Ο σπουδαίος κεραμίστας της Θεσσαλονίκης που πέθανε φτωχός και γεμάτος παράπονο
Σήμερα βρίσκεις έργα του σε ιδιωτικές συλλογές και εκθέσεις - Θλίψη για την καλλιτεχνική επιγραφή του παλιού του εργαστηρίου που "εξαφανίστηκε" πριν λίγες μέρες
Δεν πάνε πολλοί μήνες από την έκθεση «Ξεριζωμοί, 1922-2022. Μαρτυρίες μέσα από την Τέχνη» στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τέχνης υπό την της Α.Ε. της Προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου που μεταξύ των έργων άλλων καλλιτεχνών, οι επισκέπτες είχαν την δυνατότητα να θαυμάσουν και έργα του Μηνά Αβραμίδη, του λαικού τεχνίτη κεραμοποιίας που μεγαλούργησε στη Θεσσαλονίκη.
Η αλήθεια είναι πως η περίπτωση του Αβραμίδη, δεν είναι ιδιαίτερα ευχάριστη καθώς διαβάζοντας τη ζωή του, καταλαβαίνει κάποιος πως ο βίος του δεν ήταν ανάλογος του ταλέντου του ποτέ, ενώ και στα επόμενα χρόνια από τον θάνατο του και μέχρι σήμερα, εκτός από ιδιωτικές συλλογές και ανθρώπους που γνωρίζουν καλά από τέχνες, το ευρύ κοινό δεν γνώρισε ποτέ σε βάθος την σπουδαιότητα αυτού του καλλιτέχνη.
Θλίψη μάλιστα προκαλεί η είδηση πως η πρόσοψη του σπιτιού και εργαστηρίου του, που για χρόνια ήταν παρατημένο στην τύχη του, πρόσφατα καλύφθηκε με τσιμέντο, καταστρέφοντας και την τελευταία ανάμνηση μίας σπουδαίας εποχής για την κεραμική τέχνη στη Θεσσαλονίκη.
Τα τελευταία χρόνια μάλιστα, η ερήμωση του οικοδομήματος είχε προσελκύσει επισκέψεις αστέγων καθώς και τρωκτικών που προκαλούσαν δυσφορία στους γείτονες.
Το χειρότερο ωστόσο που ξεσήκωσε αντιδράσεις σε εκείνους που γνώριζαν την ιστορία του οικήματος, είναι η «εξαφάνιση» της ιδιόχειρης ταμπέλας που κοσμούσε μέχρι πριν λίγο καιρό το οίκημα και αναγραφόταν το όνομα του Μηνά Αβραμίδη, με τον ιδιαίτερο τρόπο που εκείνος είχε σκεφτεί, τοποθετώντας φιγούρες από ζώα σε κάθε γράμμα του επιθέτου του. Χωρίς κανείς να γνωρίζει αν αφαιρέθηκε η πλάκα ή αν καλύφθηκε με τσιμέντο, θλίψη προκαλεί η πρόσφατη συνάντηση με κάτοικο της γειτονιάς που αναφέρει οτι μάλλον κάλυψαν αυτές τις πλάκες με τσιμέντο οι εργάτες, μιλώντας μάλιστα και για ολική καταστροφή τους καθώς, όπως αναφέρει, ήταν πλάκες που δεν είχαν περάσει από πορσελανοποίηση και το μαύρο τσιμέντο θα έχει “ποτίσει” τις πλάκες πλέον, αν όντως βρίσκονται ακόμα εκεί.
Αναζητώντας στοιχεία για το σπίτι, πέσαμε πάνω στο περιοδικό “Το Τραμ” του Δημήτρη Καλοκύρη στο τεύχος του Οκτώβρη 1989 όπου αναφέρει χαρακτηριστικά γι’ αυτό το οίκημα και την επιγραφή:
“Ύστερα από αρκετά ακόμα χρόνια το εργαστήρι του Μηνά αποτελείτο από μία καταλασπωμένη αυλή και δύο καλυβοκάμαρες. Σε μία γωνιά της πρώτης κάμαρας όπου είχε στήσει τον ποδοτροχό, υπήρχε ένας λάκκος με την μπούκα του μικρού καμινιού, που έκαιγε κάθε λογής καύσιμο υλικό, από ροκανίδια μέχρι ξύλα, όχι πάντα χωρίς ρετσίνια. Τα ρετσίνια όταν καίγονταν άφηναν στην επιφάνεια του κεραμικού κάτι μαυρισμένες βούλες που αποτελούν μειονεκτήματα. Όμως όταν θα δίνουμε παπούτσια καμιά φορά δίνουν την αίσθηση, πώς είναι αποτυπώματα της ίδιας της φλόγας που τα έψησε.
