Τα θρυλικά beach party των 60’s της Θεσσαλονίκης
Οι βουτιές στα νερά του Θερμαϊκού, η πλαζ της Αγίας Τριάδας, οι αστέρες του σινεμά και μια Θεσσαλονίκη αλλιώς.
Εικόνες: Προσωπικό αρχείο Γιάννη Νέγρη
Καλοκαίρι του 1960, Ιούλιος, η πόλη έχει αδειάσει και η θερμοκρασία ξεπερνά τους 30 βαθμούς, κυριαρχεί σιγή. Οι θόρυβοι της πόλης έχουν δώσει τη θέση τους στους ήχους της θάλασσας και των πουλιών που κελαηδούν σε μια απόπειρα εύρεσης σκιάς. Η αλμύρα της θάλασσας με το καλοκαιρινό αεράκι δεν είναι μακριά και μια παρέα κατηφορίζει από την οδό της Αγίας Τριάδας προς το παραθαλάσσιο τότε κέντρο με όνομα «Φάληρο».
Πριν από την οδό της 25 ης Μαρτίου η ακτή γύρω από το κέντρο «Τζιτζιφιές» έχει μαζέψει πολλές οικογένειες που βρίσκουν λύτρωση στα καθαρά νερά του Θερμαϊκού. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει κολύμπι, φαγητό στη ταβέρνα με φρεσκοψαρεμένα ψάρια από το πρωί και μετά θερινό σινεμά στο παραθαλάσσιο κινηματογράφο «Ποσειδών».
Ένα αυτοκίνητο φορτώνεται με τα απαραίτητα της εκδρομής: λάδι, ελιές, τομάτες και ψωμοτύρι. Έχει προορισμό το Μπαξέ Τσιφλίκι (γνωστό σήμερα ως Νέοι Επιβάτες) και το καλοκαίρι στην πόλη γινόταν αμέσως πιο δροσερό. Πρώτα με καραβάκια, μετά με λεωφορεία και αργότερα με αυτοκίνητα, οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης απολάμβαναν με ελευθερία την θάλασσα, τον ήλιο και την ανεμελιά μιας εποχής που έχει μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη των παλαιότερων και θρυλική στα μάτια των νεότερων.
Ο ΕΟΤ τη δεκαετία του ΄60 είχε δημιουργήσει μια σύγχρονη πλαζ με ντουζιέρες και αποδυτήρια ασφαλείας για τους λουόμενους στη παραλία της Αρετσούς, ενώ το θρυλικό κάμπινγκ στην οργανωμένη πλαζ της Αγίας Τριάδας μάζευε όλη σχεδόν τη κοσμική νεολαία της Θεσσαλονίκης. Εκεί, στην πλαζ της Αγίας Τριάδας, στο ιδιωτικό κέντρο διασκέδασης «Ρέμβη» ξεπήδησαν και τα πρώτα beach party.
Μια γαλάζια ακτή πνιγμένη από πλήθος χιλιάδων νέων, περιποιημένη, καθαρή, με πολύχρωμες ομπρέλες και κοκκινωπά τραπέζια. Οι μουσικοί έχουν πάρει τις θέσεις τους και το πλήθος παραληρεί, ξεκινά ένα θρυλικό πάρτι από τα πολλά που θα έπονταν.
Η εφημερίδα «Θεσσαλονίκη» ήταν πρωτοπόρος σε αυτό το κομμάτι. Ήταν η πρώτη εφημερίδα που διοργάνωσε τα θρυλικά αυτά πάρτι έχοντας 4 πολύ βασικά συστατικά: θάλασσα, μουσική, χορό και καλή διάθεση. Η εφημερίδα ήταν μέσα στο παλμό της νεότητας και εξέφραζε έναν ιδεολογικό χώρο περισσότερο αντιστασιακό, εξέφραζε την μουσική της πόλης και όχι μόνο. Τα πάρτι ήταν μια έκρηξη της νεολαίας εν θερμώ μέσα στον καύσωνα του καλοκαιριού. Ζευγάρια γεμάτο ερωτισμό, αγόρια και κορίτσια έτοιμα να ξεχυθούν σε ρυθμούς σέικ και μπλουζ σε ένα μεσημέρι γεμάτο τραγούδια, μουσική και διαγωνισμούς ομορφιάς.
