόρηση κάποιου μάλλον χωροφύλακα, κάπου ειδοποίησαν ότι κάτι συμβαίνει, φεύγω. Η βάση της νεολαίας της ΕΔΑ δεν χτυπήθηκε. Και πως βρεθήκαμε ένας πυρήνας 7-8 ατόμων, κάναμε τον πρώτο πυρήνα της θέσης. Το ίδιο βράδυ, συντάξαμε την προκήρυξη (Ας όψεται οι οργανωτικοί της αριστεράς που δεν έχουν ούτε ένα σπίτι με πολίγραφο και κόλλες ή να γράψουμε) και ρίξαμε και την πρώτη προκήρυξη με καρμπόν στην περιοχή Αγίου Δημητρίου και Κασσάνδρου. Εκεί κρυβόμασταν. Με Χαλκίδη, Καζέλη, τον Μιχάλη τον Σπυριδάκη, τον Θόδωρο Καστέλη. Πιάστηκα 5 Σεπτεμβρίου του ’67. Ασφάλεια στον Βαρδάρη, βασανιστήρια. Η Ασφάλεια ήταν τώρα που το λέμε στο κόκκινο κτήριο. Εκεί πήγαινα γυμνάσιο. Τις πάνω τάξεις, τις κάνανε κρατητήρια. Κι είπα από μέσα μου όταν τα σχολεία γίνονται φυλακές. Ένας φρουρός εκεί με κοίταξε περίεργα αλλά δεν χειροδίκησε. Μετά από εκεί πήγε στην Βαλαωρίτου η Ασφάλεια. Ασφάλεια 10 μέρες. Μετά μας διοχετεύσανε στα επιμέρους τμήματα. Εγώ έκανα ένα μήνα στο δέκατο στην Νεάπολη με έναν πιο μικρό, σε ένα επί ένα.
Κάθε τμήμα έξω σ’ έχει και πειθαρχείο, έχει μπουντρουμάκι. Μετά έγινε και η δίκη μας τον Νοέμβριο του 67’. Μαζί μας ήταν και ο Μητσιάς ο τραγουδιστής, αλλά μαζί μας ήταν και ο Μαντέλα της Ελλάδας, ο Χρήστος ο Μόσχος. Αυτός ήταν δάσκαλος, στρατεύτηκε ως έφεδρος στην Αλβανία, πέφτει στο μέτωπο, γυρίζει Καλάνδρα, φυλάει τη μάνα του στο μάγουλο και κάνει τελική ομάδα Κασσάνδρα-Χαλκιδική και Σέρρας. Αυτός έφυγε το 1941-1940 στον πόλεμο, τον πιάσανε και βγήκε το 1966 από τους τελευταίους φυλακισμένους και πιάνεται μαζί μας το ’67. Έμεινε έξω πέντε μήνες και βγαίνει το 73 Έκανε 28-29 χρόνια φυλακή.

Και σας δικάζουν στο Μεταγωγών και μετά που πάτε;
Πριν από την δίκη, μας μάζευαν στο Μεταγωγών. 30 άτομα σε ένα θάλαμο.
Πως είναι να ζει κανείς σε ένα θάλαμο με τόσα άτομα;
Ο άνθρωπος έχει φοβερές δυνατότητες, δεν καταλαβαίνει τίποτα. Προσαρμόζεται. Πρώτη οργάνωση στη Θεσσαλονίκη και πριν από Θεοδωράκη. Στη δίκη απειλούσε ο Καραπάνος, αυτός ο σκληροτράχηλος δικαστής, στην απαγγελία της απόφασης μας είπε και τους δύο ισόβια λίαν επιεικώς. Τον άλλον τον θανάτωσε. Βέβαια υπήρξα και τυχερός στην ατυχία μου γιατί εξώκειλε μέχρι αμνηστίας ο Παπαδόπουλος τα Χριστούγεννα του 67’ για να αποφυλακιστούν ο Ανδρέας, ο Θεοδωράκης. Για να αμνηστεύσει αυτούς, έπιασε και τις μικρές ποινές και βγήκα τον Μάρτη του ’68.

