Θεσσαλονίκη: Πού βρίσκεται σήμερα το Μνημείο των Πεσόντων Εργατών και πώς συνδέεται με τον Επιτάφιο του Ρίτσου
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες... Η κρατική δολοφονία του Τάσου Τούση κι άλλων 11 ανθρώπων στις 9 Μαΐου 1936
Βγαίνοντας από το σταθμό «Βενιζέλου» στο Μετρό Θεσσαλονίκης, στη νότια πλευρά της οδού Εγνατίας, συναντάς, πίσω από το Μπεζεστένι, ένα μνημείο το οποίο επανατοποθετήθηκε πρόσφατα εκεί, αλλά έχει έναν πολύ σημαντικό συμβολισμό.
Πρόκειται για το Μνημείο των πεσόντων εργατών, ένα γλυπτό του Άγγελου Βλάσση, που δημιουργήθηκε το 1997, μετά από παραγγελία του Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Θεσσαλονίκης.
Αρχικά είχε μπει στην πλατεία Καπενεργάτη, στο σημείο δηλαδή όπου βρίσκεται και τώρα, θυμίζοντας το μακελειό της Θεσσαλονίκης, την αποτρόπαιη δολοφονία του αυτοκινητιστή Τάσου Τούση και 11 ακόμη ανθρώπων τουλάχιστον, στις 9 Μαΐου του 1936, 89 χρόνια δηλαδή ακριβώς από σήμερα, στις μεγάλες διαδηλώσεις των καπνεργατών στην πόλη.
Με τις εργασίες για το Μετρό, το μνημείο είχε μεταφερθεί για χρόνια ακριβώς έξω από το κτήριο του Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου, στην οδό Ολύμπου, στο πάρκο απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου.
Όμως, με την παράδοση του Μετρό και την ανάπλαση της πλατείας Καπνεργάτη στη συμβολή των οδών Βενιζέλου και Εγνατία, το σημαντικό μνημείο επανατοποθετήθηκε στο σημείο όπου βρισκόταν αρχικά.
Περίπου στα 300 μέτρα από εκεί, στη συμβολή των οδών Συγγρού και Πτολεμαίων, δολοφονήθηκε ο 27χρονος τότε, αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης, από τη σφαίρα αστυνομικού. Η φωτογραφία της μάνας του θύματος που κλαίει πάνω από το νεκρό σώμα του γιου της, ενέπνευσε ως γνωστόν τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο να γράψει τον «Επιτάφιο», που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης και ερμήνευσε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.
Τα αιματηρά γεγονότα
Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος, Σπύρος Κουζινόπουλος, θυμίζει τα αιματηρά γεγονότα του Μάη του 1936.
«Από τα τέλη του Απρίλη, στις μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις που ξεδιπλώνονται, πρωτοστατούν οι καπνεργάτες, το πιο οργανωμένο συνδικαλιστικά, ταξικό κίνημα στην Ελλάδα.
Ορμητήριό τους η Θεσσαλονίκη όπου πραγματοποιούν μεγάλες απεργιακές συγκεντρώσεις, οι περισσότερες των οποίων διαλύονται βίαια από την αστυνομία. Ακολουθούν το παράδειγμά τους εργάτες σε όλα τα καπνοπαραγωγικά κέντρα της Βόρειας Ελλάδας (Καβάλα, Σέρρες, Ξάνθη, Δράμα κλπ) αλλά και πολλές ακόμη πόλεις της χώρας.
Κύριος λόγος εκείνου του εργατικού αναβρασμού, ήταν η ανέχεια στην οποία είχαν περιέλθει οι καπνεργάτες, καθώς οι αμοιβές τους ήταν άθλιες. Περίπου 48.000 εργάτες ενώ αρχικά αμείβονταν με 135-150 δραχμές, ο μισθός έπεσε εκείνα τα χρόνια στις 75 δραχμές, δηλαδή μείωση κατά 50%.
Στις 8 Μαΐου, όταν κήρυξαν απεργία πολλοί κλάδοι εργαζομένων για συμπαράσταση στους καπνεργάτες, η αστυνομία άνοιξε πυρ κατά των συγκεντρωμένων απεργών, με αποτέλεσμα να υπάρξουν πολλοί τραυματίες και να αυξηθεί η λαϊκή δυσαρέσκεια.