Δεν ήταν χυδαία, ήταν μια εποχή απελευθέρωσης και ξεγνοιασιάς, ο κόσμος δεν περίμενε να βγάλει προσωπικές ορμές και πάθη πάνω στο πλήθος, ενωνόταν υπό τους ήχους των «Ολύμπιανς» και των «Άϊντολς» και τραγουδούσε αγκαλιά τα τραγούδια των «Βόρειων» και των «Σνόουμπολς». Η Θεσσαλονίκη τότε ήταν ξέχειλη από ζωή, ερωτισμό, μόδα, κίνηση και νέους. Όλα αυτά ήταν το αντίδοτο σε ό,τι συνέβαινε εκείνα τα χρόνια στην πολιτική που ήταν μαύρη και θαμπή, ακόμα και πριν τη δικτατορία.
Όλα ξεκίνησαν από μια ιδέα, μια ιδέα για απελευθέρωση και μάζωξη των νέων υπό τα ακούσματα θρυλικών εγχώριων συγκροτημάτων.
Ο ραδιοφωνικός παραγωγός και δημοσιογράφος Λευτέρης Κογκαλίδης θυμάται πως ξεκίνησαν όλα:
«Κάτι που ίσως δεν είναι γνωστό είναι πως η ιδέα για τα beach party ήταν δική μου παρόλο που δεν ήμουν εγώ οργανωτής. Μετά την μετέφερα στον δημοσιογράφο και πολύ φίλο μου Γιώργο Φωτιάδη, δημοσιογράφο της εφημερίδας «Θεσσαλονίκη», ο οποίος είχε κάθε μέρα μια ολόκληρη σελίδα αφιερωμένη στη νυχτερινή ζωή και τη διασκέδαση γενικότερα. Όταν του είπα την ιδέα ενθουσιάστηκε και αμέσως θέλησε να την υλοποιήσει, έτσι μίλησε με τον εκδότη της εφημερίδας, Γιάννη Βελλίδη και πήρε το δρόμο του.
Πως ξεκίνησε όμως ουσιαστικά. Εγώ από μαθητής είχα επαφή με τον αμερικανικό σταθμό της Αθήνας ο οποίος ήταν ό,τι δημοφιλέστερο υπήρχε εκείνη την εποχή για τη νεολαία της Αθήνας. Ήταν τόσο δημοφιλής γιατί έπαιζε όλο το 24ωρο τις τελευταίες και μεγαλύτερες επιτυχίες μεγάλων καλλιτεχνών του εξωτερικού, σε αντίθεση με το δημόσιο ραδιόφωνο. Ο σταθμός απευθυνόταν κυρίως στους Αμερικανούς στρατιώτες και αεροπόρους που έμεναν στην Αμερικανική βάση, στο σημερινό Ελληνικό, λόγω των αγγλόφωνων κομματιών που επέλεγαν.