Και βγαίνετε σε μια πόλη σκοτεινή. Τι κάνετε εκεί, πώς αισθάνεστε;
Έκανα δικηγορία αμέσως γιατί ορκίστηκα κατά την διάρκεια της δίκης. Στην παρανομία όντας, κοιμόμουν σε παγκάκια ή σε φίλους διότι εξετάσεις Αρείου Πάγου ήταν σε κανένα μήνα. Πέρασα τις εξετάσεις αλλά για να ορκιστείς πρέπει να έχεις διάταγμα και με χίλια ζόρια πήγα από την έκθεση που δικαζόμασταν, πήγα στα δικαστήρια με το πόδι και με συνοδεία και ορκίστηκα. Έκανα δικηγορία.
Πόσο εύκολο ήταν να κάνει κανείς δικηγορία με ένα παρελθόν τέτοιο;
Είχα και παρακολούθηση. Ένας κύκλος που είχα και συμμαθητών, ήρθε στο γραφείο.
Σας στήριξαν;
Ε βέβαια. Η άποψη η δικιά μου είναι ότι από την προκήρυξη μέχρι την τελευταία μέρα, είχε οργανώσεις εδώ στη Θεσσαλονίκη κι είχε έχει ζωή ακόμα. Ακόμα και η συντηρητική δεξιά ήταν εναντίον της Χούντας. Κινήθηκε πάρα πολύ ο κόσμος, στα μέτρα του δυνατού. Έχω πελάτη συμμαθητή μου από Επτάλοφο που δούλευε στον ΟΤΕ (όσα παιδιά είχα συμμαθητές, φίλους, πελάτες, ήταν εξαιρετικά παιδιά και έχουν πετύχει όλοι επαγγελματικά) και το απόγευμα με την γυναίκα του έκαναν εμπόριο υφασμάτων. Μια φορά είχα βλάβη στο τηλέφωνο και ήρθε ο ΟΤΕ. Την ώρα εκείνη έρχεται και μου λέει «Ξέρεις τι έχει κάνει αυτός; Σου έχει μπλοκάρει το τηλέφωνο. Είναι ΚΥΠ του ΟΤΕ».
Οι αστυνομικοί πεθαίνουν για δύο πράγματα: για λεφτά και για σεξ. Κι έβαλα οποιονδήποτε πελάτη που έπαιρνε, ξέροντας ότι με παρακολουθούν, να λέει «Τι θα γίνει, θα έρθεις να πάρεις τα εφτά χιλιάρικα;» και και πέντε-έξι κοπέλες. Μου λέει μετά από κανένα μήνα «Στο αποσύρανε». Μαζί με έναν άλλο δικηγόρο είμαστε στον έβδομο όροφο, πάνω από εμένα είναι ένας φοροτεχνικός και λογιστής, άσχετος με την πολιτική. Μια μέρα με φωνάζει να πάω πάνω, ανοίγει το ράδιο του και εκεί ανακαλύψαμε ότι μπλοκάρανε τον χώρο, δηλαδή τις ομιλίες. Αυτά είναι τα δύο πολύ σοβαρά της Χούντας. Με τον Λαμπράκη την έχω πει την ιστορία; Φοβερή ιστορία. Είχαν εκατό σχέδια δολοφονίας όλες οι δομές εξουσίας. Παλάτι; Στρατός; Δικαιοσύνη; Όλοι. Σχέδια τα οποία τα αναπροσαρμόζανε ανά δίλεπτο. Πρώτα ήταν να γίνει εκεί στο Πικαντίλι, εκεί που είναι σήμερα τα καλλυντικά. Δεν τους βόλευε εκεί στο τρίκυκλο. Εγώ ήξερα κάτι τραμπούκους στη γειτονιά που από το ’61 με χτυπούσαν. Το πάνω μέρος από την Ερμού μέχρι την Εγνατία το είχαν αυτοί οι τραμπούκοι, το ελέγχανε. Η ΚΥΠ ήταν στη συγκέντρωση, ήταν αστυνομικοί με κράνη και στην άλλη γωνία, άλλοι πενήντα. Μύριζε μπαρούτι.