Το ίδιο βράδυ, πολλά σωματεία τη Θεσσαλονίκης (αυτοκινητιστές, λιμενεργάτες οικοδόμοι, τροχιοδρομικοί κ.ά.) κήρυξαν απεργία, ενώ αποφάσισαν να κλείσουν τα καταστήματά τους και οι επαγγελματίες και βιοτέχνες. Η τότε κυβέρνηση του μετέπειτα δικτάτορα Ι.Μεταξά σε απάντηση, προχώρησε την έκδοση διατάγματος επιστράτευσης των τροχιοδρομικών και των σιδηροδρομικών και διέταξε το Γ` Σώμα Στρατού να λάβει εξαιρετικά μέτρα προς εξασφάλιση της τάξης.
Στις 9 του Μάη, η απεργία στη συμπρωτεύουσα είχε γενικευτεί, ενώ οι χωροφύλακες από νωρίς το πρωί άρχισαν τις επιθέσεις εναντίων εργατικών συγκεντρώσεων.
Η πρώτη σοβαρή σύγκρουση, σημειώθηκε στην οδό Εγνατίας. Οι χωροφύλακες χτύπησαν στο ψαχνό και σε λίγο έπεσε από τους πυροβολισμούς τους ο πρώτος νεκρός απεργός στη συμβολή των οδών Συγγρού και Πτολεμαίων: Ήταν ο 27χρονος αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης από το Ασβεστοχώρι. Οι άλλοι απεργοί τότε, με επικεφαλής τον Γραμματέα του Σωματείου Οικοδόμων, Κωστίκα Παπαβασιλείου, μετέφεραν τον νεκρό πλέον Τούση έξω από το Διοικητήριο.
Οι αστυνομικές δυνάμεις, επιτέθηκαν εκ νέου με πυροβολισμούς, με συνέπεια οι απεργοί σηκώνοντας στους ώμους το αυτοσχέδιο φέρετρο του Τούση να απομακρυνθούν προς την Εγνατίας. Όταν στη συμβολή Εγνατίας-Αγ. Σοφίας δέχθηκαν οι διαμαρτυρόμενοι εργάτες νέα επίθεση, εγκατέλειψαν την πόρτα με τον δολοφονημένο Τάσο Τούση στη μέση του δρόμου, όπου το βρήκε, ειδοποιημένη από φίλους του νεκρού, η χαροκαμένη μάνα του.
Ο αριθμός των νεκρών εκείνης της αναταραχής, παραμένει ακόμη αδιευκρίνιστος, με πιθανότερο αριθμό τους έντεκα, ενώ εφημερίδες της εποχής ανέβαζαν τους νεκρούς στους τριάντα. Η επερχόμενη δικτατορία και η δραματική δεκαετία του ’40 δεν άφησαν περιθώρια για την αντικειμενική καταγραφή του αριθμού των θυμάτων. Το σίγουρο είναι ότι μεταξύ των θυμάτων εκείνου του απεργιακού ξεσηκωμού περιλαμβάνοντας και οι παρακάτω νεκροί εργάτες:
Τάσος Τούσης, 27 ετών, αυτοκινητιστής από το Ασβεστοχώρι, Αναστασία Καρανικόλα, καπνεργάτρια, 23 χρόνων, μητέρα ενός παιδιού, Ίντο Τιακό Σρέντορ, 22 χρόνων, επινικελωτής, Γιάννης Πανόπουλος, 23 χρόνων, εργάτης βιοτεχνίας, από την Καλαμαριά Δημήτρης Αγλαμίδης, 25 χρόνων, σιδεράς, Σαλβατόρ Ματαράσο, 20 χρόνων, ιδιωτικός υπάλληλος, Δημήτρης Λαϊλάνης ή Λαϊνάς, 17χρόνων, Σταύρος Διαμαντόπουλος, 23 χρόνων, Μανόλης Ζαχαρίου, 26 χρόνων, Ευθύμιος Αδαμαντίου, 18 χρόνων, υποδηματοποιός· Ευάγγελος Χολής, 32 χρόνων, καπνεργάτης
Οι δράστες των δολοφονιών των απεργών εργατών και κυρίως ο τότε διευθυντής της χωροφυλακής Θεσσαλονίκης Ντάκος, όχι μόνο έμειναν ατιμώρητοι, αλλά πήραν και προαγωγή από το φασιστικό καθεστώς Μεταξά. Μάλιστα τον Ντάκο θα τον δούμε αργότερα σε επιτελική θέση στην Αστυνομία στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής.
