Οι τεράστιες επιπτώσεις της Κατοχής στην ελληνική οικονομία
Πώς κατέρρευσαν υποδομές και παραγωγή
28η Οκτωβρίου: Πώς η Γερμανική Κατοχή κατέστρεψε την ελληνική οικονομία
Από τις πρώτες ημέρες της Κατοχής, οι δυνάμεις του Άξονα –Γερμανία, Ιταλία και Βουλγαρία– εγκαθίδρυσαν νέο καθεστώς ελέγχου στην Τράπεζα της Ελλάδος.
Η Γερμανική Κατοχή υπήρξε η πλέον οδυνηρή οικονομική περίοδος της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Σύμφωνα με την Ιστορία της Τράπεζας της Ελλάδος (Ψαλιδόπουλος, 2014), οι τέσσερις χρονιές 1941–1944 οδήγησαν τη χώρα σε πλήρη νομισματική και παραγωγική κατάρρευση, διαλύοντας τα θεμέλια που είχαν τεθεί μετά τη σταθεροποίηση της δραχμής τη δεκαετία του ’30.
Η περίοδος αυτή δεν μπορεί να περιγραφεί με τον ψυχρό όρο «μακροοικονομικές εξελίξεις» — ο ίδιος ο συγγραφέας την αποκαλεί «πορεία προς την άβυσσο».
Κατεχόμενη οικονομία Από τις πρώτες ημέρες της Κατοχής, οι δυνάμεις του Άξονα –Γερμανία, Ιταλία και Βουλγαρία– εγκαθίδρυσαν νέο καθεστώς ελέγχου στην Τράπεζα της Ελλάδος. Τοποθέτησαν επιτρόπους με δικαίωμα πλήρους παρέμβασης στη νομισματική και συναλλαγματική πολιτική, ενώ επιχείρησαν να επιβάλουν τα δικά τους νομίσματα στην ελληνική αγορά: μάρκο κατοχής, μεσογειακή δραχμή και λέβα.
Η διοίκηση της Τράπεζας αντέδρασε προσπαθώντας να διασώσει κάποιον βαθμό νομισματικής συνοχής. Από τις 18 Ιουλίου 1941 απαγορεύθηκε η κυκλοφορία των ξένων νομισμάτων, και οι κατοχικές αρχές αντλούσαν ρευστότητα απευθείας από την Τράπεζα της Ελλάδος. Αυτή η «χρηματοδότηση» –όπως ονομάστηκε επισήμως– παρεχόταν υπό το πρόσχημα του Δικαίου του Πολέμου και των Συνθηκών της Χάγης, αλλά στην πράξη αποτέλεσε αναγκαστικό δάνειο προς τις δυνάμεις Κατοχής, χωρίς επιστροφή.
Η οικονομική αφαίμαξη θεσμοποιήθηκε μέσω του κατοχικού δανείου, μιας συμφωνίας που επέβαλαν οι Γερμανοί και οι Ιταλοί στην ελληνική κυβέρνηση τον Μάρτιο του 1942. Με βάση αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος υποχρεώθηκε να καλύπτει σε δραχμές τις δαπάνες των στρατευμάτων Κατοχής, ενώ το ποσό θα θεωρούνταν υποτίθεται δάνειο προς τα κράτη του Άξονα.
Το ύψος του δανείου, αν και ποικίλει στις εκτιμήσεις, ξεπερνούσε τα 3,5 δισ. δραχμές της εποχής, ποσό τεράστιο σε πραγματικούς όρους. Οι αναλήψεις από τα διαθέσιμα της Τράπεζας συνεχίστηκαν ανεξέλεγκτα, προκαλώντας εκρηκτική νομισματική επέκταση. Ήταν ένα από τα θεμελιώδη αίτια του υπερπληθωρισμού που ακολούθησε.
Η Τράπεζα, σε μεταγενέστερες δεκαετίες (1963, 1991, 2000, 2012), πραγματοποίησε μελέτες για την αποτίμηση και τη νομική διεκδίκηση του κατοχικού δανείου, αναγνωρίζοντας ότι επρόκειτο για αναγκαστικό, μη εξοφλημένο χρέος της Γερμανίας προς την Ελλάδα.
Κατάρρευση της παραγωγής
Πέρα από τη νομισματική διάλυση, η Κατοχή διέλυσε και την πραγματική οικονομία. Η Ελλάδα υπέστη συστηματική λεηλασία των πόρων της: αγροτικά προϊόντα, μεταλλεύματα και πρώτες ύλες διοχετεύονταν μαζικά στις κατοχικές δυνάμεις. Ταυτόχρονα, η χώρα επιβαρύνθηκε με τις δαπάνες συντήρησης των στρατευμάτων και την αποστολή εφοδίων στα μέτωπα της Βορείου Αφρικής και της Σοβιετικής Ένωσης.
Η Τράπεζα της Ελλάδος σημειώνει πως η νομισματική κυκλοφορία αυξήθηκε κατά 36.000% από τον Οκτώβριο του 1939 ως τον Οκτώβριο του 1944. Η αξία της χρυσής λίρας εκτινάχθηκε από 1.000 δραχμές το 1940 σε 1,5 δισεκατομμύριο δραχμές το 1944. Το εθνικό εισόδημα κατέρρευσε, ενώ μεγάλα τμήματα της χώρας –Ανατολική Μακεδονία, Θράκη, Ιόνια νησιά– αποκόπηκαν και ενσωματώθηκαν προσωρινά στη Βουλγαρία και την Ιταλία, στερώντας ζωτικές πλουτοπαραγωγικές πηγές.