Ο Λαμπράκης όταν ήρθε τον χτυπήσανε και είχε καρούμπαλο στο αριστερό μέτωπο. Αν και έγινε επιδρομή πόλης δεν συγληθήκαμε για να πάρουμε μέτρα και πήγα μόνος μου. Ανέβηκα πάνω, είδα τον Λαμπράκη, χτυπούσαν πέτρες στα τζάμια. Δεν συνέλαβαν κανέναν από τους τραμπούκους αυτούς. Ο κίνδυνος ήταν κίνδυνος από πριν. Πλανιόταν δηλαδή ένα σύννεφο θανάτου αλλά έχεις πάντα την ελπίδα ότι κάτι θα γίνει. Βγαίνουμε η είσοδος ήταν μικρή, ο κόσμος πολύς. Ήρθαν κάτι επικεφαλείς να κάνουν πρόταση στον Λαμπράκη να μας βάλουν σε ένα αμάξι και να φύγουμε. Δεν το δέχτηκε ο Λαμπράκης. Υπάρχει το εξής δολοφονικό δέλεαρ: η πόρτα από το ξενοδοχείο στο μνημείο ήταν σαράντα μέτρα. Ήταν ένα δέλεαρ δηλαδή. Τι θα γίνει; Θα περπατήσει σαράντα μέτρα και θα πάει στο ξενοδοχείο του. Απορρίπτει λοιπόν την ιστορία των αυτοκινήτων, βγαίνει με τη συνοδεία του 6-7 άτομα (η επιτροπή ειρήνης δηλαδή) μαζί με αυτούς ορμήσαμε και βγήκαμε και 7 νεολαίοι. Εγώ, ο Τάκης ο Κουλάνδρου, ο Λάκης ο Μακρής με την κοπέλα του την Ειρήνη, ο τίγρης ο Χατζημανώλης. Πέντε οι συνοδοί, πέντε εμείς και κλείνει η πόρτα. Για να μη βγει το πλήθος και κάνει περιστοίχιση στον Λαμπράκη. Πριν φτάσει στη δολοφονία, βλέπω τον Μήτσο τον στρατηγό με τον Καμουτσή με κόκκινες στολές παρελάσεως, ήρθαν να τιμήσουν τον Λαμπράκη πριν από την κηδεία. Ο Λαμπράκης έπρεπε να τους πει αυτούς ελάτε να με συνοδεύσετε στο ξενοδοχείο. Με το που φτάνω εκεί στο παρκάκι, σφαίρα το τρίκυκλο και ο Λαμπράκης κάτω. Ο Λαμπράκης και η συνοδεία του έχουν πεθάνει.
Μόνο εγώ και η Ειρήνη η Λαδά είμαστε εν ζωή και βγάζει αυτή μια φωνή γιατί νόμιζε ότι ήμουν εγώ. Είναι ο Λαμπράκης τώρα χτυπημένος με αίματα και δίπλα είναι (φοβερά συμβολικό αυτό) ένα φτωχό τσαντάκι. Κι ως δια μαγείας, εμφανίζεται ένα αμάξι μικρό μπροστά βλέπουμε τον τίγρη να φεύγει και τον Πολάτογλου και κάνει άλμα. Πηδάει αλλά δεν καταφέρνει να ανέβει πάνω. Το φοξ βαγκεν το αυτοκίνητο μέχρι να βάλουμε τον Λαμπράκη στο πίσω κάθισμα δεν πήγε κανένας συνοδός πίσω. Αφού τον βάλαμε, τον πήγε στο πρώτον βοηθειών και εκεί διαπιστώθηκε νεκρός. Βέβαια μετά από τρεις μέρες, αλλά ήταν κλινικά νεκρός. Παίρνω το τσαντάκι, το ανοίγω κι είχε σήματα ειρήνης από όλο τον κόσμο. Η δίκη γίνεται το ’66 που εγώ είμαι φαντάρος στο Μεσολόγγι. Έπρεπε να έρθω από το Μεσολόγγι που πήρα το κλητήριο σαν μάρτυρας, επειδή ήμουν από τους ουσιώδεις αυτόπτες μπροστά. Μας κυνηγούσε η μονάδα «Μην πάτε, μην κάνετε» για να κάνουν κόλπα, να με αποκλείσουν να έρθω. Τάχα είμαι ασθενής, τάχα θα με φυλακίσουν. Σχεδόν απέδρασα από το Μεσολόγγι. Έρχομαι εδώ, πάμε στον Δελαπόρτα τον εισαγγελέα της έδρας και δημοκρατικό. Και μας λέει και το εξής που μας σηκώνεται η τρίχα (διότι ήμασταν και απληροφόρητοι στο στρατό δεν είχαμε εφημερίδες) λέει «Ευτυχώς έχουμε το πτώμα». Λέμε «Τι είναι αυτό;» λέει «Βέβαια δεν ξέρετε, είστε στρατιώτες εσείς». Την ίδια εποχή με