Μία φωτογραφία που ενέπνευσε τον Ρίτσο
Η φωτογραφία-σύμβολο του Μάη του ’36, υπήρξε η κλασική φωτογραφία της τραγικής μάνας που κλαίει και οδύρεται πάνω από το κουφάρι του γιου της. Αυτή η φωτογραφία, που την επόμενη ημέρα δημιοσιεύθηκε στον τύπο, ενέπνευσε στο Γιάννη Ρίτσο τον «Επιτάφιο», ποίημα που μελοποιήθηκε το 1958 από το Μίκη Θεοδωράκη στο Παρίσι.
Ο ποιητής κλείνεται στη σοφίτα του, στην οδό Μεθώνης 30 και συγγράφει. Όπως ο ίδιος λέει, «είχε κλειστεί στη σοφίτα του δύο μερόνυχτα και έγραφε, χωρίς να φάει και να κοιμηθεί, την τρίτη μέρα, δεν άντεξε, άρχισε να σβήνει…». Κατόπιν, παραδίδει τα πρώτα τρία ποιήματα, από τα 20 συνολικά, στον Ευθύφρονα Ηλιάδη και δημοσιεύονται στον Ριζοσπάστη.
Σε 3 μέρες γράφει 14 από τα 20 συνολικά ποιήματα και δημοσιεύει 3 από αυτά στο φύλλο της εφημερίδας του Ριζοσπάστη στις 12 Μαΐου.
Γιέ μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου, πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου, Πως κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;
Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονό μου, που μάντευες τι πέρναγα κάτου απ᾿ το τσίνορό μου, Τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;
Πουλί μου, εσὺ που μούφερνες νεράκι στὴν παλάμη πως δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι; Στη στράτα εδώ καταμεσὶς τ᾿ άσπρα μαλλιά μου λύνω και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.
Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει κ’ είναι σα να μου θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει. Δε μου μιλεῖς κ’ η δόλια εγὼ τον κόρφο, δες, ἀνοίγω και στα βυζιὰ που βύζαξες τα νύχια, γιε μου, μπήγω.
VI
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω, άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης
Και με το δάχτυλο απλωτό μου τάδειχνες ένα-ένα τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα Και μούδειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι, και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι
Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα, κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα. Μα, γιόκα μου, κι αν μούδειχνες τ’ αστέρια και τα πλάτια, τάβλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.
Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκειά, ζεστή κι αντρίκια τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια. Και μούλεες, γιε, πως όλ’ αυτά τα ωραία θάναι δικά μας, και τώρα εσβήστης κ’ έσβησε το φέγγος κ’ η φωτιά μας.
Η πρώτη παρουσίαση των τραγουδιών του «Επιτάφιου» στην Ελλάδα, έγινε στις 5 Οκτωβρίου 1960, στην Ελευσίνα, με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Θεοδωράκης και Ρίτσος συζητούν για το έργο και η Μαρία Φαραντούρη ερμηνεύει το 1987
Ποιος είναι ο γλύπτης του μνημείου
Το μνημείο είναι έργο του γλύπτη Άγγελου Βλάσση και αναπαριστά την μάνα που θρηνεί πάνω στο σώμα του νεκρού γιού της. Είναι φτιαγμένο από ορείχαλκο και στηρίζεται πάνω σε μια σειρά από σιδερένιες βέργες Τα χέρια της μάνας, αλλά και τα άνω και κάτω άκρα του Τούση, βρίσκονται εκτός του πλαισίου του έργου και δίνουν μια προοπτική στο γλυπτό, αλλά και μια δραματικότητα. Στο κάτω μέρος του έργου, υπάρχει η υπογραφή του γλύπτη. Κατά την διάρκεια της εργατικής Πρωτομαγιάς γίνεται κατάθεση στεφάνων στο μνημείο. Μνημείο για τον Τάσο Τούση υπάρχει και στο Ασβεστοχώρι, γενέτειρα του αδικοχαμένου νεαρού.
Ο γλύπτης Άγγελος Βλάσσης γεννήθηκε το 1948 στην Αθήνα και σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών. Έχει φιλοτεχνήσει πολλά υπαίθρια γλυπτά και μνημεία με γνωστότερα της Εθνικής Αντίστασης στα Νέα Λιόσια, του Γρηγορίου Λαμπράκη στην Αθήνα, των Ολυμπιονικών 1992 στη Νέα Φιλαδέλφεια Αττικής και την προτομή του Καρυωτάκη στην Πρέβεζα.