Στους τοίχους του δωματίου υπήρχαν ράφια για το στέγνωμα των άψητων ακόμα αγγείων.
Στην άλλη κάμαρα ζωγράφιζε ο Μηνάς και κατοικούσε ολόκληρη η οικογένεια. Παντού στο χωμάτινο δάπεδο λάσπες, σπασμένα τσανάκια, καρβουνιές, καυσόξυλα και σκουπίδια σε ένα κορύφωμα γραφικής ακαταστασίας. Όμως την είσοδο στόλιζε οι ωραιότερη επιγραφή της θεσσαλονίκης. «στα πλακάκια της επιγραφής αυτής» γράφει η αξέχαστη φίλη Άλκη Κυριακίδη Νέστορος, «θα μπορούσε να θαυμάσει κανείς εκπληκτικές λύσεις που βρήκε για να συνθέσει το καθένα από τα γράμματα του ονόματός του. Στην επιγραφή αυτή που θα μπορούσε να έχει θέση και στην πρόσοψη ενός ζωολογικού μουσείου, τα πουλιά, η αρκουδίτσες, τα φίδια σε απροσδόκητες στάσεις, του έδιναν τα σχήματα που ήθελα. Πόσα εύκολο ήταν το παιχνίδι αυτό να καταλήξει σε μία άχαρη επανάληψη και πόσο κέφι, πόσοι φαντασία, πόση αυθόρμητη σοφία να μην επαναλάβει ούτε μία φορά το ίδιο σχέδιο, να τα ζωντανέψει όλα και να μας τα προσφέρει, αληθινό πανηγύρι σύνθεσης και φαντασίας. Και μόνη επιγραφή αυτή θα μπορούσε να κατά αξιώσει τον μπάρμπα μηνά και να μας κάνει να πιστέψουμε στην αξία της λαϊκής τέχνης».”
Σύμφωνα με την μαρτυρία της κατοίκου της γειτονιάς, μέχρι πριν από λίγα χρόνια, το οίκημα το χρησιμοποιούσε ο γιος του Μπάρμπα – Μηνά, όπως τον αποκαλούσαν στη γειτονιά, που έκανε την ίδια δουλειά, συντηρώντας και χρησιμοποιώντας τον φούρνο και τα εργαλεία του μεγάλου γλύπτη. Χαρακτηριστικές είναι οι πλάκες που υπάρχουν ακόμα στον δεύτερο όροφο του κτιρίου, εκεί δηλαδή που ήταν το σπίτι της οικογένειας, και φαίνονται από το μπαλκόνι μέχρι και σήμερα.
Όπως επίσης, μπορεί κάποιος να διακρίνει από τις χαραμάδες του κλειδωμένου σπιτιού τα τούβλα που ακόμα υπάρχουν εντός της αυλής, πάνω στα οποία οι κεραμίστες – όπως και ο Αβραμίδης – φιλοτεχνούσαν τα έργα τους και τους έδιναν αξία.
Στην απόφαση του τσιμέντου, όπως αναφέρουν κάτοικοι της περιοχής, έπαιξε ρόλο το συχνό “πλιάτσικο” που γινόταν στον χώρο κλέβοντας οτιδήποτε υπήρχε εντός του εργαστηρίου του Αβραμίδη, αλλά και άλλα αντικείμενα αξίας που υπήρχαν στον χώρο.
Ο Μηνάς Αβραμίδης (1877-1954) ήταν λαϊκός κεραμίστας. Γεννήθηκε στην Κιουτάχεια της Μικράς Ασίας και εργάσθηκε ως αγγειοπλάστης εκεί (η Κιουτάχεια ήταν φημισμένη για την παράδοσή της στη συγκεκριμένη τέχνη). Οι γραμματικές του γνώσεις δεν ξεπερνούσαν τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού Σχολείου. Στο πρώτο βιοποριστικό του επάγγελμα, του λιθοξόου, διδάχτηκε να δουλεύει το πιο σκληρό υλικό, την πέτρα. Είναι άγνωστο πότε καταπιάστηκε με το μαλακό και εύπλαστο υλικό, τον πηλό, και πού μαθήτεψε.