Αυτοί λοιπόν, τα καλοκαίρια, ειδικά κάθε Σάββατο, έκαναν πάρτι για τα παιδιά των Αμερικανών στρατιωτικών. Τα πάρτι αυτά είχαν πολύ μεγάλη απήχηση και τα αγκάλιασαν τότε στρατιωτικοί και παιδιά. Όταν διαπίστωσαν όμως ότι η αλληλογραφία και τα τηλεφωνήματα που έπαιρναν από Έλληνες ακροατές ήταν αρκετά πολλά, ο διοικητής της αμερικάνικης βάσης τότε πρότεινε να καλέσουν ορισμένα ελληνόπουλα να συμμετέχουν και εκείνα σε αυτά τα πάρτι. Έτσι, βρέθηκα και εγώ εκεί και έμεινα έκπληκτος από την ενέργεια και τον παλμό που είχαν δημιουργήσει. Τα πάρτι αυτά γίνονταν σε πλαζ σε έναν ειδικά περιορισμένο χώρο και ήταν όλα νέα παιδιά γεμάτα χαρά και ζωή. Τα πάρτι αυτά είχαν πολύ μουσική, χορό και ένα μικρό show παρουσίασης. Ένας λοχείας δεκανέας ο οποίος είχε μια τάση προς την μουσική, παρουσίαζε τα τραγούδια που παίζονταν την κάθε στιγμή, τα παρουσίαζε όμως με έναν ενθουσιασμό που δεν έχει παρουσιάσει κανείς στην Ελλάδα μέχρι και σήμερα.
Πηγαίνοντας στη Θεσσαλονίκη λοιπόν μίλησα με τον Γιώργο Φωτιάδη που είχε επαφή με πολλούς καλλιτέχνες και επιχειρηματίες τότε και του άρεσε πάρα πολύ η ιδέα. Βέβαια τότε δεν είχαμε και πολλούς γλωσσομαθής και το beach party ήταν ένας καινούργιος όρος που δεν ήξερε κανείς στην αρχή τι σήμαινε.
Ο Φωτιάδης με τις γνωριμίες που είχε πρότεινε να το κάνουμε στην Αγία Τριάδα, σε έναν οργανωμένο χώρο που είχε και μια μικρή εξέδρα για τις μπάντες που θα έρχονταν. Στα πάρτι αυτά άρχισε να μαζεύεται όλη η νεολαία της Θεσσαλονίκης. Μέσα από την εφημερίδα άρχισαν να γίνονται γνωστά και πλήθος κόσμου κατέφθανε για να διασκεδάσει υπό τους ήχους των αγαπημένων τους καλλιτεχνών».
Ο διαγωνισμός του λεμονιού, τα τρυφερά βαλς και οι μεγάλοι αστέρες του σινεμά
Τετάρτη, δύο το μεσημέρι, το ρολόι έχει χτυπήσει και το πάρτι ξεκινά. Τα πρώτα καραβάκια που έχουν ξεκινήσει από το Λευκό Πύργο καταφθάνουν στην πλαζ κατάμεστα με νέους έτοιμους να ξεχυθούν και να γεμίσουν με την ενέργεια τους ολόκληρη την πίστα χορού.
Δημοσιογράφοι της εφημερίδας, διοργανωτές, επιχειρηματίες μεγάλων νυχτερινών κέντρων της Θεσσαλoνίκης και γνωστοί ηθοποιοί είναι ήδη στη παραλία από νωρίς. Το πάρτι περιλάμβανε πολύ μουσική, χορό και μιμήσεις από γνωστούς μίμους της εποχής όπως ο μίμος Rocky και ο Ηλίας ο Κωνσταντίνου, ένας ηθοποιός που την δεκαετία του 80 συνεργάστηκε με μεγάλους αστέρες του ελληνικού σινεμά όπως ήταν ο Βουτσάς και ο Μουστάκας.
Οι διαγωνισμοί χορού ήταν ένα αναπόσπαστο κομμάτι στα beach party των 60s. Νέοι, σφιχτά αγκαλιασμένοι σε απόσταση αναπνοής προσπαθούν να κερδίσουν στο διαγωνισμό του λεμονιού και τους νικητές θα τους ορίσει κριτική επιτροπή την οποία αποτελούν δημοσιογράφοι, διοργανωτές του πάρτι και θρυλικοί ηθοποιοί που κάνουν περιοδεία με το θίασο τους. Τα δώρα είναι απλά και καθημερινά, αλλά αυτά τα καθημερινά ήταν αρκετά σε μια εποχή που η πολιτική σκηνή της χώρας είχε λιγοστέψει την ανεμελιά και την ελευθερία για έκφραση.