Λαμπράκη, δολοφόνησαν τον αρχηγό της αντιπολίτευσης του Μαρόκου και το πτώμα δεν βρέθηκε ποτέ. Έχω και μια θανατηφόρα υπόνοια ότι ο επιχειρηματίας που παραχώρησε τότε το Πικαντίλι ονόματι Κούμπος είχε και το Λουξεμβούργο (κλασικό μαγαζί από το ’40) που βρέθηκε και το πτώμα του Πολκ. Ο Πολκ είχε πάει έξω από το Λουξεμβούργο. Αυτός ο Κούμπος είχε κι άλλα μαγαζιά πίσω από την Μητρόπολη ένα πιτσάδικο κοσμικό. Ο Λαμπράκης εδώ, ο Πολκ εκεί με διαφορά 25 ετών.

Πείτε μου λίγο για το Γεντί Κουλέ πως το βιώσατε. Ήταν όντως το κολαστήριο;
Να σου πω την αλήθεια για εμάς το Γεντί Κουλέ ήταν ανακούφιση γιατί έφευγες κι από το ξύλο. Εκεί έλεγες «Τι θα κάνουν; Μπορεί να σε πυροβολήσουν». Εγώ με τον Μητσιά τραγουδούσαμε Θεοδωράκη. Οι φύλακες μας κοιτούσαν κι έλεγαν «Τι είναι αυτό;». Γιατί είχαμε και την εξής συγκυρία: Μέσα στην ομάδα του ’41 ήταν και πολλοί Λαμπράκηδες. Ο Κουγιουμτζής είχε χορωδία με τους Λαμπράκηδες και δύο κοπέλες και ήταν κλεισμένοι φυλακή. Όχι μαζί μας, σε άλλο θάλαμο. Αλλά σε κάποιες φάσεις όταν βγαίναμε και τις βλέπαμε, τραγουδούσαμε και μαζί. Δηλαδή οι τετράδα. Γιατί ήταν και φωνάρες. Μετά μεγάλη φωνή έγινε ο Μητσιάς. Βιβλία μόνο είχαμε. Μετά την απόδραση του Ζαμπέλη που απέδρασε από την Αίγινα, σκλήρηναν τα πράγματα σε όλες τις φυλακές. Κάνανε και απεργία πείνας ένα μήνα και δεν τους αφήνανε να πάρουν και επισκεπτήρια. Εμείς ήμασταν πιο χαλαρά. Εγώ ήμουν και στην εκτέλεση του Δράκου.
Για πείτε μου για αυτή την ιστορία
Ήταν μελλοθάνατος. Είχε το δικαίωμα ως μελλοθάνατος να γυρίζει όλες τις κλίνες οπότε ερχόταν και σε εμάς. Εγώ τον Παγκρατίδη, τον βρήκα και του είπα «Για να γλιτώσεις την εκτέλεση κάνε κάτι για την υγεία σου να πας σε κανένα νοσοκομείο. Καμία απόπειρα, κόψε χέρι, πόδι». Δεν το έκανε και εκτελέστηκε. Την μέρα της εκτέλεσης. ήταν Γενάρης του ’ 68η σημαία της φυλακής μεσίστια. Καλό αυτό, τιμούνε μια ύπαρξη που έχει φύγει από τη ζωή. Και το ραδιόφωνο, είχαμε ραδιόφωνο. Τον Γενάρη του ’68 μάθαμε για την μεγάλη επίθεση του Βιετνάμ και την ακούγαμε από το ραδιόφωνο. Όταν έγινε αυτό του Παγκρατίδη είχανε σκίτσα του Δράκου στην Απογευματινή και στην Μακεδονία όπου η φάτσα του Δράκου ήταν μακρόστενη και αγριωπή. Ο Παγκρατίδης ήταν ο ορισμός του στρογγυλού, μιλάμε για οβάλ, οβαλότατο. Του είπα εγώ «Δεν μοιάζεις». Τα σκίτσα αυτά είναι από ανθρώπους που τον είδαν και δεν μπορεί στη στρογγυλάδα να είναι έτσι. Αν με άκουγε λέω. Γιατί εκείνη τη στιγμή, η συμβολή μου ήταν παράνομη. Σε ένα χρόνο θα γινόταν θέμα. Θα έλεγαν έχουμε τον ίδιο εγκληματία, στην ίδια πόλη αλλά με την μάπα που είναι ίδια. Η πόλη δεν σταμάτησε να αντιστέκεται με πολλούς τρόπους κι από όλες τις παρατάξεις. Πάρα πολλοί αξιωματικοί του στρατού αντιστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη και καθίσαν φυλακή. Ο Φατούρος μαζί με τον μετέπειτα πρωθυπουργό Ράλλη ήταν για ένα χρόνο εξορία στην Κάσο.