Γραπτές πηγές αναφέρουν ότι στην Κιουτάχεια -κεραμικό κέντρο από αιώνες- η αγγειοπλαστική τέχνη εξακολουθούσε τον εικοστό αιώνα να ασκείται από χριστιανούς. Αναφέρονται ονομαστικά επτά από τα σπουδαιότερα εργαστήρια που διαλύθηκαν μετά το ’22. Ανάμεσα τους το εργαστήρι του Μηνά Αβραμίδη που ήταν ο πιο καταξιωμένος τεχνίτης, ιδιαίτερα στην τέχνη της διακοσμητικής. Ένα έργο του σε πλακάκια τοίχου, διαστάσεων 2×2 μέτρα, ήταν εντοιχισμένο σε κεντρικό καφενέ της ελληνικής συνοικίας της Κιουτάχειας. Παρίστανε τη σκηνή του φόνου του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου από τους Τούρκους, με τόση ζωντάνια που συγκινούσε αφάνταστα τους θαμώνες αλλά και τον ίδιο που πήγαινε εκεί καθημερινά να πιει το ούζο του.
Το 1918 παντρεύεται σε τρίτο γάμο τη Δωροθέα Ρουσανίδου -χήρα χωρίς παιδιά- και το 1919 αποκτά το πρώτο του παιδί, το Χαράλαμπο και αργότερα τον Κυριάκο που πεθαίνει στην Κιουτάχεια.
Ο Αβραμίδης, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 μαζί με τη μητέρα του Γεσθημανή και τη σύζυγό του Δωροθέα. Σύμφωνα με τα στοιχεία, εργάσθηκε στο Νέο Φάληρο από το 1923 επί δύο χρόνια και μετά για κάποιο διάστημα στη Φλώρινα, μέχρι το 1926, οπότε και εγκαταστάθηκε οριστικά στη Θεσσαλονίκη.
Με χρήματα από τον αδελφό της γυναίκας του Ηρακλή που ζούσε στην Αμερική, όπου ασχολούνταν με γούνες, αγοράζει ένα κομμάτι γης στη συνοικία Χαριλάου, δίπλα σ’ ένα ξερό συνήθως ρέμα και κτίζει μόνος του ένα μικρό σπίτι όπου οργανώνει κατοικία και εργαστήρι. Πρόκειται γαι αυτό το εργαστήριο που μέχρι σήμερα παραμένει στο ίδιο σημείο, βαμμένο πλέον εξαφανίζοντας ό,τι ιστορικό μπορεί ακόμα αν κρατούσε από αυτόν τον σπουδαίο καλλιτέχνη.
Το 1927 πρωτοεκθέτει κάποια έργα του στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Τον επόμενο χρόνο, συνεργάζεται με τον αγγειοπλάστη Μακάριο Βαρδαξή και εκθέτει έργα του στη Διεθνή Έκθεση του 1928. Καθώς τα οικονομικά του Μηνά ήταν οικτρά, ο Βαρδαξής έβαλε τα χρήματα και ο ίδιος τη δουλειά. Ανάμεσα στα έργα που εκτέθηκαν ξεχωρίζουν τα αγάλματα της ‘Πικραμένης προσφυγοπούλας’ και το περίφημο καμπαναριό. Στην έκθεση αυτή βραβεύεται ο Μηνάς και του απονέμεται αργυρό μετάλλιο με χαραγμένο τον Άγιο Δημήτριο. Ένας μεγάλος αριθμός από τα έργα του Μηνά περιέρχονται στην κυριότητα του Βαρδαξή κι από αυτόν τελικά πουλιούνται αργότερα σε μουσεία και συλλογές.
Την ίδια εποχή ο Μηνάς αναγκάζεται να πουλήσει το μισό του σπίτι στο Μακάριο Βαρδαξή. Από τότε, σ’ ένα μικρό δωματιάκι έχει τον ποδοκίνητο τροχό, τα ράφια για τα νωπά κεραμικά και έναν πάγκο. Στο δεύτερο δωμάτιο όπου ήταν και το καλλιτεχνικό του εργαστήρι διακοσμητικής, ζει όλη η οικογένεια. Στη μικρή λασπωμένη αυλή, όπου ανακατεύει τα χώματα βρίσκεται το μικρό καμίνι και τα φρύγανα. Τα μικρότερα παιδιά του μεγαλώνουν στο δρόμο. Χρήματα για σχολειό δεν υπάρχουν. Από το 1930 έχει βοηθό το γιο του το Χαράλαμπο που πλάθει και διακοσμεί τα σχέδια του πατέρα του με επιδεξιότητα, και μετά το 1933 που τελειώνει το σχολειό εργάζεται κανονικά στο εργαστήρι, ως το 1938 που φεύγει για να δουλέψει μόνος του. Στο πατρικό εργαστήρι θα εργαστεί από παιδί κι ο δεύτερος γιος, ο Αβραάμ που μέχρι σήμερα συνεχίζει τη δουλειά του πατέρα του στον ίδιο χώρο, στην οδό Γενναδίου 88.