Ο Γιάννης Νέγρης δημοσιογράφος, οργανωτικό μέλος αλλά και παρουσιαστής των beach parties, εξιστορεί:
«Ο δημοφιλής διαγωνισμός του λεμονιού είχε τεράστια συμμετοχή σε αυτά τα πάρτι. Κάθε ζευγάρι έβαζε στο μέτωπο του ένα λεμόνι και αγκαλιάζονταν υπό τους ήχους των βαλς και των μπλουζ. Όταν γινόταν ο ρυθμός πιο γρήγορος προσπαθούσε το ζευγάρι να το κρατήσει στο μέτωπο του καβαλιέρου και της ντάμας, πράγμα αρκετά δύσκολο που το έκανε ακόμα πιο ευχάριστο και προκλητικό για τα ζευγάρια. Όποιο ζευγάρι κατάφερνε να το συγκρατήσει, παρά τα λικνίσματα του χορού, ανακηρύσσονταν νικητές. Σαν βραβείο κέρδιζαν διάφορα δώρα τα οποία πρόσφεραν τα καταστήματα της πόλης όπως, δίσκους, γραβάτες και γυναικεία ή ανδρικά αξεσουάρ. Από τα πιο δημοφιλή καταστήματα της εποχής που προσέφεραν δώρα ήταν του Κατρακαλίδη, και αρκετά καταστήματα δίσκων. Οι νικητές του διαγωνισμού χορού ανακηρύσσονταν από κριτική επιτροπή. Την οποία αποτελούσαν ηθοποιοί που είχαν ανέβει εκείνη την εποχή με το θίασο τους από την Αθήνα, όπως για παράδειγμα ο Ντίνος Ηλιόπουλος και ο Δήμος ο Σταρένιος».
Τα θρυλικά ροκ συγκροτήματα και οι τακτικοί θαμώνες των beach parties
«Πρώτα καλέσαμε τους «Ολύμπιανς» που ήταν το δημοφιλέστερο συγκρότημα τότε και μετά όλους τους υπόλοιπους. Οι «Βόρειοι», οι «Σνόουμπολς», οι «ΑπΤάιτ», οι «Φρατέλι» δεν θα μπορούσαν να λείπουν τότε φυσικά, όλα τα γνωστά συγκροτήματα της πόλης παρευρίσκονταν εκεί. Τα πάρτι αυτά σηματοδοτούσαν το καλοκαίρι. Μόλις τελείωναν οι εξετάσεις των σχολείων και λίγο πριν κάνουν διακοπές οι περισσότεροι νέοι τότε τα διοργανώναμε και η πλαζ γέμιζε ασφυκτικά από νέους.
Τακτικοί θαμώνες ήταν η Άσπα Πάτσιου και αργότερα ιδιοκτήτρια του ζαχαροπλαστείου «Ελληνικόν» στο Ντεπώ το οποίο υπάρχει μέχρι και σήμερα, οι δημοσιογράφοι της εφημερίδας, οι αθλητικογράφοι, και επίσης στην κριτική επιτροπή είχαμε πολλούς ποδοσφαιριστές από ομάδες της πόλης. Επίσης παρευρίσκονταν και οι ιδιοκτήτες των κέντρων της Θεσσαλονίκης. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν ο ιδιοκτήτης της Χαβάης ο Τάκης Καλίδης, ο ιδιοκτήτης του Αριγκάτο ο Χρήστος Κουτσελίνης και άλλοι πολλοί» περιγράφει ο Γιάννης Νέγρης.