Το αποτέλεσμα ήταν πλήρης αποσύνθεση του παραγωγικού ιστού: η γεωργία περιορίστηκε λόγω επιτάξεων, η βιομηχανία σταμάτησε εξαιτίας έλλειψης πρώτων υλών και ενέργειας, ενώ το εμπόριο πέρασε στα χέρια μαυραγοριτών.
Πληθωρισμός και πείνα
Η οικονομική αφαίμαξη μετέτρεψε τη δραχμή σε άχρηστο χαρτί. Ο υπερπληθωρισμός κατέστη ανεξέλεγκτος: τα τραπεζογραμμάτια αυξάνονταν με ρυθμούς φρενίτιδας. Από το 1943 ως το καλοκαίρι του 1944 εκδόθηκαν χαρτονομίσματα εκατομμυρίων, δισεκατομμυρίων και τελικά εκατοντάδων εκατομμυρίων δραχμών. Στις 10 Ιουλίου 1944 εγκρίθηκε έκδοση χαρτονομίσματος 1.000.000 δραχμών, στις 28 Ιουλίου χαρτονομίσματος 5.000.000, και στις 23 Αυγούστου 10 και 25 εκατομμυρίων. Μόλις ένα μήνα αργότερα, εκδόθηκαν τραπεζογραμμάτια των 200 εκατομμυρίων δραχμών.
Όταν οι Γερμανοί εγκατέλειψαν την Αθήνα, τα ταμεία της Τράπεζας ήταν κυριολεκτικά άδεια. Οι κάτοικοι επιβίωναν ανταλλάσσοντας αγαθά ή με συναλλαγές σε χρυσές λίρες, που είχαν μετατραπεί στο μοναδικό αξιόπιστο μέσο συναλλαγής. Ο πληθωρισμός είχε καταστρέψει κάθε οικονομική λογική: η τιμή του ψωμιού άλλαζε πολλές φορές την ημέρα, ενώ οι μισθοί καθίσταντο άνευ σημασίας. Το αποτέλεσμα ήταν η μεγάλη πείνα του χειμώνα 1941–42, που προκάλεσε δεκάδες χιλιάδες θανάτους και μείωση του πληθυσμού κατά 415.000 άτομα.
Μέσα στο χάος, η Τράπεζα της Ελλάδος επιχείρησε μια από τις πιο τολμηρές πράξεις της ιστορίας της: τη διαφυγή του αποθέματος χρυσού. Όπως αναφέρει η Έκθεση του Διοικητή Γ. Μαντζαβίνου, τα αποθέματα (610.796 ουγγιές) μεταφέρθηκαν από την Αθήνα στην Κρήτη, έπειτα στην Αλεξάνδρεια, στο Ντέρμπαν και τέλος στο Λονδίνο, όπου η Τράπεζα εγκατέστησε το προσωρινό της κέντρο στις 22 Σεπτεμβρίου 1941. Η «ελεύθερη Διοίκηση» της ΤτΕ στο Λονδίνο, αποτελούμενη από έξι μόλις υπαλλήλους, συνέχισε να λειτουργεί παράλληλα με τη διοίκηση της κατεχόμενης Αθήνας, διαχειριζόμενη τις διεθνείς σχέσεις της Ελλάδας και τη μεταπολεμική αποκατάσταση.
Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες
Όταν οι Γερμανοί αποχώρησαν τον Οκτώβριο του 1944, η χώρα βρέθηκε σε πλήρη οικονομική διάλυση. Η νομισματική κυκλοφορία είχε πολλαπλασιαστεί χιλιάδες φορές, το δημόσιο ταμείο ήταν κενό και η Τράπεζα της Ελλάδος αναγκάστηκε να εκδώσει άμεσα τραπεζογραμμάτια των 500 εκατομμυρίων δραχμών για να καλύψει τις ανάγκες της αγοράς.
Τον Νοέμβριο του 1944, το νέο κράτος προχώρησε σε νομισματική μεταρρύθμιση: εισήχθη η «νέα δραχμή», που αντιστοιχούσε σε 50 δισεκατομμύρια παλαιές δραχμές. Αλλά το τραύμα είχε ήδη συντελεστεί: η εμπιστοσύνη στο χρήμα είχε χαθεί, η αγορά λειτουργούσε αποσπασματικά και ο πληθωρισμός, αν και περιορίστηκε σταδιακά, παρέμεινε υψηλός για χρόνια.
Η Κατοχή δεν κατέστρεψε μόνο την οικονομία – διέλυσε τους θεσμούς, τις αποταμιεύσεις και την κοινωνική συνοχή. Οι μικροκαταθέτες έχασαν τις αποταμιεύσεις τους, οι μισθωτοί είδαν το εισόδημά τους μηδενισμένο, ενώ ο πληθυσμός στράφηκε στη μαύρη αγορά για επιβίωση. Το τραπεζικό σύστημα παραλύθηκε: οι περισσότερες εμπορικές τράπεζες βρέθηκαν χωρίς ρευστότητα, ενώ η Τράπεζα της Ελλάδος αναγκάστηκε να λειτουργεί υπό τις εντολές των κατακτητών.
Η κοινωνική ανισότητα εκτοξεύθηκε. Όσοι είχαν πρόσβαση σε αγαθά, πληροφορίες ή συναλλαγές με τις αρχές κατοχής πλούτισαν, ενώ η πλειονότητα του πληθυσμού οδηγήθηκε σε εξαθλίωση. Η φράση «έφαγε ψωμί με τη λίρα» έγινε σύμβολο μιας εποχής όπου ο χρυσός ήταν το μόνο καταφύγιο αξίας.
Πηγή: dnews/Θανάσης Κουκάκης