Γύρω στα 1929 συμβαίνει κάποιο περιστατικό που οι συνέπειες του θα πληγώσουν την αγαθότητα του Μηνά. Το περιγράφει εξαιρετικά το περιοδικό “Το Τραμ” στο τεύχος του Οκτώβρη 1989, γράφοντας:
“Ο Μηνάς έκανε κάποτε και απομιμήσεις βυζαντινών αγγείων, που ήταν τόσο πειστικές ώστε η γνησιότητά τους και από άποψη τέχνης και από πλευράς υλικών και τεχνικής να είναι αδύνατο να ελεγχθεί. Έτσι πριν από αρκετά χρόνια πούλησε για λίγες δραχμές στη θεσσαλονίκη σε κάτι ξένους ένα πιάτο του με φανταστική σύνθεση ανατολίτικης τεχνοτροπίας. Πούλησε αργότερα και ένα όμοιο πιάτο στο γράφοντα. Το πρώτο από τα πιάτα αυτά έπεσε σε χέρια «ειδικών» οι οποίοι αφού το παλαίωσαν τεχνικά το πούλησαν σε ένα μεγάλο μουσείο του Παρισιού (Λούβρο) το παρουσίασε σαν δείγμα του 18ου αιώνα. Όταν κάποτε το αναγνώρισε ο φίλος βυζαντινολόγος καθηγητής Ανδρέας Ξυγγόπουλος, ήταν κιόλας αργά, γιατί στο μεταξύ το είχε δημοσιεύσει σαν παλιό περσικής επιδράσεως ο γνωστός βυζαντινολόγος Talbot Rice στο κλασικό του έργο «Byzantine Clazed Pottery». Ο άγγλος ειδικός συνοδεύει τη δημοσίευση της εικόνας του πιάτου του μηνά με το ακόλουθο τίτλο «Bowl recently acquired by the Louvre. Red were covered with a white slip and glazed in pale brown – yellow . The incised portion ia dark brown. The drowning and style show the leteness of the pot as well as a persian influence. Type Br. Probably XVIIIth century».”
Για την ιστορία, να αναφέρουμε πως η απάτη γρήγορα αποκαλύπτεται και η αστυνομία κλείνει το εργαστήρι του Μηνά. Σύντομα όμως αναγνωρίζεται η αθωότητα του και συγχρόνως γίνεται τόσο γνωστή η τελειότητα της δουλειάς του ώστε αρχίζουν να τον επισκέπτονται καθηγητές του Πανεπιστημίου, φιλότεχνοι και ζωγράφοι και να αγοράζουν τα πάμφθηνα κεραμικά του. Ανάμεσα τους ο Στίλπων Κυριακίδης και ο Ανδρέας Ξυγγόπουλος και στη δεκαετία του 1940 ο καθηγητής Βασίλης Κυριαζόπουλος, οι ζωγράφοι Γιώργος Παραλής, Γιώργος Φωκίδης και άλλοι, χωρίς ωστόσο αυτό να του φέρνει χρήματα με αποτέλεσμα να συνεχίσει να ζει στην ανέχεια.
Η ανέχεια αυτή, τον αναγκάζει να δουλέψει στο κεραμοποιείο των Α/φων Αλλατίνη που βρισκόταν τότε ανάμεσα στην οδό Ιταλίας και στη Μάρκου Μπότσαρη. Εκεί, από το 1932 ως το 1936-37 που κάηκε το παλιό κεραμοποιείο, πλάθει γλάστρες, πιθάρια, ακροκέραμα, και καλουπιάζει θερμάστρες. Το 1939 ανοίγει ένα πρατήριο στην πλατεία Βλάλη αλλά δεν τα καταφέρνει και σύντομα το πρατήριο κλείνει. Τα επόμενα δύσκολα χρόνια, πουλάει τα κεραμικά του για λίγο ψωμί ή για πενταρο-δεκάρες. Όλοι εκμεταλλεύονται την καλοσύνη του και δε βρίσκεται κανείς να τον βοηθήσει αποτελεσματικά. Το 1946 πεθαίνει η γυναίκα του. Μιλούσε μόνο τούρκικα, τα ελληνικά της ήταν ελάχιστα. Η προσφορά της στο εργαστήριο ήταν να ζυμώνει τον πηλό και να ξελασπώνει την αυλή. Το 1950 πεθαίνει η κόρη του Αναστασία, παντρεμένη από το 1947 με το λούστρο της γειτονιάς, το Χρήστο.