«Έτσι ξεκίνησαν τα beach party, ήταν μόνο για τη νεολαία, όπως ακριβώς γίνονταν και στην Αμερικανική βάση της Αθήνας. Τα πάρτι αυτά άρχισαν να μεγαλώνουν και να γίνονται πιο γνωστά λόγο του ότι δεν είχαμε κανένα οικονομικό όφελος από την πλευρά της εφημερίδας και του Φωτιάδη. Τα κρατούσαμε γιατί και εμείς περνούσαμε καλά βλέποντας τον κόσμο να χορεύει και να είναι ελεύθερος να εκφραστεί.
Επίσης η εφημερίδα «Θεσσαλονίκη» είχε εκτεταμένο ρεπορτάζ την επόμενη κιόλας μέρα, αφιέρωνε 1-2 σελίδες με φωτογραφίες από τους χορούς, τα συγκροτήματα στο πάλκο, τα ζευγάρια κτλπ. Η διασκέδαση κρατούσε μέχρι να νυχτώσει, το πάρτι τότε διαλυόταν γιατί το βράδυ το κέντρο έπρεπε να λειτουργήσει με την ορχήστρα της εποχή. Τα συγκροτήματα έρχονταν και χαίρονταν που τους άκουγε τόσος κόσμος. Δεν είχαν να ετοιμαστούν για να πάνε σε κάποιο θέατρο και να δώσουν συναυλία όπου έπρεπε πολλές φορές να πληρώσουν. Ήταν το ιδανικότερο για αυτούς αυτά τα πάρτι. Ερχόντουσαν όλοι ανέμελα με τα μαγιό, ήταν μια ελεύθερη, χαρούμενη, νεανική συνάντηση ανθρώπων, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο» αναφέρει ο Λευτέρης Κογκαλίδης.
Τα πάρτι ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 1968 και βρήκαν το τέλος τους το 1971 μετά από τέσσερα χρόνια γεμάτα εκρήξεις συναισθημάτων και ανεμελιά. Ο Λευτέρης Κογκαλίδης, ο Γιάννης Βελλίδης, ο Γιώργος Φωτιάδης, ο Γιάννης Νέγρης και ο Γιώργος Λιάνης ήταν οι πυλώνες που έκαναν πραγματικότητα μια ανάγκη πολλών νέων της εποχής. Ήταν ο «επαναστατικός» συρμός σε μια εποχή που η οικογενειακή και πολιτική καταπίεση κυριαρχούσε. Τα πάρτι ήρθαν σαν στρόβιλος που παρέσυρε μέσα του ολόκληρη τη Θεσσαλονίκη και άφησε πίσω μια μεγάλη παρακαταθήκη νοσταλγίας. Έβαλαν τη σφραγίδα στη διασκέδαση της νεολαίας επηρεασμένα από το κινηματογράφο και τη ξένη μουσική, πάντα με τον αέρα του ελληνικού καλοκαιριού.
Οι θάλασσες όμως μολύνθηκαν, ο θερμαϊκός κρίθηκε ακατάλληλος και οι νέοι άλλαξαν στέκια. Τα παραθεριστικά κέντρα άδειασαν και πλέον εάν επισκεφτεί κανείς την πλαζ της Αγίας Τριάδας θα βρει μόνο ερείπια από την εξέδρα που κάποτε φιλοξενούσε τα μεγαλύτερα πάρτι της Θεσσαλονίκης. Η ζωή στη πόλη, άλλαξε και τα πάρτι αυτά χάθηκαν με τη μεταπολίτευση και τη μετατόπιση του ενδιαφέροντος αυτών που τα εμπνεύστηκαν. Για όλους όμως εκείνους που λικνίστηκαν σε μουσικές νότες από τα αγαπημένα τους συγκροτήματα, δροσίστηκαν με τις βουτιές στα καθαρά νερά της θάλασσας και έζησαν ερωτικά σκιρτήματα, τα θρυλικά beach parties του Θερμαϊκού πυροδοτούν αξέχαστες αναμνήσεις από τα πιο γλυκά καλοκαίρια τους.