Αυτούς που σας βασάνισαν όταν συνέβαιναν αυτά τα φρικτά πράγματα πώς τους κοιτούσατε τότε;
Ξέραμε ότι είναι όπως ένας βασανιστής της διπλανής πόρτας. Το πρωί να είναι κύριος. Θυμάμαι στις δίκες τον Τετραδάκο, έφαγε μια καταδίκη και τον παρηγορούσε στις σκάλες η γυναίκα του. Ήταν μια σκηνή συγκινητική. Επειδή εγώ είδα από μικρός την κόλαση, είχα μια επιείκεια σε αυτά τα θέματα.
Δεν νιώθατε μίσος
Τη στιγμή εκείνη.
Τους συγχωρέσατε δηλαδή;
Από την προσωπική, ηθική άποψη δεν συγχωρούνται. Από άποψη πολιτική συγχωρούνται.
Η Θεσσαλονίκη όμως είχε και μερικά φωτεινά πράγματα μέσα σε όλο αυτό το σκοτάδι που περιγράψατε. Είπατε για το φεστιβάλ, για την τέχνη…
Μεγάλη η συμβολή της τέχνης. Η αδελφή μου επίσης είχε βιβλιοπωλείο που κυνηγήθηκε. Στην Καμάρα είχε βιβλιοπωλείο που της το σπάσανε δέκα φορές. Από ένα χρονικό σημείο και μετά, η Χούντα άφησε ελεύθερες εκδόσεις και διαβάσαμε και μαρξισμό και Τρότσκι. Τότε διαβάσαμε Τρότσκι εμείς. Στο θέατρο Αμαλία καταπληκτικά πράγματα γίνονταν.

Φεστιβάλ πηγαίνατε;
Ναι. Βέβαια δεν ήταν η προχουντική ιστορία με Κανελλόπουλο και τα λοιπά.
Πηγαίναμε στη Δόμνα, όλα τα παιδιά του θεάτρου ήταν εκεί. Και λατέρνα με γαλλική μουσική.
Είπατε και για το Λουξεμβούργο πριν. Πηγαίνατε και σε τέτοια πιο κοσμικά;
Λουξεμβούργο όχι. Ρεμπέτικα, λαϊκά ναι. Δεν ήταν η πολυδάπανη Αθήνα αν και από εδώ πέρασαν όλοι οι ρεμπέτες. Τσιτσάνης, Πιτσάκης περάσανε από όλα τα μαγαζιά της Αρετσούς. Παπαρούνα, Καλαμάκι Καλαμίτσα, όλα αυτά τα οποία έχουν γκρεμιστεί, έχουν περάσει από εκεί όλες οι μορφές. Αλλά η Θεσσαλονίκη είχε και αυτόχθονη ομάδα ρεμπέτικη. Τον Σωκράτη, τον Μίγκο, τη Λιλή. Αυτοί ήταν πολύ ταπεινές και απλές ψυχές. Και φαγητό. Εγώ πήγα μια φορά στον Μπιθικώτση και έτρωγαν σουβλάκια. Λέω «Τρως σουβλάκι στον Μπιθικώτση; Αυτό είναι ιεροσυλία.» Αυτό για Σαλονικιό είναι έγκλημα. Είχαμε διαφορά εδώ. Η Αθήνα έκανε επίδειξη, εδώ είχαμε το γνήσιο το λαϊκό.