Το 1950, η Μακεδονική Εταιρεία του αναθέτει την κατασκευή της φρίζας με πλακάκια που κοσμεί τη μεγάλη της αίθουσα. Η επιλογή του σχεδίου οφείλεται στον Α. Ξυγγόπουλο, η σχεδίαση στο ζωγράφο Γ. Παραλή. Η εκτέλεση είναι άριστη και η φήμη του Μηνά απλώνεται.
Το 1954 ο σπουδαίος καλλιτέχνης παθαίνει συμφόρηση. Χωρίς γιατρό, περιμένει το θάνατο ως τη μέρα που ο Γ. Βελλίδης και ο διευθυντής του Ερυθρού Σταυρού τον μεταφέρουν σε αφασία στο Κεντρικό Νοσοκομείο. Σε τέσσερις μέρες πεθαίνει. Οι πληροφορίες λένε πως έφυγε γεμάτος πίκρα. Συχνά παραπονιόταν «τόσοι θαυμάζουν τα έργα μου κι εγώ πεθαίνω από την πείνα». Όμως παρά τις ταλαιπωρίες που πέρασε είχε την τύχη να αναγνωριστεί το έργο του όσο ακόμα ζούσε.
Τα κεραμικά του Αβραμίδη, εκτός από τα παραδοσιακές αναπαραστάσεις φυτών και ζώων, παρουσίαζαν επίσης μορφές από την αρχαιότητα και την Παλαιά Διαθήκη. Κάποια άλλα εμπνέονται από την ισλαμική ανεικονική διακοσμητική παράδοση. Ο Αβραμίδης φιλοτέχνησε επίσης πήλινα αγάλματα (όπως το «Η πικραμένη προσφυγοπούλα»). Αρκετά έργα του σήμερα βρίσκονται στο Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας-Θράκης, καθώς και στη συλλογή κεραμικής του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, στο Τζαμί Τζισταράκη, στην Αθήνα ενώ δεκάδες άλλα, βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές συλλεκτών.
Κλείνοντας, κρατάμε μία ακόμα περιγραφή από το “Τραμ” του ’89 που αναφέρει:
Ανεξάντλητη είναι η φανταστική θεματολογία του. Αντλεί από όλα και από παντού, από τα ομηρικά έπη ως το σύγχρονο δημοτικό ή λαϊκό τραγούδι. Σε μερικά από τα έργα του έχει φιλοτεχνήσει και θέματα κατά παραγγελία. Τα περισσότερα όμως είναι πλάσματα της δικής του φαντασίας. Είτε όμως το θέμα του δόθηκε από πελάτη ή το είχε πάρει από γνωστό πρότυπο, ο καλλιτέχνης δανειζόταν μόνο το θέμα ή μόνο το μύθο σαν πρώτη ύλη για να εκφραστεί.
Ο Μηνάς πολλές φορές έδινε περισσότερες λύσεις στο ίδιο θέμα. Στο ένα από τα σχεδιάσματα με θέμα «Ο Δανιήλ στο λάκκο των Λεόντων», ο προφήτης παρουσιάζεται ασκητικός και σαν φοβισμένος, ενώ τα θηρία είναι ανήσυχα. Στο άλλο εμφανίζεται καθιστός μεγαλοπρεπής με απόλυτη επιβολή και κυριαρχία στα λιοντάρια που παραμένουν ήρεμα ένα γύρο και στα πόδια του.
Τα θέματα όπου ο Μηνάς είναι απαράμιλλος είναι εκείνα της βυζαντινής και ανατολίτικης παράδοσης για τα οποία έχουν γραφτεί οι παρακάτω γραμμές:
«Τον Μηνά χώριζαν αιώνες από την βυζαντινή κεραμική. Και όμως την ξανάπιασε στο σημείο που είχε απομείνει και τη συνέχισε σαν να μην είχαν ποτέ καταστραφεί οι ενδιάμεσοι κρίκοι.»
Με στοιχεία από: Περιοδικό Τραμ, Λαογραφικό & Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας – Θράκης