Σινεμάδες;
Πάρα πολλούς. Τα λαϊκά ήταν στα Βαρδάρικα. Στην Τούμπα στον Φοίνικα είδα Μπέργκμαν. Ο γιαπωνέζικος κινηματογράφος έγινε από τις φοβερές ιστορίες του Κουροσάβα. Το ιταλικό τραγούδι και κινηματογράφος εξαφανίστηκαν σιγά σιγά, οι επιστήμες του ανθρώπου έφυγαν από όλα τα πανεπιστήμια και ο καπιταλισμός από βιομηχανικός και παραγωγικός, έγινε χρηματοπιστωτικός. Ο καθένας έχει γίνει πλούσιος και καπιταλιστής του εαυτού του. Έφερε την πτώση της Αριστεράς εδώ και έφυγε και η διανόηση.
Φτάνουμε στο ’74, έρχεται η Μεταπολίτευση. Πώς είναι το κλίμα στην πόλη;
Πανηγυρικό. Κάθε μέρα κάναμε μια διαδήλωση. ΚΚΕ εσωτερικού ήμουν εγώ τότε. Ο πατέρας μας έζησε και πέθανε ως ΚΚΕ. Ο Καραμανλής τον πρώτο καιρό του είχε κατηγορηθεί για σοσιαλμανία. Η Αριστερά σε μένα ήτανε προφητική. Η διάσπαση έγινε το ’68 που ήμουν φυλακή. Δεν πήραμε θέση εμείς αμέσως για να μην διασπάσουμε και τους κρατούμενους. Ήτανε προφητική η διάσπαση μας γιατί έγινε πριν από τη Πράγα, πριν από το Γαλλικό Μάη και πριν από προκουμουνισμό. Πρώτα αποτινάξαμε βέβαια τη σοβιετο-ηγεμονία στο παγκόσμιο κίνημα, μιλήσαμε για Ευρώπη εργαζομένων, αυτά γίνηκαν όλα. Είναι προφητική η Αριστερά, απόδειξη ότι επιβραβεύθηκε επί κυβέρνηση Τσίπρα. Δεν πρέπει να υποτιμάμε τις διασπάσεις, από τις διασπάσεις έγινε το σύμπαν εδώ που ζούμε.
Ποιοι ήσασταν στο εσωτερικό τότε στην Θεσσαλονίκη;
Λίγοι και καλοί. Ο Καϊσης, ο Αναγνωστάκης.
Πως ήταν ο Μανώλης ο Αναγνωστάκης σαν άνθρωπος;
Καλός. Καταρχήν Παοκτσής. Από το ’55 που πήγαινα στον ΠΑΟΚ ήταν εκεί.
Κάναμε παρέα. Αλλά πολύ με τους κομματικούς δεν κάνεις παρέα γιατί είναι και λίγο αρτηριοσκληρωτικοί. Ιδίως οι τροτσκιστές που χαμπάρι δεν έχουν από μουσική και είναι προσηλωμένοι στην επανάσταση.

Τον Βαρδάρη πώς τον θυμάστε;
Παλιό, κλασικό. Σινεμάδες, τυρόπιτες.
Είχε και ερωτικό στοιχείο ή μετά έγινε έτσι;
Ε, ναι. Είχε χάνια. Ένα χάνι ακόμα ζει. Στο Βαρδάρη, ήταν οι μικροπωλητές, η λαϊκή αγορά. Ο Χριστιανόπουλος έκανε γύρα εκεί.
Σας συμπαθούσε ο Χριστιανόπουλος. Είναι προνόμιο να λέει καλά πράγματα για σένα.
Πιο πολύ την αδερφή μου αγαπούσε με τα βιβλία. Εγώ είχα γραφείο στην Τσιμισκή 5 και κάτω ήταν το καλλιτεχνικό τυπογραφείο του Νικολαΐδη και ο Χριστιανόπουλος πέρα από όλα τα άλλα, ήταν καλλιτέχνης στα βιβλία και στις γραμματοσειρές. Ήταν σκυλί στη δουλειά και χειρωνακτική δουλειά. Εκτός από τη γραφή του, έπρεπε να ελέγξει πως θα κάνει τις γραμματοσειρές στα βιβλία του. Είχε εκπληκτική αίσθηση του γούστου.
Την πόλη πως την είδατε να αλλάζει με το πέρασμα του χρόνου;
Φυσιολογικά. Πήρε και ο ΠΑΟΚ πολλά πρωταθλήματα και έδωσε μια υπεραξία στην πόλη. Βέβαια υπάρχει μια καθίζηση κουλτούρας. Υποχώρησε ο κόσμος στον εαυτό του και στον ατομοκεντρισμό αλλά από την άλλη πλευρά, πήγα φέτος Φεστιβάλ Βιβλίου και είδα κόσμο τρομακτικό. Η νέα γενιά την οποία την εμπιστεύομαι πάρα πολύ είναι ενήμερη και πηγαίνει.
Πρωτοπορίες βγαίνουν τώρα;
Στα γράμματα ναι. Αλλά δεν παρακολουθώ πολύ γιατί γυρίζω πίσω στους κλασικούς. Ξανά Ντοστογιέφσκι, ξανά Παπαδιαμάντη. Η ποίηση στην Ελλάδα δεν θα πάψει ποτέ. Φοβερή. Ακόμα και τα τελευταία παιδιά που βλέπω να βγάζουν συλλογές είναι εκπληκτικές και εδώ και στην Αθήνα. Θα ξεπηδήσουν οι πρωτοπορίες. Όλη η μουσική σκηνή μετανάστευσε στην Αθήνα. Ο Τσιτσάνης, ο Τσαουσάκης που ήταν και ψάλτης πάνω στους Αγίους Αναργύρους. Κινηματογράφο είχε έναν φοβερό σκηνοθέτη. Τον Τάκη Κανελλόπουλο που δεν βοηθήθηκε κανείς οικονομικά. Είχαμε έναν σκηνοθέτη που και εν ζωή δεν βοηθήθηκε και δεν τιμήθηκε ούτε στον θάνατο του. Το ντοκιμαντέρ που έκανε το γυρίσε μόνος του. Η «Τελευταία Άνοιξη» που γυρίστηκε εδώ, κάναμε ρεφενέ για να την γυρίσει. Πηγαίναμε εδώ στην Βόλβη για να βρει να δείξει ότι είναι δάσος.
Οικονομικά η πόλη παρήκμασε. Έκλεισαν τα εργοστάσια και αστική τάξη δεν βοήθησαν ποτέ την πόλη. Επέστρεψε ποτέ τίποτα από τα λεφτά που βγάλανε;
Την μόλυνε και με την βιομηχανία που έφερε καρκίνο. Την μόλυνε και δεν επέστρεψε τίποτα.
Είχαμε αστούς καλλιεργημένους;
Σαφώς υπήρχαν. Ο Ζάννας. Ήταν πρωτοπόρος και στον κινηματογράφο και στην τέχνη. Είχαν αστούς πρωτοπόρους. Κι ο ευρωβουλευτής της δεξιάς βέβαια. Πήγε σπίτι του και έμεινε έκθαμβος από τη βιβλιοθήκη. Εγώ στο πανεπιστήμιο είχα συμμαθητές από κολλέγια. Όλοι οι αστοί, πέρα από τα κολλέγια, είχαν και μια συγκεκριμένη μόρφωση, Πολλοί ψήφιζαν και αριστερά κόντρα στις οικογένειες. Οι παλιοί αστοί εδώ ήταν πραγματικά προοδευτικοί.
Πολιτικούς που ξεχώρισαν έβγαλε ποτέ η πόλη;
Από πλευράς Αριστεράς, Ο Ευρεμίδης, Ο Βενιζέλος με τα πολλά προσόντα τα οποία υπερκτιμήθηκαν. Οι άλλοι οι υπουργοί προέρχονται από ΑΡΗ και ΠΑΟΚ. Είναι όλοι της κερκίδας, λαϊκισμός του κερατά. Κι η δεξιά δεν έβγαλε θα πεις; Ο Βουδούρης κάτι έλεγε. Δεν έβγαλε η Θεσσαλονίκη, αυτό ήταν προνόμιο των κάτω.

